Η ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων.


Η ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων:

  γάμος και παρθενία 

Οι μαρτυρίες για την ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων είναι τόσο αντιφατικές και αποσπασματικές, που εύκολα, επιλέγοντας μεμονωμένα κομμάτια, μπορείς να σχηματίσεις το πάζλ μίας συντηρητικής κοινωνίας ή μίας ελευθεριάζουσας κοινωνίας ή ακόμα και μίας κοινωνίας στην οποία επικρατεί η ομοφυλοφιλία. Και οι τρεις εκδοχές όμως θα ήταν πλασματικές…

Η πραγματική συνολική εικόνα που έχουμε και αφορά στην Αθήνα της κλασικής περιόδου του Περικλή (είναι η εποχή για την οποία έχουμε τις περισσότερες γραπτές πηγές), δείχνει μία κοινωνία που τιμά και προτρέπει τα μέλη της στην ετεροφυλόφιλη μονογαμία και απλά ανέχεται μέχρι ενός βαθμού τις ερωτικές παρεκτροπές από αυτήν την κυρίαρχη συμπεριφορά. Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων θα ασχοληθούμε με τη θέση της γυναίκας και τον γάμο, όπως και το γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τόσο σημαντική την παρθενία της υποψήφιας νύφης.

Για να δούμε με συμπάθεια τη θέση της γυναίκας στην κλασική αρχαιότητα, θα πρέπει να ξεχάσουμε για λίγο την ισότιμη θέση γυναικών και ανδρών στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες. Η αρχαιότητα μας άφησε πλήθος κειμένων μισογυνισμού, ακόμα και φιλοσοφικές θεωρίες που έλεγαν ότι «οι γυναίκες, ως είδος, είναι… αποτυχημένοι άνδρες» αλλά αυτά πρέσβευε το πνεύμα τις εποχής.

Η Αθηναϊκή κοινωνία ήταν μία κλειστή «λέσχη ανδρών πολιτών», που διαχειρίζονταν την παραγωγή, την οικονομία, τον πόλεμο και την ειρήνη. Η γυναίκα ήταν αποκλεισμένη από όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής εκτός από τις γιορτές, στις οποίες και πάλι έπρεπε να έχει συγκεκριμένη συμπεριφορά. Οι γυναίκες μπορούσαν να βγουν από το σπίτι τους μόνο συνοδευόμενες από τον άντρα τους ή δούλους του σπιτιού, ενώ εκείνες που αναγκάζονταν να εργαστούν για να επιβιώσουν (π.χ. πουλώντας πράγματα στο δρόμο), αντιμετωπίζονταν υποτιμητικά από το σύνολο της κοινωνίας.

Η υποτιμημένη θέση της γυναίκας είχε δύο αφετηρίες. Η πρώτη ήταν ο πόλεμος, το γεγονός δηλαδή ότι οι αρχαίες κοινωνίες ανά πάσα στιγμή έπρεπε να επιτεθούν και να αμυνθούν για να επιβιώσουν ή να αποκτήσουν πλούτο. Η ανδρική δύναμη επομένως ήταν αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξής τους (όσο για τον μύθο των Αμαζόνων, θα πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως ευφυής παραδοξότητα παρά ως κατάλοιπο κάποιας μακρινής παράδοσης). Οι γυναίκες δεν πολέμησαν ποτέ στην αρχαιότητα, ούτε ακόμα και στην στρατιωτική κοινωνία της Σπάρτης.

Ο δεύτερος λόγος περιορισμού των γυναικών ήταν η διάρθρωση της οικονομίας στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, που βασίζονταν στους «οίκους» των πολιτών. Οι γυναίκες έπρεπε να μένουν στο σπίτι για να φροντίζουν τη διατήρηση των οίκων (ο οίκος συμπεριελάμβανε συγγενείς και δούλους), όταν ο άνδρας πολεμούσε ή αποφάσιζε για τα θέματα της πόλης. Πάνω από όλα όμως, έπρεπε να μένουν στο σπίτι, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα παιδιά που θα έκανε και θα συνέχιζαν τον «οίκο», θα ήταν γνήσιοι απόγονοι του άνδρα της οικογένειας. Η κλασική Αθήνα επέμενε στην ξεκάθαρη πατρότητα των πολιτών της. Ο κάθε άνδρας ήταν γιος συγκεκριμένου άνδρα. Και αυτό γινόταν αυταπόδεικτο μόνο όταν η γυναίκα δεν είχε την ευκαιρία να βρεθεί με άλλους άνδρες.

