Το θαύμα της Μονής Βατοπαιδίου


Οταν ο Καταλανός τροβαδούρος Τζουζέπε Τέρο διάβηκε μια μέρα του 1993 την πύλη του Αγίου Ορους, δασκαλεμένος από τον φίλο του αρχιτέκτονα Φαίδωνα Χατζηαντωνίου για το πού θα πάει και πώς πρέπει να συμπεριφερθεί, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις αμαρτίες των συμπατριωτών προγόνων του τον Μεσαίωνα. Με το που πέρασε την πόρτα μιας μονής και είπε στον αρχοντάρη, τον επί των δημοσίων σχέσεων ας πούμε, ότι είναι Καταλανός, εκείνος εξαγριώθηκε και του ζήτησε να τα μαζέψει και να εγκαταλείψει αμέσως το μοναστήρι. Για τον εξαγριωμένο καλόγερο –και όχι μόνο– «Καταλανός» σήμαινε το απόλυτο κακό, εξαιτίας των μεγάλων καταστροφών και των λεηλασιών που είχαν διαπράξει στις αρχές του 14ου αιώνα στο Αγιον Ορος οι μισθοφόροι από την Ιβηρική χερσόνησο.

Σοκαρισμένος, ο καλλιτέχνης επέστρεψε στην πατρίδα του και, όταν αργότερα ο επιστήθιος φίλος του, ποιητής Κάρλες Ντουάρτε, ανέλαβε το πόστο του γενικού γραμματέα της καταλανικής κυβέρνησης, ο Τέρο τον έπεισε πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να «απαλείψουν το στίγμα» από το έγκλημα που διέπραξαν οι ομοεθνείς τους σ’ έναν χριστιανικό ιερό τόπο και συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν την αναστήλωση στον Αθω ενός μνημείου. Δέκα χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στις 2 Νοεμβρίου 2003, οι δύο λόγιοι Καταλανοί και ο Χατζηαντωνίου, αρχιτέκτονας του Κέντρου Διαχείρισης Αγιορείτικης Κληρονομίας (ΚΕΔΑΚ) τότε, βρέθηκαν στο Βατοπαίδι, όπου ρυθμίστηκαν οι λεπτομέρειες για τη χρηματοδότηση με το συμβολικό ποσό των 240.000 ευρώ της αποκατάστασης ενός ιστορικού κτιρίου του 16ου αιώνα, το οποίο θα στέγαζε το περίφημο σκευοφυλάκιο της μονής. Οπως και έγινε.

Ηταν ένα πολύ μικρό κομμάτι από το τεράστιο αναστηλωτικό έργο που αθόρυβα, ως είθισθαι εξάλλου στην αγιορείτικη πολιτεία, πραγματοποιείται τα τελευταία είκοσι χρόνια στο πλουσιότερο σε βυζαντινά κειμήλια και πλέον εντυπωσιακό σε εγκαταστάσεις μοναστήρι του Αθω, αυτό του Βατοπαιδίου. Υπό την επίβλεψη του ΚΕΔΑΚ και με πόρους προερχομένους από το ΕΣΠΑ, την πολιτεία αλλά και την ίδια τη μονή, 170 αρχιτέκτονες, μηχανικοί, τεχνίτες κοσμικοί αλλά και μοναχοί παίρνουν μέρος στο δύσκολο εγχείρημα, της αποκατάστασης και αναστήλωσης ενός επιβλητικού κτιριακού συγκροτήματος 35.000 τετραγωνικών μέτρων, εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής στο μεγαλύτερο μέρος του, με τεχνικές και αισθητικές ιδιαιτερότητες που επιβάλλουν υψηλό αίσθημα ευθύνης απ’ όλους τους συμμετέχοντες, ποιότητα στη δουλειά, υψηλή τεχνογνωσία και βεβαίως χρήματα. Μερικοί κάνουν λόγο για «αναστηλωτικό θαύμα» στο Βατοπαίδι.Η μονή για όσους την επισκέπτονται τα τελευταία χρόνια δίνει την εικόνα μεγάλου εργοταξίου, χωρίς ωστόσο αυτό να αφαιρεί από το αισθητικό μεγαλείο της. Ο αρχιτέκτονας Πέτρος Κουφόπουλος συμμετέχει, ως μέλος μιας μεγαλύτερης ομάδας μελετητών, στο «τεράστιο», όπως το χαρακτηρίζει μιλώντας στο «Κ», έργο.

