Kίνα, Ευρώπη, Ελλάδα
Στους ταραγμένους καιρούς μας, τα αδιέξοδα και oι αντιφάσεις σωρεύονται. Κάθε στιγμή παραμονεύουν κρίσεις, αυτές που βιώνουμε ήδη, αλλά και εκείνες που δεν είμαστε ίσως καν σε θέση να φανταστούμε.
Κανείς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι κοινωνικές, οικονομικές και αξιακές προεκτάσεις των ιλιγγιωδών εξελίξεων στην επιστήμη και την τεχνολογία. Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να προβλέψει αυτό που έρχεται, ούτε καν αν το μέλλον θα είναι καλύτερο ή χειρότερο από το παρόν που ζούμε.
Ετσι, όλα είναι ανοιχτά. Ακόμα και το φαινόμενο που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να θεωρείται ανεπίστρεπτο. Πολλώ μάλλον που η τρέχουσα κρίση δεν είναι απλώς οικονομική.
Ορισμένα τουλάχιστον από τα αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει ο διχασμένος και συγκρουσιακός κόσμος μας δεν είναι δυνατόν να λυθούν αποκλειστικά και μόνο στο επίπεδο της παραγωγικής αποτελεσματικότητας. Στο βάθος, η κρίση είναι ιδεολογική, αξιακή και πολιτιστική.
Πολλές λοιπόν από τις κυρίαρχες παραδοχές θα πρέπει ίσως να αναθεωρηθούν σε παγκόσμια κλίμακα. Και στο πλαίσιο αυτό, οι δύο οικουμενικοί πολιτισμοί, ο κινεζικός και ο ελληνικός, καλούνται να παίξουν σημαίνοντα ρόλο.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι πολλά από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα τέθηκαν για πρώτη φορά στην Κίνα και στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε εντελώς διαφορετικά ιστορικά πλαίσια, έθεταν τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα.
Αναζήτησαν τη φύση του ανθρώπου, στοχάστηκαν για το νόημα της ζωής, για το καλό και το κακό, για την αλήθεια και το ψεύδος, για το όλο, το μέρος και το ακατάτακτο υπόλοιπο.
Οι προσεγγίσεις τους διέφεραν βεβαία διαμετρικά. Ο κινεζικός πολιτισμός εμφανιζόταν ως δεδομένος, αναμφισβήτητος και αυτονόητος. Η Κίνα είναι η μόνη χώρα που η πολιτική της ενότητα υπήρξε αδιάλειπτη επί σχεδόν δυόμισι χιλιετίες, η μόνη χώρα το όνομα της οποίας δεν έπαψε καμία στιγμή να παραπέμπει σε ένα νοηματικά περιγεγραμμένο σημαινόμενο.
Ως «χωνευτήρι» ετερόκλητων δοξασιών, θρησκειών, φιλοσοφιών και διαλέκτων, η χώρα του «Μέσου» δημιούργησε έτσι την πρώτη οικουμενικότητα. Ηδη από την πρώτη χιλιετία π.Χ., η Κίνα ήταν «απλώς» η Κίνα.
Η αίσθηση ταυτότητάς της αποκρυσταλλώθηκε ως αυτόδηλη στο πλαίσιο της περίκλειστης τάξης ενός κόσμου που μπορούσε να αγνοεί οτιδήποτε βρισκόταν έξω απ’ αυτόν. Ο οικουμενικός κινεζικός πολιτισμός ήταν αυτάρκης και εσωστρεφής.
Σε πλήρη αντιδιαστολή, η εξιδανίκευση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξε προϊόν μιας εσκεμμένης ιστορικής κατασκευής. Αντίθετα με την αιωνίως ενιαία Κίνα, η Ευρώπη αναδείχτηκε σε κυρίαρχη δύναμη ως ιστορικό σύνολο ρευστών, διασπασμένων και ανταγωνιστικών συνιστωσών.
Το νέο ευρωπαϊκό τοπίο που αναδύθηκε μετά τον 16ο αιώνα υπήρξε μια οντότητα δίχως κέντρο, δίχως σταθερή ηγεμονική δομή και δίχως πολιτική ομοιογένεια.
