Donald John Trump, 45ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών...

  (1) Ο Donald Trump, η Κίνα και η παγκόσμια τάξη      
(2) Μπροστά στην πολιτική άβυσσο.
 (3) Τρεις τρόποι να μετρηθεί η επίδραση του Trump.  
 (4)'Οταν ο Τραμπ συνάντησε τους «γίγαντες» της Σίλικον Βάλεϊ.
(5) Ο Ομπάμα αφήνει εκκρεμότητες στην οικονομία.
  (6)Θα ρισκάρει ο Trump να αμφισβητήσει την πολιτική 
της "Μίας Κίνας";  


 1. 

   Ο Donald Trump, η Κίνα και η παγκόσμια τάξη      

Ο Donald Trump tweetάρει για την Κίνα και την Ταϊβάν και τρέμει η κοινότητα των think tank. 45 χρόνια σταθερών σχέσεων των ΗΠΑ με και για την Κίνα –ενασχόληση και κριτική μαζί- φαίνεται ότι είναι έτοιμα να καταρρεύσουν. Τα tweets του Trump ανέτρεψαν σε ένα λεπτό την μακροχρόνια αμερικανική πολιτική της "μίας Κίνας", η οποία αντιμετωπίζει την Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας, προκαλώντας οργή στο Πεκίνο και ανησυχία σε πολλούς στην Ουάσιγκτον για τις πιθανές επιπτώσεις. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η αρχή της "Μιας Κίνας" παραμένει φιλόδοξη για την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, και σε μεγάλο βαθμό ανεπιθύμητη για τον πληθυσμό του νησιού. Για δεκαετίες, ήταν κάτι σαν άσκηση που είχε επιβληθεί στους εταίρους της Κίνας να επαναλαμβάνουν ότι η Ταϊβάν ήταν μέρος της Κίνας.


Η υποκρισία είναι ασφαλώς προνόμιο των διακρατικών σχέσεων, και το έργο της "Μιας Κίνας" έχει εξυπηρετήσει τον σκοπό της –διατηρώντας την ειρήνη γύρω από την Ταϊβάν και επιτρέποντας στο νησί να λειτουργεί ως μια πλήρη δημοκρατία με όλα τα χαρακτηριστικά ενός κράτους, εκτός της διεθνούς αναγνώρισης. Αλλά είναι σωστό ο Trump να θέτει το ερώτημα, "τι έχει να δώσει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ως αντάλλαγμα";

Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της Κίνας στο νησί έχουν αυξηθεί πάρα πολύ, όπως και οι ικανότητές της στην περιοχή του δυτικού Ειρηνικού. Έχει προκαλέσει όλους τους γείτονές της από θαλάσσης, όχι μόνο με εδαφικές διεκδικήσεις, αλλά με πραγματική πρόκληση. Αυτά συνδυάζουν τις υβριδικές ικανότητες με τη δημιουργία νέων γεγονότων επί τόπου μέσω τεχνητών και στρατιωτικοποιημένων νησιών. Η διάκριση μεταξύ του επίσημου ναυτικού της Κίνας και των παραστρατιωτικών ναυτικών δυνάμεων, ήταν πάντα λεπτή, αλλά ακόμη και αυτή η γραμμή έχει παραβιαστεί σήμερα γύρω από τα νησιά Senkaku/Diaoyu στην Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.

Οι ελπίδες της Δύσης στο τέλος του 20ου αιώνα για ένταξη της Κίνας σε ένα σύστημα βασισμένο σε κανόνες, έχουν διαψευστεί από τις πρόσφατες εξελίξεις. Το πολιτικό σύστημα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας έχει σκληρύνει και την ίδια στιγμή η Κίνα έχει αναπτύξει ορισμένες από τις κορυφαίες ικανότητες παγκοσμίως για τον έλεγχο των πολιτών της και για διεθνείς παρεμβάσεις.

Πολλά ελέχθησαν για τις κινήσεις της Κίνας προς τη συνεργασία για την κλιματική αλλαγή πριν από τη σύνοδο COP 21, όπου οι Κίνα και ΗΠΑ επέβαλλαν μόνες τους νέους στόχους για την μείωση των εκπομπών ρύπων. Αλλά εκείνοι που είναι έτοιμοι να επικρίνουν τις ενεργειακές πολιτικές του Donald Trump (οι οποίες είναι στ αλήθεια πιθανό να είναι καταστροφικές) σε σχέση με το ό,τι ανατρέπουν αυτό το επίτευγμα, θα πρέπει να παρατηρήσουν πως η Κίνα είχε ξεκινήσει εκ νέου την αύξηση της παραγωγής χάλυβα και των εισαγωγών, προτού καν ο Trump λάβει την υποψηφιότητα.

Και για να ολοκληρωθεί ο κύκλος γύρω από την Ταϊβάν, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είχε εγκαινιάσει τις κυρώσεις και διέκοψε τις επίσημες επαφές με το νησί το Μάιο, μετά από την εκλογή ενός προέδρου του οποίοι οι πολιτικές πεποιθήσεις δυσαρεστούν την Κίνα. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο από την πλευρά της Κίνας.

Δεν μπορούμε ακόμη να ξέρουμε πόσο συνεπής και συντονισμένη θα είναι η εξωτερική πολιτική του Trump. Είναι σαφές ότι θα συνεχίσει να προκαλεί εκπλήξεις, συχνά μέσω του twitter. Αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το τι δεν έχει τουητάρει: η Ρωσία (εκτός από το να απορρίπτει την έκθεση της CIA για την ρωσική παρέμβαση στις προεδρικές εκλογές) και η Μέση Ανατολή, όπου διεξάγεται πόλεμος. Αυτό μας λέει κάτι για την προσέγγισή του στους συμμάχους: ενδιαφέρεται λιγότερο στο να συνεχίσει αυτό που θεωρεί ως μια παράλογη διαμάχη με τη Μόσχα ή για τα προβλήματα στη γειτονιά της Ευρώπης, από ό,τι οι προηγούμενοι πρόεδροι.