«Μέχρις ότου αναλάβει στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η σημερινή αδελφότητα, στο μοναστήρι είχε να μπει καρφί περισσότερα από 70 χρόνια. Η μονή ήταν ιδιόρρυθμη και είχε περιέλθει σε περίοδο εγκατάλειψης. Οι πατέρες της νέας αδελφότητας, αντί να προβούν σε επιπόλαιες εργασίες και παρεμβάσεις, έκαναν κάτι που δεν συνηθίζεται στην Ελλάδα. Προχώρησαν στη μελέτη και τη συγκρότηση ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού, ενός, ας πούμε, master plan, στη βάση του οποίου δουλεύουμε και σήμερα».

Ο επίσης αρχιτέκτων και πρώην μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΔΑΚ και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής, Μίλτος Πολυβίου, τονίζει πως «από την ημέρα που ήρθαν οι σημερινοί πατέρες στο Βατοπαίδι, έδωσαν τεράστια ποσά για την αναστήλωση του μοναστηριού, για έργα υψηλής ποιότητας, έφεραν ειδικούς ακόμα και από το εξωτερικό για τη συντήρηση και την ανάδειξη του μνημειακού του πλούτου με τρόπο ιδανικό».

Εως τώρα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες στα δύο τρίτα των προβλεπόμενων για αναστήλωση και αποκατάσταση κτιρίων –η συντήρηση των βυζαντινών κειμηλίων αποτελεί άλλο ξεχωριστό, εξίσου σημαντικό έργο– και σύμφωνα με τον κ. Κουφόπουλο, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρχουν οι απαραίτητες πιστώσεις, υπολογίζεται ότι στα εφτά επόμενα χρόνια θα έχουν τελειώσει στο κεντρικό κτιριακό συγκρότημα της μονής, που βρίσκεται στην ανατολική ακτή της χερσονήσου του Αθω.

«Υπάρχει πίεση από τις ίδιες τις ανάγκες της μονής, λόγω του μεγάλου αριθμού μοναχών και επισκεπτών, αλλά από την άλλη μεριά δεν μπορεί να επιταχύνουμε περισσότερο για λόγους τεχνικούς. Είναι φυσικά και θέματα χρηματοδότησης. Οι μελέτες, οι προϋπολογισμοί για το σύνολο των έργων, των κτιρίων εντός του περιβόλου της μονής έχουν ολοκληρωθεί. Δεν υπάρχει κτίριο που να μην το έχει μελετήσει το μοναστήρι και να μην είναι έτοιμο προκειμένου να υποβάλει, όταν έρθει η σειρά του για κάποια χρηματοδότηση, το σχέδιο ώστε να γίνει η αποκατάσταση».

Οσον αφορά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αναστηλωτές, ο κ. Κουφόπουλος λέει: «Το πιο δύσκολο σ’ αυτό το μοναστήρι και γενικά στα μοναστήρια που χρησιμοποιούν λάμπες πετρελαίου και τζάκια, είναι ότι δεν έχουν παροχές ρεύματος, νερού κ.λπ. και σήμερα πρέπει να φτιάξουμε εγκαταστάσεις για τοποθέτηση κλιματισμού, συστήματος πυρόσβεσης, υδραυλικά κ.ά. Προσπαθούμε να κάνουμε τις ελάχιστες δυνατές επεμβάσεις ώστε να διατηρηθεί η αυθεντικότητά τους. Η εγκατάσταση αυτών των δικτύων είναι το πιο δύσκολο εγχείρημα που αντιμετωπίζουμε».

