Ο καθρέφτης του Ισραήλ. Η ζωή και η κληρονομιά του Σιμόν Πέρες.



Δεν έχουν μείνει πια άλλοι Ισραηλινοί γίγαντες. Ο Σιμόν Πέρες [1] ήταν η τελευταίος, και πέθανε προχθές [2] σε ηλικία 93 ετών. Στα βιβλία της ιστορίας, το όνομά του θα πρέπει να αναγράφεται παράλληλα με εκείνα του Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, του Γιτζάκ Ράμπιν [3], του Μεναχέμ Μπέγκιν και του Μοσέ Νταγιάν, ως ένας από εκείνους τους ηγέτες του Ισραήλ ο οποίος οικοδόμησε την χώρα μέσα από σκληρή δουλειά, ακόμη και καθώς παρέμενε προσηλωμένος σε ένα μεγαλύτερο όραμα. Αλλά με πολλούς τρόπους, ο Πέρες ανήκει στην δική του κατηγορία˙ εκτός από τον Ben-Gurion, τον πατέρα και πρώτο πρωθυπουργό του Ισραήλ, κανένας από τους άλλους γίγαντες δρν άλλαξε την πορεία της ιστορίας της χώρας σε τόσους πολλούς τομείς ζητημάτων: Στην άμυνα, στην κατοχή της Δυτικής Όχθης [4], στην οικονομία και την ειρηνευτική διαδικασία. Ο Πέρες παρέμεινε μια ξεχωριστή προσωπικότητα και για άλλους λόγους, σίγουρα από τις δικές του πράξεις, αλλά και από την επίμονη πεποίθηση των συμπολιτών του ότι είχε τεράστιες ικανότητες χειραγώγησης, ότι ήταν πολύ πονηρός για να είναι ένας «πραγματικός» Ισραηλινός˙ όπως το έθεσε ο δημοσιογράφος της Haaretz, Chemi Shalev [5], ποτέ ούτε καν «έμοιαζε με έναν Ισραηλινό», μοιάζοντας με Ανατολικοευρωπαίο και όχι με Μεσανατολίτη. Αυτό που κάνει τέτοιες συμπεριφορές τόσο περίεργες είναι ότι ο Πέρες ήταν το Ισραήλ˙ μεγάλωσε και ωρίμασε σε συνδυασμό με το εβραϊκό κράτος.

Ο Πέρες ήταν ένας ηγέτης με ελαττώματα, γεμάτος αντιφάσεις. Ήταν ένας οραματιστής που βοήθησε να γίνει το Ισραήλ πυρηνική δύναμη και ήταν ο κύριος αρχιτέκτονας της ισχυρής, αυτάρκους αμυντικής βιομηχανίας του. Αλλά συχνά ενεπλάκη σε άξεστους πολιτικούς ελιγμούς προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία. Ως υπουργός Άμυνας [6] διευκόλυνε μερικούς από τους πρώτους εβραϊκούς [επ]οικισμούς στην Δυτική Όχθη στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην συνέχεια, στην δεκαετία του 1990 και κατά την πρώτη δεκαετία αυτού του αιώνα, έγινε ο πρωταρχικός αντίπαλός τους. Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως ένα γεράκι και τελείωσε ως το απόλυτο περιστέρι της χώρας. Ξεκίνησε ως ένας σοσιαλιστής, αλλά, στην δεκαετία του 1980, άρχισε την στροφή της χώρας προς τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς ως έναν τρόπο για να ξεπεράσει τον υπερπληθωρισμό.