Από τη γένεση της αρχαίας ελληνικής πόλης – κράτους (8ος αιώνας π.Χ.), πυρήνας της δομής του μορφώματος ήταν ο «οίκος», η πατριαρχική δηλαδή οικογένεια που ζούσε κάτω από την ίδια στέγη, παρήγαγε και κατανάλωνε τα ίδια αγαθά. Η επιβίωση της πόλης εξαρτιόταν από τη συνέχιση των οίκων, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο με το γάμο και την απόκτηση παιδιών. Ο γάμος θωρούνταν ιερός στην αρχαιότητα και ήταν πρώτιστο μέλημα των νομοθετών να ρυθμίζουν με αυστηρούς νόμους τα ζητήματα γνησιότητας των παιδιών και της κληρονομιάς ενός γάμου.

Παλιότερη πηγή για τα γαμήλια έθιμα είναι τα ομηρικά έπη. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια εμφανίζεται ο γάμος ως ένας διακανονισμός ανάμεσα στον μνηστήρα και στον πατέρα της νύφης. Ως γαμήλια τελετή είναι η πανηγυρική μεταφορά της νύφης μέσα από τους κύριους δρόμους της πόλης από το πατρικό της σπίτι, στο σπίτι του γαμπρού.

Η αρχαιότερη αναφορά στην ιδεώδη ηλικία γάμου βρίσκεται στα «Έργα και Ημέρες» του Ησίοδου, όπου ο ποιητής συμβουλεύει τον αδερφό του:

«να είσαι σε κατάλληλη ηλικία, όταν φέρεις γυναίκα για σύζυγο στο σπίτι, μήτε πολύ κάτω από 30 ετών, μήτε πολύ πιο μεγάλος. Αυτός ο γάμος είναι στην ώρα του. Η γυναίκα όμως, ας κλείσει τέσσερα χρόνια στην ήβη, και στον πέμπτο ας παντρευτεί» (στίχοι 695-698).

Πως καθοριζόταν η αρχή της ήβης; Ο ποιητής δεν διευκρινίζει αλλά υποθέτουμε βάσιμα ότι εννοεί την έναρξη της εμμηνορρυσίας, αφού μοναδικός στόχος του αρχαίου γάμου ήταν η τεκνοποιία.

Σύμφωνα με ελεγεία του Σόλωνα, έναν αιώνα μετά τον Ησίοδο, η κατάλληλη ηλικία γάμου για έναν άνδρα ήταν ανάμεσα στα 27 και 34 χρόνια, ενώ ο Ξενοφώντας, έναν αιώνα ακόμα πιο μετά, αναφέρει ως κατάλληλη ηλικία γάμου για τη γυναίκα τα 15 έτη.

Στους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, τα όρια για τις γυναίκες ανεβαίνουν στα 18 χρόνια, σε μία προσπάθεια να μειωθεί η γυναικεία θνησιμότητα που επέφερε η πρώιμη κύηση. Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι οι Αθηναίες παντρεύονταν σε πολύ μικρές ηλικίες πολύ μεγαλύτερους άνδρες. Από λογοτεχνικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η ηλικία γάμου των γυναικών ήταν από τα 13 μέχρι τα 25 χρόνια και των ανδρών, ανάμεσα στα 17 και 35. Ιδεώδες θεωρούταν το ζευγάρι με τη γυναίκα 14 και τον άνδρα 30 ετών.

