GEORGE FRIEDMAN: Η αναδυόμενη κρίση στην Ευρώπη.


Ο Τζορτζ Φρήντμαν, ιδρυτής και Γενικός Διευθυντής του STRATFOR, της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» που συχνά αποκαλείται «σκιώδης CIA», δημοσίευσε ένα καινούργιο βιβλίο γεωπολιτικών ανακατατάξεων, που καταθέτει μια πολύ τολμηρή άποψη για τα μέχρι τώρα δρώμενα αλλά και για τα επερχόμενα γεγονότα στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Το έργο εξετάζει τα καίρια «σημεία ανάφλεξης» –τις περιοχές στις οποίες έχουν ξεσπάσει, τόσο κατά το παρελθόν, όσο και πρόσφατα, εντάσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας– και αιτιολογεί γιατί είναι αναπόφευκτο να λάβει χώρα ξανά μια ανεξέλεγκτη σύγκρουση μεγάλης έκτασης.

Σήμερα λοιπόν σας παρουσιάζουμε ένα μικρό αλλά άκρως ενδιαφέρον απόσπασμα που αναφέρεται στην οικονομική κρίση της ευρωζώνης, το μεταναστευτικό αλλά και στο συνεχώς αυξανόμενο χάσμα μέσα στην ΕΕ ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο.


Από τις σελίδες 386-394:
Αυτό εγείρει το σημαντικό ερώτημα γιατί η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένας λόγος είναι ότι οι Ευρωπαίοι δέχοντο σχεδόν τους πάντες πριν το 2008 – εκτός από την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία εκείνης της εποχής, την Τουρκία. Ένα άλλο μέρος της απάντησης είναι ότι οι Έλληνες επιθυμούσαν την Κύπρο μέσα στην ΕΕ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι για λίγο η Κύπρος ήθελε να γίνει η επόμενη Ελβετία, και οι Ευρωπαίοι το πήραν στο σοβαρά αυτό.
Η Κύπρος βρισκόταν στην τέλεια θέση. Ανοιχτά των ακτών του Ισραήλ, του Λιβάνου και της Συρίας και κοντά στη Βόρεια Αφρική, την Τουρκία, τα Βαλκάνια και την Ιταλία. Οποιοσδήποτε μπορούσε να πάει εκεί αν είχε χρήματα, και με τα χρόνια έγινε περιβόητο μέρος για τους μυστικούς πράκτορες, όπου ο ένας μπορούσε να κατασκοπεύει τον άλλον. Επίσης, ήταν ένα σταυροδρόμι χρημάτων: αραβικών, ρωσικών, ιρανικών, ισραηλινών. Οι κατάσκοποι και τα χρήματα συνδυάζονται καλά.
Η Κύπρος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα τραπεζικό και εταιρικό σύστημα στα πρότυπα της Ελβετίας και του Λιχτεστάιν. Κρυφοί τραπεζικοί λογαριασμοί ήταν διαθέσιμοι για τις μεγάλες καταθέσεις, κι επίσης υπήρχαν επιχειρήσεις των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν να εντοπιστούν. Γι’ αυτό υπήρχαν πολλοί Ρώσοι εκεί. Επισκέπτοντο τα χρήματα τους. Φυσικά, αυτό προώθησε την ανάπτυξη του τουρισμού καθώς και άλλα πράγματα, όπως την αποστολή πετρελαίου σε μέρη όπως η Συρία πριν τον εμφύλιο πόλεμο.
Η απόφαση των Κυπρίων να συμμετάσχουν στην ΕΕ πάντοτε με προβλημάτιζε. Ήταν προφανές ότι η ΕΕ θα έκλεινε τις κρυφές τραπεζικές και εταιρικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, μεταξύ άλλων, η Ελβετία απέφυγε την ΕΕ. Παρ’ όλο που οι Κύπριοι είχαν περιορίσει τις επιχειρήσεις τους δραματικά, δεν ήθελαν να υπόκεινται στις Βρυξέλλες. Μιλώντας με κάποιους, κατάλαβα ότι απλώς έλκονταν από τη λάμψη της ΕΕ. Όταν η Κύπρος έγινε μέλος το 2004 και όταν υιοθέτησε το ευρώ το 2008, προφανώς πίστευε ότι η παράδοση του ελέγχου του τραπεζικού της συστήματος άξιζε τα οικονομικά οφέλη που θα απολάμβανε με την είσοδο της στην ΕΕ. Η Ελβετία δεν θα μπορούσε να είναι Ελβετία αν συμμετείχε στην ΕΕ. Η Κύπρος δεν θα μπορούσε να γίνει άλλη Ελβετία αν γινόταν μέλος. Αλλά ο ενθουσιασμός της προοπτικής να γίνει η χώρα μέλος φαίνεται ότι σάρωσε κάθε λογική.
