Αν δεν μεταρρυθμίσουμε τον καπιταλισμό, απλά θα χάσουμε




Είναι εύκολο να λέμε, όπως πολλοί από εμάς έχουμε κάνει, ότι οι φιλελεύθερες ελίτ της Δύσης πρέπει να μην κάνουν πίσω όταν έρχονται αντιμέτωπες με μια λαϊκίστικη απειλή. Πέρα απ’ αυτό, όμως, τι πρέπει στην πραγματικότητα να κάνουν;

Εγώ θα άρχιζα με μια ριζική επανεκτίμηση της σύγχρονης μακροοικονομικής διακυβέρνησης από τις ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και τη στόχευση του πληθωρισμού μέχρι την απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Για να το πω απλά, αν εμείς, το φιλελεύθερο κατεστημένο, δεν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα το κάνουν οι λαϊκιστές.

Μια Μαρίν Λεπέν στην προεδρία της Γαλλίας, για παράδειγμα, θα μπορούσε να βγάλει τη χώρα της από την ευρωζώνη και να δώσει εντολή στην κεντρική τράπεζα να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες της κυβέρνησής της.

Πρέπει όμως επίσης να επανεξετάσουμε διεξοδικότερα τις στενές σχέσεις ανάμεσα στους θεσμούς μας, τους κανόνες που τους διέπουν και την κυρίαρχη μακροοικονομική θεωρία. Ένα μεγάλο μέρος των πραγμάτων που θεωρούμε σήμερα προφανή αποφασίστηκε σχετικά πρόσφατα. Οι κεντρικές τράπεζες δεν ήταν πάντα ανεξάρτητες. Η στόχευση του πληθωρισμού είναι σήμερα κάτι συνηθισμένο, αλλά πριν από τη δεκαετία του 1990 ήταν άγνωστη.

Μοντέρνα εφεύρεση είναι και ο σχεδιασμός μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων, όπως και τα ανεξάρτητα δημοσιονομικά συμβούλια. Πίσω από αυτούς τους θεσμούς και τις πολιτικές βρίσκεται ένα θεωρητικό θεμέλιο, η νέα κεϊνσιανή μακροοικονομία. Ο ίδιος ο Κέινς θα χαρακτήριζε τον μέσο υποστηρικτή της «ξεπερασμένο οικονομολόγο».

Η θεωρία αυτή στηρίζεται σε τρία σημεία. Πρώτον, ότι ο χαμηλός πληθωρισμός είναι συμβατός με την πλήρη απασχόληση, άρα είναι αρκετό η κεντρική τράπεζα να στοχεύει σε έναν χαμηλό πληθωρισμό. Δεύτερον, ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για τη βελτίωση της οικονομίας, αλλά να στοχεύει στη μεσοπρόθεσμη σταθερότητα. Τρίτον, ότι μακροπρόθεσμα δεν έχει σημασία ούτε η νομισματική ούτε η δημοσιονομική πολιτική.

Τίποτα από αυτά φυσικά δεν εξηγεί αυτά που βλέπουμε γύρω μας: τη διαιωνιζόμενη χρηματοπιστωτική κρίση, μια μόνιμη απώλεια οικονομικής αποδοτικότητας, τις διαρκείς ανισορροπίες, την αποτυχία των κεντρικών τραπεζών να εκπληρώσουν τους στόχους τους για τον πληθωρισμό, τα μηδενικά επιτόκια. Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει που ο κόσμος αντιμετωπίζει με επιφύλαξη τους ειδικούς, των οποίων οι θεωρίες οδηγούν σε εσφαλμένες προβλέψεις και δεν ταιριάζουν με την πραγματικότητα.

Οι παρατηρήσεις αυτές είναι ήπιες σε σχέση με εκείνες του Πολ Ρομέρ, εξέχοντος οικονομολόγου στην Παγκόσμια Τράπεζα, ο οποίος έγραψε μια συντριπτική κριτική για το επάγγελμά του, συγκρίνοντας το με τη θεωρία των χορδών στη φυσική. Για την τελευταία, διάσημοι φυσικοί είπαν κάποτε ότι δεν είναι «καν λάθος».