Εάν η Αμερική κάνει στροφή από τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους τους συμμάχους, θα βρει πρόθυμους αντικαταστάτες στην Ασία, πρόθυμους να αποκαταστήσουν την ισορροπία σε μια περιοχή που κυριαρχείται από την Κίνα. Ο Ιάπωνας Shinzo Abe έχει κάνει την επαφή του με τον νέο πρόεδρο, και ενδιαφέρεται σαφώς λιγότερο από την πιθανή εξαφάνιση της ΤΡΡ παρά για την υπαρκτή απειλή από την Κίνα, ενώ ο Modi της Ινδίας δε έχει καμία προκατάληψη εναντίον συμμάχων με έγχρωμους ισχυρούς ηγέτες. Η προθυμία του Putin να συνεργαστεί με τον Trump είναι ασφαλώς γνωστή.

Η Ευρώπη εξακολουθεί να έχει σημασία για τις ΗΠΑ, αλλά πολύ λιγότερη   από ό,τι η Ασία, σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, έχοντας αφήσει όλη τη βαριά δουλειά για τις ΗΠΑ τις προηγούμενες δεκαετίες. Στερείται μιας συνεκτικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, και έχει φρικτές σχέσεις με τις δύο περιφερειακές δυνάμεις της Ρωσίας και της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημιουργία μια συμμαχίας με τη Ρωσία, την Ινδία και την Ιαπωνία προκειμένου να περιορίσει τις φιλοδοξίες της Κίνας, θα μπορούσε να είναι πιο σημαντική για τις ΗΠΑ του Trump από το να επιβάλλει δασμούς για πάντα στη Ρωσία, κάνοντας τη χάρη της Ευρώπης.

Η επιστροφή του ζητήματος της Ταϊβάν μας δίνει μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να έρθει. Αλλά προτού θρηνήσουμε ότι ο Trump σηματοδοτεί το τέλος της τάξης του ελεύθερου κόσμου, η Ευρώπη θα πρέπει να καθίσει και να σκεφτεί ότι έχει κάνει λίγα για να την υπερασπιστεί. Η μεταπολεμική εποχή ήταν πραγματικά μια χρυσή εποχή για την Ευρώπη. Αλλά ήταν ήδη σε παρακμή πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Ο Trump, με το μοναδικό του στυλ, απλώς υπογραμμίζει ότι ο αυτοκράτορας είναι γυμνός.

16/12/2016

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/article/commentary_donald_trump_one_china_and_the_global_order


 2. 

   Μπροστά στην πολιτική άβυσσο.  

Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δεν ήταν πολιτικός κεραυνός στο παγκόσμιο χωριό μας.

Για να λάβει χώρα αυτό το μείζον πολιτικό συμβάν (κατά τον Badiou ) υπάρχουν και παράγοντες και αιτίες, αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει να ερευνήσουμε έγκειται στις πτυχές ή στις όψεις ενός κόσμου μέσα στον οποίο όλοι μας ζούμε. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πρώτον, εδώ και δύο αιώνες ο καθολικός κόσμος της πολιτικής και της δημοκρατίας διαμόρφωσε συνθήκες και πραγματολογικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες η άσκηση της πολιτικής εξουσίας λαμβάνει χώρα εντός «κράτους», δηλαδή εντός πλαισίου νομιμότητας.

Τα συνταγματικά κείμενα και οι επιμέρους εκδηλώσεις και οι εκφράσεις του κράτους δικαίου δεν είναι παρά εξειδικεύσεις του «κράτους», δηλαδή της νόμιμης πολιτικής εξουσίας.

Στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και στον τόπο μας, κατά τον εικοστό αιώνα, ζήσαμε ιστορικές εμπειρίες, οι οποίες μας οδήγησαν στη μεθόριο της νομιμότητας κατά την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Η Hannah Arendt  ως κορυφαία πολιτική φιλόσοφος και ως πολιτική πρόσφυγας, φωνάζει ότι το σώμα του ανθρώπου είναι το πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης.

Δεύτερο σημείο αναφοράς: σε παγκόσμιο επίπεδο ο εκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικής Ντόναλντ Τραμπ ανακοινώνει ότι το πολιτικό δόγμα του συμπυκνώνεται στη φράση: «πρώτα η Αμερική». Με άλλα λόγια, ως απόλυτος κυρίαρχος και «ηγεμών» ορίζει τις «πρώτες αρχές» συγκροτήσεως της παγκόσμιας πολιτικής κοινωνίας.

Επειδή όλοι μας δεν είμαστε αφελείς, αλλά έχουμε, έστω και στοιχειωδώς, μελετήσει τα κείμενα του Κάντ  (του Γερμανού φιλοσόφου του δεκάτου ογδόου αιώνα), αντιλαμβανόμαστε ότι εάν τοποθετηθεί ένα πράγμα (π.χ. η Αμερική) ως η «πρώτη αιτία» της παγκόσμιας Ιστορίας, τότε τα δεινά που θα προέλθουν δεν θα είναι τα δεινά της ευρωπαϊκής ιστορίας του εικοστού αιώνα· θα είναι άλλα και όσα δεν μπορεί κανένας να υπολογίσει.