Καθώς η χερσόνησος του Αθω θεωρείται από τις περιοχές υψηλού σεισμικού κινδύνου –ο ισχυρός σεισμός της Ιερισσού το 1932 είχε προκαλέσει μεγάλες ζημιές στο Βατοπαίδι–, μηχανικοί και αρχιτέκτονες υλοποιούν με σύγχρονες μεθόδους την αντισεισμική θωράκιση των παμπάλαιων κτιριακών εγκαταστάσεων.

«Εχουν πρόβλημα τα κτίσματα, γιατί είναι τοιχοποιίες με πολλή ξυλεία ενσωματωμένη. Στην πρώτη φάση ήταν πολύ ανθεκτικά, γιατί το ξύλο άντεχε και παρείχε επάρκεια ασφάλειας. Οταν “γέρασαν” οι κατασκευές και έγιναν 150-200 χρόνων, στα άκρα τα ξύλα αποδυναμώθηκαν από τη φθορά. Εχουμε στη μονή πτέρυγα έξι ορόφων, όπου μένουν εβδομήντα πατέρες.

«Αναπτύξαμε ένα σύστημα, στο Βατοπαίδι κυρίως, που λέγεται “έμπλεκτο” και σύμφωνα με το οποίο, χωρίς να χαλάμε το παραδοσιακό κτίσμα-σκελετό, εμπλέκουμε έναν αόρατο γαλβανισμένο μεταλλικό σκελετό και του προσδίδουμε έτσι την ακαμψία και την αντοχή που χρειάζεται».

Οι πολύχρονες εργασίες σ’ ένα κτιριακό συγκρότημα με τόσο βαρύ ιστορικό-θρησκευτικό φορτίο και απίστευτο πολιτιστικό πλούτο στις βιβλιοθήκες, στους ναούς και στις κρύπτες δεν θα μπορούσαν παρά να κρύβουν εκπλήξεις για τους εργαζομένους στις στέγες και τις σκαλωσιές.

Μία από αυτές αφηγείται ο κ. Χατζηαντωνίου και αφορούσε σ’ έναν θησαυρό αποτελούμενο από θρησκευτικά βιβλία, περγαμηνές, χειρόγραφα, βυζαντινές εικόνες, κώδικες από τον 12ο έως και τον 18ο αιώνα, ακόμα και αντίτυπο της τραγωδίας του Αισχύλου «Πέρσες», τυπωμένο το 1557 στο Παρίσι, τμήματα του έργου του Ομήρου που είχαν τυπωθεί το 1488 στο Μιλάνο κ.ά., ο οποίος βρέθηκε σχεδόν σε μορφή χαρτοπολτού (!) στη σκεπή της μονής.

«Οι ειδικοί και οι εργάτες που είχαν αναλάβει την αποκατάσταση της στέγης του Καθολικού της, όταν σήκωσαν τα παλιά μολυβδόφυλλα, αντίκρισαν κάτι σαν χωματερή. Οπως είναι γνωστό, οι Αγιορείτες μοναχοί δεν πετούσαν τίποτα. Ο,τι δεν χρειάζονταν το έκαιγαν ή το έβαζαν σε ένα χωνευτήρι δίπλα στο ιερό, για να... χωνέψει μαζί με το κτίριο. Στην προκειμένη περίπτωση, είχαν αφήσει τα κειμήλια να “πεθάνουν” στη στέγη του Καθολικού της μονής. Τα ευρήματα ήταν κρυμμένα εκεί επί 300 χρόνια, συντηρήθηκαν και σήμερα κοσμούν τις προθήκες στη βιβλιοθήκη της Μονής Βατοπαιδίου».

Κλείνοντας τη σύντομη ιστορία και «παρουσίαση» του αναστηλωτικού έργου της ιστορικής μονής του Αθω, δεύτερης στην τάξη και πρώτης σε κειμηλιακό πλούτο, όπως το έζησαν και το ζουν τρεις διακεκριμένοι αρχιτέκτονες και άριστοι γνώστες του αγιορείτικου γίγνεσθαι, ο κ. Κουφόπουλος τονίζει:
«Πρόκειται για εξαιρετικά μεγάλο έργο που το μοναστήρι μπορεί και υλοποιεί, και για τον επιπλέον λόγο ότι τα περισσότερα έργα τα κάνει μόνο του με τη βοήθεια πατέρων που είναι αφιερωμένοι στο αντικείμενο.»