Πίσω από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στη νύφη και στον γαμπρό, βρισκόταν η ιδιαίτερη σημασία που έδινε η κοινωνία στην παρθενία της γυναίκας. Ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» μιλά χωρίς προσχήματα, δίνοντας συμβολή στον αδελφό του:

«Παρθένα να παντρευτείς, για να της μάθεις σεμνούς τρόπους».

Η μέλλουσα νύφη έπρεπε να στερείται τη γνώση και την εμπειρία, να μην έχει μόρφωση, ούτε να γνωρίζει τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία, ώστε ο γαμπρός να της μάθει εκείνα που επέβαλε η πατριαρχική αντίληψη για την γυναικεία συμπεριφορά, τη διαχείριση του σπιτιού αλλά και τις (ελάχιστες) απαιτήσεις που θα μπορούσε να έχει από αυτόν. Στην πραγματικότητα, μοναδικά προσόντα από την άγουρη νύφη ήταν η γνώση της υφαντικής, της μοδιστρικής και της μαγειρικής, που θα εξασφάλιζαν την αυτάρκεια του «οίκου», δηλαδή το να θρέφει και να ντύνει τα μέλη του.

Ο άλλος λόγος για το πάντρεμα της γυναίκας σε τόσο νεαρή ηλικία ήταν η εσφαλμένη αντίληψη ότι η παντρειά και η εγκυμοσύνη ήταν «θεραπεία» για τη συναισθηματική αστάθεια των κοριτσιών που άρχιζαν να έχουν εμμηνορρυσία. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, που καταγράφηκε αργότερα στο ιπποκρατικό corpus, τα ανύπαντρα κορίτσια με την εμφάνιση της εμμηνορρυσίας, αρχίζουν να ρέπουν προς το παραλήρημα, φοβούνται το σκοτάδι και έχουν τάσεις αυτοκτονίας «επειδή το αίμα δεν μπορεί να ρεύσει κανονικά, οσάκις το στόμιο της εξόδου δεν είναι ανοικτό». Επρόκειτο βέβαια για πλάνη λόγω των ελλιπών γνώσεων της ανθρώπινης φυσιολογίας.

Η σύναψη ενός γάμου στην Αρχαιότητα ήταν υπόθεση ιδιωτική, στην οποία δεν παρενέβαινε η πολιτεία, δεν υπήρχε δηλαδή καταγραφή σε κάποια αρχεία, όπως γινόταν με την γέννηση των παιδιών. Δύο διαδικασίες που απείχαν χρονικά συνιστούσαν τον αθηναϊκό γάμο: η εγγύη ή εγγύηση (ο αρραβώνας) και η έκδοση (η παράδοση της νύφης με την προίκα της στον γαμπρό). Ο γάμος ολοκληρωνόταν με τη συγκατοίκηση του ζεύγους («συνοικείν»).

Η εγγύη (αρραβώνας) ήταν η συμφωνία του μεγέθους και της σύνθεσης της προίκας ανάμεσα στον πατέρα της νύφης και στον μνηστήρα, παρουσία μαρτύρων. Η παρουσία της μέλλουσας νύφης δεν ήταν απαραίτητη. Η «έκδοση», η πανηγυρική μεταφορά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού γινόταν κατά προτίμηση τον χειμερινό μήνα Γαμηλίωνα, κατά τον εορτασμό του γάμου του Δία με την Ήρα. Αργότερα, το Φθινόπωρο ο γαμπρός παρουσίαζε τη νύφη στη φατρία του (στην ανδρική συγγενική ομάδα που ανήκε η οικογένειά του) κατά την εορτή των Απατουρίων. Η αποδοχή της νύφης από τη φατρία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθούν Αθηναίοι πολίτες τα αρσενικά παιδιά του ζευγαριού. Η παρουσίαση της νύφης συνοδευόταν από θυσία ζώων (γαμηλία), τα οποία απολάμβανε στη συνέχεια μαγειρεμένα η φατρία.

(Το αφιέρωμα στην Ερωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων θα συνεχιστεί με αναρτήσεις για τη μοιχεία, την Πορνεία και την ομοφυλοφιλία.)