Η οπισθοχώρηση σχετικά με τις στοιχειώδεις κατακτήσεις του πολιτικού διαφωτισμού κατά τα τελευταία πέντε χρόνια (2010-2015) είναι ραγδαία. Δεν είναι μόνον ο Τραμπ, δεν είναι ο Ορμπαν (Ουγγαρία), δεν είναι οι κοινωνικές και φονταμενταλιστικές δυνάμεις και κινήσεις που αναπτύσσονται σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Είναι το ίδιο το ευρωπαϊκό πνεύμα το οποίο μετατρέπεται σε τεχνοκρατικό. Ο Hegel υποστηρίζει ότι σε μία ιστορική φάση εξέλιξης μιας οντότητας (στην προκειμένη περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης) το απόλυτο πνεύμα που θα κυριαρχήσει θα επιβάλει και την τελική λύση του προβλήματος.

Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ενωση ως τεχνοκρατική οντότητα, από τη μία, και ο Τραμπ ως Αμερικανός φονταμενταλιστής, από την άλλη, συγκροτούν τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.

Μία τρίτη και τελευταία σημείωση για τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, τον Σόιμπλε. Δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το βιοτικό επίπεδο του ελληνικού «λαού». Εχουμε πολλά ακόμη περιθώρια «βιοπολιτικών» διεργασιών!

Ως σύνοψη στις σκέψεις που προηγήθηκαν μπορούμε να πούμε τα εξής:

Πρώτον, η παγκόσμια πολιτική κοινωνία εισέρχεται σε νέα ιστορική φάση μετά την εκλογή του Τραμπ. Ο ίδιος ο Τραμπ δεν αποδέχεται το κοσμοείδωλο του πολιτικού διαφωτισμού, της διεθνούς κοινότητας.

Τίθενται υπό αμφισβήτηση όλα όσα πολιτικά επιτεύγματα έγιναν θεσμοί στον καθολικό και παγκόσμιο πολιτικό πολιτισμό.

Δεύτερον, εκείνο το λεπτό σημείο το οποίο δεν μπορεί να θιγεί έχει να κάνει με την ίδια την ανθρώπινη ζωή και την εργασία.

Ζωή και εργασία είναι «πράγματα» τα οποία εμείς οι πολίτες και οι οπαδοί του πολιτικού διαφωτισμού τα θεωρούμε «ανεξαργύρωτα». Ζωή και εργασία είναι «πράγματα» (με τη φιλοσοφική έννοια) τα οποία κανένας Τραμπ δεν μπορεί να τα στερήσει από τους ανθρώπους.

Η ανθρώπινη ιστορία ισορροπεί πάνω σ’ ένα σχοινί, η άβυσσος βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας. Γιατί κάθε φορά θα πρέπει ο πολίτης του πολιτικού διαφωτισμού να θέτει τα πολιτικά ερωτήματα ως υπαρξιακές ερωτήσεις για την ίδια την ανθρωπότητα;

15.12.2016 
Θεόδωρος Γεωργίου, 
 καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

http://www.efsyn.gr/arthro/mprosta-stin-politiki-avysso

   


 3. 

 Τρεις τρόποι να μετρηθεί η επίδραση του Trump  

Καθώς η Προεδρία Trump πλησιάζει, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω μια σειρά από δείκτες της αγοράς ως μέτρο για το πώς πηγαίνουν τα πράγματα. Στο βαθμό που οι δείκτες αυτοί θα γίνονται πιο θετικοί ή πιο αρνητικοί, θα μπορούμε να προσαρμόζουμε ανάλογα την άποψή μας.

Φυσικά υπάρχει κι άλλος τρόπος να προσεγγίσει κανείς αυτό το εγχείρημα. Ίσως πιστεύετε, όπως και εγώ ορισμένες φορές, ότι η δική σας κρίση για την κυβέρνηση Trump είναι καλύτερη από εκείνη της αγοράς. Σε αυτή την περίπτωση η παρακολούθηση αυτών και άλλων ανάλογων δεικτών και το ποντάρισμα σε αυτούς είναι ένας πιθανός τρόπος να βγάλεις χρήματα.

Θα ξεκινήσω με την άποψη ότι η πιο σημαντική και ενδεχομένως πιο επικίνδυνη επίδραση του Προέδρου των ΗΠΑ είναι επί της εξωτερικής πολιτικής. Η εξωτερική πολιτική είναι ο τομέας όπου ο Πρόεδρος έχει την περισσότερη αυτονομία και τη μεγαλύτερη εμβέλεια, έτσι ώστε αν επαληθευτούν οι χειρότερες προβλέψεις για τον Trump, οι αρνητικές συνέπειες θα εκδηλωθούν σε ορισμένα από τα πιο ευάλωτα σημεία του κόσμου.

Σε ευθυγράμμιση με την παραπάνω άποψη, ο πρώτος μου υποψήφιος από την αγορά για μέτρο που σχετίζεται με τον Trump είναι ένας δείκτης μετοχών της Βαλτικής, που ονομάζεται OMX Baltic Benchmark Index. Υπάρχει σοβαρή 
 ανησυχία πως οι διασυνδέσεις του Trump με τη ρωσική κυβέρνηση ενδέχεται να οδηγήσουν τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ και να ενδώσουν στις απαιτήσεις του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν. Εάν συμβεί αυτό, οι χώρες της Βαλτικής είναι πιθανό να είναι μεταξύ των μεγαλύτερων χαμένων.

