Η σκιώδης εξουσία


Στο Βερολίνο, στις Βρυξέλες, στην Ουάσιγκτον και αλλού, υπάρχουν de facto δύο κυβερνήσεις: η μία από αυτές είναι η δημοκρατικά εκλεγμένη από τους Πολίτες, ενώ η άλλη η σκιώδης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ελίτ – η οποία είναι αυτή που παίρνει τελικά τις αποφάσεις.

«Όταν δεν δηλώνει επίσημα τη πτώχευση του ένα χρεοκοπημένο κράτος για να προστατευθεί, καθώς επίσης όταν δεν την απαιτούν οι Πολίτες του επειδή δειλιάζουν, τότε χρεοκοπούν και οι ίδιοι – ενώ τόσο το ίδιο το κράτος, όσο και ο δύστυχος λαός του, λεηλατούνται με το χειρότερο δυνατόν τρόπο. Κάτι τέτοιο βιώνουμε ήδη σήμερα, εν πρώτοις με τις χιλιάδες κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών και ακινήτων, καθώς επίσης τους πλειστηριασμούς τους – αφού βέβαια έχουν προηγηθεί τρομακτικές μειώσεις εισοδημάτων και υπερβολικές αυξήσεις φόρων.Φαίνεται πάντως ότι δεν έχουμε δει ακόμη τίποτα, όσον αφορά την πραγματική διάσταση της λεηλασίας της ιδιωτικής περιουσίας – αφού θα επιβληθούν αυθαίρετα διάφοροι άλλοι φόροι αναδρομικά, οι οποίοι απλά και μόνο θα έχουν στόχο τη δήμευση της. Με δεδομένο δε το ότι, η Τρόικα ουσιαστικά κυβερνάει την Ελλάδα, έχοντας σε μεγάλο βαθμό καταργήσει ακόμη και τη Δικαιοσύνη, οι Πολίτες είναι εντελώς απροστάτευτοι απέναντι σε αυτήν τη θηριωδία – η οποία θα εμπλουτιστεί στο μέλλον με ένα ακόμη εργαλείο: με το περιουσιολόγιο» (Άρης Οικονόμου).

ΑΠΟΨΗ

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το αργότερο μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 έγινε ευρέως κατανοητό ότι, κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει με τη σημερινή λειτουργία του χρήματος, καθώς επίσης με το δυτικό «σύστημα του χρέους» που έχει επικρατήσει σε ολόκληρο τον πλανήτη – από το οποίο προσπαθούν εναγωνίως να απελευθερωθούν/ανεξαρτητοποιηθούν χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Σε γενικές γραμμές τα εξής:

(α) Η υφιστάμενη λειτουργία του χρήματος παράγει όλο και μεγαλύτερες φούσκες, οι οποίες αργά ή γρήγορα εκρήγνυνται, προκαλώντας τεράστιες ζημίες. 

(β)  Μέσω των κεντρικών τραπεζών και της σύγχρονης νομισματικής πολιτικής (μηδενικά βασικά επιτόκια, πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης – QE), μεταφέρονται χρήματα από τα κατώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα στα ανώτατα – τα οποία αυξάνουν συνεχώς τον πλούτο και την ισχύ τους. Εάν προσθέσουμε εδώ νόμιμη φοροδιαφυγή τους μέσω της χρήσης των φορολογικών παραδείσων που τους έχουν εξασφαλίσει οι πολιτικοί, τότε η εικόνα σκοτεινιάζει ακόμη περισσότερο.

(γ)  Η σημερινή λειτουργία του χρήματος προσφέρει στις μεγάλες ιδιωτικές τράπεζες τεράστια πολιτική και οικονομική δύναμη – η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο προνόμιο της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά(άρθρο). Λογικά λοιπόν ορισμένοι απαιτούν την υιοθέτηση του πλήρους χρήματος (ανάλυση), ενώ κάποιοι άλλοι προειδοποιούν για τους κινδύνους της κατάργησης των μετρητών (άρθρο).