Ο Πέρες ήταν πιστός στις αρχές του, αλλά δεν μπόρεσε να αποτινάξει την κατηγορία ότι ήταν χωρίς αρχές. Μίλησε για την αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά κατά την διάρκεια της περιόδου μέχρι τις εκλογές του 1996, εξουσιοδότησε την Επιχείρηση Σταφύλια της Οργής, μια επίθεση κατά της Χεζμπολά στον νότιο Λίβανο, που σκότωσε δεκάδες Λιβανέζους αμάχους. Ποτέ δεν δίστασε να δουλέψει με πολιτικούς αντιπάλους, συμπεριλαμβανομένων των Ράμπιν, Αριέλ Σαρόν και Γιτζάκ Σαμίρ˙ αλλά συχνά υπονόμευσε την συνεργασία δουλεύοντας σε δικές του πρωτοβουλίες. Ήταν αγαπητός από τους Εβραίους της διασποράς και τους ηγέτες της Δύσης, αλλά δεν ήταν αρεστός στους Ισραηλινούς. Ήταν πάντα στην ή κοντά στην κορυφή της ηγεσίας της χώρας, αλλά παρ’ όλα τα χρόνια του στην εξουσία, κέρδισε μόνο μια εκλογή στο υψηλό αξίωμα (για την προεδρία, το 2007 -την δεύτερη φορά που συμμετείχε σε εκλογές για την συγκεκριμένη θέση).

Στην φωτογραφία, ο Shimon Peres στην Ιερουσαλήμ, τον Ιούνιο του 2013.

 BAZ RATNER / REUTERS

Ο Shimon Peres (αριστερά), τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, με τον Yitzhak Rabin στο Σινά, τον Ιούλιο του 1976. YA'ACOV SA'AR / HANDOUT / GPO / REUTERS 

Αυτές οι προφανείς αντιφάσεις καθρεφτίστηκαν στην χώρα που ο Πέρες βοήθησε να ιδρυθεί. Το Ισραήλ δημιουργήθηκε επίσημα το 1948 εν μέσω πολέμου, αλλά οι θεσμοί και οι κανόνες του καθορίστηκαν πολύ πριν από τότε. Οι θεσμοί αυτοί αντιπροσώπευαν μια σειρά από ευγενείς ιδέες, συμπεριλαμβανομένης της λύτρωσης του εβραϊκού λαού, μια δέσμευση για τα χωρίς αποκλεισμούς δημοκρατικά πρότυπα, και την υπόσχεση της ισότητας και της ισονομίας. Ωστόσο, οι κοσμικές ελίτ των Ασκενάζι [7] που κυριάρχησαν των περιθωριοποιημένων ιδρυτικών Εβραίων Μιζράχι και των Αράβων πολιτών [8], και ο σχηματισμός της χώρας απαίτησαν κατ’ ανάγκη μια απώλεια εδάφους υπέρ του παλαιστινιακού λαού.

Πάνω από άλλες αρχές, ο Πέρες ήταν απλά αφοσιωμένος στην επιβίωση του Ισραήλ. Στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1940, του 1950 και του 1960, όταν η χώρα αγωνιζόταν κάτω από το βάρος των συνεχών τρομοκρατικών επιθέσεων και των εξάρσεων του ανοιχτού πολέμου, της απορρόφησης εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών καθώς και της δημιουργίας μιας οικονομίας, ενός κράτους δικαίου και της νομιμοποίησης του κυβερνώντος συστήματος, ο Πέρες εκπροσώπησε την τραχιά αποφασιστικότητα που κράτησε το Ισραήλ ζωντανό και, τελικά, του επέτρεψε να ευδοκιμήσει.

Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στα μεγαλεπήβολα όνειρα. Η έγκρισή του για τους οικισμούς στην Δυτική Όχθη κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970 αντανακλούσε την αχαλίνωτη ευφορία που κατέλαβε τους Ισραηλινούς Εβραίους κατά την κατάληψη της ιστορικής και βιβλικής γης των Ισραηλιτών.