Στις παρυφές της Ρωσίας

Ετήσια μεταβολή του OMX Baltic Benchmark Index 




Τα καλά νέα είναι ότι οι μετοχές της Βαλτικής αυξήθηκαν περίπου 20% το τελευταίο έτος και γενικά διαγράφουν ανοδική πορεία. Παρότι σημείωσαν απότομη πτώση μετά την εκλογή του Trump, κατάφεραν έκτοτε να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και κάτι παραπάνω.

Αυτό δεν αποδεικνύει ότι η σχέση με τη Ρωσία θα έχει θετική πορεία, αλλά είναι ένα καθησυχαστικό σημάδι. Επί τη ευκαιρία, θεωρώ τις χώρες της Βαλτικής ως τον καλύτερο δείκτη επειδή, σε αντίθεση με την Ουκρανία, είναι θεμελιωδώς υγιείς οικονομίες που μπορούν να ευημερήσουν εάν οι σχέσεις με τη Ρωσία δεν επιδεινωθούν.

Τι ακολουθεί; Οι αμερικανικο-κινεζικές σχέσεις είναι ίσως το πιο σημαντικό θέμα εξωτερικής πολιτικής στον κόσμο και πρόσφατα ο Trump μίλησε για επαναδιαπραγμάτευση της 45χρονης συμφωνίας που ορίζει την Ταϊβάν ως κομμάτι της ενιαίας Κίνας. Ανάλογα με την πλευρά που το βλέπεις, αυτό θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την Ταϊβάν, ή να ενισχύσει τις προοπτικές της ή είναι απλά λόγια του αέρα. Θα χρησιμοποιήσω το σταθμισμένο δείκτη του Χρηματιστηρίου της Ταϊβάν -Taiwan Stock Exchange Weighted Index- ως ένα καλό μέτρο του κατά πόσον ο Trump ακολουθεί μια ασφαλή και υγιή πολιτική στην Κίνα. Αν τα πράγματα πάνε στραβά με την Κίνα, δύσκολα θα δούμε την Ταϊβάν να βγαίνει αλώβητη. Ωστόσο, η χώρα έχει άφθονη οικονομική δύναμη να αξιοποιεί όταν οι σχέσεις της λειτουργούν ομαλά.

Στην άκρη του Ειρηνικού

Ετήσια μεταβολή του Taiwan Stock Exchange Weighted Index



Ευτυχώς, ο δείκτης αυτός έχει αυξηθεί περισσότερο από 9% κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Όπως και ο Baltic Index, βυθίστηκε μετά τις εκλογές αλλά έκτοτε έχει ανειρέσει και με το παραπάνω τις απώλειες αυτές. Έτσι, η ανησυχία που έχει εκδηλωθεί για το μέλλον της Ταϊβάν δεν αποτυπώνεται στην αγορά. Για να είμαστε σίγουροι, αυτή η θετική απόδοση μπορεί να αντικατοπτρίζει άλλους παράγοντες πέρα από την επερχόμενη Προεδρία του Trump, αλλά είναι ένα σημάδι πως οι αμερικανικές εκλογές δεν θα καταστρέψουν τις σχέσεις με την Κίνα.

Ποιο είναι το τρίτο μέτρο; Θα ήθελα να ορίσω το δολάριο των ΗΠΑ για δύο λόγους. Κατ 'αρχάς, το δολάριο παραμένει ασφαλές επενδυτικό καταφύγιο σε ταραγμένες περιόδους και, συνεπώς, ο δείκτης αποτυπώνει τη συνολική δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Ένα υπερβολικά ισχυρό δολάριο μπορεί κάλλιστα να σημαίνει  αναζήτηση ασφάλειας.

Δεύτερον, αν κάποιο μέρος του κόσμου πλήττεται από οικονομική κρίση, το ισχυρό δολάριο μπορεί να φέρει εν μέρει υπαιτιότητα. Πολλές εταιρείες αναδυόμενων οικονομιών παρουσιάζουν ανησυχητικά υψηλά επίπεδα χρέους σε δολάριο και ένα ισχυρό δολάριο αυξάνει εκείνο το βάρος του χρέους σε πραγματικούς όρους. Γενικότερα, το δολάριο θα παραμείνει η κύρια πηγή ρευστότητας στην παγκόσμια οικονομία, ειδικά εάν η Ευρωζώνη συνεχίσει να βιώνει αναταραχές.

Το πιο ακριβό δολάριο συνεπάγεται μεγαλύτερη έλλειψη ρευστότητας, και υπάρχουν ενδείξεις πως αυτό μπορεί να προοιωνίζεται ή ακόμη και να σημάνει παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική αστάθεια. Ο Hyun Song Shin, της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, ηγείται της προώθησης αυτής της άποψης.

Ασφαλές καταφύγιο

Η ετήσια μεταβολή του Δείκτη Δολαρίου



Από την εκλογή του Trump, το δολάριο έχει ενισχυθεί, εν μέρει επειδή η Fed αυξάνει τα επιτόκια, και επίσης επειδή ο Trump έχει υποσχεθεί δημοσιονομικά μέτρα στήριξης με τη μορφή φορολογικών περικοπών και κυβερνητικών δαπανών στις υποδομές. Αυτό είναι ένα ανησυχητικό σημάδι για τον κόσμο δεδομένου ότι εξάγεται μέρος της δημοσιονομικής μας σύσφιξης σε χώρες που μπορεί να  που μπορεί να επιθυμούν υψηλότερα επίπεδα ρευστότητας. Αυτό είναι ένα παράπονο που σπάνια ακούγεται για την οικονομική πολιτική, ωστόσο μέχρι στιγμής είναι η ανησυχία που κινεί τα δεδομένα της αγοράς.