Η διάλυση των κρυφών επιχειρήσεων και του κρυφού τραπεζικού συστήματος ήταν δύσκολη. Στους τραπεζίτες και τους δικηγόρους άρεσαν οι επιχειρήσεις, και οι καταθέτες συχνά δεν είχαν άλλο μέρος για να μεταφέρουν τα χρήματα τους. Επομένως, ήταν αλήθεια ότι το 2008 λάμβαναν ακόμη χώρα μερικές ύποπτες συναλλαγές στην Κύπρο. Αλλά υπήρχε, επίσης, μια αναπτυσσόμενη οικονομία, η οποία καθόριζε όλο και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα. Τότε, μαζί με άλλους στην Ευρώπη, η Κύπρος βυθίστηκε σε οικονομική κρίση, εξ αιτίας της οποίας δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της. Όπως πάντα, υπήρχαν δύο επιλογές. Η μία ήταν να βοηθήσουν οι Ευρωπαίοι τους Κυπρίους να πληρώσουν. Η άλλη ήταν να τους αναγκάσουν να πληρώσουν.
Οι Γερμανοί προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή, αλλά, στην περίπτωση της Κύπρου, σε αντίθεση με τους Έλληνες και άλλους, το εννοούσαν. Η κυβέρνηση δεν είχε τα χρήματα. Η ΕΕ ανάγκασε την κυπριακή κυβέρνηση να παγώσει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς και να κάνει κατάσχεση σε καταθέσεις που ξεπερνούσαν τις εκατό χιλιάδες ευρώ. Λίγο λιγότερα από τα μισά που κατασχέθηκαν δεν επιστράφηκαν ποτέ, παρά μετατράπηκαν σε μετοχές τραπεζών, οι οποίες ήταν σχεδόν χρεοκοπημένες.
Όπως όλες οι χώρες, η Κύπρος είχε τους εγκληματίες της, και η ΕΕ ήξερε πολύ καλά ότι το οικονομικό της σύστημα ήταν παράδεισος γι’ αυτούς. Οι Γερμανοί υπονόησαν ότι τάσσοντο υπέρ της κατάσχεσης των καταθέσεων της ρωσικής μαφίας. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, τα παράνομα κεφάλαια αποτελούσαν γύρω στο ένα τρίτο των κατασχεμένων χρημάτων. Αλλά τα δύο τρίτα των καταθέσεων άνηκαν σε κυπριακές επιχειρήσεις και πολίτες.Αν και εκατό χιλιάδες ευρώ είναι πολλά χρήματα, δεν είναι τόσο πολλά ώστε ένας πολίτης να μην μπορεί να τα μαζέψει για τα γεράματα του ή από την πώληση ενός σπιτιού, καταθέτοντας στην τράπεζα το ποσό. Στην πραγματικότητα, η ΕΕ άρπαξε χρήματα από απλούς πολίτες, από πολλές ντόπιες κυπριακές και ελληνικές επιχειρήσεις, μαζί με χρήματα ξένων, πολλά από τα οποία νόμιμα. Η κυπριακή κυβέρνηση χρησιμοποίησε τα χρήματα για να πληρώσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες που κρατούσαν κυπριακά ομόλογα.
Αυτή η ενέργεια προκάλεσε χάος στην Κύπρο. Οι εταιρείες δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη μισθοδοσία, τα συνταξιοδοτικά σχέδια του κόσμου τινάχτηκαν στον αέρα και οι επιχειρήσεις απέσυραν χρήματα από την Κύπρο για να αποτρέψουν περαιτέρω απώλειες. Ο τουρισμός, από τον οποίο εξαρτάται η χώρα, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα, καθώς τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια έχασαν τα κεφάλαια τους. Ακούσαμε για την περίπτωση ενός ξενοδοχείου που έχασε έξι εκατομμύρια ευρώ, τα οποία δεν έχει ανακτήσει. Για εβδομάδες, ενόσω οι λογαριασμοί είχαν παγώσει, το προσωπικό δεν είχε πληρωθεί, και μετά έλαβε μόνο το 75% του μισθού του. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες πληρώθηκαν, αλλά με κόστος μια σοβαρή ζημιά στην κυπριακή οικονομία και την καταστροφή της ζωής των απλών Κυπρίων. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες από τις κατασχέσεις δεν έχουν ανακληθεί.