Περαιτέρω, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιoς έχει δώσει τόσο μεγάλη δύναμη στις πολυεθνικές τράπεζες – καταλήγοντας μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι στο Βερολίνο, στις Βρυξέλες, στην Ουάσιγκτον και αλλού, υπάρχουν de facto δύο κυβερνήσεις: η μία από αυτές είναι η δημοκρατικά εκλεγμένη από τους Πολίτες, ενώ η άλλη είναι η σκιώδης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ελίτ (όπως στην Ελλάδα, όπου όμως η σκιώδης είναι αυτή των δανειστών που κυβερνάει απολυταρχικά – αλλάζοντας κατά το δοκούν τις αναλώσιμες κυβερνήσεις, όταν παύουν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους).


Στα πλαίσια αυτά λογικά συμπεραίνεται ότι, στη Δύση επικρατεί ένα διπλό σύστημα, αποτελούμενο από μία εκλεγμένη και από μία άτυπη κυβέρνηση – καθώς επίσης πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκατό ετών έχουν δημιουργηθεί χρηματοπιστωτικές δομές, σε διεθνές επίπεδο, οι οποίες είναι πολύ στενά συνδεδεμένες με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις. Ως εκ τούτου τόσο τα εθνικά κοινοβούλια, όσο και το ευρωπαϊκό, έχουν στην πραγματικότητα πολύ μικρή δύναμη (πηγή: Schreyer).

Συνεχίζοντας, πολύ στενά συνδεδεμένο με τη δύναμη των μεγάλων τραπεζών (στις οποίες άλλωστε ανήκει η ισχυρότερη κεντρική του πλανήτη, η Fed), είναι το προνόμιο της δημιουργίας χρημάτων από το πουθενά – μέσω της παροχής δανείων. Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ακόμη ότι, οι κεντρικές τράπεζες ή τα ίδια τα κράτη θέτουν σε κυκλοφορία τα χρήματα – κάτι που φυσικά δεν ισχύει.  Ειδικότερα, το μονοπώλιο της δημιουργίας χρημάτων ανήκει στις κεντρικές τράπεζες μόνο όσον αφορά τα μετρητά χρήματα – κέρματα και χαρτονομίσματα. Τα πολύ περισσότερα όμως λογιστικά χρήματα (πάνω από το 90% των συνολικών), παράγονται από τις εμπορικές τράπεζες, όταν δίνουν δάνεια στους πάσης φύσεως πελάτες τους.

Τα κέρδη τώρα των τραπεζών από το συγκεκριμένο προνόμιο της δημιουργίας χρημάτων (seignorage) είναι εξαιρετικά υψηλά – υπολογιζόμενα στην Ευρωζώνη σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ετησίως. Φυσικά ούτε αυτό το γνωρίζει η πλειοψηφία των ανθρώπων, αφού οι περισσότεροι πιστεύουν ότι, οι τράπεζες δανείζουν μόνο τις καταθέσεις των πελατών τους – κάτι που μάλλον διαδίδεται σκόπιμα, για να μη χάσουν οι τράπεζες τα προνόμια τους.

Τέλος, η παντοδυναμία των μεγάλων εμπορικών τραπεζών εξασφαλίζεται από τους υπερεθνικούς οργανισμούς – όπως είναι το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, οι ισχυρότερες κεντρικές, οι δεξαμενές σκέψης, οι διάφορες λέσχες, οι ομάδες συζητήσεων (Bilderberg, Davos κλπ.), οι τέσσερις σημαντικότερες λογιστικές εταιρείες (KPMG, PWC, Deloitte, Ernst & Young), οι οποίες κατά τη διάρκεια της κρίσης λέγεται πως βοήθησαν πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ωραιοποιήσουν τους Ισολογισμούς τους κοκ.


Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα εξής, έτσι ώστε να δοθεί μεγαλύτερο φως στο θέμα – πιστεύοντας πως η γνώση είναι δύναμη, όταν την αποκτούν όλο και περισσότεροι Πολίτες..

Το θράσος των τραπεζών

Ορισμένοι οικονομολόγοι, οι οποίοι μάλλον ευρίσκονται στην έμμισθη υπηρεσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ισχυρίζονται πλέον πως τα μηδενικά επιτόκια που εισπράττουν οι καταθέτες, δεν οφείλονται στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών – αλλά, αντίθετα, στους ίδιους!

