Michael Herzfeld: «Εχω μια φοβερή αγάπη για την Ελλάδα»


Ο διακεκριμένος βρετανός ανθρωπολόγος μιλάει στο «Βήμα» για τη θέση της χώρας μας στον παγκόσμιο πολιτισμικό χάρτη και εντάσσει με περηφάνια τον εαυτό του στην κατηγορία αυτών που αποκαλεί «πραγματικούς φιλέλληνες»

Πολύγλωσσος και δραστήριος, γεννημένος στη Βρετανία αλλά μόνιμος κάτοικος ΗΠΑ όπου διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, ο διακεκριμένος ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρτσφελντ, με έρευνες στην Κίνα, στην Ταϊλάνδη και στην Ιταλία, είναι τακτικός επισκέπτης της Ελλάδας από τα νεανικά του χρόνια. Οι μακρόχρονες έρευνές του στα Ζωνιανά της Κρήτης αποτέλεσαν το υλικό για το βιβλίο του ''Η ποιητική του ανδρισμού'' (Αλεξάνδρεια, 2012). Με αφορμή την έκδοση της μελέτης του ''Πολιτισμική οικειότητα'' (Αλεξάνδρεια, 2016) στα ελληνικά, τον συναντήσαμε στη διάρκεια πρόσφατου ταξιδιού του στην Αθήνα και, με θέα το Καλλιμάρμαρο Στάδιο, σε άψογα ελληνικά μάς μίλησε για τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμικό χάρτη. «Εχω μια φοβερή αγάπη για τούτη τη χώρα» δηλώνει «και η αγάπη πολλές φορές συνεπάγεται την - καλοπροαίρετη - κριτική». Εντάσσει με περηφάνια τον εαυτό του στην κατηγορία αυτών που αποκαλεί «πραγματικούς φιλέλληνες», όσους δηλαδή αγαπούν τους Ελληνες γι' αυτό που είναι σήμερα και όχι σε σύγκριση με τους αρχαίους.

Αναφέρετε ότι η θεωρία της «πολιτισμικής οικειότητας» που προτείνετε γεννήθηκε ως ιδέα στην Ελλάδα, όταν παρατηρήσατε τη μεγάλη ένταση που υπάρχει ανάμεσα στη συλλογική αυτοπαρουσίαση της ελληνικής κοινωνίας και στην ελεύθερη έκφραση μιας αυστηρά εσωστρεφούς αυτογνωσίας που γίνεται σε συζητήσεις «κεκλεισμένων των θυρών». Ισχύει και σε άλλες κοινωνίες;

«Δεν υπάρχει χώρα που να μη νιώθει την ανάγκη να δικαιολογηθεί μπροστά στις άλλες, ιδιαίτερα στο πολιτισμικό επίπεδο. Αυτό έχει να κάνει με μια υπάρχουσα πολιτισμική ιεραρχία, την οποία έχω ονομάσει "παγκόσμια ιεραρχία αξίας", όπου η Δύση έχει προσδιορίσει τι είναι καλό και τι δεν είναι. Βεβαίως, με τις αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο σήμερα, η Δύση έχει αρχίσει να χάνει την επιρροή που είχε παλαιότερα στον καθορισμό αυτού του χώρου αλλά νομίζω ότι έμμεσα συνεχίζει να παίζει θεμελιακό ρόλο. Πάντως, η Ελλάδα, η οποία δημιουργήθηκε ως ανεξάρτητο κράτος με τη συγκατάθεση των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρι πολύ πρόσφατα δεν μπόρεσε να αποφασίσει μόνη της πώς θα καθορίσει τον δικό της πολιτισμό. Απόδειξη είναι ότι η Ελλάδα αναγκάστηκε να υιοθετήσει μια εικόνα της αρχαίας Ελλάδας η οποία φαίνεται ότι είχε φτιαχτεί, και για ιδεολογικούς λόγους, κυρίως από γερμανούς αρχαιολόγους, φιλολόγους και  ιστορικούς τέχνης. Εξυπηρετούσε πάρα πολύ τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων αρχικά και μετά των δυτικών δυνάμεων γενικά. Γι' αυτό και η περίπτωση της Ελλάδας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Δεν ήταν τυχαίο που άρχισα να διαμορφώνω αυτό το μοντέλο βάσει των ερευνών μου στην Ελλάδα. Αν και πιστεύω ότι καμία χώρα δεν ξεφεύγει τελείως από αυτό το φαινόμενο. Οι ΗΠΑ ίσως είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο η οποία είναι και μια αποικιακή εξουσία στον κόσμο σήμερα αλλά ταυτόχρονα πολιτισμικά και μετααποικιακή, με την έννοια ότι έχει ένα αίσθημα κατωτερότητας απέναντι σε αυτό που λένε στις ΗΠΑ "παλιά Ευρώπη". Και στην Κίνα παρατηρούμε, με τοπικές παραλλαγές, το ίδιο φαινόμενο».