Κοιτώντας όλους τους τομείς, βρίσκω μερικά από τα παραπάνω στοιχεία αινιγματικά, επειδή η ρόδινη ανάγνωση των πρώτων δύο δεικτών δεν αντικατοπτρίζει τις μεγαλύτερες ανησυχίες μου για την επερχόμενη κυβέρνηση Trump. Και οι χρηματιστηριακοί δείκτες των ΗΠΑ είναι πάνω.

Θα παρακολουθώ με ενδιαφέρον τους δείκτες επειδή ξέρω ότι κάποιος θα αποδειχθεί λάθος και ακριβώς για αυτό υπάρχει η επιστήμη -και επενδύσεις.

  TYLER COWEN
Tyler Cowen is a Bloomberg View columnist. He is a professor of economics at George Mason University and writes for the blog Marginal Revolution. His books include “Average Is Over: Powering America Beyond the Age of the Great Stagnation.”
Article List

16/12/2016

http://www.capital.gr/story/3177495
( ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ME  ''Bloomberg View'' )



Microsoft, Google (Alphabet), Amazon, Facebook, PayPal, Apple, Tesla... τα μεγαλύτερα τεχνολογικά μυαλά της Καλιφόρνιας βρέθηκαν στον Πύργο Τραμπ, καλεσμένοι του νέου προέδρου, με σκοπό να στήσουν «γέφυρες» επικοινωνίας. Υπήρχε, όμως, μια ηχηρή απουσία

 4. 

 Οταν ο Τραμπ συνάντησε τους «γίγαντες» της Σίλικον Βάλεϊ 

Οι κορυφαίοι της Σίλικον Βάλεϊ την 9η Νοεμβρίου, την επομένη των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, ξύπνησαν μάλλον απαισιόδοξοι. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και η νέα τάξη πραγμάτων ήταν ξεκάθαρο πως προκάλεσε έντονη ανησυχία για το μέλλον της τεχνολογικής κοινότητας.

Σε μια προσπάθεια να ανατραπεί το κλίμα αμοιβαίας απαξίωσης, που είχε αναπτυχθεί κυρίως κατά την προεκλογική περίοδο, κορυφαία στελέχη των τεχνολογικών κολοσσών της Καλιφόρνιας (Microsoft,  Google, Amazon, Facebook, PayPal, Apple, Tesla και πολλοί άλλοι) βρέθηκαν την Τετάρτη στον Πύργο Τραμπ,++ στο Μανχάταν, προσκεκλημένοι του νέου προέδρου. Επίκεντρο της συζήτησής τους οικονομικά ζητήματα, όπως τρόποι να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, η μείωση των φόρων αλλά και η εμπορική δυναμική των ΗΠΑ στο πλαίσιο των σχέσεών τους με την Κίνα.

Από την πλευρά του Facebook παρέστη η Σέριλ Σάντμπεργκ, διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας που υποστήριζε τη Χίλαρι Κλίντον. Για λογαριασμό της Apple το παρών έδωσε ο επικεφαλής της Τιμ Κουκ. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Τραμπ είχε ζητήσει μποϊκοτάζ στα προϊόντα της Apple για το θέμα που είχε προκύψει με την άρνηση της εταιρείας να «ξεκλειδώσει» το τηλέφωνο του δράστη της επίθεσης στο Σαν Μπερναρντίνο  . Ομως, όπως έχει ήδη δηλώσει, τον ενδιαφέρει έντονα η προοπτική επιστροφής της παραγωγής των iPhone στις ΗΠΑ από την Κίνα.



Την Amazon εκπροσώπησε ο επικεφαλής της, Τζεφ Μπέζος, τον οποίο ο Τραμπ έχει κατηγορήσει πως χρησιμοποίησε την Washington Post για να ασκήσει πίεση σε πολιτικούς, ώστε η Amazon να πληρώνει λιγότερους φόρους. Παρόλα αυτά, μετά τη νίκη του νέου προέδρου, ο Μπέζος έγραψε στο Twitter πως του εύχεται να έχει «μεγάλη επιτυχία» και πως βλέπει τη θητεία του «με ανοικτό μυαλό».

Σύμφωνα με το BBC, o Πίτερ Θίελ, ιδρυτής του Paypal και μέλος του συμβουλίου του Facebook, που είχε στηρίξει τον νέο πρόεδρο κατά την εκστρατεία του, λειτούργησε ως «γέφυρα» μεταξύ των δύο πλευρών.



Στη συζήτησή τους, όπως αναφέρει το USA Today, έγινε σημαντική προσπάθεια να παρακάμψουν τις διαφωνίες, αν και δημιούργησε αίσθηση η παρουσία τριών από τα μεγαλύτερα παιδιά του, του Ντόναλντ Τζούνιορ, του Ερικ και της Ιβάνκα, καθώς και του συζύγου της, Τζάρεντ Κούσνερ. Ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό δηλώσει πως μόλις αναλάβει καθήκοντα προέδρου, ο έλεγχος των επιχειρήσεων θα περάσει πλήρως σε εκείνα.

Ο ίδιος πρότεινε η συνάντησή τους να επαναλαμβάνεται κάθε τρίμηνο. «Είστε σπάνιοι άνθρωποι», δήλωσε απευθυνόμενος προς όλους, τονίζοντας πως είναι διαθέσιμος να επικοινωνούν ανά πάσα στιγμή. «Είτε με εμένα, είτε με το επιτελείο μου, δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει επίσημη ιεραρχία διοίκησης», τόνισε.


