Κυπριακό: Εξελίξεις.

 (1)  Ο Κοτζιάς «αγκάθι» για την Τουρκία.

 (2) Κυπριακό: πρόοδος ή αναπαλαίωση;

 (3) Στον κόσμο του ο Άιντα: 
Συνεχίζει να μην “βλέπει” ότι το πρόβλημα είναι η κατοχική δύναμη.  

 (4) Ερωτήσεις περί των δύο οικονομιών της “νέας Κύπρου”
 και απαντήσεις που θα ξαφνιάσουν.

(5) Η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη:  

Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ-Η αγγλική ''παγίδα''.

(6) Αναχρονιστική πηγή προβλημάτων η Συνθήκη Εγγυήσεων δηλώνει ο πρόεδρος Αναστασιάδης στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. 



    Ο Κοτζιάς «αγκάθι» για την Τουρκία   

Μπορεί οι εμπειρογνώμονες στο Μοντ Πελεράν να ολοκλήρωσαν την καταγραφή των εκατέρωθεν θέσεων για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού (εγγυήσεις, στρατεύματα, ασφάλεια) και να έθεσαν τα βασικά ερωτήματα, αλλά τίποτα δεν προδιαγράφει γεφύρωση του χάσματος που επιβεβαιώθηκε στη διάσκεψη της Γενεύης. Στην πραγματικότητα, η διαδικασία των εμπειρογνωμόνων είναι ένας τρόπος να συντηρηθεί η δυναμική της διαπραγμάτευσης.

O Έιντε (ειδικός απεσταλμένος του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών) και το επιτελείο του έχουν ήδη καταγράψει τις εκατέρωθεν θέσεις και έχουν επεξεργασθεί φόρμουλες με σκοπό να σύρουν την Αθήνα να αποδεχθεί “ολίγες τουρκικές εγγυήσεις και ολίγα τουρκικά στρατεύματα”. Υπενθυμίζουμε ότι σ’ αυτή τη γραμμή είχε κινηθεί το προηγούμενο διάστημα και ο Αναστασιάδης. Απόδειξη αυτού είναι το σχετικό non paper που είχε παραδώσει στη Γραμματεία του ΟΗΕ. Μία τέτοια φόρμουλα προωθήθηκε στη Γενεύη από τον Έιντε με τη βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας Τζόνσον.

Για την Αθήνα, όμως, η θέση «όχι εγγυήσεις, όχι τουρκικά στρατεύματα» είναι θεμελιώδης θέση. Ο Κοτζιάς, μάλιστα, είχε φροντίσει από το 2015 να την εγγράψει στην ατζέντα του Κυπριακού. Για να την ενισχύσει, μάλιστα, απέφυγε επιμελώς να αναμιχθεί έστω και συμβουλευτικά στις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις για τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού.

Συνηθισμένοι από τις ελληνικές υπαναχωρήσεις, οι εμπλεκόμενοι διεθνείς παίκτες θεωρούσαν για ένα μεγάλο διάστημα τη θέση του Κοτζιά διαπραγματευτικό ελιγμό με σκοπό την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων σ’ άλλα ζητήματα. Θεωρούσαν, λοιπόν, ότι στη διαδρομή θα χανόταν με τη βοήθεια κάποιας διπλωματικής φόρμουλας για να διασωθούν τα προσχήματα. Όταν, όμως, οι διαπραγματεύσεις εισήλθαν στην τελική ευθεία διαπίστωσαν ότι η Αθήνα εννοούσε αυτό που έλεγε.

Ήταν τότε που η αμερικανική διπλωματία επιχείρησε να πείσει τον Τσίπρα να παρακάμψει τον υπουργό Εξωτερικών. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δέχθηκε τέτοια έμμεση πλην σαφή σύσταση από τον απελθόντα Αμερικανό αντιπρόεδρο Μπάιντεν. Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε δραστήρια και η υφυπουργός Νούλαντ.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Αναστασιάδης, ο οποίος φρόντισε να έχει συχνές συναντήσεις και συνομιλίες με τον Τσίπρα, κατά τη διάρκεια των οποίων προσπάθησε να τον πείσει για τη δική του πολιτική. Παραλλήλως, οι γνωστοί “ανανικοί” κύκλοι σε Κύπρο και Ελλάδα άρχισαν να στοχοποιούν τον Κοτζιά, κατηγορώντας τον σαν εθνικιστή που επιχειρεί να τορπιλίσει τη λύση. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, οι σχετικές επιθέσεις είχαν την ευλογία και του προεδρικού μεγάρου της Λευκωσίας και της ηγεσίας του ΔΗΣΥ. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο επικεφαλής του ΑΚΕΛ Άνδρος Κυπριανού, τον οποίο ο Κοτζιάς λίγο καιρό πριν θεωρούσε ότι είχε πείσει. Σ’ αυτό το παιχνίδι συνέπραξαν και κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι, στο όνομα της καταπολέμησης του εθνικισμού, είχαν υποστηρίξει το σχέδιο Ανάν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν λύση τύπου Ανάν.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, για ένα διάστημα ο Τσίπρας ήταν με το ένα πόδι στη γραμμή του Κοτζιά και με το άλλο στη γραμμή του Αναστασιάδη. Μη έχοντας επαρκή γνώση του Κυπριακού και ακριβή συνείδηση του εθνικού διακυβεύματος, αρχικά κινήθηκε σαν γεφυροποιός. Είχε, ωστόσο, λάβει το έμμεσο πλην σαφές μήνυμα από τον υπουργό του ότι δεν ήταν διατεθειμένος να συνυπογράψει τουρκικές εγγυήσεις.

Σύμφωνα με πηγή του Μαξίμου, ο Τσίπρας θεωρεί τον Κοτζιά πολύ δύσκολο χαρακτήρα και τη συνεργασία μαζί του μία μικρή δοκιμασία. Από την άλλη πλευρά, όμως, θεωρεί ότι σε γενικές γραμμές τα έχει πάει καλά στο υπουργείο Εξωτερικών. Εάν σ’ αυτό προστεθεί και το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός γενικά αποφεύγει κινήσεις που ενδεχομένως να προκαλούσαν κάποιο ρήγμα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γίνεται κατανοητός ο λόγος που στον τελευταίο ανασχηματισμό τον διατήρησε στο αξίωμά του.