Από πλευράς τεχνικής κάνει όλα τα έργα με αυτεπιστασία. Δεν φέρνει απέξω εργολάβους, αλλά αξιοποιεί τις δυνατότητες που έχουν μια σειρά από μοναχοί που είναι και μηχανικοί, προσωπικό τεχνικό και επιστημονικό, και τον εξοπλισμό που διαθέτει. Εχει λοιπόν μια αυτάρκεια από πλευράς υποδομών και έτσι μπορεί να διεκπεραιώνει τα έργα και αυτό έχει ένα τεράστιο όφελος. «Και επειδή δεν υπάρχει ο παράγοντας κέρδος, η ποιότητα της εργασίας είναι άριστη».

 21.11.2016  

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΖΙΜΑΣ

http://www.kathimerini.gr/884503/article/epikairothta/ellada/to-8ayma-ths-monhs-vatopaidioy?platform=hootsuite


ΣΧΕΤΙΚΑ























  Μερόνυχτα στο «Όρος οι αναμνήσεις μου » 
Έτος 1958 «προς το Βατοπαίδι» Νίκος Φωτάκης.


Προς το Βατοπαίδι

Είμαι χωμένος στα μελαγχολικά δάση της καστανιάς και του έλατου. Αξύριστος και ακούρευτος σαν αγρίμι. Το μουλάρι σκιάζεται, κι’ ο αγωγιάτης μου με προσοχή το τραβάει μπροστά από το χαλινάρι του. Είναι Αρβανίτης, και τα ελληνικά του με διασκεδάζουν. Οι Αρβανίτες εδώ έχουν κάνει παροικία. Για όλες τις καλογερικές εργασίες προτιμούνται οι Αρβανίτες.

Με αραδιάζει ένα σωρό ιστορίες. Κάποιος ξένος πεζοπόρος με γυμνά πόδια φορτωμένος ένα γυλιό, σταματά τον αγωγιάτη μου και με νοήματα του ζητάει σπίρτα. Τον έδωσε. Ό ξένος ανάβει ένα ξηρό χόρτο πού κρατούσε και μυρίστηκε τη κάπνα του. Αυτό ήταν όλο.

Ό αγωγιάτης μου μετά μού εκμυστηρεύτηκε πώς τον φοβήθηκε, γιατί τον πέρασε για τρελό.
— Έδώ στο Όρος. μού λέει, ξέρεις πόσοι τρελοί γυρίζουν στα ούρμάνια;

Βρισκόμαστε στην άλλη πλευρά της χερσονήσου. Βλέπω τη Θάσο, τα βουνά της Καβάλας και την Ίμβρο. Ή θάλασσα περιορίζει το γαλανό πλάτος της με μια κορδέλα από αμμουδιά.

Οι στέγες του πολύχρωμου όγκου του Βατοπεδίου παιχνιδίζουν με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που σιγά σιγά σβήνει πίσω από ένα μενεξεδένιο βουνό. Ή παλιά Άθωνιάδα Σχολή πάνω στο λόφο, ανασηκώνει το σάπιο σκελετό της κι’ επιδεικνύει φιλάρεσκα τις καμπάνες της, δίνοντας στο τοπίο θεωρία μελοδραματικής σκηνογραφίας, καθώς οι καμπάνες ακούονται από το Μοναστήρι και τα πουλιά ερωτοτροπούν με τα γλυκά τους πρελούντια στα σκιόφωτα των κλαδιών.

Το σούρουπο είναι πολύ απαλό, σαν όλα τα άλλα. Ό ήλιος θα βουτήξει σε λίγο στη θάλασσα, με μεγάλη ηδυπάθεια. Ή γαλήνη έρχεται με την ίδια στοχαστική διάθεση, όπως σε κάθε ελληνικό βουνό, και διεγείρει κάποιο λυρισμό. Το σκηνικό είναι πραγματική μαγεία και τα χρώματα με θέλγουν. Ή ζωή αρχίζει να μαζεύεται στο καβούκι της.