 Ερικ Σμιντ – Πρόεδρος της Alphabet

Μπράιαν Κρζάνιχ – Διευθύνων σύμβουλος της Intel (REUTERS)

 Αλεξ Καρπ – Διευθύνων σύμβουλος της Palantir (REUTERS)


  Τζεφ Μπέζος – Διευθύνων σύμβουλος της Amazon (REUTERS)


Τζίνι Ρομέρτι – Διευθύνουσα σύμβουλος της IBM (REUTERS)

Ηχηρή απουσία εκείνη του Τζακ Ντόρσεϊ, διευθύνοντος συμβούλου του Twitter, αν και είναι το αγαπημένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης του Τραμπ. Πιθανότερη εξήγηση της απουσίας του η διαμάχη που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Τραμπ και την εταιρεία κατά την προεκλογική περίοδο, καθώς ο Ντόρσεϊ αρνήθηκε να δημιουργήσει emoji που θα συνόδευε το hashtag «Crooked Hillary» (διεφθαρμένη Χίλαρι) για την αντίπαλό του, Χίλαρι Κλίντον.

Περίπου έναν μήνα πριν εκπρόσωπος του Τραμπ δήλωσε πως ο Ντόρσεϊ ενεπλάκη προσωπικά στην υπόθεση, μην επιτρέποντας στο επιτελείο να δημιουργήσει το εικονίδιο παρά τη συμφωνία των 5 εκατ. δολαρίων που είχαν συνάψει. Το emoji θα απεικόνιζε μικρές σακούλες με χρήματα και θα εμφανιζόταν κάθε φορά που οι χρήστες του Twitter χρησιμοποιούσαν το hashtag.

Τo επιτελείο του Τραμπ πάντως δήλωσε ότι το Twitter δεν προσκλήθηκε, καθώς η συμμετοχή του στην ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας είναι μικρότερη συγκριτικά με τις άλλες εταιρείες…

15/12/2016
http://www.protagon.gr/epikairotita/trab-6-44341300852





 5. 

Ο Ομπάμα αφήνει εκκρεμότητες στην οικονομία 

Είναι απολύτως κατανοητό να έχουν διαγραφεί από τη μνήμη οι σκοτεινές ημέρες προ οκταετίας. Το μυαλό μας έχει την τάση να μπλοκάρει τραυματικές αναμνήσεις. Δεκέμβριος του 2008 ήταν ο μήνας που οι εργοδότες στις ΗΠΑ κατήργησαν 695.000 θέσεις εργασίας. Το ποσοστό της ανεργίας ενισχύθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, προσεγγίζοντας διψήφια νούμερα. Ολόκληροι κλάδοι, κυρίως τράπεζες και αυτοκινητοβιομηχανίες, βρέθηκαν στα όρια της κατάρρευσης και διεσώθησαν με κρατική βοήθεια δισεκατομμυρίων.

Την Πέμπτη, το Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων του Λευκού Οίκου παρέδωσε στον πρόεδρο Ομπάμα την όγδοη και τελευταία έκθεση, ένα 599σέλιδο κείμενο, για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Αν και διακρίνεται μια θετική διάθεση να γραφεί ένας ωραίος επίλογος στην κληρονομιά Ομπάμα, γίνεται αναφορά στις «τέσσερις προκλήσεις» που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η αμερικανική οικονομία. Λόγω αυτών των προκλήσεων δεν έχει υπάρξει καμία πρόοδος –εάν όχι επιδείνωση– στα επίπεδα διαβίωσης.

Η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας είναι το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα. Για λόγους που οι οικονομολόγοι δεν αναγνωρίζουν με πλήρη βεβαιότητα, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας των Αμερικανικών έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια. Από το 1995 μέχρι το 2005, το ανά ώρα παραγόμενο προϊόν αυξανόταν κατά 3% ετησίως. Εκτοτε έχει επιβραδυνθεί κατά 1,3%. Εκεί αποδίδεται κατά μεγάλο μέρος η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης στην οικονομία. Υπάρχουν διάφορες πιθανές εξηγήσεις: επιβράδυνση της τεχνολογικής προόδου, ύφεση και βραδεία ανάπτυξη έχουν αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Οι Ρεπουμπλικανοί επιχειρηματολογούν πως με την κατάργηση κανόνων θα απελευθερώσουν περισσότερες καινοτομίες και επενδύσεις.

Η ανισότητα των εισοδημάτων είναι το δεύτερο αδύναμο σημείο που εντοπίζουν οι οικονομολόγοι του Λευκού Οίκου παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί όπως η καθιέρωση βασικού μισθού και οι ευνοϊκότεροι νόμοι για τα συνδικάτα. Το ζήτημα αυτό θα καταλάμβανε υψηλή θέση στην κυβερνητική ατζέντα εάν είχε κερδίσει τις εκλογές η Χίλαρι Κλίντον.

Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας είναι ένας από τους σημαντικότερους αστερίσκους για τον απολογισμό του έργου των κυβερνήσεων Ομπάμα στην οικονομία. Η υποχώρηση της ανεργίας από το 10% στο 4,6% αποδίδεται, σε μεγάλο ποσοστό, από την εξ ολοκλήρου αποχώρηση εκατομμυρίων πολιτών από την αγορά εργασίας. Η κυβέρνηση Ομπάμα τονίζει πως πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα όπως η επέκταση των φοροαπαλλαγών στα χαμηλά εισοδήματα και η παράταση της αδείας και του προβλεπόμενου διαστήματος για τη φροντίδα παιδιών. Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, προτείνει την επίλυση αυτού του προβλήματος με την υιοθέτηση πολιτικών υπέρ της μεταποίησης και την αύξηση των δαπανών για υποδομές.