ΠΗΓΕΣ:

Claude Mosse: Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 2008

Michel Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Πλέθρον, Αθήνα 2013

Marcel Detiene: Η καθημερινή ζωή των θεών στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 1993

Robert Flaceliere: Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμα, Αθήνα 2007

Αγγελική Πετροπούλου, «Οικογενειακοί θεσμοί» στο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Αρχαία Ελλάδα, ΕΑΠ, Πάτρα 2000

Δημήτρης Καλαντζής 
 26/09/2016  

https://lionnews.gr/%CE%B7-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B3%CE%AC%CE%BC%CE%BF/



 Η Ερωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων ΙΙ: 

 Μοιχεία και Πορνεία 

«Έχουμε τις εταίρες για την ηδονή, τις παλλακίδες για τις καθημερινές φροντίδες και τις συζύγους για να γεννούν νόμιμα παιδιά και να είναι πιστοί φύλακες της οικιακής εστίας».

Εάν απομονώσουμε αυτή την αποστροφή του Δημοσθένη στην αγόρευσή του «κατά Νεαίρας»,  θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η λαμπρή Αθήνα του Περικλή δεν ήταν πάρα μία σκληρή φαλλοκρατική κοινωνία, στην οποία οι γυναίκες χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με τη χρήση τους από τους άνδρες: πόρνες, υπηρέτριες ή μητέρες των παιδιών τους. Όπως είπαμε όμως και στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στην Ερωτική Ζωή των Αρχαίων Ελλήνων, οι μαρτυρίες που έχουμε από την Κλασσική Ελλάδα είναι αποσπασματικές και συχνά αντικρουόμενες. Έτσι κοντά στη «φαλλοκρατική διακήρυξη» του Δημοσθένη, έχουμε τα λόγια του Ισοκράτη που παινεύει τον Νικοκλή, όχι μόνο επειδή ήταν δίκαιος κυβερνήτης, αλλά διότι «από τότε που παντρεύτηκε, είχε σεξουαλικές σχέσεις μόνο με τη γυναίκα του», ενώ και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του, θεωρούσε «ατιμωτικές» τις σχέσεις του παντρεμένου άνδρα με άλλη γυναίκα εκτός της συζύγου του. Ποια λοιπόν ήταν η αλήθεια για τη συζυγική πίστη ανδρών και γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα;

Τα Ομηρικά Έπη που κατείχαν τη θέση «ιερών βιβλίων» στην αρχαία ελληνική κοινωνία δεν διευκολύνουν στην εξαγωγή απόλυτων συμπερασμάτων. Έχουμε την Πηνελόπη να παραμένει πιστή στον Οδυσσέα με χίλια τεχνάσματα, αλλά τον Οδυσσέα να υποκύπτει εύκολα στα μάγια της Καλυψούς και να ερωτοτροπεί με τη Ναυσικά.

Έχουμε το τέλειο ζευγάρι, Έκτορα και Ανδρομάχη που αγαπούν και ποθούν αποκλειστικά ο ένας την άλλη, αλλά έχουμε και τους θεούς, άνδρες και γυναίκες, να επιδίδονται σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι λαγνείας και μοιχείας, που ασφαλώς δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητους τους θνητούς πιστούς τους.

Η γενική εικόνα από τις αρχαίες πηγές είναι ότι ο γάμος δεν ήταν ισότιμος για τα δύο φύλα. Οι άνδρες μπορούσαν να αναζητήσουν τη σεξουαλική ηδονή εκτός συζυγικού πλαισίου, οι γυναίκες όμως όχι. Η αποστολή των γυναικών ήταν να φέρουν στον κόσμο νόμιμους διαδόχους του «οίκου» και ως εκ τούτου καμία παρασπονδία δεν ήταν επιτρεπτή.

Η σεξουαλική δραστηριότητα των γυναικών περιοριζόταν στη συζυγική σχέση και ο σύζυγός τους ήταν ο αποκλειστικός ερωτικός τους σύντροφος. Όπως λέει ο Δημοσθένης, ο νόμος επιδιώκει «οι γυναίκες να αισθάνονται έναν αρκετά δυνατό φόβο για να παραμένουν έντιμες και να μη διαπράττουν κανένα σφάλμα». Η μοιχείας της συζύγου επιφύλασσε βαριές κυρώσεις ιδιωτικού αλλά και δημόσιου χαρακτήρα.