Οι Γερμανοί πίεζαν για τις κατασχέσεις επειδή ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα για τους κινδύνους της χρεοκοπίας, όμως χωρίς να βλάψουν μια μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα. Δεν μπορούσαν να το κάνουν αυτό στην Ισπανία ή στην Ελλάδα ή στην Ουγγαρία, επειδή αυτές θα αρνούντο να συνεργαστούν, και οι Γερμανοί δεν είχαν την πολυτέλεια να αντιμετωπίσουν μια απειλή στην ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Η Κύπρος όχι μόνο βρισκόταν στο περιθώριο της ΕΕ, αλλά επίσης ήταν μπλεγμένη στην περίπλοκη πολιτική διχοτόμησης με την Τουρκία, ταυτόχρονα με μια μεγάλη ρωσική παρουσία κι ένα σημαντικό επίπεδο διαφθοράς και ανεπάρκειας. Όπως η υπόλοιπη Νότια Ευρώπη, είχε υψηλό δείκτη ανεργίας, που άγγιζε περίπου το 15% την εποχή της κρίσης και αργότερα ανέβηκε στο 20%, σκιώδη οικονομία που δεν παρήγε φορολογικά έσοδα και κυκλοφορία μαύρου χρήματος. Η Κύπρος ήταν η Νότια Ευρώπη στην πιο ακραία της μορφή. Ήταν αδύναμη και δεν μπορούσε να αντιδράσει.
Μέσω της Κύπρου, η ΕΕ πέρασε ένα μήνυμα, δείχνοντας την ικανότητα της να επιβάλλει ενέργειες οι οποίες είναι αντίθετες προς το προφανές συμφέρον κάποιας χώρας.
Μια ενδιαφέρουσα διάσταση ήταν η προθυμία της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας να συμμορφωθεί με τη βασική απαίτηση της ΕΕ να επιλέξει η Κύπρος μια συντριπτική λιτότητα αντί για τη χρεοκοπία. Οι ηγέτες της ήθελαν να παραμείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σημείο να συμφωνήσουν στην κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων, και εφάρμοσαν τις αποφάσεις. Αυτή η συνεργασία ήταν το πιο σημαντικό πράγμα κοινωνικά και πολιτικά. Το συμφέρον της πολιτικής και οικονομικής ελίτ να παραμείνει η Κύπρος μέλος της ΕΕ παραμέρισε το οτιδήποτε άλλο.
Είναι γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της ελίτ δεν διατηρούσε την καθαρή αξία των αποταμιεύσεων του σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Ο αντίκτυπος των αποφάσεων έγινε περισσότερο αισθητός στις μεσαίες τάξεις και στις μικρές επιχειρήσεις που είχαν ένα μεγάλο μέρος της καθαρής τους αξίας σε τράπεζες. Η στρατηγική της ΕΕ ήταν να αναγκάσει όχι την Κύπρο, αλλά τη μεσαία τάξη να πληρώσει γι’ αυτά τα χρέη. Η κυβέρνηση συμμορφώθηκε επειδή συνολικά η παραμονή στην ΕΕ ήταν λογική. Αλλά ενώ μπορεί να ήταν λογική συνολικά, έπειτα από μια ματιά στους αριθμούς του ΑΕΠ ψωρίς ταξική διαφοροποίηση, δεν φαινόταν και πολύ λογική στη μεσαία τάξη, τα συμφέροντα της οποίας παραμερίστηκαν.