Στην δεκαετία του 1980, ως ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, διαπραγματεύτηκε ο ίδιος μια εκ περιτροπής πρωθυπουργία σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό με τον Shamir του Λικούντ, καθώς η χώρα έφυγε από την κυριαρχία του Εργατικού Κόμματος και του ίδιου του εργατικού Σιωνισμού. Παρ’όλο που είχε από καιρό δεσμευτεί για το κολεκτιβιστικό-σοσιαλιστικό ήθος του αρχικού εργατικού Σιωνισμού, ο Πέρες –υπηρετώντας ως πρώτος πρωθυπουργός- υποτίμησε το ισραηλινό νόμισμα, μείωσε τις κρατικές δαπάνες, και πολέμησε το ισχυρό εργατικό συνδικάτο Histadrut, σχετικά με τους μισθούς. Αυτό ήταν κατά την διάρκεια μιας περιόδου στην οποία οι Ισραηλινοί γίνονταν όλο και πιο σίγουροι για το μέλλον τους, η ζήτηση για υψηλής ποιότητας καταναλωτικά αγαθά αυξανόταν, και αναδυόταν μια ατομικιστική κουλτούρα.

Παράλληλα, την δεκαετία του 1980 είδε μια δραματική αλλαγή στην αντίληψη του Ισραήλ για τον εαυτό του ως μια εμπόλεμη μειονότητα σε μια περιοχή –στην πραγματικότητα, σε έναν κόσμο- που κατοικείται από εχθρικούς δρώντες. Η εισβολή στον Λίβανο το 1982 και η Ιντιφάντα το 1987 συγκλόνισαν την ισραηλινή συνείδηση˙ ο ισραηλινός στρατός, από μακρού χρόνου θεωρούμενος ως ο υπερασπιστής της ηθικής της χώρας μέσω της εστίασή του σε αυτό που οι θεσμοί αποκαλούσαν «καθαρότητα των όπλων» και «πολέμους χωρίς επιλογή», αποδείχθηκε ικανός να βλάψει αμάχους στον Λίβανο και στην συνέχεια να ενεργεί σαν αστυνομική και κατοχική δύναμη στην Γάζα και στην Δυτική Όχθη.

Από την δεκαετία του 1990, ο Πέρες υποστήριξε τον άμεσο διάλογο με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), προκειμένου να μειωθεί ο ισραηλινός έλεγχος επί των Παλαιστινίων στην Δυτική Όχθη και την Γάζα. Οι αυξανόμενες αποδείξεις ότι η στρατιωτική δύναμη δεν ήταν αρκετή για να προστατεύσει το Ισραήλ από τις γύρω απειλές έγιναν, για τον Πέρες, αποδείξεις ότι η οικονομία ήταν το κλειδί για την μελλοντική ασφάλεια του Ισραήλ. Σε συνδυασμό με την μετανάστευση στο Ισραήλ δεκάδων χιλιάδων ειδικευμένων εργαζομένων και επιστημόνων και καλλιτεχνών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, εργάστηκε για την ένταξη του Ισραήλ στην περιφερειακή οικονομία μέσω του εμπορίου με τις αραβικές χώρες, ακόμα και καθώς η χώρα είχε μόλις αρχίσει να γίνεται ένας παγκόσμιος ηγέτης στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και στην αμυντική τεχνολογία, στην βιοϊατρική έρευνα και την επεξεργασία διαμαντιών.

Από την δεκαετία του 2000, η επιβίωση του Ισραήλ δεν ετίθετο πλέον εν αμφιβόλω. Εντασσόταν όλο και περισσότερο στις παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές δομές καθώς και στις δομές ασφάλειας, αλλά η σύγκρουση με τους Παλαιστινίους επέμενε και η παγκόσμια κοινή γνώμη είχε στραφεί εναντίον της παρουσίας του Ισραήλ στην Δυτική Όχθη. Το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας είναι σχεδόν απαράμιλλο, αλλά οι κοινωνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της φαίνεται να βαθαίνουν. Οι Ισραηλινοί είναι σε ουσιωδώς καλύτερη θέση από ποτέ, αλλά η διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι από τις υψηλότερες στην Δύση. Η φτώχεια είναι βαθιά, και σημαντικά τμήματα του πληθυσμού -κυρίως οι Παλαιστίνιοι πολίτες και οι Ορθόδοξοι- δεν είναι καλά ενσωματωμένοι στην οικονομία. Από την πλευρά του, ο Πέρες είχε επιτύχει τελικά το υψηλό αξίωμα με την αξία του, υπηρετώντας ως ο παλαιότερος πολιτικός του Ισραήλ. Ωστόσο, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να μεταφράσει αυτό σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο επίτευγμα, εν μέρει επειδή το αξίωμα του προέδρου είναι καθαρά τελετουργικό. Η τελική επιτυχία του, λοιπόν, ήταν περιορισμένη.