Ερμηνεύετε το φαινόμενο αυτό ως έκφραση μιας «κρυπτο-αποικιακής κατάστασης» και εξηγείτε τον όρο με παραδείγματα από την Ελλάδα και την Ταϊλάνδη που βρίσκετε συγκρίσιμα. Πώς προκύπτει αυτό;

«Κατ' αρχάς νομίζω ότι και οι δύο χώρες είχαν μια παράλληλη πορεία. Και οι δύο έγιναν σύγχρονα ανεξάρτητα κράτη υπό τον όρο ότι θα υπάκουαν σε ορισμένες αρχές που υπαγόρευαν οι δυτικές δυνάμεις. Οπωσδήποτε οι ιστορικές αρχές των δύο πολιτισμών είναι διαφορετικές. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η αντίληψη ότι η Ευρώπη χρωστάει τον πολιτισμό της στην Ελλάδα δεν θα έλεγα ότι είναι μύθος, είναι όμως ένα κατασκεύασμα που βασίζεται σε άλλα κατασκευάσματα, δηλαδή στην εικόνα της αρχαίας Ελλάδας που έφτιαξαν οι γερμανοί αρχαιολόγοι που ανέφερα νωρίτερα. Αυτή η εικόνα αλλάζει σήμερα, αλλά η επίσημη ιδεολογία παραμένει προσκολλημένη σε αυτή την παλιά αντίληψη. Αυτό ήδη είναι μια ένδειξη εξάρτησης. Οι δύο χώρες ξεκίνησαν επίσης από πολύ διαφορετικές "πολιτείες", θα λέγαμε. Η Ελλάδα ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η λέξη "Tουρκοκρατία" είναι λάθος. Δεν υπήρξε τέτοιο πράγμα. Υπήρξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία της οποίας η σημερινή Ελλάδα ήταν ένα μέρος και στην οποία Ελληνες μαζί με άλλους πολλούς έπαιξαν τον ρόλο τους. Οπωσδήποτε ήταν υποδουλωμένοι, δεν το αρνήθηκα ποτέ, και οπωσδήποτε κάποια σχέση με την αρχαία Ελλάδα υπάρχει, όπως υπάρχει σχέση κάθε λαού με το παρελθόν του. Το ότι οι Δυτικοευρωπαίοι έδωσαν τόσο μεγάλη σημασία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δεν ήταν συγκυρία, διότι τα κατορθώματα ιδιαίτερα της αρχαίας Αθήνας ήταν πολύ σημαντικά για την εγκαθίδρυση του πολιτισμού που σήμερα γνωρίζουμε ως ευρωπαϊκό. Αλλά τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Βασικά, η πολιτική ιστορία των δύο χωρών έχει πολλές ομοιότητες. Διότι και στις δύο περιπτώσεις ξεκίνησε από μία μοναρχία η οποία αναγκάστηκε από τις δυτικές δυνάμεις να δεχθεί ορισμένους ελέγχους ιδιαίτερα στον χώρο του εμπορίου αλλά και στον χώρο της δημιουργίας ενός εθνικού πολιτισμού. Οι Ελληνες ήταν τα πιο αξιολύπητα θύματα αυτής της πολιτικής, με την έννοια ότι αναγκάστηκαν να υποτιμήσουν όσα τους ήταν πιο οικεία με το πρόσχημα ότι ήταν ξένης προελεύσεως».