Εκτός αυτών, ο Τσίπρας θεωρεί λογική τη θέση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν χρειάζεται εγγυήσεις και ότι πρέπει να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα. Στο πλαίσιο αυτό είχε υιοθετήσει και την εισήγηση του Κοτζιά για εκ των προτέρων συνάντηση με τον Ερντογάν, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η διάσκεψη για την εξωτερική πτυχή του Κυπριακού θα είχε προοπτική επιτυχίας.

Όταν στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου ο Αναστασιάδης έσπασε την από κοινού χαραγμένη γραμμή Αθήνας-Λευκωσίας και συμφώνησε με τον Έιντε και τον Ακιντζί να συγκληθεί πενταμερής διάσκεψη στις 12 Ιανουαρίου, ο Τσίπρας δεν αντέδρασε δημοσίως. Θεώρησε, όμως, το γεγονός ως επιβεβαίωση των επιφυλάξεων του Κοτζιά για τον ρόλο του Κύπριου προέδρου. Το γεγονός αυτό τον έφερε πιο κοντά στη θέση του υπουργού του.

Στη συνέχεια, η άρνηση του Ερντογάν να συναντηθεί με τον Τσίπρα και η ανελαστική στάση του Τσαβούσογλου στη Γενεύη διέψευσαν συνεργάτες του πρωθυπουργού και όσους άλλους του είχαν καλλιεργήσει την εντύπωση ότι αν η Αθήνα υιοθετούσε μία ελαστική γραμμή θα προέκυπτε συμφωνία. Ήταν οι ίδιοι κύκλοι που του καλλιεργούσαν τον φόβο πως η γραμμή Κοτζιά θα απομόνωνε διεθνώς την Ελλάδα κι αυτό θα είχε αρνητικές επιπτώσεις ακόμα και στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.

Μπορεί αυτό να μην συνέβη, αλλά είναι πολλοί που θεωρούν ότι εγγράφοντας στην ατζέντα το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων, ο Κοτζιάς “τους χάλασε τη σούπα”. Είναι αξιοσημείωτο ότι είδαν το φως σε διεθνή Μίντια πανομοιότυπες πληροφορίες pvw ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ουσιαστικά τορπίλισε τη διάσκεψη και λόγω της στάσης του δεν είναι αποδεκτός ως συνομιλητής από τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Γκουτιέρες. Η παραπληροφόρηση αυτή, κατόπιν ελληνικής αντίδρασης, υποχρέωσε τον Γκουτιέρες να προβεί σε διάψευση.

Σύμφωνα με διπλωματική πηγή στην Αθήνα, πίσω από αυτά τα δημοσιεύματα είναι ο Έιντε. Ο ειδικός απεσταλμένος είναι χολωμένος και λόγω ενός περιστατικού στη Γενεύη. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, ο Έλληνας υπουργός μίλησε για κατοχική δύναμη στην Κύπρο. Ο Έιντε, παρουσία του γενικού γραμματέα Γκουτιέρες, απάντησε πως δεν υπάρχει καμία τέτοια αναφορά σε έγγραφα του ΟΗΕ. Ο Κοτζιάς τον διέψευσε, καταθέτοντας ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (1983) με τέτοια ρητή αναφορά. Του υπενθύμισε, μάλιστα, ότι ως υπάλληλος του ΟΗΕ πρέπει να γνωρίζει και να σέβεται τις αποφάσεις του Οργανισμού.

Το γεγονός ότι ακόμα και ο Αναστασιάδης υποχρεώθηκε να προσχωρήσει τουλάχιστον ρητορικά στη γραμμή “όχι τουρκικές εγγυήσεις, όχι τουρκικά στρατεύματα” θεωρείται από τον Τσίπρα δικαίωση της επιλογής του να στηρίξει τη θέση του Κοτζιά. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως συρρικνώνονται οι πιθανότητες να τον παρακάμψει στην επόμενη φάση, αν και οι σχετικές πιέσεις συνεχίζονται.

Είναι ενδεικτικό ότι ο Κύπριος κυβερνητικός εκπρόσωπος Χριστοδουλίδης δήλωσε πως μετά την ολοκλήρωση της εργασίας των εμπειρογνωμόνων θα συγκληθεί και πάλι η διάσκεψη αυτή τη φορά σε επίπεδο ηγετών. Το ίδιο έγραψε και η τουρκοκυπριακή εφημερίδα Χαβαντίς, προσθέτοντας, παρά τη διάψευση της Γραμματείας του ΟΗΕ, ότι θα παρακαμφθούν οι υπουργοί Εξωτερικών επειδή ο Γκουτιέρες δεν θέλει ως συνομιλητή τον Κοτζιά.

Διπλωματική πηγή, που έχει γνώση των συνομιλιών σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, εκτιμάει ότι η διήμερη αυτή συνάντηση δεν άνοιξε καμία νέα προοπτική. Η τουρκική πλευρά, μάλιστα, αρνήθηκε να καταθέσει γραπτές προτάσεις, περιοριζόμενη στο να επαναλάβει την απαίτησή της να παραμείνουν για απροσδιόριστο χρόνο τουρκικά στρατεύματα στη Μεγαλόνησο, καθώς και να διατηρηθούν, έστω και με διαφορετική μορφή, οι τουρκικές εγγυήσεις και το επεμβατικό δικαίωμα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η Άγκυρα απαιτεί, επίσης, οι Τούρκοι πολίτες να έχουν στην Κύπρο τα δικαιώματα που θα έχουν οι Κύπριοι (ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, απόκτησης περιουσίας κλπ). Η απαίτηση αυτή (από ένα κράτος που δεν είναι μέλος της ΕΕ) αντανακλά την επιδίωξη της Τουρκίας να ενισχύσει την οικονομική και πληθυσμιακή παρουσία της στο σύνολο της Μεγαλονήσου.