Ο Ρομέρ θεωρεί πως η σύγχρονη μακροοικονομία είναι μια απάτη που έχουν στήσει ορισμένοι άνθρωποι για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Οι περισσότερες παρατηρήσεις του είναι τεχνικής φύσης ? και δεν μπορώ να τις επαναλάβω εδώ. Ξεκινάει πάντως επικαλούμενος τον Λι Σμόλιν, έναν φυσικό ο οποίος παρατήρησε το 2007 ότι η φυσική δεν έχει σημειώσει καμιά πρόοδο στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Με τη μακροοικονομία, είπε ο Ρομέρ, τα πράγματα είναι χειρότερα: στο διάστημα αυτό έχει οπισθοχωρήσει.

Οι παρατηρήσεις του είναι από μόνες τους δυσάρεστες. Ο λόγος που τις αναφέρω όμως σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι οι θεσμοί που χαράσσουν την οικονομική μας πολιτική πιστεύουν πως οι θεωρίες αυτές είναι σωστές. Οι διοικητές των κεντρικών μας τραπεζών είναι μακροοικονομολόγοι που εκπαιδεύτηκαν σ? εκείνα ακριβώς τα μοντέλα που ο Ρομέρ επικρίνει.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών αποτελούσε την εξαίρεση. Η Fed και η Μπούντεσμπανκ ήταν ανεξάρτητες πριν από το 1990, αλλά οι περισσότερες άλλες τράπεζες όχι. Υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της ανεξαρτησίας των τραπεζών, δεν πρόκειται όμως και για κάτι προφανές. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα συμφωνούσαν, για παράδειγμα, με το ότι οι ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας πρέπει να είναι ανεξάρτητες επειδή οι στρατηγοί γνωρίζουν καλύτερα τι είναι καλό για εμάς και δεν πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την καθημερινή πραγματικότητα.

Αν ο Ρομέρ έχει δίκιο, και η μακροοικονομία οπισθοχωρεί, όσοι από εμάς θέλουμε να υπερασπιστούμε τη φιλελεύθερη τάξη πρέπει να προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε τα κεντρικά σημεία της οικονομικής πολιτικής. Πρέπει να βγάλουμε τη δημοσιονομική πολιτική από τον αυτόματο πιλότο και να απαλλαγούμε από την τυραννία του στόχου για έναν πληθωρισμό 2%. Και πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα και της οικονομίας εν γένει. Ένας από τους λόγους που νίκησε το Brexit είναι ότι αυτή η διάκριση δεν έγινε ποτέ.

Ενώ είναι φανερό ότι το δόγμα της μακροοικονομικής πολιτικής πρέπει να επανεξεταστεί, έχω μεγάλες αμφιβολίες για το αν θα το κάνει το δυτικό κατεστημένο. Όπως συνέβη στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα κατοχυρωμένα συμφέροντα θα επικρατήσουν. Οι μακροοικονομολόγοι που σχεδίασαν τα μοντέλα είναι οι θεματοφύλακες και οι ωφελημένοι του συστήματος. Είναι οι διοικητές των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών. Είναι οι πρόεδροι των ανεξάρτητων δημοσιονομικών συμβουλίων. Μερικοί από αυτούς είναι υπουργοί οικονομικών.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια γνωστή τηλεοπτική σειρά της περασμένης δεκαετίας   το West Wing  ένας νομπελίστας οικονομολόγος ήταν και πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή η εκδοχή του φιλόσοφου-βασιλιά είναι σήμερα ξεπερασμένη.

Όταν το κατεστημένο αρνείται να διδαχθεί τα μαθήματα από τις ήττες του το 2016, υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος το σύστημά μας να κατεδαφιστεί από τους λαϊκιστές που βρίσκονται απ' έξω παρά να μεταρρυθμιστεί από μέσα.

Wolfgang Munchau,
οικονομικός αναλυτής των Financial Times

Πηγή: Financial Times - Μετάφραση: Αθηναϊκό Πρακτορείο

 http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/den-metarrythmisoyme-ton-kapitalismo-apla-tha-xasoyme

 19/12/2016