Θεωρείτε επιζήμια για τη σύγχρονη Ελλάδα τη σύνδεση με την αρχαία Ελλάδα;

«Η ιδέα ότι το μόνο που έχει αξία στον σημερινό ελληνικό πολιτισμό ήταν οτιδήποτε μπορούσε να συσχετιστεί με την αρχαία Ελλάδα ήταν ένα τεράστιο βάρος επάνω στο κεφάλι των Ελλήνων. Ενα βάρος που έχουν πληρώσει και πολύ πικρά, διότι οι Δυτικοί διαρκώς τους έκριναν ως ανεπαρκείς διαδόχους αυτής της παράδοσης. Μέχρι του σημείου, σε μια λαμπρή απόδειξη της θεωρίας της ηγεμονίας του Γκράμσι, να επαναλαμβάνουν και οι ίδιοι οι Ελληνες τα ίδια σχήματα και να θυμώνουν όταν ένας ξένος τους λέει ότι δεν είναι έτσι».

Από τις θέσεις που διατυπώσατε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου σας στα αγγλικά το 1997 θεωρείτε ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Ελλάδα;

«Τα πράγματα έχουν αλλάξει τελευταία. Ειδικά μετά το 1981, με τη νίκη του ΠαΣοΚ και την εγκαθίδρυση μιας γνήσιας δημοκρατίας, οι Ελληνες άρχισαν να συνειδητοποιούν τι σήμαινε όλο αυτό το βάρος της αρχαιότητας στους ώμους τους. Την ίδια στιγμή είχαν αρχίσει να βλέπουν αλλαγές στον γύρω κόσμο. Οι δύο σεισμοί στο Αιγαίο τους έκαναν να βλέπουν τους Τούρκους λίγο διαφορετικά. Είχαν αρχίσει να θέτουν ερωτήσεις για όσα μάθαιναν στα σχολεία, για όσα έπαιρναν ως δεδομένα... Από την έναρξη της σημερινής κρίσης, από το 2009 και μετά, διαπιστώνουμε μια ριζική αλλαγή, οπότε ίσως η κατάσταση κρυπτο-αποικιοκρατίας στην Ελλάδα να έχει αρχίσει τώρα να εξαφανίζεται».

Η ανθρωπολογία είναι η κατ' εξοχήν επιστήμη που καταρρίπτει τις ανισότητες και τον ρατσισμό, το έχετε τονίσει πολλές φορές. Πώς σχολιάζετε την πύκνωση του ρατσιστικού πολιτικού λόγου τα τελευταία χρόνια; Σε πρόσφατη ομιλία σας αναφερθήκατε μάλιστα και σε καλυμμένες μορφές ρατσισμού, όπως ο αντιγερμανισμός στην Ελλάδα σήμερα που παραλληλίσατε με τον αντιαμερικανισμό της δεκαετίας του 1970. Είναι η ίδια περίπτωση;

«Οχι ακριβώς. Η ομοιότητα είναι ότι υπάρχει μια άνιση σχέση μεταξύ της Ελλάδας και μιας δυναμικής χώρας. Η διαφορά είναι ότι, ενώ οι ΗΠΑ έπαιζαν αυταρχικό και αυθαίρετο ρόλο ιδιαίτερα στη βοήθεια που έδωσαν στη χούντα, η Γερμανία παρουσιάζεται ως συνεταίρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Δεν χωρά αμφιβολία όμως ότι είναι μια εξάρχουσα οικονομική δύναμη η οποία μάλιστα επηρεάζει με πολύ βαθύ τρόπο την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αυτό το τελευταίο μπορεί να συγκριθεί με τον ρόλο των Γερμανών στη διάπλαση της νεοελληνικής ταυτότητας με βάση πρότυπα αντλημένα από την αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι, νομίζω, απλή συγκυρία ότι είναι ο ίδιος λαός που σήμερα συμπεριφέρεται έτσι στη σχέση του με τους Ελληνες. Κατ' αρχάς το παραμύθι της αρίας φυλής δεν έχει εξαφανιστεί καθόλου, μπορεί να υπάρχουν και αρκετοί Ελληνες που το πιστεύουν αυτό. Ετσι, από τη μια η οικονομική υπεροχή της Γερμανίας ρίχνει λάδι τη φωτιά του ρατσισμού που καλλιεργούν οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή αλλά από την άλλη πλευρά κάνει τους ίδιους τους Γερμανούς στόχο του μίσους της Χρυσής Αυγής και άλλων Ελλήνων και συγχωνεύεται η πολιτική με την πολιτισμική αγανάκτηση και βγαίνει από εκεί ένας πολύ επικίνδυνος ρατσισμός γιατί πολλές φορές ενδύεται τη ρητορεία του πολιτικά ορθού λόγου, όταν για παράδειγμα κάποιος λέει "Δεν είμαι ρατσιστής αλλά...".  Ομως μην πάμε πολύ μακριά. Προκαταλήψεις υπάρχουν και μεταξύ Ελλήνων. Κάνω έρευνες στα Ζωνιανά και η στάση των περισσότερων Ελλήνων που δεν έχουν γνωρίσει αυτό το θαυμάσιο χωριό είναι απαράδεκτη. Οταν ακούγεται η λέξη Ζωνιανά στην Αθήνα συχνά υπάρχουν αντιδράσεις περιφρόνησης».