Με απλά λόγια, προσπαθούν να μας πείσουν πως τα θύματα είναι οι θύτες του εαυτού τους, τόσο όσον αφορά τους τόκους των καταθέσεων, όσο και την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων – με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα διετή ομόλογα της υπερχρεωμένης Ιταλίας, τα οποία κινούνται ακόμη και σε αρνητικά επίπεδα (γράφημα), ενώ εμείς συνεχίζουμε να ισχυριζόμαστε ανόητα πως οι «εταίροι» μας δανείζονται με 4% και μας δανείζουν με 1%.



Περαιτέρω, αιτιολογούν τους ισχυρισμούς τους λέγοντας ότι, η μείωση των επιτοκίων οφείλεται στο πλεόνασμα των αποταμιεύσεων διεθνώς, οι οποίες υπερβαίνουν τις επενδύσεις, οπότε η μειωμένη δανειοδότηση πιέζει προς τα κάτω τις αποδόσεις –  χρησιμοποιώντας τη νεοκλασική θεωρεία,σύμφωνα με την οποία το επιτόκιο είναι το αποτέλεσμα της προσφοράς κεφαλαίων (αποταμιεύσεις), καθώς επίσης της ζήτησης(επενδύσεις). Ειδικότερα, κατά τους ίδιους τα εξής:

(α) Ο περιορισμός των επενδύσεων οφείλεται στην υποτονική άνοδο της παραγωγικότηταςσε συνδυασμό με την υποχώρηση της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού – γεγονότα που καθιστούν τις επιχειρήσεις απρόθυμες να επενδύσουν. 

(β) Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι στις γερασμένες ανεπτυγμένες χώρες αποταμιεύουν όλο και περισσότερα χρήματα, για να χρηματοδοτήσουν τα γηρατειά τους – οπότε, ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων, προκαλεί τη μείωση των επιτοκίων, την οποία προσπαθούν να διαχειρισθούν οι κεντρικές τράπεζες όσο καλύτερα μπορούν!

Σύμφωνα όμως με μία πρόσφατη μελέτη, η παραπάνω θεωρεία είναι ένα από τα πολλά παραμύθια, με τα οποία γίνεται προσπάθεια να μεταφερθούν οι ευθύνες από τους θύτες στα θύματα – αφού οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούν τους οφειλέτες τους με τα χρήματα των καταθετών τους, αλλά με τη δημιουργία τους από το πουθενά.  

Ως εκ τούτου, αντί να ισορροπούν όπως άλλωστε οφείλουν τις αποταμιεύσεις με τις επενδύσεις, δημιουργούν τεράστιες ανισορροπίες, προκαλώντας επικίνδυνους ανοδικούς και καθοδικούς χρηματοπιστωτικούς κύκλους – μέσω των οποίων μεταφέρεται ουσιαστικά ο πλούτος των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών τάξεων στις ανώτατες (γράφημα).


Σημείωση γραφήματος:

H ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός χρηματοπιστωτικού κύκλου χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα χρέη, από τη θετική εξέλιξη των χρηματαγορών (άνοδος των χρηματιστηριακών δεικτών κλπ.), καθώς επίσης από τις ακριβότερες τιμές των ακινήτων  ενώ η ανοδική κίνηση κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού (αναπτυξιακού) κύκλου χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ΑΕΠ.

Όπως φαίνεται από το γράφημα, οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν έγιναν μεγαλύτεροι – σε πλήρη αντίθεση με τους χρηματοπιστωτικούς κύκλους, οι διακυμάνσεις των οποίων ήταν πολύ υψηλότερες, ενώ η διάρκεια τους μεγαλύτερη. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινδύνων κατάρρευσης του συστήματος (κραχ) –  λόγω του ότι οι αναπτυξιακοί κύκλοι δεν στηρίζουν, δεν δικαιολογούν κατά κάποιον τρόπο τους χρηματοπιστωτικούς.

Στα πλαίσια αυτά, όταν οι κεντρικές τράπεζες μειώνουν το βασικό τους επιτόκιο, τότε οι εμπορικές μπορούν να χρηματοδοτούνται από αυτές φθηνότερα – οπότε δανείζουν περισσότερα χρήματα, ενώ πιέζονται τεχνητά τα επιτόκια κάτω από το σημείο ισορροπίας, με το οποίο θα καλύπτονταν οι επενδύσεις από τις αποταμιεύσεις.