Οι συνομιλίες των εμπειρογνωμόνων επιβεβαίωσαν αυτό που είχε καταστεί σαφές και στη διάσκεψη: Η ανελαστική στάση της τουρκικής πλευράς επιβεβαιώνουν και στο διπλωματικό επίπεδο ότι η γραμμή είναι αυτή που αποτύπωσαν οι δηλώσεις του Ερντογάν: η Τουρκία θα μείνει για πάντα στην Κύπρο. Ο σύμβουλός του Μπουλούτ, μάλιστα, εξέφρασε με ακόμα πιο καθαρό τρόπο τη γραμμή της Άγκυρας: «Εκείνοι που ονειρεύονται με επιτραπέζια παιχνίδια να χωρίσουν από την πατρίδα Τουρκία την Κύπρο, την οποία πήραμε με το αίμα των ηρώων μας, τότε ας έρθουν αν είναι έτοιμοι να πληρώσουν το ίδιο τίμημα».

Εκτός από τη βύθισή του στον πιο ακραίο εθνικισμό, ο Ερντογάν δεν έχει και πολιτικά περιθώρια να κάνει το παραμικρό βήμα πίσω. Αυτό τον καιρό παίζει το κορυφαίο πολιτικό παιχνίδι του. Βρίσκεται σε εξέλιξη η μετατροπή του πολιτεύματος από προεδρευομένη σε προεδρική δημοκρατία, η οποία τελικώς θα κριθεί σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο.

Για να αναδειχθεί σε πρόεδρο-σουλτάνο, ο Ερντογάν έχει ανάγκη και έχει εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική υποστήριξη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Οι “Γκρίζοι Λύκοι” θα την απέσυραν και θα στρέφονταν εναντίον του εάν έκανε το παραμικρό βήμα πίσω. Ενδεικτικό του εθνικιστικού πυρετού είναι το γεγονός ότι η κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορεί προκαταβολικά τον Τούρκο πρόεδρο ότι προετοιμάζει υποχωρήσεις!

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, αποκλείεται να υπάρξει διαφοροποίηση της τουρκικής θέσης και ως εκ τούτου εποικοδομητική διαπραγμάτευση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι και το δεύτερο μέρος της διάσκεψης εκ των πραγμάτων θα περιέλθει σε αδιέξοδο, έστω και αν η Γραμματεία του ΟΗΕ αποφύγει να χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο.

Τόσο ο Έιντε, όσο και οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων Αναστασιάδης και Ακιντζί είχαν πριν συγκληθεί η διάσκεψη συνείδηση ότι δεν υπήρχαν ούτε κατ’ ελάχιστον οι προϋποθέσεις για συμφωνία. Για την τουρκική πλευρά, ωστόσο, και μόνο το γεγονός της σύγκλησης πενταμερούς διάσκεψης ήταν μία διπλωματική επιτυχία, επειδή ενίσχυσε τον τουρκικό ισχυρισμό περί «εκλιπούσας Κυπριακής Δημοκρατίας».

Η Νούλαντ, που καθοδηγούσε τον Έιντε, ήλπιζε πως συγκεντρώνοντας όλους τους πρωταγωνιστές στη Γενεύη, με την άσκηση πιέσεων, θα τους πειθανάγκαζε να υπογράψουν μία συμφωνία-πλαίσιο. Δεδομένων των σημαντικών διαφορών όχι μόνο για την εξωτερική, αλλά και για εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού, μία τέτοια συμφωνία θα ήταν αναπόφευκτα γεμάτη από τις λεγόμενες «εποικοδομητικές ασάφειες». Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι «εποικοδομητικές ασάφειες» είναι εποικοδομητικές μόνο για την ισχυρή πλευρά, η οποία, όταν έρχεται η ώρα, τις ερμηνεύει σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Αν και οι Ελληνοκύπριοι έχουν πικρή πείρα, ο Αναστασιάδης έπαιξε σ’ αυτό το παιχνίδι.

Η επιχείρηση να εκβιασθούν τα πράγματα για να υπογραφεί μία συμφωνία-πλαίσιο και να δημιουργηθεί πολιτικό τετελεσμένο έπεσε στο κενό. Αφενός επειδή η Αθήνα επέμεινε ότι το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων και της αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων είναι ζήτημα αρχής και όχι θέση με σκοπό την εξασφάλιση άλλων ανταλλαγμάτων. Αφετέρου, επειδή η Άγκυρα δεν έκανε το παραμικρό βήμα πίσω, στο οποίο να μπορούσε να πατήσει ο Έιντε για να πιέσει την ελληνική πλευρά.

Το γεγονός ότι ο Κοτζιάς κατάφερε να καταστήσει και τις εγγυήσεις και τα στρατεύματα κεντρικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης αποτελεί διπλωματική επιτυχία. Μέχρι πρότινος, οι Αμερικανοβρετανοί, που καθοδηγούν τη Γραμματεία του ΟΗΕ όσον αφορά το Κυπριακό, θεωρούσαν δεδομένο πως θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την απαίτηση της Άγκυρας για τουρκικές εγγυήσεις και για στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο. Τώρα, συνειδητοποιούν ότι εδώ υπάρχει ένα δύσκολα γεφυρώσιμο χάσμα.

Δικαιολογημένα το θεωρούσαν, επειδή παραδοσιακά οι εγγυήσεις δεν είχαν τεθεί ούτε από την ελληνοκυπριακή πλευρά ούτε από την Αθήνα ως αποφασιστικής σημασίας ζήτημα. Χωρίς να λέγεται ρητά, αφηνόταν να εννοηθεί ότι θα βρισκόταν ένας συμβιβασμός στη γραμμή “ολίγες τουρκικές εγγυήσεις, ολίγα τουρκικά στρατεύματα”.

Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το διακύβευμα δεν είναι πλέον το περιεχόμενο μίας συμφωνίας, αλλά το ποια πλευρά θα χρεωθεί το αδιέξοδο. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία παραμένει στις διαπραγματεύσεις. Το γεγονός, μάλιστα, ότι οι “ανανικοί” σε Κύπρο και Ελλάδα στοχοποιούν τον Κοτζιά αντικειμενικά διευκολύνει την προπαγάνδα της Άγκυρας.