Κάνετε λόγο στο βιβλίο για τα εθνικά στερεότυπα ως εργαλεία που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εξουσίας. Τι θεωρείτε πιο υποτιμητικό στο στερεότυπο του 'Ελληνα που επικρατεί στο εξωτερικό;

«Το πιο υποτιμητικό είναι όταν ένας 'Ελληνας επικαλείται αυτό το στερεότυπο για να δικαιολογήσει τα δικά του ελαττώματα: "Τι να κάνουμε, είμαστε Ρωμιοί!". Οι 'Ελληνες μπορούν να είναι περήφανοι για όσα κατόρθωσαν να κάνουν με πολύ μικρή οικονομική βάση και στον χώρο της πολιτικής και των τεχνών και της επιστήμης. Δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι λαοί, υπάρχουν όμως δομές εξουσίας που συχνά εμποδίζουν έναν λαό να αξιοποιήσει αυτό που έχει. Οσο παραμένει η Ελλάδα υποδουλωμένη στο στερεότυπο που θέλουν οι Δυτικοί να ακολουθήσει δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί. Νομίζω ότι οι Ελληνες θα αισθανθούν πραγματικά ελεύθεροι όταν πουν - όπως λέει ένας άνθρωπος - "Δεν μας νοιάζει αν είμαστε πρώτοι, δεύτεροι ή τρίτοι, είμαστε αυτοί που είμαστε, δεν χρειάζεται να κρίνουμε τον εαυτό μας με κριτήρια που έχουν δημιουργήσει άλλοι"».

 Κουζέλη Λαμπρινή 
 2/10/2016  

http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=832684



Ο Michael Herzfeld έκανε σπουδές αρχαιολογίας στο Καίμπριτζ, μεταπτυχιακά στο Μπέρμιγχαμ και διδακτορικό στην κοινωνική ανθρωπολογία στην Οξφόρδη. Δίδαξε στο Vassar College και στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα και συνεργάστηκε με τα παΠεπιστήμια του Παρισιού (Ναντέρ), του Μάντσεστερ, της Πάδουα και την Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Παρίσι). Από το 1991 είναι καθηγητής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Έχει διατελέσει πρόεδρος του Modern Greek Studies Association και της Society for the Anthropology of Europe, καθώς και διευθυντής του American Ethnologist την περίοδο 1994-1998. Το 1997 εξελέγη εταίρος της American Academy of Arts and Sciences. Έργα του είναι: "Ours Once More. Folklore, Ideology, and the Making of Modern Greece" (1982) [ελλ. έκδ.: "Πάλι δικά μας. Λαογραφία, ιδεολογία και η διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας", Αλεξάνδρεια], "The Poetics of Manhood. Contest and Indetity in a Cretan Mountain Village" (1985), "Anthropology Through the Looking-Glass. Critical Ethnography in the Margins of Europe" (1987) ["Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη. Κριτική εθνογραφία της Ελλάδας και της Ευρώπης", Αλεξάνδρεια], "A Place in History. Social and Monumental time in a Cretan Town" (1991), "The Social Production of Indifference. Exploring the Symbolic Roots of Western Bureaucracy" (1992), "Cultural Intimacy. Social Poetics in the Nation-State" (1997), "Portrait of a Greek Imagination. An Ethnographic Biography of Andreas Nenedakis" (1997), "Anthropology. Theoretical Practice in Culture and Society" (2001), "The Body Impolitic: Artisans and Artifice in the Global Hierarchy of Value" (2004), "Evicted from Eternity: The Restructuring of Modern Rome" (2009). Είναι επίσης κινηματογραφιστής και παραγωγός του "Monti Moments: Men's Memories in the Heart of Rome" (2007).