Σκέπτομαι τη νύχτα που δεν θάχη την απαλότητα του θαυμάσιου δειλινού.
Πεζεύω σε μια πλατεία με δενδροστοιχίες και με κιόσκια πού έχουν πολύχρωμες γοτθικές στέγες. Διάφορες παρέες μοναχών εδώ κι’ εκεί. Άλλοι καπνίζουν και άλλοι με τα κομπολόγια συζητούν μεγαλόφωνα. Στην πόρτα είναι ένα μεγάλο παντοπωλείο, πού έχει από καρπούζια μέχρι οδοντογλυφίδες, ότι ζητήστε. Τα ηλεκτρικά πλημμυρίζουν την αυλή, και τα διαμερίσματα των μοναχών με τις ανοιγμένες μπαλκονόπορτες και τούς μεγάλους γλόμπους έχουν την αλέγρα πνοή μιας πυκνοκατοικημένης λουτρόπολης.

Αρχίζω να αλλάζω γνώμη για το βράδυ. Τα πράγματα φαίνονται διαφορετικά.
Ανεβαίνω τη πετρόσκαλα. Ό απέραντος διάδρομος, πού βρίσκομαι, δείχνει ένα περιβάλλον και μια ζωή καθώς πρέπει. Ό άγιος άρχοντάρης κομψότατος, με μαύρο περιποιημένο γένι και με πέδιλα της μόδας, καπνίζει απελπιστικά. Το σαλόνι είναι αρκετά μεγάλο. Καθόμαστε άνετα τρεις ξεχωριστές παρέες. Έδώ δεν γνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους οι ξένοι, πάντα είναι πολλοί, και ή τάξη της ζωής έχει κάποια ετικέτα. Στο τραπέζι, πού καθόμαστε καμιά τριανταριά διακρίνω τον «τρελό» τού αγωγιάτη μου, πιο ατημέλητο και πιο κουρελιασμένο από μένα. Είναι κάποιος Γερμανός Βοτανολόγος. Δυο Έλληνες φοιτητές της Φιλολογίας με φιξαρισμένα μαλλιά και άψογο εξωτερικό, μιλούν για Καβάφη. Δεν ξέρω τί πληροφορίες είχε ό Καβάφης για το Όρος, μα είμαι σίγουρος πώς το Όρος τον αγνοεί τελείως. Γιατί, αν τον γνώριζε ασφαλώς θα απαγόρευαν τη συζήτηση των φοιτητών.

Ή κάτω σιαγόνα του ξερακιανού Εγγλέζου καταντά φοβερά κωμική καθώς μασάει. Τρεις ρασοφόροι, δόκιμοι, είναι για την περιποίηση. Σερβίρουν με πιατέλες από αριστερά και αλλάζουν το σερβίτσιο από δεξιά. Ό ένας από τούς τρεις φοράει γυαλιά, κι’ ένα κόκκινο στυλό, στο τσεπάκι του ζωστικού. Μαγκοφέρνει λίγο. Ό άλλος είναι χλωμόλευκος, με κατάμαυρα εξαίσια μάτια, πού έχουν ένα νευρικό τίκ. Είναι πολύ ευγενικός. Ή σιωπή πού κρατάει γύρω από τη ζωή του δείχνει κάποιο μυστήριο πού τον κάμνει συμπαθέστερο.

Είναι πολύ περίεργο πράγμα εδώ πού συμβαίνει στον κάθε ξένο πού έρχεται από τον κόσμο, γιατί πλησιάζοντας οποιονδήποτε μοναχό σκέπτεται! Πιο άραγε να ήταν το παρελθόν του!! λες και το ράσο ότι μπαίνει μπροστά και σου απαγορεύει να το μάθεις, με τέτοιο τρόπο, πού σου κεντά περισσότερο την περιέργεια.
Ή καθαριότητα στα δωμάτια σχετική και ή απροθυμία απόλυτη. Το ύφος όλου του προσωπικού στ’ αρχονταρίκι είναι ύφος υπαλλήλου ξενοδοχείου Β’ τάξεως που οι πελάτες του δεν είναι και τόσο γενναιόδωροι.