Εκτός αυτού, δεν έχουν κανένα λόγο να πληρώνουν πολύ υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες τους, από αυτά που τους χρεώνει η κεντρική –αφού οι αποταμιεύσεις, τους χρειάζονται μόνο για τις μεταξύ τους συναλλαγές (μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια) και όχι για να δανείζουν τους οφειλέτες τους (ανάλυση).

Τα χαμηλά όμως επιτόκια δίνουν συχνά την εσφαλμένη εντύπωση πως οι επενδύσεις είναι κερδοφόρες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται φούσκες – οι οποίες εκρήγνυνται όταν αυξάνονται τα επιτόκια, επειδή τότε αποκαθίσταται η αλήθεια, όσον αφορά την πραγματική κερδοφορία των επενδύσεων.

Επί πλέον, τα χαμηλά επιτόκια μειώνουν την προθυμία των Πολιτών να αποταμιεύσουν –με αποτέλεσμα να καταναλώνουν περισσότερο, παράλληλα με το ότι κάποιοι υπερχρεώνονται, δανειζόμενοι ακριβώς επειδή τα επιτόκια είναι φθηνά. Τα χρήματα δε που σπαταλούν τα νοικοκυριά οδηγούν τις επιχειρήσεις σε μεγαλύτερες επενδύσεις, οι οποίες όμως στηρίζονται σε μία μη επαναλαμβανόμενη, «αρρωστημένη» ζήτηση – οπότε, όταν αποκαθίσταται αναγκαστικά η ισορροπία, τα πάντα να καταρρέουν.

Επομένως, τα χαμηλά επιτόκια δεν είναι η συνέπεια της υπερπροσφοράς αποταμιεύσεων, αλλά της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών, η οποία οδηγεί στην αλματώδη αύξηση των χρεών –οπότε δεν είναι υπεύθυνοι για το κραχ που νομοτελειακά ακολουθεί οι Πολίτες, όπως ισχυρίζονται με θράσος οι υποστηρικτές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά οι τράπεζες, με ηγέτες τις κεντρικές.

Οι σημερινές ανισορροπίες στις Η.Π.Α., όπου τα κέρδη μετά φόρων των επιχειρήσεων υποχωρούν, τα εισοδήματα των εργαζομένων έχουν καταρρεύσει μετά το 2008, ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης συνεχίζει απτόητος την ανοδική του πορεία (γράφημα), τεκμηριώνει το μέγεθος της διαστρέβλωσης που προκάλεσε η κεντρική τράπεζα – ενώ προοιωνίζει το κραχ που νομοτελειακά θα ακολουθήσει, πιθανότατα λίγους μήνες μετά την αύξηση των επιτοκίων εκ μέρους της Fed.


Ολοκληρώνοντας, για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν είναι υπεύθυνοι για την υπερχρέωση της χώρας τους οι Έλληνες Πολίτες αλλά, κυρίως, η πολιτική της ΕΚΤ, η οποία τάχθηκε από την αρχή με σκανδαλώδη τρόπο υπέρ της Γερμανίας (άρθρο) – ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατάλαβαν την παγίδα, δίνοντας λανθασμένες κατευθύνσεις στη χώρα τους.

Με απλά λόγια, εάν η Ελλάδα δεν ήταν μέλος της Ευρωζώνης, δεν θα μπορούσαν να δανειστούν ούτε το κράτος, ούτε οι ιδιώτες τόσο εύκολα και με τόσο χαμηλά επιτόκια – οπότε δεν θα υπήρχε η μεγάλη σπατάλη, δεν θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν τα πανάκριβα ολυμπιακά έργα, τα εξοπλιστικά προγράμματα θα ήταν χαμηλότερα, η διαφθορά επίσης κοκ.

Φυσικά η Ελλάδα δεν ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που έπεσε στην παγίδα αλλά, ασφαλώς, η πλέον ανόητη – κρίνοντας τόσο από την εποχή που προηγήθηκε της κρίσης, όσο και από τη μετέπειτα διαχείριση της.


13/9/2016