Μετά τον θάνατό του, ο Πέρες θα μείνει στην μνήμη και θα είναι αγαπητός από τους Ισραηλινούς. Είναι τραγικό το γεγονός ότι ποτέ δεν τον κατάλαβαν και δεν τον εκτίμησαν κατά την διάρκεια της ζωής του, γιατί ήταν ο καθρέφτης τους. Έκανε λάθη και πήρε κακές αποφάσεις. Αλλά ήταν ένας ακούραστος υποστηρικτής μιας ισχυρότερης, καλύτερης χώρας. Ποτέ δεν σταμάτησε να σκέφτεται το μέλλον. Σήμερα, καθώς οι Ισραηλινοί έχουν στραφεί μακριά από τις μεγάλες ιδέες που τους κινητροδοτούσαν κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της χώρας ώστε να επικεντρωθούν στα άμεσα οικονομικά ζητήματα και στις ανησυχίες για την ασφάλειά τους, η ζωή του Πέρες θα πρέπει να είναι ένα μάθημα: Ότι ο αγώνας για κάτι περισσότερο δεν μπορεί ποτέ να σταματήσει.

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι:

Brent E. Sasley,
αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Άρλινγκτον. 

29/09/2016

Copyright © 2016 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.


                ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ                





  Σιμόν Πέρες, ο άνθρωπος που από γεράκι έγινε περιστέρι 

και που αναλάμβανε πάντα την πρωθυπουργία από σύμπτωση!

Απ’όλους τους ηγέτες της χώρας του, ήταν ο πιο μεγάλος και ο λιγότερο «ισραηλινός». Καλλιεργημένος, οραματιστής, τραχύς τόσο με τους αντιπάλους του όσο και με τους συμμάχους του, ο Σιμόν Πέρες είχε αντιπάθειες ακόμη και στον στενό του κύκλο, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που τον ειρωνεύονταν για την ανικανότητά του να κερδίσει εκλογές.

Λόγω των επιλογών του και της ζωής του, ο Πέρες – 18 φορές υπουργός ή πρωθυπουργός – βρισκόταν στον αντίποδα των ισραηλινών ηρώων. Ηταν πάντα ένα είδος πολιτικού υβριδίου, ανάμεσα στο shtetl, το εβραϊκό χωριό της κεντρικής Ευρώπης, και το Yichouv, τον προορισμό των πρώτων Εβραίων στην Παλαιστίνη. Με την έννοια αυτή, ήταν κάτι διαφορετικό από τους άλλους ηγέτες του Ισραήλ, είτε επρόκειτο για τον Γιτζάκ Ράμπιν είτε για τον Αριέλ Σαρόν.

Γιος ενός εμπόρου ξυλείας, ο Σιμόν Πέρσκι γεννήθηκε στις 2 Αυγούστου 1923 στη Βισνέβα της τότε Πολωνίας (και σημερινής Λευκορωσίας). Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του, ένας πολύ θρήσκος άνθρωπος, ήταν αρχηγός μιας κοινότητας χιλίων Εβραίων. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Πέρες θα έλεγε ότι εισέπνεε το χαρτί περιτυλίγματος των πορτοκαλιών που έφταναν από το Ισραήλ, τον τόπο των ονείρων του, μια γη άγνωστη αλλά και τόσο κοντινή.

