«Σοβαρός άνθρωπος» στην πολιτική

  Ψηλαφήσαμε την ολοκληρωτική εξομοίωση «πράσινου» και «γαλάζιου» ΠΑΣΟΚ, τους υποστήκαμε να συγκυβερνάνε – μαζί και ο «ερυθρός» Κουβέλης. Ζήσαμε και τους «ριζοσπάστες» του Τσίπρα να τους μεταβάλλει η Κίρκη των «Αγορών» σε ευπειθέστατους διεκπεραιωτές των εντολών της, να απεμπολούν «αρχές» και «παντιέρες» τους, έρμαια αδιάντροπης εξουσιολαγνείας.

Λογικά αλλά και έμπρακτα: 
τα κόμματα «όλα ίδια είναι» – ίδιες πολιτικές, ίδιος αμοραλισμός, ίδια νοσηρή εξουσιολαγνεία. Αν κάποιοι κομματικοί δίνουν την εντύπωση «σοβαρών ανθρώπων», πρόβλημα έχουμε οι δέκτες της εντύπωσης. Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους οι ψηφοφόροι ότι με τα υπάρχοντα σήμερα κόμματα, όλα, πολιτική ελπίδα δεν υπάρχει. Ας ξεκαθαρίσουμε στην κρίση μας τα γνωρίσματα του «σοβαρού ανθρώπου». 


Κ​​άποιες συζητήσεις στη Βουλή ή στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, τηλεοπτικά μεταδιδόμενες, δίνουν την εντύπωση στον πολίτη ότι διασώζονται ακόμα στο πολιτικό προσωπικό της χώρας περιπτώσεις ανθρώπων σοβαρών. Ας συμφωνήσουμε σε κάποια στοιχειώδη κριτήρια «σοβαρότητας»: Κατορθώνουν να δίνουν στον ακροατή-θεατή τους την αίσθηση ότι είναι έντιμοι και νηφάλιοι. Οτι διαθέτουν ευφυΐα, έστω και μέσου βεληνεκούς. Δεν είναι απαίδευτοι, δηλαδή έχουν επάρκεια γλωσσικής εκφραστικής, άρα και συλλογιστικής ικανότητας (ως γνωστόν: άνθρωπος χωρίς γλώσσα είναι άνθρωπος χωρίς σκέψη, αφού με τη γλώσσα σκεφτόμαστε). Διαθέτουν την αισθητική καλλιέργεια που προϋποθέτει η ενδυματολογική καλαισθησία.

Το πρώτο ερώτημα που γεννιέται από τη θέα αυτών των εξαιρέσεων: Γιατί η όποια ανθρώπινη ποιότητα υπάρχει στα κόμματα κρατιέται στην αφάνεια, δηλαδή αποκλείεται από την τηλεόραση; Γιατί οι «εκπρόσωποι τύπου» των κομμάτων και οι κομματικοί απεσταλμένοι στις τηλεοπτικές εκπομπές είναι, κατά κανόνα, μικρονοϊκοί, μονόχνωτοι, κωμικά δογματικοί, και επιπλέον άγλωσσοι, απαίδευτοι, ακαλαίσθητοι; Δεν έχουν τα κριτήρια οι αρχηγοί και οι επιτελείς των κομμάτων (και των κυβερνήσεων) να διακρίνουν ποιος τύπος «εκπροσώπου» τούς κολακεύει και ποιος τους δυσφημεί;

Μια εξήγηση θα ήταν, ίσως, το μοντέλο ή η συνταγή για «σαρωτικές επιτυχίες» στο πεδίο του εντυπωσιασμού των μαζών, που αποτέλεσαν στη μεταπολίτευση ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος. Το κουτσαβάκικο ύφος, η αθυροστομία, η αναίδεια και θρασύτητα, το αδίστακτο ψέμα, οι έμμεσες απειλές (τσαμπουκάς), οι χυδαίοι υπαινιγμοί καταξιώθηκαν σαν «όπλα πολιτικής πάλης».