Ο σύζυγος είχε το δικαίωμα να σκοτώσει τον εραστή, εάν τον έπιανε πάνω στην πράξη, χωρίς να είναι υπόλογος της πράξης του. Τις περισσότερες φορές όμως, γινόταν χρηματικός διακανονισμός αποζημίωσης του συζύγου από τον εραστή ενώπιον μαρτύρων. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο απατημένος σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να διώξει τη μοιχό γυναίκα του από τον οίκο του με την απειλή στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων, αν δεν το έκανε. Το σίγουρο είναι ότι η μοιχαλίδα στερούταν για πάντα κάθε συμμετοχή στις τελετές της πόλης.

Οι σεξουαλικές υποχρεώσεις του συζύγου

Ο σύζυγος απέναντι στη σύζυγο δεσμευόταν μόνο σε ένα καθορισμένο αριθμό «συζυγικών καθηκόντων» (ο νόμος του Σόλωνα έλεγε ότι ο σύζυγος έπρεπε να είχε τουλάχιστον τρεις φορές το μήνα σεξουαλική επαφή με τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν επίκληρος), αλλά τίποτα δεν τον εμπόδιζε να έχει σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου. Κάθε άνδρας θεωρητικά ήταν ηθικά υποχρεωμένος να σέβεται μία παντρεμένη γυναίκα ή ένα κορίτσι που βρισκόταν υπό την πατρική αρχή αλλά, πρακτικά ήταν ευθύνη της γυναίκας να μην υποκύψει στην «παράνομη» πολιορκία.

Ο Λυσίας στον λόγο του «Κατά Ερατοσθένους» λέει για τους αποπλανητές ότι «διαφθείρουν τις ψυχές των γυναικών σε τέτοιο σημείο που γίνονται κύριοι των σπιτιών τους (των γυναικών) με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς ποίου είναι τα παιδιά». Αυτό ήταν και το μεγάλο θέμα για την αθηναϊκή κοινωνία: να εξασφαλίσει στους άρρενες πολίτες της, γνήσιους και νόμιμους απογόνους.

Η μοναδική υποχρέωση που είχε ο παντρεμένος σύζυγος ήταν να μη συνάψει δεύτερο γάμο με άλλη γυναίκα. Μπορούσε να έχει ένα δεσμό, να εγκαταστήσει στο σπίτι παλλακίδα, να συναναστρέφεται εταίρες, να ήταν εραστής αγοριού και να χρησιμοποιεί για τη σεξουαλική του ικανοποίηση τους δούλους, άνδρες ή γυναίκες, που είχε στον οίκο του. Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία από την πλευρά του συζύγου ήταν αυτή που διέπραττε με τη νόμιμη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου, κι ο λόγος ήταν πως με αυτή την πράξη αδικούσε έναν άλλο πολίτη.

Για τους αρχαίους Έλληνες δεν υπήρχε η έννοια της αμοιβαίας πίστης στον έγγαμο βίο. Η γυναίκα ανήκε στον σύζυγο, ο άνδρας όμως ανήκε στον εαυτό του. Η διπλή σεξουαλική πίστη ως καθήκον, δέσμευση και κοινό συναίσθημα ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, θα εμφανιστεί πολύ αργότερα, με την επικράτηση του Χριστιανισμού.

Παλλακίδες, εταίρες και πόρνες 

Οι παλλακίδες αποτελούσαν ένα «υποκατάστατο» της νόμιμης συζύγου. Σε αντίθεση με τη νόμιμη σύζυγο, που γινόταν δεκτή σε έναν οίκο μετά από τη συμφωνία δύο οικογενειών, η εγκατάσταση μίας παλλακίδας γινόταν σιωπηλά, χωρίς καμία θεσμική πράξη που να τη συνέδεε με τον άντρα του σπιτιού. Επρόκειτο λοιπόν για μία ένωση που θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί και αφορούσε σε φτωχές κοπέλες ή δούλες.