Στην Παλαιστίνη έφτασε το 1934, σε ηλικία 11 ετών. Εγκαταστάθηκε σε ένα κιμπούτζ της Γαλιλαίας, γράφτηκε σε ένα αγροτικό σχολείο και αποφάσισε να αλλάξει το επίθετό του σε Πέρες (αετός), κάτι που θα προκαλούσε δεκαετίες αργότερα τις ειρωνείες πολλών σχολιαστών οι οποίοι θα τον συνέκριναν με τα αρπακτικά που κινδυνεύουν να εκλείψουν.

Αφού προσηλυτίστηκε στον σοσιαλισμό από τους εβραίους πιονιέρους, ο Πέρες άρχισε να ανεβαίνει με εντυπωσιακή ταχύτητα στην ιεραρχία των νεανικών κινημάτων. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1948, μετά την ανακήρυξη του ισραηλινού κράτους, ήταν υπεύθυνος δυναμικού στη Χαγκάνα, τον παράνομο ισραηλινό στρατό. Στη συνέχεια του ανατέθηκε η αποστολή της αγοράς όπλων για τις αμυντικές ισραηλινές δυνάμεις, που λέγονταν πλέον «Τσαχάλ», μια αποστολή θεμελιώδης αλλά και σκοτεινή, καθώς ήταν ένα πεδίο όπου κατασκευάζονταν πλαστά έγγραφα και πλαστές ταυτότητες.

Το 1949 εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τη γυναίκα του Σόνια και την κόρη τους. Πέρασε μερικούς μήνες στο Χάρβαρντ, ενώ παράλληλα εργαζόταν για το Υπουργείο Αμύνης, με προτεραιότητά του την αγορά όπλων για το νεαρό εβραϊκό κράτος.

Όταν επέστρεψε, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν τον διόρισε αναπληρωτή γενικό διευθυντή, και στη συνέχεια γενικό διευθυντή του υπουργείου Αμύνης. Ο Πέρες ήταν πολύ δραστήριος στη σύναψη συμβολαίων με το εξωτερικό, και κυρίως την ανατολική Ευρώπη, παρά το εμπάργκο που είχαν επιβάλει τα Ηνωμένα Εθνη. Είχε όμως στενές επαφές και με τη Γαλλία, χάρις στις οποίες γεννήθηκε το ισραηλινό στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμα – την ύπαρξη του οποίου το Ισραήλ δεν έχει παραδεχθεί ποτέ.

Το 1963 ήρθη το αμερικανικό εμπάργκο. Και ο Σιμόν Πέρες, που είχε εκλεγεί πλέον βουλευτής, διαπραγματεύτηκε με την Ουάσινγκτον μια συμφωνία για την αγορά πυραύλων. Ένα χρόνο αργότερα ήρθαν τα άρματα μάχης Patton και τα καταδιωκτικά αεροπλάνα Skyhawk. Ο Πόλεμος των Εξι Ημερών, το 1967, έφερε στο προσκήνιο τον Ράμπιν, που ήταν αρχηγός του Γενικού Επιτελείου από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η επιτυχία του Ισραήλ ήταν όμως σε μεγάλο βαθμό προϊόν της επιμονής του Πέρες να αγοράσει ο ισραηλινός στρατός αποτελεσματικό εξοπλισμό.