Η Κύπρος αντιπροσώπευε τη δυναμική της περιοχής της Μεσογείου ως συνόλου. Η Γερμανία επέμενε να λύσει ο οφειλέτης το πρόβλημα δημοσίου χρέους του, και η μοναδική επιλογή του οφειλέτη ήταν η μεταφορά των στοιχείων ενεργητικού στις βορειοευρωπαϊκές τράπεζες. Η πολιτική και οικονομική ελίτ στην Κύπρο ήθελε να παραμείνει μες στη δομή της ΕΕ, επομένως ήταν έτοιμη να εφαρμόσει τις συμφωνίες, πράγμα που κατέληξε σε ένταση ανάμεσα στην ελίτ και στις μάζες και σε μείωση της εμπιστοσύνης τους τόσο στην ΕΕ όσο και στη δική τους κυβέρνηση. Και μία από τις συνέπειες ήταν η ένταση ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και μουσουλμάνους. Πολλές κυπριακές επιχειρήσεις ειδικότερα στον τομέα των υπηρεσιών, έχουν υιοθετήσει μια τακτική να προσλαμβάνουν μόνο Κυπρίους εργαζομένους, αναγκάζοντας έτσι έναν μεγάλο αριθμό ξένων (πολλοί από τους οποίους είναι μουσουλμάνοι από χώρες εκτός της ΕΕ) να προσπαθούν να ζήσουν και να δουλέψουν στην Κύπρο μες στη φτώχεια ή στο έγκλημα, ή να φύγουν από το νησί.
Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε σε όλη τη μεσογειακή Ευρώπη, από την Ισπανία έως την Ελλάδα.
Πολύ διαφορετικές χώρες αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα: μια κρίση χρέους, λιτότητα που απαιτούσαν οι ξένοι και την οποία επέβαλαν οι ίδιες τους οι κυβερνήσεις, και εμφάνιση κομμάτων που ήταν αντίθετα στην ΕΕ και τη μετανάστευση και τα οποία θεωρούσαν την ίδια την κυβέρνηση ως το πρόβλημα. Το πράγμα επεκτάθηκε πέρα από τους μουσουλμάνους. Στην Ισπανία ξεπήδησε ένα αποσχιστικό κίνημα στην Καταλονία. Στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα εμφανίστηκαν ακροδεξιά πολιτικά κόμματα. Σε όλες αυτές τις χώρες, οι μετανάστες -που αυτήν τη φορά έτυχε να είναι μουσουλμάνοι- θεωρούντο απειλή για την εθνική ταυτότητα και τις λιγοστές δουλειές. Αλλά και οι Ρομά υπήρξαν αποδέκτες τους μίσους, όχι επειδή έπαιρναν τις δουλειές, αλλά επειδή θεωρούντο ως ένα ανεξέλεγκτο εγκληματικό στοιχείο.
Η ένταση στην Ευρώπη ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο δεν είναι καινούργια. Έχουν βαθιές διαφορές μεταξύ τους, και η ένταση εξελίσσεται σε οικονομικές κρίσεις. Αλλά δεν είναι κάτι που οδηγεί σε πόλεμο ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο. Δεν υφίσταται η γεωγραφία για πόλεμο, και η μεσογειακή περιοχή δεν μπορεί να εμπλέξει τον Βορρά σε πόλεμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Νότος δεν μπορεί να αποφύγει μια σημαντική εσωτερική αστάθεια. Όταν ο δείκτης ανεργίας είναι πάνω από 25%, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα άτομα των οποίων οι μισθοί έχουν περικοπεί, αλλά διατηρούν ακόμη τις δουλειές τους, έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση στην οποία η ζωή των επαγγελματιών της μεσαίας τάξης, όπως οι γιατροί και οι μηχανικοί που δουλεύουν για το κράτος, έχει καταστραφεί.
Αυτό έχει συνέπειες.
Η πρώτη είναι το συνεχώς αυξανόμενο χάσμα μες στην ΕΕ ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο.
Η δεύτερη είναι οι αυξανόμενες εντάσεις ανάμεσα στην ελίτ που υποστηρίζει την ΕΕ μέχρι εκείνους που είναι ξεκάθαρα εχθρικοί. Η Βόρεια Ευρώπη έχει δύο σχέσεις με τον Νότο: μία με την πολιτική και οικονομική ελίτ και μία με τις μάζες. Αλλά, στο τέλος, ό,τι κι αν θέλει η ελίτ, ο χώρος που διαθέτει για ελιγμούς θα περιοριστεί.
Εξ αιτίας της οικονομικής κατάστασης, ο μπαλαντέρ στον Νότο θα είναι οι μουσουλμάνοι μετανάστες. Οι εντάσεις που υποβόσκουν κάτω από την ευρωπαϊκή ιδέα του έθνους-κράτους θα επιδεινωθούν πολύ από την ανεργία. Θα υπάρξει, επίσης, αυξημένη ένταση ανάμεσα στα ριζοσπαστικά πολιτικά κόμματα και τα κυρίαρχα κόμματα. Κάποια από αυτά τα ριζοσπαστικά κόμματα θα ανήκουν στην Αριστερά, αλλά τα πιο ισχυρά θα είναι στη Δεξιά, επειδή θα εκμεταλλευτούν το αντιμεταναστευτικό αίσθημα. Στην Ευρώπη, όταν οι ταξικές και οι φυλετικές εντάσεις συμπίπτουν, προκύπτει αστάθεια.