Καθιερώθηκε «κλίμα» δημόσιου λόγου – η Ν.Δ. και στο πεδίο αυτό, όπως και σε κάθε άλλο πολιτικής πρακτικής, πάσχιζε να μιμηθεί το ΠΑΣΟΚ, να μην υστερήσει σε «εκσυγχρονισμό».

Ο,τι ονομάζουμε «κλίμα» δημοσίου λόγου, κυρίαρχο πολιτικό «κλίμα», κατανοείται πληρέστερα με αναφορά σε πρόσωπα, αλλά αυτή η προσωποποίηση αφήνει κενά κατανόησης στους νεότερους. Η ελλαδική κοινωνία γνώρισε τα τελευταία σαράντα χρόνια τόσα ευτελισμένα, ανίκανα (της ντροπής) αχρεία πρόσωπα σε θώκους ηγετικούς (χωρίς να υπάρξει έστω και ίχνος συλλογικών αντανακλαστικών διαμαρτυρίας, καταισχύνης ή οργής) που η ανάμνησή τους και μόνο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν πέδη ανάσχεσης στη διολίσθηση προς τον ιστορικό αφανισμό. Δεν υπήρξαν έγκαιρα αντανακλαστικά οργής ούτε μνήμη ανασχετική του συνεχώς χειρότερου. Το πολιτικό μας σύστημα μπήκε σε τροχιά ραγδαίας αποσύνθεσης, με τα προσχήματα δημοκρατίας να συντηρούνται ως νεκροπομπός φενάκη.

Αλλά μια τέτοια ανάγνωση της ελλαδικής πολιτικής πραγματικότητας επιτείνει τη δυσκολία να ερμηνεύσουμε το πώς γίνεται να υπάρχουν ακόμα «σοβαροί άνθρωποι» στην πολιτική σκηνή. Αγόρευε τις προάλλες για τον εκλογικό νόμο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, νέος σχετικά, με στρωτό και ευπρεπή λόγο, καλοχτισμένα επιχειρήματα και ικανότητα να δείχνει ότι το θέμα τον ενδιαφέρει ουσιαστικά, όχι για να κερδίσει εντυπώσεις.

Ομως, αυτός ο νέος (και ας τον υποθέσουμε αγνών προθέσεων) άνθρωπος ακύρωνε τη σοβαρότητά του με την κατάφωρη πολιτική του ανακολουθία και ασυνέπεια: Μιλούσε για ιδιοτέλεια κομματικών σκοπιμοτήτων στο εκλογικό νομοσχέδιο εκπροσωπώντας το κόμμα που υπήρξε ο πανουργότερος μάγειρας εκλογικών συστημάτων, προκειμένου να υποκλέψει την εξουσία.

Και αν το παρελθόν του κόμματός του το αμνηστεύει ο νεαρός βουλευτής νιώθοντας ο ίδιος φορέας του πολιτικά καινούργιου, πώς συμβιβάζει τους οραματισμούς του (και τη σοβαρότητά του) με το «προφίλ» της αρχηγού του; Διερωτήθηκε ποτέ: πού, πώς και από ποιον πρωτοδιορίστηκε σε μισθωτή εργασία η αρχηγός του; Αλλά και πέραν της αρχηγού: Ποιες αξιώσεις σοβαρότητας μπορεί να έχει ένας πολιτικός, πιθανόν ταλαντούχος και πάντως κόσμιος ως παρουσία, που επιλέγει να ενταχθεί σε κόμμα «σοσιαλιστικό», όταν στο πολύ πρόσφατο παρελθόν το κόμμα αυτό κυβέρνησε με όρους τού πιο αχαλίνωτου καπιταλισμού, μοιράζοντας με τους συγκυβερνώντες τα ρουσφέτια προκαταβολικά (4-2-1);

