Μια πόλη χωρίς... θεμέλια
Κατά μήκος του Βαρδάρη, τα νέα κτίρια της κρατικής προπαγάνδας της ΠΓΔΜ θυμίζουν κινηματογραφικά σκηνικά b movie της δεκαετίας του ’50.
Δύο πράγματα σκεφτόμουν καθώς περπατούσα στο κέντρο των
Σκοπίων, αφού πρώτα προσπαθούσα να ξεπεράσω το σοκ της πρώτης εικόνας. Αρχικά σκεφτόμουν, συμπάσχοντας, όλους όσοι είναι γέννημα-θρέμμα της πόλης, τους μορφωμένους, ήπιους, μυαλωμένους και τους έχοντες μια στοιχειώδη αισθητική αντίληψη των πραγμάτων. Και αναρωτιόμουν πώς θα νιώθουν που έχουν υποχρεωθεί να είναι μάρτυρες μιας βάρβαρης όσο και γελοίας κρατικής προπαγάνδας. Και από την άλλη, καθώς παρατηρούσα έκπληκτος την ανεγειρόμενη νέα πόλη των Σκοπίων, αναρωτιόμουν ποια θα είναι η μοίρα αυτών των ευτελών κατασκευών όταν ο μηχανισμός που τους δίνει ζωή θα έχει καταρρεύσει;
Είχα ακούσει πολλά για τα Σκόπια, είχα δει, όπως όλοι μας, φωτογραφίες, είχα πάει με την καλύτερη διάθεση και με τεράστια περιθώρια περιέργειας. Είχα διαβάσει για τις διαμαρτυρίες που πυροδοτούνται κυρίως από τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Αλλά δεν είχα φανταστεί ότι θα βρισκόμουν ενώπιον του θεάματος που αντίκρισα. Διότι περί θεάματος πρόκειται. Το κέντρο της πόλης είχε σβηστεί και στη θέση του έβλεπα γιγαντωμένα κομμάτια από το παζλ ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού.
Η αυτοακύρωση των Σκοπίων ως αστικού συνόλου, με συνέχεια και συνοχή, είναι ένα διαστροφικό πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης. Ο ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και οι περιφερόμενοι ως Μακεδόνες στρατιώτες μπροστά στο σιντριβάνι είναι παρωνυχίδα μπροστά στο εύρος της συντελούμενης ανοικοδόμησης που εστιάζει στην κεντρική πλατεία και κατά μήκος του ποταμού Βαρδάρη. Η σεμνή πόλη πριν από την επέλαση του λαϊκισμού φαντάζει ευπρόσδεκτα αθώα.
Η επίσκεψη στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα ήταν αποκάλυψη, καθώς ο κρατικός ξεναγός απήγγειλε ένα κείμενο παρουσιάζοντας τα ανεκδιήγητα εκθέματα που θα ζήλευε και η προπαγάνδα του Μάο. Τα εκθέματα είναι όλα εξωφρενικά, απλοϊκοί ζωγραφικοί πίνακες μεγάλων διαστάσεων, ρεαλιστικής αισθητικής (της αισθητικής που αγαπάει κάθε λαϊκιστικό ολοκληρωτικό καθεστώς), σαν να έχουν βγει όλοι ταυτόχρονα από το ίδιο εργαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τα κέρινα ομοιώματα.
Το μουσείο αυτό, όπως και το Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι πάνω στον Βαρδάρη, στο μέτωπο όλων των κρατικών οικοδομημάτων των τελευταίων ετών. Δεν αξίζει να σχολιάσει κανείς τα αυτονόητα περί κιτς αισθητικής, διότι η πραγματικότητα ξεπερνάει αυτήν τη συζήτηση και τη μεταθέτει στην περιοχή της ψυχιατρικής.