Δεν είναι ότι η Νότια Ευρώπη είναι πιο ευαίσθητη στους μετανάστες απ’ ό,τι ο Βορράς.
Πιθανότατα είναι λιγότερο ευαίσθητη. Η Δανία ίσως να νιώθει πιο άβολα με τους μετανάστες και τους μουσουλμάνους απ’ οποιαδήποτε μεσογειακή χώρα. Πράγματι, οι μεσογειακές χώρες είναι μαι παραμεθόριος ανάμεσα στη Ευρώπη και στον ισλαμικό κόσμο, και από πολλές απόψεις νιώθουν πιο άνετα με την τωρινή κίνηση προς τον Βορρά. Αλλά η οικονομική τους κατάσταση έχει φτάσει στα άκρα, και οι πιο μετριοπαθείς απόψεις για τη μετανάστευση θα αρχίσουν να διαβρώνονται.
Η αστάθεια που θα προκύψει εδώ ίσως να μεταφερθεί βόρεια, αν τα οικονομικά προβλήματα εξαπλωθούν. Δεν θα οδηγήσουν σε πόλεμο ανάμεσα στα κράτη, αλλά σε πόλεμο μες στα κράτη, μεταξύ των μαζών και της ελίτ, και μεταξύ των εθνικών ομάδων. Η μεσογειακή πολιτική είχε πάντοτε μια ηπιότητα. Εν μέρει λόγω μιας κουλτούρας αν όχι ανοχής, τουλάχιστον αδράνειας. υπάρχει μια προθυμία εκ μέρους του κόσμου να υπομείνει πράγματα που στον Βορρά θα ήταν ανυπόφορα. Σκεφτείτε την ανάγκη μας για την κυπριακή ακτοφυλακή και την ήπια αντίδραση του καπετάνιου μας. Όταν τον ρώτησα αν θα αναφέρει το συμβάν, ανασήκωσε τους ώμους του, όχι από αδυναμία, αλλά από αδιαφορία. Είχαν ανάγκη από έναν καφέ οι άνδρες. Το καταλάβαινε.
Κάποια από τα παραπάνω οφείλονται στο ότι η Κύπρος είναι στις εσχατιές της Ευρώπης. Όσοι βρίσκονται στον Νότο είναι Ευρωπαίοι, αλλά κατά κάποιον τρόπο παρείσακτοι. Η μανιώδης αποτελεσματικότητα των Βορειοευρωπαίων, η κουλτούρα της εργασίας ως πρωταρχικού στοιχείου της ζωής δεν είναι συμβατή μ’ εκείνη των Αράβων γειτόνων τους στην άλλη πλευρά της Μεσογείου, με τους οποίους πολεμούσαν και συναλλάσοντο επί μία χιλιετία. η δική τους είναι μία εμπορική κουλτούρα, όχι μια βιομηχανική κουλτούρα και μια εμπορική κουλτούρα έχει τελείως διαφορετικούς ρυθμούς. Το παζάρι στη Νότια Ευρώπη είναι ένα κοινωνικό γεγονός που μπορεί να διαρκέσει μία ημέρα, με τα δύο μέρη να απολαμβάνουν εξίσου την εμπειρία. Στον Βορρά, η τιμή δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
Αλλά μια εμπορική κουλτούρα, όπως της Βενετίας τον 16ο αιώνα, μπορεί να είναι απίστευτα πλούσια. Αυτό δεν ισχύει τώρα με τη μεσογειακή Ευρώπη. Εδώ, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, η ιδέα της ειρήνης και της ευημερίας κινδυνεύει. Η ειρήνη εξαρτάται από την ευημερία, και αυτή η ευημερία χάνεται. Και μια άλλη δύναμη που βρίσκεται εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναδύεται και ταυτόχρονα αντιμετωπίζει αβέβαιους καιρούς: η Τουρκία.
Αποδελτίωση βιβλίου: Νικόλαος Μπαγιαρτάκης
Πηγή: logiosermis.net