Βiblionet - Michael Herzfeld

Βιβλία




Το βιβλίο αυτό είναι η προσπάθεια ενός ανθρωπολόγου να ανιχνεύσει, με βάση τα εμπειρικά δεδομένα της επιτόπιας έρευνας, τους τρόπους με τους οποίους εμείς οι άνθρωποι αναπαράγουμε, έστω και ασυνείδητα, τις συνθήκες που μας καταπιέζουν.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο οι Έλληνες θα ’πρεπε να θεωρούν ότι το κριτήριο της "ευρωπαϊκότητας" αποτελεί αναγκαία και αποκλειστική βάση για την αξιολόγηση του δικού τους πολιτισμού.
Αν δεν πιστεύουμε ότι είναι το αναπόφευκτο πεπρωμένο των μικρότερων λαών να δέχονται χωρίς διαμαρτυρία την υποβάθμισή τους και την περιφρόνησή τους απ’ τις μεγαλύτερες και πιο ισχυρές χώρες, αν δηλαδή δεν αντικρίζουμε μοιρολατρικά την ιεράρχηση των πολιτισμικών αρχών και αξιών την οποία εκμεταλλεύονται οι ηγέτες ορισμένων παντοδύναμων χωρών, πώς και με ποιον τρόπο θα ξεθάψουμε τις δομές και τις διαδικασίες που τους επιτρέπουν να διαιωνίζουν την υπεροχή τους; Θ’ αρχίσουμε με την κριτική ανάλυση της πολιτισμικής οικειότητας και της αναπαραγωγής των σχέσεων ανισότητας στις καθημερινές τελέσεις των κοινωνικών σχέσεων.
Αυτό το βιβλίο είναι, πιστεύω, ριζοσπαστικά ανθρωπολογικό. Είναι όμως επίσης -και αυτό μπορεί να ισοδυναμεί με το ίδιο πράγμα- ένα βιβλίο άκρως πολιτικού χαρακτήρα.
Για να αναδείξει τα αλληλεπικαλυπτόμενα πεδία της κοινωνικής ποιητικής και της πολιτισμικής οικειότητας -μια πρωτότυπη επεξεργασία με την οποία, εμπνευσμένος από το παράδειγμα της Ελλάδας, έβαλε τη σφραγίδα του στην ανθρωπολογική σκέψη- ο Μάικλ Χέρτσφελντ ξεκινάει από το διχασμό ανάμεσα στα επίσημα πρότυπα του εθνικού πολιτισμού και τις εμπειρίες των απλών πολιτών, και μαζί από το παράδοξο που προκύπτει όταν πολλοί απ’ αυτούς απορρίπτουν κανόνες κατοχυρωμένους από το κράτος, αλλά σε στιγμές κρίσης αποδεικνύονται οι πιο πιστοί υπερασπιστές του.



Η πρωτοποριακή, και κλασική πλέον, μελέτη του Μάικλ Χέρτσφελντ για τα ήθη, τις πρακτικές και την καθημερινή ζωή μιας παραδοσιακής ορεινής κοινότητας της Κρήτης, που σήμερα, τρεις δεκαετίες αργότερα, βρίσκεται στο προσκήνιο μιας αμφιλεγόμενης δημοσιότητας. 