Κι αυτό σε μία περίοδο που η μετοχή της Τουρκίας του Ερντογάν είναι στα χαμηλότερά της στα δυτικά πολιτικά χρηματιστήρια και που με την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ η αμερικανική στάση θα επανακαθορισθεί. Η γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου ήταν ανέκαθεν μεγάλη. Τον τελευταίο καιρό, όμως, έχει αναβαθμισθεί περαιτέρω αφενός λόγω της γεωπολιτικής ρευστότητας που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, αφετέρου λόγω της ανακάλυψης κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όπως έγραψε και ο Νταβούτογλου πριν 15 χρόνια, «Το Κυπριακό Ζήτημα δεν είναι ούτε κανονική τουρκοελληνική εθνική διαφορά ούτε μια απλή τουρκοελληνική ένταση… Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική οπτική είναι καθοριστικής σημασίας, ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που υπάρχει εκεί. Ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρήσει ένα Κυπριακό Ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να παραμείνει αδιάφορη μπροστά σε τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».

Σ’ αυτό το τελευταίο ο Νταβούτογλου έχει άδικο. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει κατά κανόνα μάθει να θεωρεί την Κύπρο όχι γεωστρατηγικό πλεονέκτημα, αλλά “βαρίδι” που πρέπει να με κάθε τρόπο να ξεφoρτωθεί.
 
  Σταύρος Λυγερός

“Πρώτο Θέμα”

http://www.anixneuseis.gr/?p=160625

23/1/17


Σκίτσο Κ.ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ


 Κυπριακό: πρόοδος ή αναπαλαίωση;

Τ​​ο Κυπριακό παραμένει στην καρδιά –αν όχι στο μυαλό– του κάθε συμπολίτη μας τα τελευταία εξήντα έξι χρόνια. Είναι μια συνεχής αντιπαράθεση ανάμεσα στις ανταγωνιστικές έννοιες ιδεαλισμού και ρεαλισμού αντιστοίχως: ηρωισμός-σύνεση, δίκαιο-ισχύς, αυτάρκεια-εξάρτηση, επιθυμητό-εφικτό, Ανατολή-Δύση. Σήμερα βρισκόμαστε, σχεδόν σαράντα τρία χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 (και την τραγική διχοτόμηση της Κύπρου), μπροστά σε άλλη μία ευκαιρία (δοκιμασία;) για την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Η κατάσταση είναι απολύτως ρευστή και οι αποφάσεις των ηγεσιών, εντός και εκτός Κύπρου, θα αποδειχθούν καθοριστικής σημασίας.
Στο σημερινό μου σχόλιο θα παραθέσω δύο σενάρια που αναφέρονται στο εσωτερικό της Κύπρου, και ένα σύντομο τρίτο που αφορά τους εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στη μεγαλόνησο:

Το πρώτο σενάριο, «μη λύση» και διατήρηση της σημερινής κατάστασης, είναι δυστυχώς το πιθανότερο. Οφείλεται στα εκ διαμέτρου αντίθετα συμφέροντα των δύο πλευρών. Υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία σ’ αυτήν την προοπτική των εξελίξεων, από τη σκοπιά της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής πλευράς. Στα θετικά της μη λύσης μπορούμε να συμπεριλάβουμε την εξασφάλιση της ανόθευτης ανεξαρτησίας των αποφάσεων της κυπριακής κυβέρνησης (με δεδομένη τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση, την Ευρωζώνη και τον ΟΗΕ). Ιδιαιτέρως σημαντική, εδώ, είναι η μη αναγνώριση του ψευδοκράτους στον κατεχόμενο βορρά από όλα τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη, πλην της Τουρκίας. Σύμφωνα με ορισμένους πατριωτικούς κύκλους των Ελληνοκυπρίων, η δημιουργία μιας «χαλαρής διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας» μπορεί να απειλήσει ακόμη και την ταυτότητα του 80% των Ελλήνων της Κύπρου, με τη σταδιακή φθορά της γλώσσας και της θρησκείας τους. Στα θετικά –από αυτή τη σκοπιά– προστίθεται και ο παράγοντας «ελπίδα». Ελπίδα, ότι η σημερινή εσωτερική αστάθεια στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και η αμφιλεγόμενη στάση του Ταγίπ Ερντογάν στον διεθνή προσανατολισμό της χώρας του, ανοίγουν μελλοντικές ευκαιρίες για μια καλύτερη και λογικότερη λύση.

Από την άλλη πλευρά του διλήμματος, υπάρχουν πολλά και σοβαρά αρνητικά στοιχεία στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων. Μια απλή απαρίθμηση είναι άκρως απογοητευτική για τα συμφέροντα του Ελληνισμού: Παραμονή των σαράντα χιλιάδων του τουρκικού στρατού στα κατεχόμενα, συνεχιζόμενη αύξηση Τούρκων εποίκων σε βάρος των γηγενών Τουρκοκυπρίων, παγίωση της ντε φάκτο διχοτόμησης, έναρξη μιας διαδικασίας αναγνωρίσεων του ψευδοκράτους, περαιτέρω αλλοίωση της πληθυσμιακής αναλογίας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, και –κυρίως– μη επιστροφή εδαφών και περιουσιών (στις περιοχές Μόρφου και Αμμοχώστου) που προϋποθέτει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του κυπριακού προβλήματος. Αντιθέτως, μια σχετικά θετική πλευρά της υπό διαπραγμάτευση λύσης (για τους Ελληνοκυπρίους) αφορά την αποδοχή επιστροφής εδαφών από την τουρκοκυπριακή πλευρά, που –σύμφωνα με τον χάρτη που κατέθεσαν οι Τουρκοκύπριοι– περιορίζει την τουρκοκυπριακή ομόσπονδη οντότητα από το σημερινό 37% στο 29% του κυπριακού εδάφους. Παράλληλη εδώ είναι και η ελληνοκυπριακή πρόταση του 28% για τα μελλοντικά εδάφη της τουρκοκυπριακής οντότητας. Προφανώς, ύστερα από κάποια πρόσθετη διαπραγμάτευση, οι δύο πλευρές μπορούν να φθάσουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή εδαφική οριοθέτηση των μελλοντικών οντοτήτων της Κυπριακής Ομοσπονδίας. Βεβαίως υπάρχει μεγάλο κέρδος και για τους Τουρκοκυπρίους, που θα είναι η επίσημη ένταξή τους (ως συνιστώσας ενιαίου κράτους) στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη ζώνη του Ευρώ. Θα φέρει, επίσης, τη σταδιακή απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων, και την ουσιαστική συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων σε μια χώρα με τεράστια προοπτική – ως ενεργειακού κόμβου της Ευρώπης στην ανατολική Μεσόγειο. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, η «κοινή γλώσσα εργασίας» σε ομοσπονδιακό επίπεδο θα είναι η αγγλική! Και αυτό και μόνο θα προβληματίσει πολλούς Ελληνοκυπρίους.