Ξεχωρίζω τον χλωμό Καλόγηρο. Δεν του πάει καθόλου να περιποιέται. Είναι ένας από τους τόσους νέους, που συναντά κανείς εδώ, μέσα στα ράσα, κι’ αισθάνεσαι τέτοιον πόνο σαν να τους βλέπεις μέσα σε φέρετρα. Πολλοί από αυτούς, που μίλησα μαζί τους, με κάνανε να ελπίζω σε κάποια νεκρανάσταση. Είναι πολύ νέοι, σχεδόν παιδιά που δεν έχουν μάθει τίποτα από τη ζωή, ή που έμαθαν εκείνα ακριβώς που συνθέτουν τη ζωή με την απογοήτευση, με το κοινωνικό μίσος, τον πεσιμισμό, στοιχεία πού ανοίγουν το δρόμο προς τον ασκητισμό. Γι` αυτούς όμως είναι καιρός ακόμα να σκεφθούν, δεν λέω να απαρνηθούν αυτό πού πιστεύουν και υπηρετούν είναι μια αποστολή και μια πίστις εννοώ να μην εγκαταλειφθούν όπως τόσοι άλλοι, και ή τιμωρία εδώ πέρα σημαίνει τιμωρία της σάρκας, σωτηρία της ψυχής, και αφιέρωση στο Θεό. Είναι στην ουσία άρνηση κάθε ανθρώπου, και της καθαριότητος ακόμα — πού είναι πολιτισμός — έχουν λοιπόν τα συμπαθητικά αυτά παιδιά τον καιρό να αποβάλουν τις αρρωστημένες αντιλήψεις περί ασκητισμού. Να αφιερωθούν στο Θεό, να μη χάσουν όμως την επαφή με τον κόσμο, και προ παντός να διατηρήσουν την ψυχική τους ευεξία και την πνευματική τους καθαριότητα.

Μοναχική ζωή δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και ηθική απομόνωση. Από τα παιδιά αυτά μπορεί να δημιουργηθεί για το Όρος μια καινούργια ζωή: πιο υγιής, πιο πολιτισμένη, πιο πνευματική. Και εκείνοι ακόμα πού τώρα δίνουν την εντύπωση σαν καράβια ριγμένα σε μια ερημική στεριά, και κείνοι ακόμα μπορούν να δουν το Όρος πιο φωτεινό, πιο θείο. Καράβια ριγμένα από μια τρικυμία — και έχει τόσες τρικυμίες ή ζωή, και τόσους γαλήνιους γιαλούς και ωραίους για μια καινούργια δημιουργική ζωή.

Ή δεύτερη ημέρα στο Βατοπέδι μου είναι πολύ πιο ευχάριστη. Γνωρίζομαι με τους προϊσταμένους, και τον Προηγούμενο, ό οποίος, σαν μανιώδης ψαράς έχει δύο δωμάτια γεμάτα από σύνεργα ψαρευτικά. Ή διασκέδασης του είναι το ψάρεμα και οι κότες πού βόσκουν καμιά εξηνταριά κάτω από την απλωταριά.

Ή αυλή του μοναστηριού είναι απέραντη, ανηφορική προς τα δεξιά. Ό κόκκινος όγκος της εκκλησιάς βρίσκεται στο βάθος, με τη θαυμάσια θολωτή στοά στην είσοδο. Το καμπαναριό, ύψος 35 μέτρα, κτίστηκε στα 1427. Οι τοιχογραφίες της Εκκλησίας είναι του 1312. Έχει ψηφιδωτά αρίστης τέχνης και σε πολύ καλή κατάσταση. Ή Παναγία πάνω από τη πόρτα του Νάρθηκα είναι πραγματικό αριστούργημα. Επίσης γνήσια μωσαϊκά.Αξιοσημείωτα είναι δυο μικρά εικονίσματα, τα «Νινιά» δώρο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας του Θεοφίλου του εικονομάχου, πού τα προσκυνούσε κρυφά από τον άνδρα της.Το ποτήρι (I α σ π ι ς) δώρο του Μανουήλ του Κομνηνού, νικάει όλα τα δηλητήρια.Από τα πιο σπουδαία είναι και ή αγία ζώνη, πού ακριβώς σήμερα τη φέρανε από την περιοδεία της στις επαρχίες.Οι καμπάνες χτυπούσαν και την προσκύνησαν με θυμιατά και ψαλμωδίες.Ό Μοναχός, πού συνοδεύει τα άγια λείψανα σ’ αυτές τις περιοδείες, παίρνει δικαιωματικά τα μισά από τις εισπράξεις. Φέτος όμως, όπως μαθαίνω, δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος. «Κάθε χρόνο και χειρότερα, ό κόσμος έχει ασεβήσει». Και όσα δώρα φέρουν, πεσκίρια, κεντήματα, μαξιλάρια του αργαλειού, μεταξωτά, σεντόνια, τραπεζομάντηλα τα μοιράζουν όλοι μαζί οι πατέρες.