Το 1968, ο Σιμόν Πέρες εξελέγη γενικός γραμματέας του Εργατικού Κόμματος, που λεγόταν τότε Avoda. Προσέκρουσε όμως στην Γκόλντα Μεϊρ, που ευνοούσε τον Ράμπιν, και υποχρεώθηκε να αρκεστεί σε δευτερεύοντα υπουργικά αξιώματα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σύμφωνα με μια ορολογία που δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, περιλαμβανόταν στα «γεράκια» της χώρας του. Ηταν, για παράδειγμα, ένα από τα πιο αποφασισμένα στελέχη στην τολμηρή επιχείρηση που εξαπέλυσε ο ισραηλινός στρατός στο Εντεμπε της Ουγκάντας, με στόχο να απελευθερώσει τους ομήρους που είχαν συλλάβει παλαιστίνιοι αεροπειρατές. Και δεν αντιτάχθηκε στα σχέδια του Goush Emounim, του Συνασπισμού της Πίστης, να εποικίσει τα παλαιστινιακά εδάφη που είχαν καταληφθεί μερικά χρόνια νωρίτερα.

Μετά την απροσδόκητη αποχώρηση του Ράμπιν πριν από τις εκλογές του 1977, εξαιτίας ενός οικονομικού σκανδάλου της συζύγου του, ο Πέρες πήρε τη θέση του αλλά έχασε από την εθνικιστική Δεξιά του Μεναχέμ Μπέγκιν. Το 1981 βρέθηκε κοντά στη νίκη, η δημόσια τηλεόραση τον έχρισε μάλιστα για λίγες ώρες πρωθυπουργό, αλλά τελικά αναγκάστηκε να αρκεστεί στο ρόλο της αντιπολίτευσης. Κι αν τελικά βρέθηκε στην εξουσία από το 1984 ως το 1986, το πέτυχε μόνο χάρις σε μια συμφωνία με τη Δεξιά που προέβλεπε την εναλλαγή στην πρωθυπουργία.

Ο απολογισμός αυτής της διετούς του θητείας δεν ήταν αμελητέος: χαλιναγώγησε έναν τριψήφιο πληθωρισμό που απειλούσε τη χώρα του και απέσυρε τα περισσότερα ισραηλινά στρατεύματα από τον Λίβανο, όπου είχαν παγιδευτεί μετά την "Επιχείρηση στη Γαλιλαία" που εξαπέλυσε ο Σαρόν το 1982. Ομως το 1988 οι ψηφοφόροι προτίμησαν και πάλι τη Δεξιά.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο αιώνιος αντίπαλός του Γιτζάκ Ράμπιν – τον οποίο ο Πέρες χαρακτηρίζει στα απομνημονεύματά του «ακούραστο συνωμότη» - τον κερδίζει στις προκριματικές εκλογές του Εργατικού Κόμματος και οδηγεί το κόμμα του στην εκλογική νίκη. Ανοίγει τότε μια καινούργια πολιτική σελίδα στη ζωή του Σιμόν Πέρες, που είναι χωρίς αμφιβολία και η πιο σημαντική. Πείθει τον πρωθυπουργό να του επιτρέψει να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Παλαιστίνιους. Και στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 υπογράφονται στον Λευκό Οίκο οι συμφωνίες του Οσλο. Η χειραψία του ισραηλινού πρωθυπουργού με τον Γιάσερ Αραφάτ θα μείνει στην ιστορία. Αλλά ο Πέρες θα περιληφθεί κι αυτός στο τριπλό Νομπέλ Ειρήνης που απονέμεται το 1994. Είναι πλέον το πιο διάσημο «περιστέρι» του Ισραήλ.

Στις 4 Νοεμβρίου 1995, ο Ράμπιν δολοφονείται στο Τελ Αβίβ από έναν ισραηλινό εξτρεμιστή. Και ο Σιμόν Πέρες γίνεται και πάλι πρωθυπουργός από σύμπτωση. Αρνείται όμως να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, όπως του ζητά η χήρα του Ράμπιν. Τον Φεβρουάριο σημειώνονται διαδοχικές παλαιστινιακές επιθέσεις σε αντίποινα για τη δολοφονία από το Ισραήλ ενός στελέχους της Χαμάς. Οι συμφωνίες του Οσλο καταρρέουν. Και στις προγραμματισμένες εκλογές του Μαϊου ο Πέρες φτάνει και πάλι κοντά στη νίκη, αλλά στο τέλος ηττάται από τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου και επιστρέφει στην αντιπολίτευση.