Σε περίπτωση εξεύρεσης λύσης θα παραμείνουν αρκετά πρόσθετα αγκάθια, με ανάλογες τριβές και αμφισβητήσεις. Για παράδειγμα, το υπάρχον καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων και η παραμονή τουρκικών (αλλά και ελληνικών) στρατευμάτων στην Κύπρο δεν συνάδει με την ιδιότητα κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για το παρεμπίπτον θέμα περί του μέλλοντος των βρετανικών βάσεων, το Ηνωμένο Βασίλειο έχει φροντίσει να εξασφαλίσει το καθεστώς κυρίαρχου βρετανικού εδάφους με τις ιδρυτικές συνθήκες της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960. Αρκετά, δυστυχώς, ερωτήματα θα εξακολουθήσουν να αιωρούνται (μετά μια υποθετική λύση). Για παράδειγμα, και πάλι, συμφέρει την Κύπρο μια ισχυρή ή μια διακοσμητική κεντρική κυβέρνηση της προτεινόμενης Κυπριακής Ομοσπονδίας; Και πώς θα ψηφίσουν οι πολίτες της Κύπρου στον βορρά και τον νότο της μεγαλονήσου στα επιβεβλημένα δημοψηφίσματα;

Για το τρίτο σενάριο, που αφορά τους εκτός Κύπρου παράγοντες, η σημερινή κατάσταση είναι –επιεικώς– ρευστή: Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις βρίσκονται σε μεταβατική κατάσταση (η Ελλάδα λόγω της παρατεταμένης οικονομικής της κρίσης, η Βρετανία λόγω του βασανιστικού ερωτήματος περί της υλοποίησης του Brexit, και η Τουρκία που επιπλέει στα απόνερα του πρόσφατου στρατιωτικού πραξικοπήματος). Η Μέση Ανατολή θα συνεχίσει να φλέγεται, με τραγικό επίκεντρο την ερειπωμένη Συρία και τον ηφαιστειακό περίγυρό της. Η Ρωσία θα προχωρήσει αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στον ρόλο της μεγάλης (άρα ικανοποιημένης) δύναμης και αυτόν του περιφερειακού αναθεωρητισμού. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, πέρα από τη βρετανική αποχώρηση και τις οικονομικές αναταράξεις στον Μεσογειακό της χώρο, αντιμετωπίζει ήδη έντονες τάσεις εθνικιστικής και αποσχιστικής έξαρσης από ακροδεξιές κινήσεις σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, και αλλού, τις οποίες το εκρηκτικό προσφυγικό πρόβλημα έχει επικίνδυνα ενισχύσει. Και, τέλος, ο αμφίθυμος νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο κ. Ντόναλντ Τραμπ, ξεφεύγει από την ικανότητα πρόβλεψης που διαθέτουν οι κάθε λογής πολιτικοί αναλυτές.

Αν δεχθούμε όλα τα συν και πλην παραπάνω, συμπεραίνω ότι η πιο στέρεη επιλογή της Κύπρου –με ή χωρίς τη λύση– είναι η παραμονή της στο αγκυροβόλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης!

 Θεόδωρος Κουλουμπής,
ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών.

http://www.kathimerini.gr/892812/opinion/epikairothta/politikh/kypriako-proodos-h-anapalaiwsh

23/1/17



Ο Σουηδός πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, Όλαφ Σκοογκ (Olof Skoog), ο ειδικός σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Έιντε και η ειδική αντιπρόσωπος του στην Κύπρο Ελίζαμπεθ, Σπέχαρ, Φωτογραφία ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΖΟΥΠΑΝΙΩΤΗΣ 

  Στον κόσμο του ο Άιντα: 

 Συνεχίζει να μην “βλέπει” ότι το πρόβλημα είναι η κατοχική δύναμη  

Ο Ειδικός Σύμβουλος του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό Έσπεν Μπαρθ Έιντε χαρακτήρισε “ιδιαίτερα σημαντικό” για τον ίδιο και την Ειδική Αντιπρόσωπό του στην Κύπρο Ελίζαμπεθ Σπέχαρ αλλά και όλους τους αξιωματούχους του ΟΗΕ, που προσπαθούν να υποστηρίξουν την καθοδηγούμενη από τους δύο ηγέτες διαδικασία επίλυσης του προβλήματος, να αισθάνονται ότι έχουν την ομόφωνη στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας. 

«Θα μεταφέρουμε στην Κύπρο αυτό το μήνυμα, που είναι σημαντικό για το έργο μας, αλλά περισσότερο σημαντικό είναι πως αποτελεί μια πολύ ισχυρή ενθάρρυνση προς τους ηγέτες κ.κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί, οι οποίοι επιδεικνύουν πραγματική ηγεσία όλους αυτούς τους 20 μήνες και ιδιαίτερα τους τελευταίους, όπου αμφότεροι συμφώνησαν να ανταλλάξουν χάρτες με πολύ παρόμοια ποσοστά, αλλά και συμφώνησαν να ξεκινήσουν την διεθνή διάσκεψη για την Κύπρο», είπε ο κ. Έιντε μιλώντας στους δημοσιογράφους. 