Βεβαίως, η ψυχιατρική έχει πάντα σοβαρό αντικείμενο εκεί όπου ανθεί η προπαγάνδα. Αλλά ούτε και αυτή αξίζει κανείς να την πάρει στα σοβαρά. Και αυτό έπρεπε να πάω στα Σκόπια για να το καταλάβω. Τα πάντα είναι πάνω σε ξύλινα πόδια, σαν ένα κινηματογραφικό σκηνικό ενός σπαγκέτι γουέστερν. Το Εθνικό Θέατρο είναι ένα οικοδόμημα μέσα στο οποίο αναρωτιέμαι ποιος σοβαρός ηθοποιός θα δεχόταν να παίξει. Το υπουργείο Εξωτερικών κοσμείται με αγάλματα που θα μπορούσε να περάσει κανείς για τη Μαίρη Πόπινς και η γέφυρα με τους διανοούμενους της χώρας είναι –δυστυχώς για τη μνήμη τους– ένα δάσος από φθηνά μέταλλα που μιμούνται τα αγάλματα.
Πίσω από αυτό το θέαμα που προκαλεί αρχικά γέλιο και μετά θλίψη υπάρχει κάτι σκοτεινό αλλά όχι απειλητικό. Δεν υπάρχει νοήμων άνθρωπος στον κόσμο που να επισκεφθεί τη νέα πόλη των Σκοπίων και να μην αντιληφθεί περί τίνος πρόκειται. Η καπήλευση, δε, είναι συνολική. Η αρχαία Ρώμη, ο Ιουστινιανός, ο Σαμουήλ των Βουλγάρων και οι βάρδοι του λαού δημιουργούν τερατώδη αγάλματα. Επικρατεί η εντύπωση νεοκομμουνιστικής αισθητικής. Ισοπέδωση.
Mια βαριά αίσθηση εφήμερου πλανάται πάνω από όλα τα νέα οικοδομήματα, τους ανδριάντες και τις γέφυρες. Δεν είναι μόνο τα ευτελή υλικά, οι συνθέσεις χωρίς ίχνος αντίληψης για αναλογίες, ύψη και ανοίγματα, η αρχοντοχωριάτικη αντίληψη ότι το βαλκανικό χωριό θα γίνει Βιέννη, σαν τη Σταχτοπούτα, χτίζοντας τερατώδεις και εκτός προοπτικής καρικατούρες. Περισσότερο είναι το βάρος που γεννά το τέλος της σκέψης. Στα νέα Σκόπια αντιλαμβάνεται κανείς όλα τα στερεότυπα περί Βαλκανίων.
Πίσω από τον Βαρδάρη, η αναστηλωμένη παλιά πόλη, το τουρκικό παζάρι, σε πηγαίνει πίσω στις εποχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καλυμμένες γυναίκες και μωαμεθανικοί ρυθμοί, σε έντονο κοντράστ από τη ζαχαρένια πρόσοψη της προπαγάνδας λίγα μέτρα πιο κάτω. Αλλά αυτό που βρήκα να ξεκουράσω το βλέμμα μου ήταν όσα μπόρεσα να διακρίνω από την εποχή της Γιουγκοσλαβίας. Εξαιρώ τις πολυκατοικίες-κουτιά της μαζικής ανοικοδόμησης μετά το 1950, αν και αυτές ακόμη ήταν ανεκτές μετά τη σύγχρονη βαρβαρότητα. Στέκομαι, όμως, στα λίγα σκόρπια προπολεμικά κτίρια που διασώθηκαν από τον σεισμό του 1963, κτίρια εκλεκτικιστικά ή αρ ντεκό. Και φυσικά στον μοντερνισμό επί Τίτο, πολυκατοικίες με ένα ορισμένο ύφος και μεγάλα μοντερνιστικά κτίρια, ορισμένα δείγματα μπρουταλισμού, που το σύγχρονο καθεστώς, φυσικά, μισεί και διαρκώς περιορίζει.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η πόλη των Σκοπίων. Ανυπομονώ να την ξαναδώ όταν όλη αυτή η περίοδος θα έχει κυλήσει στο παρελθόν. Πώς θα αντιμετωπίσει η νέα γενιά αυτά τα τερατουργήματα;
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
23.07.2016
http://www.kathimerini.gr/868429/article/epikairothta/kosmos/mia-polh-xwris-8emelia