Η πολιτική του σταδιοδρομία μοιάζει να έχει τελειώσει. Εχει πατήσει τα 70 και οι Εργατικοί στρέφονται πλέον προς τον πιο παρασημοφορημένο στρατιωτικό στην ιστορία του Ισραήλ, τον Εχούντ Μπαράκ, από τον οποίο περιμένουν να σώσει την ειρηνευτική συμφωνία. Ο Μπαράκ αναθέτει στον Πέρες το Υπουργείο Συνεργασίας, δείχνοντάς του ουσιαστικά την έξοδο. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων του Καμπ Ντέιβιντ, τον Ιούλιο του 2000, μεταφράζεται όμως και σε αποτυχία του Μπαράκ, ο οποίος ηττάται στις εκλογές του 2001 από τον Αριέλ Σαρόν. Οι Εργατικοί θυμούνται τότε εκ νέου τον Πέρες, ο οποίος προσπαθεί να διασφαλίσει τα συμφέροντα του κόμματος σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Και αναλαμβάνει ξανά το Υπουργείο Εξωτερικών, υποσχόμενος να αποτρέψει την οριστική κατάρρευση του Οσλο.

Το παλαιστινιακό κράτος είναι απαραίτητο για το Ισραήλ, διακηρύσσει. Αλλά η επιρροή του στον Σαρόν είναι περιορισμένη. Κατηγορείται λοιπόν ότι δεν κάνει τίποτα άλλο από το να «πουλάει» στο εξωτερικό την πολιτική ισχύος του νέου πρωθυπουργού. Μετά την ήττα των Εργατικών στις εκλογές του 2003, ξεκινά και πάλι διαπραγματεύσεις στο όνομα ενός διαλυμένου κόμματος, το οποίο θα δει τον Σαρόν να εκπληρώνει μέρος του δικού του προγράμματος διατάζοντας την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Λωρίδα της Γάζας.

Τον Νοέμβριο του 2005, ο Πέρες αποχωρεί από τους Εργατικούς και προσχωρεί στο Καντίμα, το κεντρώο κόμμα που ίδρυσε ο Αριέλ Σαρόν. Είναι ένα φιλόδοξο στοίχημα, το οποίο θα του επιτρέψει να γίνει το 2007 πρόεδρος της χώρας, σε ηλικία 84 ετών. Είναι η εποχή των φόρων τιμής και των επαίνων. Τον Ιούλιο του 2014, ύστερα από επτά χρόνια στην προεδρία, ο Πέρες θα αποχωρήσει από την επίσημη κατοικία του στην Ιερουσαλήμ και θα επιστρέψει στο διαμέρισμά του στο Τελ Αβίβ. Ο διάδοχός του, ο Ρεούβεν Ρίβλιν, είναι αντίθετος στην ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους. Και αυτό αποτελεί μια ήττα για τον Πέρες, ο οποίος αποδεικνύεται ανίκανος, όπως άλλωστε και όλη η γενιά του, να ξορκίσει την απαισιοδοξία που έχει καταλάβει ολόκληρη την ισραηλινή κοινωνία.

Ακούραστος συνήγορος του Ισραήλ, πεπεισμένος ότι η παιδεία έχει μεγαλύτερη σημασία από το ποσοστό της κατεχόμενης γης, ο Σιμόν Πέρες αντιστάθηκε πολλές φορές στο θάνατο. Του παραδόθηκε σήμερα στο Ραμάτ Γκαν, κοντά στο Τελ Αβίβ.

  Ζιλ Παρί, αρθρογράφος  '' Le Monde ''
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ
 28.09.2016 

http://mignatiou.com/2016/09/o-anthropos-pou-apo-geraki-egine-peristeri-analamvane-tin-prothipourgia-apo-simptosi/