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΕΠΙΣΚΕΨΙ, ΛΙΓΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Παίρνω μια πρόσκληση για καφέ, είναι το διαμέρισμα κάποιου Γέροντα επιπλωμένο με λεπτό γούστο. Μια τζαμαρία με κίτρινες κουρτίνες κοιτάζει στο δάσος. Ό οικοδεσπότης δέχεται με πράσινο ζωστικό, τα μάτια του αστράφτουν από εξυπνάδα, και είναι πλαισιωμένα με μαύρους κόγχους, πού τα κάνουν μελαγχολικά. Φθάνω πάνω σε μια συζήτησι για τον Τολστόι. Όλοι οι συγγραφείς με τη σειρά τους βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Γέροντα, πού τον χαρακτηρίζει ακόμα και ό μποεμισμός των διανοουμένου.

Σερβίρει τριών ειδών γλυκά. Ότι θέλει ό καθένας και χωρίς ετικέτα, άπλα και ειλικρινά. Μού δάνεισε το «Πορτραίτο του (Ντόριαν Γκρέϊ)» και την «Πείνα» του Χάμσουν. Σιχαίνεται τον Ντεκομιτρα, όσο λατρεύει τον Μέτερλιγκ. Ή ζωή του είναι μελέτη και σκέψη. Είναι άνθρωπος και θέλει το μερτικό του στη ζωή. Όλα τα αγαπάει, και όλα τα θέλει. Δεν σας ζαλίζει με τη μεταφυσική- είναι ρεαλιστής.

Ακούονται χτύποι στη πόρτα και ελαφρός θόρυβος. Μπαίνουν μερικοί νεαροί Μοναχοί με τακτ κοσμικού. Αυτοσυστήνονται και αρχίζουν τη συζήτησι. Ένας πάπας όχι περισσότερο από 27 χρονών, δασύς, με μεγάλα κάστανα μάτια, γιομάτα σφρίγος. Και ο άλλος παπάς αρκετά ευτραφής, με περίεργη ορμητικότητα στις κινήσεις του και δεινός καλαμπουριστής. Ό Νεαρότερος από αυτούς είναι Διάκος. Μπάσος και λιγόλογος. Τα μάτια του σταλάζουν μελαγχολία και πόθο. Κάτω από την ανασηκωμένη μύτη του αχνίζει μια σκιά μουστακιού, πού κάνει πιο κόκκινα τα σαρκώδη χείλη του. Το ράσο του το έχει ριγμένο στους ώμους με κάποιο σκέρτσο, και από μια θηλιά του ζωστικού του κρέμεται μια χρυσή καδένα. Είναι νοσταλγικός και ονειροπόλος. Μιλάει δέ για τον Κόσμο με κατάνυξη.

Κατηφορίζουμε όλοι μαζί στη παραλία. Ό καθρέφτης της θάλασσας είναι στολισμένος με το είδωλο της στεριάς. Ή ‘Άθωνιάδα σχεδιάζει στο άπειρο μια νταντέλα με γλώσσες. Το χτιστό μουράγιο έχει πολλούς Μοναχούς. Ή αριστοκρατία — να πούμε — εδώ είναι πολύ στη μόδα. Φορούνε κάλτσες με μπαγκέτα. Επίσης πανταλόνια ριγέ, Το κρεπ σατέν έδώ είναι ένδυμα περιπάτου.
Το συμπλήρωμα της συντροφιάς είναι ένας Καλόγηρος πολύ τού Κόσμου αλλά κάποιος αινιγματικός. Οι φράσεις του έχουν πολλά αποσιωπητικά.