Οι παλλακίδες ήταν Αθηναίες ή ξένες ελεύθερες. Φτωχοί Αθηναίοι που δεν ήταν σε θέση να προικίσουν τις κόρες τους, επέτρεπαν τέτοιες ενώσεις, ζητώντας μόνο αποζημίωση στην περίπτωση που ο άνδρας αποφάσιζε ότι δεν ήθελε πλέον την παλλακίδα. Μεταγενέστεροι συγγραφείς μας πληροφορούν ότι στην εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μείωση του πληθυσμού, υποχρεώθηκε κάθε Αθηναίος να πάρει, εκτός από τη νόμιμη γυναίκα του, και μία άλλη, έστω και ξένη και, κατ΄ εξαίρεση, αυτά τα παιδιά νομιμοποιήθηκαν ως γνήσιοι Αθηναίοι. Σε κανονικές συνθήκες τα παιδιά παλλακίδων και εταίρων δεν αναγνωρίζονταν ως παιδιά του οίκου.

Στην Αθήνα πήγαιναν να ζήσουν γυναίκες από άλλες πόλεις, γυναίκες μέτοικοι, που για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους, εμπορεύονταν το μόνο πράγμα που τους ανήκε, το κορμί τους. Οι φτωχότερες γίνονταν πόρνες που δούλευαν στα πανδοχεία της Αθήνας και του Πειραιά. Μερικές είχαν αγορασθεί και έτσι έμπαιναν στην κατάσταση της δουλείας. Άλλες ήταν ελεύθερες από νομική άποψη. Όσο για τα «σπίτια», ανήκαν είτε σε πολίτες (ένας διάδικος του 4ου π.Χ. αιώνα παρουσιάζει δύο από αυτά στην απαρίθμηση της περιουσίας του) είτε σε ξένους.

Δίπλα στις πόρνες, υπήρχαν εκείνες που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν «εταίρες», γυναίκες που προορίζονταν «για την ηδονή». Στην πραγματικότητα η εταίρες ήταν οι μόνες αληθινά ελεύθερες γυναίκες της κλασικής Αθήνας. Έβγαιναν ελεύθερα, συμμετείχαν στα συμπόσια και κρατούσαν συντροφιά στους άνδρες.

Πιο γνωστή εταίρα ήταν η περίφημη Ασπασία με καταγωγή από τη Μίλητο, μία πλούσια πόλη της Μικράς Ασίας, που είχε στενούς δεσμούς με την Αθήνα. Αγνοούμε τους λόγους για τους οποίους ήρθε να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Γνωρίζουμε όμως ότι ο Περικλής την ερωτεύτηκε τόσο πολύ, που χώρισε τη νόμιμη σύζυγό του και μητέρα των δύο παιδιών του, και απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον οποίο κατέφερε να εγγράψει στους καταλόγους της πόλης παρά το νόμο, που ο ίδιος είχε εισηγηθεί και αναγνώριζε ως πολίτες μόνο τα παιδιά που γεννήθηκαν από πολίτες της Αθήνας. Οι αρχαίοι εξύμνησαν την ομορφιά και την ευφυΐα της. Ο Πλούταρχος στον «Βίο του Περικλή», γράφει ότι «μερικοί λένε ότι ο Περικλής προσηλώθηκε σε αυτήν επειδή ήταν πολύ σοφή και επιδέξια στην πολιτική. Μάλιστα και ο Σωκράτης της έκανε πότε πότε επίσκεψη, και οι φίλοι της έφερναν σε αυτήν τις γυναίκες τους για να την ακούσουν… Έτρεφε κοντά της νεαρές κακής διαγωγής…».