"Καιρός είναι να μπορέσουν οι "Γλεντιώτες" να διαβάσουν τα όσα έγραψα για το χωριό τους, τη ζωή τους και τις αξίες που διέπουν την καθημερινότητά τους στη δική τους γλώσσα (άν όχι -για προφανείς λόγους- στην πλούσια διάλεκτο που εξακολουθεί να είναι σημαντικός φορέας των αντιλήψεών τους). Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι Έλληνες που δεν γνωρίζουν τους ορεσίβιους Κρητικούς, παρά μόνο μέσα από τις διαστρεβλώσεις και τις προκαταλήψεις που έχουν δυστυχώς χρωματίσει τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται στα μαζικά μέσα, θα μπορέσουν τώρα να αντλήσουν μια εντελώς διαφορετική εντύπωση... Το χωριό που περιγράφω σ' αυτές τις σελίδες βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια στο επίκεντρο μιας θύελλας κατηγοριών και παρεξηγήσεων, σε σημείο μάλιστα να έχει γίνει πλέον έμβλημα και μεταφορά της εγκληματικότητας και της βίας ... Όποιος γνωρίζει, έστω και επιφανειακά, τη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε μάλλον σωστό συμπέρασμα για την ταυτότητα του χωριού. Αλλά ο σκοπός ενός επιστημονικού βιβλίου περί εθνογραφίας δεν είναι να ξεσκεπάσει σκάνδαλα και εγκλήματα για λόγους δυσφήμισης ή απλής διασκέδασης. Αντίθετα, θέλει να επισημάνει τις αρχές και τις συνθήκες που ρυθμίζουν την καθημερινότητα ανθρώπων των οποίων η αντίληψη για το δίκαιο και το σωστό είναι μια ιστορικά ριζωμένη προσαρμογή στο χώρο τους και στις πολιτικές και πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες."

Μάικλ Χέρτσφελντ
(από τον πρόλογο για την ελληνική έκδοση)

"Οι κρήτες ορεσίβιοι φημίζονται ιδιαιτέρως για τη σθεναρή αντίστασή τους στην Τουρκοκρατία και, αργότερα, στη γερμανική Κατοχή. Οι αξίες τους, που εκφράζονται ωραία στη ρήση του Καζαντζάκη "Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος", τους έκαναν ήρωες σε εποχές όπου τέτοιες αρετές εξαίρονταν σε μια Ελλάδα που αγωνιζόταν να ξεφύγει από την ξένη κυριαρχία. Σήμερα συναντούν αναπόφευκτα το συνοφρυωμένο βλέμμα των επικριτών τους. Οι κρήτες βοσκοί λοιδορούνται ως "κατσικοκλέφτες και μαχαιροβγάλτες", επιβιώσεις ενός πρωτογονισμού σκανδαλώδους για ένα σύγχρονο κράτος. Η έξοχη, ευαίσθητη εθνογραφική μελέτη του Χέρτσφελντ για το ψευδώνυμο χωριό Γλέντι, μια ορεινή κοινότητα στην κεντρική Κρήτη, ασχολείται με αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά και τους τρόπους με τους οποίους βιώνονται και αναπαράγονται από τους κατοίκους του."

(Olivia Harris, Times Higher Education Supplement)

"Ένα σημαντικό βιβλίο, κι όχι μόνο για όσους ενδιαφέρονται ειδικά για την Ελλάδα και τη Μεσόγειο. … Οι μελετητές του κοινωνικού φύλου, της λογοθεσίας, των χωρικών, της σημειωτικής, της λαογραφίας - θα βρουν εδώ μεγάλο ενδιαφέρον."
(William G. Lockwood, Journal of Modern Greek Studies)

"Αυτή η στέρεη και υφολογικά χαρισματική μελέτη διερευνά με βαθιά κατανόηση τους τρόπους με τους οποίους οι κρήτες βοσκοί προσδίδουν αξιοπρέπεια στη ζωή τους σε μια χώρα όπου η κοινωνική τους θέση είναι χαμηλή."
(Peter Loizos, The Times Literary Supplement)

"Ορισμένες από τις πιο γοητευτικές περιγραφές που κοσμούν τις σελίδες της ανθρωπολογίας..." 
(Wendy A. Weiss, Anthropological Quarterly)



 Για τους Έλληνες, η εμμονή της Δύσης στην εικόνα του κλασικού πολιτισμού θέτει ένα οδυνηρό δίλημμα: σε ποιο βαθμό πρέπει να προσπαθήσουν να ανταποκριθούν στις αξιώσεις της; Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν δύο ανταγωνιστικές θεωρήσεις για την Ελλάδα. Η μία, η "ελληνίζουσα", θεμελιωμένη στο συσσωρευμένο υλικό της ευρωπαϊκής επιστήμης, απευθύνεται σ' εκείνους που υποστήριξαν την ελληνική υπόθεση στο εξωτερικό ή την έθεσαν στην υπηρεσία των συμφερόντων διαφόρων ελίτ. Η άλλη, η "ρωμαίικη", αφορά την αυτογνωσία, την αίσθηση που έχει ένας Έλληνας για το τι σημαίνει στην πράξη να είσαι Έλληνας. [...]