Η Δύση δεν θα αποκτήσει λοιπόν συνείδηση του εαυτού της και της ιστορικής της μοίρας μέσω της ενότητάς της, αλλά εις πείσμα της εσωτερικής της διαφοροποίησης.
Ο ιστορικός ρόλος της δεν προέκυπτε ευθέως από τα πράγματα. Η αυτογνωσία της έπρεπε να θεμελιωθεί ρητορικά, ιστορικά και συμβολικά σχεδόν εκ του μηδενός.
Ετσι ακριβώς αναδύθηκε η ιδέα ενός ενιαίου ευρωπαϊκού πολιτισμού με κοινές νοηματικές καταβολές, κοινές αξιακές προδιαγραφές και κοινές ιστορικές ρίζες.
Στο πλαίσιο αυτό, και ανεξάρτητα από το τι «ήταν», ο ελληνικός πολιτισμός κλήθηκε να λειτουργήσει ως ιδεατό πρότυπο της κυρίαρχης «Δύσης» και ως συμβολική επιτομή μιας αέναης αναζήτησης της τελειότητας.
Σε θεαματική αντιδιαστολή με την «πραγματική» Κίνα, η Ευρώπη αναζητούσε την ιστορική της ταυτότητα με τη μορφή ενός «ιδεατού» περιγράμματος που περιελάμβανε την αρχαία Ελλάδα ως αναγκαία φαντασιακή συνιστώσα.
Πολλές από τις εγγενείς διαφορές ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και τον κινεζικό πολιτισμό μπορούν να γίνουν κατανοητές πάνω σε αυτή τη βάση.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι κάτοικοι της «χώρας του Μέσου» δεν χρειάστηκε να εγκύψουν στις αφηρημένες ιδέες της «ομοιογένειας», της «συνέχειας» και της «ουσίας» του οικουμενικού πολιτισμού τους.
Η ορατή τάξη του κόσμου συνέπιπτε με τη φυσική τάξη των πραγμάτων, οποιαδήποτε δε αμφισβήτηση της τάξης αυτής προσλαμβανόταν ως προσβολή των καλώς κειμένων. Ηδη από την εποχή του Κομφούκιου, ο κινεζικός πολιτισμός έμοιαζε προσηλωμένος στην εξιδανίκευση του απτού, του ορατού και του συγκεκριμένα αυτονόητου.
Με δεδομένη λοιπόν την ομοιογένεια και την αρμονία του κόσμου, το είναι και το γίγνεσθαι δεν χρειάστηκε να αντιμετωπίζονται με αυστηρά αιτιακούς επικαθορισμούς.
Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι επινόησαν αφηρημένα εκλογικευτικά σχήματα και περίπλοκες εννοιολογικές κατασκευές. Το ευρωπαϊκό αφήγημα θα στοιχειοθετηθεί μέσω διαγνώσιμων αιτιακών συναρτήσεων πάνω στη βάση ιδεατών κατασκευών όπως η «συνέχεια», η «ομοιογένεια» και η «πολιτιστική ουσία».
Ενώ λοιπόν οι Κινέζοι φαίνονταν απλώς να περιγράφουν, να δείχνουν και να υπονοούν, οι Ευρωπαίοι αναλύουν, εξηγούν και προτάσσουν.
Και ενώ οι Κινέζοι επικεντρώνονταν στην εξουδετέρωση όλων όσα φαίνονταν να απειλούν τη δεδομένη ισορροπία των πραγμάτων, οι Ευρωπαίοι εγκαινίαζαν αυτό που ο Λεβί Στρος ορίζει ως «θερμή» πρόσληψη της Ιστορίας.
Γι’ αυτούς, οι δυνάμεις που κινούν τον κόσμο υπόκεινται σε κάθε είδους αντιστάσεις και αμφισβητήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό ακριβώς θα πρέπει να αντιληφθούμε την ιδιαίτερη σημασία του διαλόγου ανάμεσα στον ελληνικό και τον κινεζικό πολιτισμό σήμερα.