Οι αντοχές της οικονομίας είναι το τελευταίο και πιο λεπτό θέμα στη λίστα των άλυτων προβλημάτων του Λευκού Οίκου. Στην έκθεση τονίζεται πως θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για να γίνει η αμερικανική οικονομία πιο ανθεκτική σε μια μελλοντική κρίση. Ενα πράγμα που δεν αναφέρεται στην έκθεση και που συνδέεται με τις «άμυνες» μιας οικονομίας είναι πως η ανάπτυξη των ΗΠΑ αποδίδεται κατά μεγάλο μέρος στη χαλαρή νομισματική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ. Ενα από τα απαισιόδοξα σενάρια είναι να έχει εξαντλήσει η κεντρική τράπεζα όλα τα εφόδια για να καταπολεμήσει μια νέα ύφεση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η αμερικανική οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα απ’ ό,τι πριν και στηρίζεται σε πιο γερές βάσεις από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση. Αλλά αυτή η θέση είναι και λίγο παραπλανητική. Είναι σαν να συγκρίνεις την κατάσταση ενός ασθενούς από τροχαίο μετά την πάροδο ενός μήνα και μιας οκταετίας. Εν ολίγοις, ο κ. Τραμπ κληρονομεί μια οικονομία με επουλωμένα τα επιφανειακά, βραχυπρόθεσμα τραύματα, αλλά με ορισμένα προβλήματα που δεν έχουν επιλυθεί ακόμη.

17/12/2016
NEIL IRWIN / THE NEW YORK TIMES

http://www.kathimerini.gr/888356/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/o-ompama-afhnei-ekkremothtes-sthn-oikonomia

 



 Θα ρισκάρει ο Trump να αμφισβητήσει την πολιτική της "Μίας Κίνας";  

H τηλεφωνική επικοινωνία του Ντόναλντ Τραμπ με την πρόεδρο της Ταϊβάν Tsai Ing-wen, η πρώτη σε αυτό το επίπεδο από το 1979, δεν ήταν απλώς μια ακόμη παρορμητική ενέργεια του αυριανού Αμερικανού προέδρου, αλλά μια κίνηση με πολλαπλούς στόχους, έστω και εάν φαινομενικά τουλάχιστον ανατρέπει σταθερές της αμερικανικής διπλωματίας. Αυτό έγινε ακόμη πιο σαφές από τη δήλωση Trump στο δίκτυο Fox την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου ότι κατανοεί την πολιτική της "Μίας Κίνας αλλά δεν αντιλαμβάνεται γιατί αυτή θα πρέπει να δεσμεύει τις ΗΠΑ χωρίς μια συμφωνία με το Πεκίνο που να περιλαμβάνει και άλλες πτυχές και κυρίως το εμπόριο.

Από το 1979, οπότε ο Jimmy Carter μετέφερε τη διπλωματική αναγνώριση των ΗΠΑ από την Ταϊβάν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η αμερικανική πολιτική επί τους θέματος οριζόταν από την πολιτική της "Μίας Κίνας”: δηλ. οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την Ταϊβάν όχι ως ανεξάρτητο κράτος αλλά ως αποσχισθείσα κινεζική επαρχία - σε αντίθεση με την προηγούμενη πολιτική της στήριξης στο κράτος που δημιούργησαν ο Chiang Kai-shek και το ηττημένο από τους κομμουνιστές Kuomintang.

Η πολιτική της "Μίας Κίνας” θεωρήθηκε ότι εξασφάλιζε όρους ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στη Ουάσιγκτον και το Πεκίνο, στο πλαίσιο και της προσέγγισης που είχε ξεκινήσει ο Richard Nixon με την ιστορική του επίσκεψή του το 1972.

Την ίδια στιγμή, η Ταϊβάν, μια ιδιαίτερα σημαντική βιομηχανική οικονομία απομακρυνόταν από τον παραδοσιακό εθνικισμό του Kuomintang, που συνδυαζόταν με μια μάλλον αυταρχική εσωτερική συγκρότηση, και σταδιακά ανέπτυσσε μια δική της ταυτότητα και μιαν ιδιαίτερη δημοκρατική δυναμική. Άλλωστε, ακόμη και τυχόν ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα, γινόταν νοητή κατά το σχήμα "μία χώρα - δύο συστήματα” που ίσχυσε και στην ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ.

Γιατί, όμως, ο Donald Trup να ανοίξει ένα τέτοιο θέμα; Καταρχάς διότι όντως θεωρεί πως η Κίνα αποτελεί ανταγωνιστή απέναντι στον οποίο οι ΗΠΑ πρέπει να τρίξουν τα δόντια. Η θέση ότι το Πεκίνο χειραγωγεί τη συναλλαγματική ισοτιμία και επιβάλλει υπερβολικούς εισαγωγικούς δασμούς υπονομεύοντας έτσι την αμερικανική βιομηχανική ανάπτυξη έχει προ πολλού διατυπωθεί από τον Trump.