Γενικώς έδώ μπορεί κανείς να μιλήσει δίχως το «ευλογείτε; και χωρίς να υπάρχει φόβος να διαταραχτεί ή ησυχία, γιατί όλοι είναι ανήσυχοι, και όλοι έχουν το μεταπολεμικό πνεύμα, πού ή μόδα είναι όλου τού κόσμου. Ακόμα και τη Μαρί Σουαζί τη συγχωρούν. Αν μπόρεσε και ήρθε, μπράβο της, λένε μερικοί. Έδώ τη ζωή την παίρνουν από την ωραία της όψη, τη ζωντανή και την παλμώδη. Είναι νέοι και καθόλου υποκριτές. Έχουν ανθρώπινες αδυναμίες και μιλούν ελεύθερα γι’ αυτές. Βρίσκονται στο Όρος, είναι δοσμένοι στο Θεό, όμως δεν θέλουν να ξεκόψουν τελικώς από τη ζωή, ακόμα και τα ονόματα των επιμένουν να θυμίζουν την κοσμική τους προέλευση. Γιατί ακούω να φωνάζει ό ένας τον άλλο με το μικρό του όνομα. Και είναι εύθυμοι. Τρέχουν στην παραλία, γελούν και τρέχουν χαρούμενοι, κυνηγάει ό ένας τον άλλο, και ή ζωή κυλάει με εύθυμο και ζωντανό ρυθμό.

Οι ατέλειωτες σειρές των παραθυριών τού Μοναστηριού γεμίζουν ηλεκτρικό φώς. Πανοραματική στ’ αλήθεια θέα. Έτσι παίρνουμε σιγά σιγά τον ανήφορο. Ό Διάκος είναι κοντά μου. Σε μια στιγμή τού λέω πώς οι άλλοι Αγιορείτες έχουν αποκηρύξει τούς Βατοπεδινούς, γιατί έχουν πάρει το καινούργιο ημερολόγιο και την ευρωπαϊκή ώρα. «Το Όρος έχει Δεκαεννέα μοναστήρια και όχι είκοσι», λένε. Ό Διάκος αναστενάζει. Τον κοιτώ. Εκείνος χαμογελάει ρίχνοντας φιλάρεσκα το ράσο του στις πλάτες. Έτσι φθάσαμε στο Μοναστήρι,

Το πρωί άλλαξε απότομα ή ατμόσφαιρα. Ένα κύμα από ναύτες Εγγλέζους και αξιωματικούς πλημμυρίζει τα πάντα. Γελούν όλοι και κοιτάζουν γύρω επιπόλαια, μερικοί με ζωγραφίζουν όπως είμαι σε ένα πεζούλι και ζωγραφίζω. Θα με πέρασαν και μένα για αντίκα.

Θα ήθελα να μείνω ακόμα στο Βατοπέδι, όμως σκέπτομαι πώς ή προθεσμία της διαμονής μου τελειώνει, Με τον Άρχονταρη μιλούμε για ένα σωρό πράγματα. Στο τέλος ή κουβέντα μας περιστρέφεται γύρω από τούς θησαυρούς του Αγίου Όρους. Ξαφνικά πέφτουν τα μάτια μου στα παράθυρα του Μοναστηριού, πάνω στα όποια είναι πεσμένοι οι Πατέρες, και με μεγάλη περιέργεια κυττάνε τούς Εγγλέζους ναύτες, πού έχουν κατακλύσει το Μοναστήρι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΑΚΗ, ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΌΡΟΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1959

Πηγή: apantaortodoxias.blogspot.it 

http://www.diakonima.gr/2013/05/24/%CE%BC%CE%B5%CF%81%CF%8C%CE%BD%CF%85%CF%87%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%BC%CE%BF%CF%85-2/

24 Μαΐου 2013