Σε μια εποχή που όλα τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα είναι εκ των πραγμάτων αδιαίρετα και όλες οι βεβαιότητες, οι εμπεδωμένες αξίες και οι πολιτισμικές καταβολές βρίσκονται αν όχι εντελώς επί ξύλου κρεμάμενες, τουλάχιστον υπό συνεχή μετασημασιολόγηση, θα πρέπει ίσως να εγκύψουμε και πάλι στις ιδέες και τις αξίες που απασχόλησαν τους πρόγονους μας.
Οι ιδέες αυτές δεν είναι βέβαια αιώνια θέσφατα. Είναι προϊόντα της Ιστορίας. Αποτελούν όμως τη μόνη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να σκεφτούμε για τον κόσμο που θέλουμε, να αναζητήσουμε εκείνο που δεν υπάρχει ακόμα και να οραματιστούμε τη δυνατότητα ενός κοινού μέλλοντος πάνω στην εμπειρία των διαφορετικών παρελθόντων μας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πριν από όλα τα άλλα, αυτό που ονομάζουμε «οικουμένη» είναι ιδέα και αξία εν κινήσει.
Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο η ανταλλαγή ιδεών και προταγμάτων ανάμεσα σε έναν πολιτισμό που δομήθηκε ως κλειστός σε ξένες επιρροές και σε έναν πολιτισμό που αναζητούσε συνεχώς «καινά δαιμόνια» παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δύο ιστορικοί πολιτισμοί -που δεν συναντήθηκαν ποτέ- υπήρξαν οι πρώτοι που αποκρυστάλλωσαν την απαράγραπτη σημασία των ιδεών, της γραφής και των λέξεων ως αναγκαίων προϋποθέσεων της συλλογικής συνείδησης. Η γραπτή κινεζική γλώσσα είναι η μόνη ζωντανή γλώσσα που παρέμεινε διαχρονικά αναλλοίωτη επί χιλιετίες.
Και αντικριστά, πολλές ελληνικές ετυμολογικές ρίζες αναβιώνουν σήμερα μέσω νέων ρηματικών κατασκευών και λέξεων με οικουμενική εμβέλεια.
Η «φιλολογία» -η αγάπη του λόγου- με τη μορφή μιας συστηματικής νοηματικής επεξεργασίας κλασικών κειμένων πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία Ελλάδα και στην Κίνα. Εκεί επίσης γεννήθηκε η έντεχνη λογοτεχνία.
Το χαρτί, η τυπογραφία και τα πρώτα βιβλία με τη σύγχρονη μορφή τους είδαν το φως στην Κίνα. Και ακόμα χαρακτηριστικότερα ίσως, οι βιβλιοθήκες, ως ιεροί τόποι συγκέντρωσης, αποθησαύρισης ή και ανάπλασης της μνήμης των προϊόντων του λόγου, της φρόνησης και της γνώσης, ιδρύθηκαν περίπου την ίδια εποχή στην Ελλάδα και στην Κίνα.
Δεν ξέρουμε βέβαια τι μας επιφυλάσσει το μέλλον. Αν δεν θέλουμε όμως να εθελοτυφλούμε, μοναδικός οδηγός μας παραμένει η Ιστορία. Μια Ιστορία που κι αν ακόμα είναι επίβουλη και ειρωνική, προσφέρει αφειδώλευτα τη δική της οικουμενική μνήμη.
Και αυτήν ακριβώς τη μνήμη καλούμαστε να αξιοποιήσουμε από κοινού. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως οι ορίζοντες που πάντα από μακριά αγναντεύουμε δεν είναι τίποτε άλλο από αντικατοπτρισμοί του παρελθόντος.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς*
8/10/2016
http://www.efsyn.gr/arthro/kina-eyropi-ellada
* Το κείμενο αυτό είναι η παρέμβαση του συγγραφέα του στο φόρουμ «Κίνα - Ευρώπη: πολιτιστικοί διάλογοι στην Ελλάδα»