Ο ειδικός σύμβουλος τόνισε πως το γεγονός ότι η διεθνής διάσκεψη για την Κύπρο ξεκίνησε σηματοδοτεί μια κεντρική αλλαγή στη διαδικασία, η οποία μέχρι τώρα ήταν διαπραγμάτευση μεταξύ των δύο πλευρών.

 «Οι συνομιλίες αυτές ασφαλώς συνεχίζονται, γιατί υπάρχουν ακόμη εκκρεμή ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν, όμως η διάσκεψη τώρα ορίστηκε σε διεθνές επίπεδο, το οποίο σημαίνει ότι τελικά όλα τα θέματα βρίσκονται στο τραπέζι. Και το ότι όλα τα θέματα βρίσκονται στο τραπέζι συμβαίνει γιατί βρισκόμαστε στην τελική φάση», σημείωσε. 

Μετά τις επίσημες δηλώσεις του, σε ερώτημά μας αν εννοούσε πως όλα τα θέματα βρίσκονται στο τραπέζι της διεθνούς διάσκεψης, ο κ. Έιντε διευκρίνισε πως εννοούσε «τραπέζια» και πως στη διάσκεψη δεν γίνεται διαπραγμάτευση επί των θεμάτων των πέντε κεφαλαίων. 

Ο ειδικός σύμβουλος ξεκαθάρισε ότι δεν γνωρίζει πόσον καιρό θα διαρκέσει αυτή «η τελική φάση».

 «Είχαμε την εναρκτήρια συνεδρίαση στις 12 Δεκεμβρίου και την περασμένη εβδομάδα τη δεύτερη συνεδρίαση, που ήταν πολύ επιτυχής. Ήμουν σε θέση να ενημερώσω το Σ.Α. για το αποτέλεσμα της δεύτερης συνάντησης, όπου προσπαθήσαμε να ταυτοποιήσουμε τα προς συζήτηση θέματα και να θέσουμε επί τάπητος μία καταγραφή πιθανών απαντήσεων σ’ αυτά τα ερωτήματα και πώς θα προετοιμαστούμε τις προσεχείς εβδομάδες για την επανασύγκληση της διάσκεψης σε πολιτικό επίπεδο», πρόσθεσε. 

Ο κ. Έιντε δήλωσε ενθαρρυμένος και ανέφερε στο Συμβούλιο Ασφαλείας πως έχουμε μια ευκαιρία η οποία δεν θα πρέπει να χαθεί, γιατί η αποτυχία θα είναι πολύ αρνητική για την Κύπρο, τους Κυπρίους και την περιοχή. Και εξέφρασε ικανοποίηση γιατί και από όλα τα μέλη τονίστηκε πως υπάρχει συνείδηση ότι βρισκόμαστε σε μία πολύ σημαντική στιγμή η οποία δεν πρέπει να χαθεί. 

Ξεκαθάρισε ότι υπάρχουν κρίσιμα δύσκολα θέματα τα οποία πρέπει να επιλυθούν από τους ίδιους τους Κυπρίους. 

«Υπάρχουν εκκρεμή ζητήματα και ενθαρρύναμε τους ηγέτες να συνεχίσουν το σταθερό έργο τους για το ξεπέρασμα των θεμάτων αυτών μεταξύ τους. Έχουμε επίσης τα διεθνή θέματα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, τα οποία είναι μακρά από του να επιλυθούν. Όμως θέλω να σας ενημερώσω ότι αισθάνθηκα πως οι εξωτερικοί παίκτες – οι εγγυήτριες δυνάμεις και η Ε.Ε. που είναι ενδιαφερόμενο μέρος και παρατηρητής – προσέρχονται με ισχυρή δέσμευση για να βρουν λύσεις και όχι να βρουν περαιτέρω προβλήματα. Υπάρχουν αρκετά προβλήματα στην Κύπρο και είναι καιρός να τα λύσουμε. Είναι δυνατό και επιτεύξιμο και η υποστήριξη εκ μέρους του Συμβουλίου είναι καθοριστική προς αυτή την κατεύθυνση» τόνισε ο κ. Έιντε. 

Η ειδική αντιπρόσωπος Ελίζαμπεθ Σπέχαρ που αναφέρθηκε στα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με την παρουσία της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο, χαιρέτισε τη σθεναρή υποστήριξη που εκφράστηκε από τα μέλη του Σ.Α. προς τους ηγέτες «και την αξιοσημείωτη πρόοδο που σημείωσαν». Υπογράμμισε ακόμη ότι το Σ.Α. χαιρέτισε το ρόλο των εγγυητριών και άλλων σχετικών πρωταγωνιστών και εξέφρασε την σθεναρή υποστήριξη στην παρουσία των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, τόσο σε σχέση με την αποστολή των καλών υπηρεσιών στις συνομιλίες, όσο και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

 Η κ. Σπέχαρ επίσης ευχαρίστησε το ΣΑ για την πρόθεσή του να ανανεώσει τη θητεία της ειρηνευτικής δύναμης. 

Αναφέρθηκε και σε ζητήματα που αφορούν την ΟΥΝΦΙΚΥΠ και υπογραμμίστηκαν από το Σ.Α., όπως τη σημασία της προώθησης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, το έργο της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων και τη σημασία του ρόλου των γυναικών στην ειρήνη και ασφάλεια στις διαπραγματεύσεις και την εφαρμογή της συμφωνίας. 

Τέλος, σημείωσε το ενδιαφέρον – εδώ και καιρό – του Συμβουλίου στην προετοιμασία της ΟΥΝΦΙΚΥΠ επί του εδάφους για το σχεδιασμό στην περίπτωση μιας διευθέτησης. 

«Το θέμα της εφαρμογής κατ’ ακρίβεια αφορά στο πώς οι Κύπριοι θα εφαρμόσουν τη συμφωνία, όμως μας έχει λεχθεί ξεκάθαρα από τις πλευρές πως θα ήθελαν ισχυρή υποστήριξη από τα Ηνωμένα Έθνη για να βοηθηθεί η εφαρμογή της συμφωνίας», είπε στις δηλώσεις της. 