Οι παραδειγματικές αναφορές λειτουργούν στον δοκιμιακό λόγο της επιφυλλίδας προφανώς ως ένδειξη, όχι ως καταγγελία. Να παραθέσουμε και μια δεύτερη εικόνα: Μεσήλικα βουλευτή, στην ίδια συζήτηση στη Βουλή, με λόγο σοβαρό, πειστικό, ευπρεπή, που εκπροσωπούσε το κόμμα το αυτοονομαζόμενο «Το ποτάμι». Προκαλούσε και αυτός την απορία: Δικαιολογείται ο όρος σοβαρότητα για έναν άνθρωπο ενταγμένον εθελούσια σε κόμμα που η ονομασία του επαγγέλλεται το τίποτα; Να δηλώνει η ονομασία όχι, φυσικά, ιδεοληψίες και ταμπού, αλλά (που να πάρει η ευχή) στόχους κοινωνικούς, κριτήρια ποιότητας της ζωής πέρα από τον καταναλωτικό πρωτογονισμό. Ποια ανθρώπινη σοβαρότητα μπορεί να συμβιβαστεί με τη στράτευση σε κόμμα, που και μόνο ο τίτλος του δηλώνει το πολιτικό τίποτα – θα μπορούσε να είναι το όνομα παρόχθιας ταβέρνας ή εντευκτηρίου εραστών του «καγιάκ».

Βέβαια, κατάντησε κανόνας τις ονομασίες των πολιτικών κομμάτων (όπως και των απορρυπαντικών, αποσμητικών, αλλαντικών κ.λπ.) να τις επινοούν διαφημιστικά γραφεία, με κριτήρια εντελώς α-πολιτικά ή εσκεμμένης αοριστίας και γενικότητας αποβλέποντας στην ψυχολογική πρωταρχικά σαγήνη και στον υποβολιμαίο εντυπωσιασμό των αφελών (βλ. «Νέα Δημοκρατία», «Δημοκρατική Συμπαράταξη», «Πολιτική Ανοιξη» κ.ά.). Εφευρίσκουν οι διαφημιστές το «πιασάρικο» όνομα και στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι προσπαθούν να γεμίσουν το νοηματικό κενό με «ευρήματα» αφηρημένων και συχνά αλληλοαναιρούμενων εννοιών – «κοινωνικός φιλελευθερισμός», «δημοκρατικός σοσιαλισμός», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά» και ανάλογες πομφόλυγες αοριστολογίας.

Η εδραιωμένη αξιολογική αποτίμηση των πολιτικών από τους πολίτες συνοψίζεται στον αφορισμό: «όλοι ίδιοι είναι». Μάλλον άδικος ο αφορισμός, επειδή αναφέρεται σε πρόσωπα. Ισχύει όμως απολύτως και αποδεδειγμένα για τα κόμματα: ναι, «όλα ίδια είναι». Ψηλαφήσαμε την ολοκληρωτική εξομοίωση «πράσινου» και «γαλάζιου» ΠΑΣΟΚ, τους υποστήκαμε να συγκυβερνάνε – μαζί και ο «ερυθρός» Κουβέλης. Ζήσαμε και τους «ριζοσπάστες» του Τσίπρα να τους μεταβάλλει η Κίρκη των «Αγορών» σε ευπειθέστατους διεκπεραιωτές των εντολών της, να απεμπολούν «αρχές» και «παντιέρες» τους, έρμαια αδιάντροπης εξουσιολαγνείας.

Λογικά αλλά και έμπρακτα: τα κόμματα «όλα ίδια είναι» – ίδιες πολιτικές, ίδιος αμοραλισμός, ίδια νοσηρή εξουσιολαγνεία. Αν κάποιοι κομματικοί δίνουν την εντύπωση «σοβαρών ανθρώπων», πρόβλημα έχουμε οι δέκτες της εντύπωσης. Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους οι ψηφοφόροι ότι με τα υπάρχοντα σήμερα κόμματα, όλα, πολιτική ελπίδα δεν υπάρχει. Ας ξεκαθαρίσουμε στην κρίση μας τα γνωρίσματα του «σοβαρού ανθρώπου»._

Χρήστος Γιανναράς  
31/7/2016

http://www.kathimerini.gr/869507/opinion/epikairothta/politikh/sovaros-an8rwpos-sthn-politikh