Όμως, υπάρχουν και λόγοι πιο ταπεινοί που αφορούν την ανάγκη απόσπασης της προσοχής του κοινού από την εγχώρια πραγματικότητα. Η ανακίνηση του θέματος της υποτιθέμενης ρωσικής εμπλοκής στη διαρροή των e-mail του επιτελείου της Clinton και η διατυπωμένη πλέον και από τον Barack Obama κατηγορία ότι ο Vladimir Putin προσωπικά διέταξε να στηριχθεί προεκλογικά με αθέμιτα μέσα ο Donald Trump, κατατείνει στο ότι μερίδες των ελίτ με αναφορά στο Δημοκρατικό Κόμμα ήδη από τώρα υπονομεύουν την επόμενη αμερικανική προεδρία, με στόχο να περιορίσουν την πολιτική αυτονομία του αυριανού ενοίκου του Λευκού Οίκου ή ακόμη και να ξεκινήσουν διαδικασίες απομάκρυνσής του (impeachment). Απέναντι σε αυτό ο Trump έχει ανάγκη να αναδεικνύει θέματα που αγγίζουν συγκεκριμένες ευαισθησίες και μπορούν να του εξασφαλίσουν συμμάχους στο χώρο της διπλωματίας, των μέσων ενημέρωσης και των δεξαμενών σκέψης. Μια κλιμάκωση της αμερικανο-κινεζικής αντιπαράθεσης μπορεί να επιτελέσει αυτό τον ρόλο.

Σίγουρα η προοπτική αυτή συγκινεί την αμυντική βιομηχανία η οποία μετά τα επτά χρόνια "παχιών αγελάδων” που απόλαυσε, ύστερα από την 11 Σεπτεμβρίου του 2001, είδε τις δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς να μειώνονται κατά το ένα τρίτο ανάμεσα στο 2008 και το 2016. Μια ισχυρότερη αμερικανική παρουσία στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού θα μπορούσε να απελευθερώσει μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, όπως το νέο μαχητικό αεροσκάφος F-35 αλλά και κυρίως το F22-Raptor, μαχητικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς με χαρακτηριστικά stealth, η παραγωγή του οποίου τερματίστηκε πρόωρα, εξαιτίας του μεγάλου κόστους παραγωγής του (150 εκατομμύρια δολάρια ανά αεροσκάφος). Ήδη η υπό αναγόρευση κυβέρνηση Trump σχεδιάζει να περάσει από το Κογκρέσο σχέδια για αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 500 δισεκατομμύρια δολάρια.

Σε πολιτικό επίπεδο, πάλι, δεν είναι αμελητέα η ανάγκη προσέγγισης των "νεοσυντηρητικών”. Ο Trump έχει καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να δείξει ότι μπορεί να έχει τη στήριξη μερίδων του κατεστημένου της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Αυτό εξηγεί και το επικοινωνιακό παιχνίδι με τις προτάσεις που ο ίδιος διακινούσε ως προς τη θέση του επικεφαλής του State Department.

Ο Trump δεν συγκαταλέγεται στους ένθερμους οπαδούς των neocons: άλλωστε έχει χλευάσει τον τρόπο που διάφοροι οραματίστηκαν και διηύθυναν τον πόλεμο στο Ιράκ. Όμως, αντιμέτωπος με την πιθανή υπονόμευσή του από άλλες μερίδες του διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ, είναι λογικό να αναζητά συμμάχους. Και το θέμα της Ταϊβάν πάντα συγκινεί τους νεοσυντηρητικούς.

Σημαίνει αυτό ότι ο Trump θα αμφισβητήσει άμεσα και συνολικά την πολιτική της "Μίας Κίνας”; Στην πραγματικότητα, αυτό που φαίνεται να επιδιώκει είναι μια ιδιόμορφη αναβάθμιση της ευρύτερης αμερικανικής διαπραγματευτικής θέσης, ώστε εντέλει να διορθωθούν οι ανισορροπίες στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Σε τελευταία ανάλυση, η αμερικανική βιομηχανία πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη δυνατότητα να παράγει στην Κίνα με ιδιαίτερα μικρό κόστος. Αντίστοιχα, επιδιώκει μια καλύτερη γεωστρατηγική και αμυντική ισορροπία με την Κίνα. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια επιβεβαίωση των δυνατοτήτων των ΗΠΑ να ασκούν πραγματική ηγεμονία και όχι απλώς να επιδίδονται σε μεγαλύτερη επίδειξη ισχύος. Αντί να υποχρεώσουν ανερχόμενες δυνάμεις της περιοχής, όπως η Ινδία, να "επιλέξουν” ανάμεσα στη Ουάσιγκτον και το Πεκίνο σε περίπτωση αντιπαράθεσης, οι ΗΠΑ καλούνται να εγγυηθούν νέες δομές συλλογικής ασφάλειας και επίλυσης διαφορών, καθώς και νέες εκτεταμένες μορφές οικονομικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της διεύρυνσης της συμφωνίας TPP.


Η κινεζική αντίδραση, πάντως, υπήρξε ήπια. Η επίσημη δήλωση του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών ανέφερε ότι ο ενστερνισμός της αρχής της "Μίας Κίνας” παραμένει το θεμέλιο για την ανάπτυξη των αμερικανο-κινεζικών σχέσεων, χωρίς το οποίο οι δύο χώρες δεν θα μπορούν να συνεργαστούν σε κρίσιμα μέτωπα. 

Ωστόσο, μέσα ενημέρωσης που απηχούν ανεπίσημα τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως η εφημερίδα Global Times, τήρησαν πιο επιθετική στάση, τονίζοντας ότι ο Trump θα είναι αφελής αν πιστεύει ότι μπορεί με αυτό τον τρόπο να αποσπάσει οικονομικά οφέλη και ότι η Ταϊβάν θα μετανιώσει εάν επιλέξει να γίνει ένα πιόνι στα όποια σχέδια της Ουάσιγκτον, ιδίως από τη στιγμή που η πολιτική της "Μίας Κίνας” είναι η μόνη που εγγυάται την ειρήνη και την ευημερία της νήσου.

17/12/2016
Του Κώστα Ράπτη

http://www.capital.gr/diethni/3177876/tha-riskarei-o-trump-na-amfisbitisei-tin-politiki-tis-mias-kinas