Πρόσθεσε πως το Σ.Α. τους ενθάρρυνε να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα και πως θα συνεχίσουν να το πράττουν, «πάντοτε καθοδηγούμενοι από τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών και κάποια από τα σοβαρά θέματα που απομένουν ακόμη να συμφωνηθούν και βαρύνουν στην υποστήριξη που θα μπορέσουμε να παράσχουμε. Και ασφαλώς από το τι ακριβώς οι πλευρές θα μας ζητήσουν να πράξουμε ως Ηνωμένα Έθνη. Γιατί καθώς γνωρίζετε, πρόκειται για καθοδηγούμενη από τους ηγέτες διαδικασία και καθοδηγούμαστε από τους ίδιους τους Κυπρίους», κατέληξε. 

ΚΥΠΕ – Αποστόλης Ζουπανιώτης – ΗΠΑ/Ηνωμένα 'Εθνη

 24/01/2017

  
http://mignatiou.com/2017/01/ston-kosmo-tou-o-ainta-sinechizi-na-min-vlepi-oti-to-provlima-ine-i-katochiki-dinami/



ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΓΚΟΥΜΑ


  Ερωτήσεις περί των δύο οικονομιών της “νέας Κύπρου” 
 και απαντήσεις που θα ξαφνιάσουν. 


Στο άρθρο μου περιορίζομαι σε θέματα της οικονομίας της λύσης που υποτίθεται πως έχουν συμφωνηθεί. Υποβάλλω σειρά ερωτήσεων που θα πρέπει να απαντηθούν χωρίς περιστροφές και εποικοδομητικές ασάφειες αλλιώς θα μπούμε σε περιπέτειες.       
Θέμα 1—Νερό από Τουρκία: 
Πραγματικότητες: 
α.) Tα έξοδα μεταφοράς νερού από την Τουρκία ξεπερνούν κατά πολύ το €1δις 
β.) Οι πολιτικοί στα Κατεχόμενα λένε πως το έργο αποτελεί δωρεάν της Τουρκίας ενώ το Επιμελητήριο Αρχιτεκτόνων και Μηχανικών στα Κατεχόμενα τονίζει πως το πρωτόκολλο Τουρκίας-‘Κράτους’ μιλά για χρέος που θα πρέπει να αποπληρωθεί ‘μέχρι την τελευταία πέννα.
’ Ερωτήσεις: 
α.) Τι έχει συμφωνηθεί από εμάς για το συγκεκριμένο θέμα; 
β.) Ποίος θα πληρώσει το χρέος του €1+δις και τους τόκους; 
γ.) Σε ποία περιπέτεια μας βάζει το νερό εφόσον ελέγχεται από Τουρκία;      
Θέμα 2—Συνολικό χρέος για λειτουργικά έξοδα: 
Πραγματικότητες: 
Από ό,τι φαίνεται, το ‘Κράτος’ και οι διάφοροι «κρατικοί» οργανισμοί των Κατεχομένων χρωστούν τεράστια ποσά σε διάφορους φορείς στην Τουρκία. Το ‘Κράτος’ ήδη παραδέχτηκες τα πρώτα €17 δις χρέους (πέντε φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ του ‘Κράτους.’) Επειδή θα μπλέξουμε άσχημα με τα χρέη του ‘Κράτους’ καλό να ξέρουμε σε ποιους τουρκικούς φορείς χρωστά, όπως: 
(α) Τουρκικό κράτος, στρατό/ναυτικό/αεροπορία 
(γ) Τούρκικους οργανισμούς δημοσίου δικαίου 
(δ) Τούρκικες τράπεζες, εταιρείες και πολίτες; 
Ερωτήσεις: 
α.) Τελικά, πόσο είναι το συνολικό χρέος του ‘Κράτους’ από λειτουργικά έξοδα;’ 
β.) Ποίες σχετικές συμφωνίες έχουν υπογραφεί και ποίος θα πληρώσει τα χρέη; 
γ.) Τι γίνεται με τους τόκους και ποιο το συνολικό ποσό των τόκων;      
Θέμα 3—Κόστος έργων υποδομής: 
Πραγματικότητες: 
α.) Όλα τα έργα υποδομής στα Κατεχόμενα όπως δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία, λιμάνια, ναύσταθμοι, αεροδρόμια, στρατόπεδα, πεδία βολής, πεδία στρατιωτικών ασκήσεων, κοκ έχουν κατασκευαστεί από την Τουρκία με κόστος που υπολογίζεται μέχρι και €8 δις. 
Ερωτήσεις: 
α.) Ποία από τα πιο πάνω έργα αποτελούν ιδιοκτησία: 
i.) της τούρκικης κυβέρνησης και των τούρκικων ενόπλων δυνάμεων, π.χ. ναύσταθμοι, στρατόπεδα, 
ii.) των τούρκικων κρατικών οργανισμών και 
iii.) των τούρκικων εταιρειών, τραπεζών και άλλων;
 β.) Επειδή θα μπλέξουμε και με αυτό το χρέος, πόσο είναι το ύψος του και ποίος θα το πληρώσει και με ποίους τόκους και πότε;      
Θέμα 4—δεσμευτικές οικονομικές νομοθεσίες. 
Πραγματικότητες: 
Το ψευδοκράτος έχει ψηφίσει δεκάδες νόμους που αφορούν σε οικονομικά θέματα και επίσης έχει συνάψει με τούρκικους φορείς δεκάδες οικονομικές συμφωνίες που στα σίγουρα θα μας βάλουν σε μπλεξίματα. 
Ερωτήσεις:
 α.) Ποίες ‘νομοθεσίες’ έχουν ψηφιστεί και ποίες οικονομικές συμφωνίες έχουν υπογραφεί με τουρκικούς φορείς; 
β.) Από πού μπορούμε να βρούμε τόσο τις ‘νομοθεσίες’ όσο και τις συμφωνίες για να τις αξιολογήσουμε ως ενδιαφερόμενοι πολίτες;
 γ.) Ποίοι οι οικονομικοί κίνδυνοι για την Κύπρο από τέτοιες δεσμεύσεις;     
 Θέμα 5—ενοίκια και υποθήκες. 
Πραγματικότητες :
 Προφανώς το ‘Κράτος’ έχει ενοικιάσει και/η υποθηκεύσει σε τούρκικους φορείς κυπριακό χερσαίο και θαλάσσιο χώρο. Σαν αποτέλεσμα η Τουρκία θα έχει και εσαεί δικαιώματα, ενδεχομένως. 
Ερωτήσεις: 
α.) Ποία περιουσιακά στοιχεία έχουν ενοικιαστεί ή υποθηκευτεί στην Τουρκία ή στον τούρκικο στρατό/ναυτικό/αεροπορία; 
β.) Ποία τα ποσά και ποία η διάρκεια των συμφωνιών και ποίες από αυτές προβλέπουν μετά-λύση χρήση;     
 Θέμα 6—κλαπείσα Ε/Κ κινητή περιουσία 
Πραγματικότητες : 
Στην έκθεση του, με ημερομηνία 5 Ιουνίου1976, ο ΓΓ του ΟΗΕ αναφέρει καθαρά πως κατά την περίοδο της τούρκικης εισβολής κλάπηκε μεγάλης αξίας Ε/Κ κινητή περιουσία όπως, προσωπικά αντικείμενα, έπιπλα, αυτοκίνητα, εμπορεύματα, ζώα, υλικά, μηχανήματα, εξοπλισμός, κοκ.
 Ερωτήσεις: 
α.) Ποίος και πότε θα αποζημιώσει τους νόμιμους ιδιοκτήτες και με ποία ποσά; 
β.) Συζητήθηκε καθόλου το συγκεκριμένο θέμα που ήγειρε ο ΓΓ του ΟΗΕ το 1976; 
Μετά από πρόσφατη παρουσίαση μου στην τηλεόραση με θέμα την οικονομία της ΔΔΟ πήρα από τηλεθεατή το εξής οξύμωρο μήνυμα, «με τα στοιχεία που παρουσιάσατε κανένας δεν θα ψηφίσει την λύση.» Όταν του εξήγησα πως σαν αναλυτής με πολυετή υπηρεσία απλά παρουσίασα τα δεδομένα για να κρίνει ο καθένας μόνος του πήρα την ακόλουθη απάντηση, «εγώ θέλω λύση τζιε ότι θέλει ας γίνει.» Όταν του είπα πως, «μια καλή λύση θα είναι σωτήρια αλλά μια κακή θα μας φέρει ολοκληρωτική καταστροφή,» ο συνομιλητής μου αντέταξε, «δεν με ενδιαφέρει τίποτε, είμαι [οικονομικά] παττισμμένος (πτωχεύσας) και θέλω λύση!» Μη δυνάμενος να τα βγάλω πέρα με την ‘λογική’ του συνομιλητή μου αναγκάστηκα να υψώσω λευκή σημαία.
ΑΡΗΣ ΠΕΤΑΣΗΣ
24/1/2017
http://mignatiou.com/2017/01/erotisis-peri-ton-dio-ikonomion-tis-neas-kiprou-ke-apantisis-pou-tha-xafniasoun/