Η ανθρωπολογία έδειξε παραδόξως μικρό ενδιαφέρον για τον νεότερο ελληνικό πολιτισμό, παρά το γεγονός ότι αναδύθηκε στην ακμή μιας Ευρώπης που αντλούσε έμπνευση από την ελληνική αρχαιότητα. Αυτή η καινοτόμος και φιλόδοξη εργασία μεταφέρει την εθνογραφική μελέτη της νεοελληνικής κοινωνίας από το περιθώριο στο επίκεντρο της ανθρωπολογικής θεωρίας και δείχνει τα ευρύτερα οφέλη που αποφέρει αυτό το εγχείρημα. 
Από τη μια πλευρά, ο Herzfeld αξιοποιεί την πλούσια εθνογραφική εμπειρία του από τη Ρόδο και την Κρήτη για να μελετήσει το ρόλο που παίζει το ελληνικό κράτος στη συγκρότηση των καθημερινών αντιλήψεων, αλλά και για να προχωρήσει στη διερεύνηση του "δικέφαλου ελληνισμού", αυτής της υβριδικής ταυτότητας που συνθέτει πολιτισμικά τους αντιτιθέμενους πόλους "Ρωμιός" και "Έλληνας", "Ανατολή" και "Δύση". Από την άλλη, χρησιμοποιεί την εθνογραφία της Ελλάδας σαν έναν καθρέφτη για μια εθνογραφία της ίδιας της ανθρωπολογίας: αποκαλύπτει έτσι τους τρόπους με τους οποίους η ανθρωπολογική επιστήμη είναι παγιδευμένη στον ίδιο πολιτικό και κοινωνικό συμβολισμό με το αντικείμενό της. Η μελέτη του προωθεί τους συγκριτικούς στόχους της ανθρωπολογίας πέρα από τον παραδοσιακό διαχωρισμό του επιστημονικού παρατηρητή από το ιθαγενές αντικείμενο και προσφέρει στον κλάδο μια κριτική πηγή αναστοχασμού που βασίζεται στην εμπειρική εθνογραφία και όχι απλώς σε ιδεολογικά φορτισμένες εικασίες. 
Η ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη αποτελεί έτσι διπλή συμβολή στην ανανέωση των ανθρωπολογικών αντιλήψεων περί εθνογραφίας και στον προβληματισμό γύρω από τη νεοελληνική και την ευρωπαϊκή ταυτότητα. 

"Η παρούσα εργασία αποτελεί την προσπάθεια ενός ανθρωπολόγου να ξαναβρεί τις πηγές της κοινωνικής σκέψης μέσα στην ίδια την κοινωνία. Και δεδομένου ότι η κοινωνική ανθρωπολογία, ως υστερότοκο (και γι' αυτό ίσως υπερβολικά ευαίσθητο) τέκνο του Διαφωτισμού, αναζητεί τις ιστορικές πηγές της στην Ελλάδα, πώς θα μπορούσε να ασκήσει την πιο διεισδυτική αυτοκριτική, αν όχι σε σχέση με τη χώρα που επανειλημμένως υποχρεώνεται να προσθέσει τη λέξη "νεότερη" ή "σύγχρονη" για να υπενθυμίσει στους δήθεν θαυμαστές της ότι εκεί ζουν -τολμώ να πω- άνθρωποι πραγματικά ζωντανοί; ...Η χώρα που αναγκάστηκε να σηκώσει όλο το βάρος της ξενόφερτης ερμηνείας του ευρωπαϊκού παρελθόντος παρουσιάζει ίσως το πιο γόνιμο έδαφος για μια τέτοια αναθεώρηση της πολιτισμικής ιεραρχίας." 

(Michael Herzfeld - από τον πρόλογό του για την ελληνική έκδοση)


Συμμετοχή σε συλλογικά έργα


  Δίκτυα εξουσίας στη νεότερη Ελλάδα - Δοκίμια προς τιμήν του John Campbell