Ο ρόλος της εταίρας / μαστρωπού, μαρτυρείται κυρίως από τους Κωμικούς, αντίπαλους της πολιτικής του Περικλή, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι η πολιτική του μεγάλου στρατηγού υπαγορευόταν από την ερωμένη του. Μετά τις πρώτες αποτυχίες του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι αντίπαλοι του Περικλή επιτέθηκαν ανοιχτά στην Ασπασία. Ο κωμικός ποιητής Έρμιπος την έσυρε στα δικαστήρια με τη διπλή κατηγορία της ασέβειας και ακολασίας. Η Ασπασία απαλλάχθηκε χάρη στη παρέμβαση του Περικλή, που με δάκρυα και ικεσίες προς τους δικαστές, πέτυχε την αθώωσή της. Μετά το θάνατο του Περικλή, η Ασπασία απέκτησε ως εραστή τον έμπορο προβάτων Λυσικλή, έναν χυδαίο άνθρωπο, ο οποίος χάρη σε εκείνη, κατάφερε για ένα διάστημα να παίξει έναν σημαντικό πολιτικό ρόλο στην Αθήνα.

Η Ασπασία όμως δεν ήταν ο κανόνας για τις εταίρες. Η περίφημη Φρύνη υμνήθηκε για την ομορφιά της αλλά ποτέ για την ευφυΐα της. Ήταν φίλη του Πραξιτέλη, που τη χρησιμοποίησε ως μοντέλο για πολλά αγάλματα της Αφροδίτης. Η εταίρα έκανε τόσο μεγάλη περιουσία, που της επέτρεψε να τοποθετήσει ένα άγαλμά της από χρυσό στο ιερό των Δελφών, ανάμεσα σε αγάλματα στρατηγών και βασιλέων. Ο Πλούταρχος έγραψε πως το άγαλμα της Φρύνης είναι «σαν τρόπαιο που αποκτήθηκε από νίκη επάνω στην αγάπη των Ελλήνων για τις ηδονές».

Κατά κανόνα, δεν ήταν η μόρφωση αλλά οι περιποιήσεις προς τους άνδρες που έκαναν τις εταίρες περιζήτητες. Όπως έγραψε ο κωμικός ποιητής Άμφις: «Μία φιλενάδα δεν είναι πάντα πιο αξιαγάπητη από μία σύζυγο; Και βέβαια είναι και υπάρχει ένας σοβαρός λόγος γι αυτό: όσο κι αν δεν σου αρέσει η γυναίκα σου, ο νόμος σε αναγκάζει να την κρατήσεις κοντά σου. Η φιλενάδα αντίθετα, γνωρίζει πως δεν δένεται μαζί της ένας εραστής παρά μονάχα αν τον φροντίζει. Αλλιώς θα τον κάνει να ψάξει για άλλην…»

Μορφωμένη ή απλά περιποιητική, η εταίρα είναι η γυναίκα του «έξω». Σε αντίθεση με τις συζύγους των Αθηναίων, κυκλοφορεί στους δρόμους, συμμετέχει στα συμπόσια, διαχειρίζεται χρήματα και μιλάει στους άνδρες ως όμοια προς όμοιο. Σε αυτή τη «λέσχη ανδρών», που ήταν η Αθήνα της κλασικής αρχαιότητας, όπου η γυναίκα παρέμενε σε όλη τη ζωή της ανήλικη και υπό κηδεμονία, η εταίρα ενσάρκωσε την ελεύθερη και ανεξάρτητη γυναίκα στα λόγια και στη συμπεριφορά της, έχοντας αποκτήσει όμως αυτή την ελευθερία με τον πλειστηριασμό του κορμιού της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Claude Mosse: Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 2008

Michel Foucault, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, Πλέθρον, Αθήνα 2013

Marcel Detiene: Η καθημερινή ζωή των θεών στην Αρχαία Ελλάδα, Παπαδήμα, Αθήνα 1993

Robert Flaceliere: Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Αρχαίων Ελλήνων, Παπαδήμα, Αθήνα 2007

  Δημήτρης Καλαντζής    
7/11/2016 

https://lionnews.gr/%CE%B7-%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B6%CF%89%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AE%CE%BD%CF%89%CE%BD-%CE%B9%CE%B9-%CE%BC%CE%BF/