Η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη.

 Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ 

Η πρόσφατη δήλωση Ερντογάν ότι η Τουρκία θα μείνει για πάντα στην Κύπρο ως εγγυήτρια δύναμη παραπέμπει σε μια άλλη πασίγνωστη στην Ιστορία βρετανική τοποθέτηση πριν από έξι δεκαετίες.
Τότε ο υπουργός Αποικιών της Βρετανίας, Χόπκινσον, δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος ουδέποτε θα γίνει πλήρως ανεξάρτητη. Δεν ήταν μια προσωπική άποψη, αλλά βασικός πυλώνας της αποικιοκρατικής πολιτικής της Βρετανίας. Λίγο νωρίτερα τα ίδια επαναλάμβανε και ο συνάδελφός του επί των Εξωτερικών, Ιντεν, στην Αθήνα. Οταν γύριζε περιφρονητικά την πλάτη στον Ελληνα πρωθυπουργό Παπάγο λέγοντας: «Το Κυπριακό δεν είναι απλώς κλειστό, αλλά ανύπαρκτο ζήτημα. Και ως τέτοιο δεν μπορεί να υφίσταται ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον».
Ο παραλληλισμός των δηλώσεων δεν γίνεται εδώ ως προαναγγελία για τη θέση που είναι προορισμένες να πάρουν στην Ιστορία οι δηλώσεις Ερντογάν. Αλλά για να αναδειχθεί ότι συνδέονται μεταξύ τους. Οχι μόνο ως προς μια κατακτητική νοοτροπία, τον κυνισμό και την προκλητικότητά τους.
Είναι κοινός τόπος στην Ιστορία ότι η Βρετανία ανέσυρε την Τουρκία από το περιθώριο του Κυπριακού και την ανέδειξε σε ισότιμο παράγοντα. Βρετανικό έργο είναι, κυρίως, και η ανακήρυξή της σε εγγυήτρια δύναμη, με στρατιωτική παρουσία στο νησί και επεμβατικά δικαιώματα. Μετά την παραχώρηση της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία (1878) και την τυπική προσάρτηση στην Κοινοπολιτεία (1914), το αγγλοκρατούμενο καθεστώς σφραγίστηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Με αυτήν επιβεβαιωνόταν ρητά η παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα στο νησί. Από τότε το Κυπριακό είχε εξελιχθεί σε ένα κλασικού τύπου αποικιακό πρόβλημα ανεξαρτησίας-αυτοδιάθεσης.
Η μεταπολεμικά καταρρέουσα αυτοκρατορική Βρετανία, αδυνατώντας να διατηρήσει την αποικία με τη βία των όπλων, αρχίζει να μεθοδεύει τη μετάλλαξή του σε πολυμερές-διεθνές. Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με επιδιαιτητή την ίδια.
Ο Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου (1η Μαρτίου 1959). Είχε τότε τον φόβο ότι η «δεσμευμένη» ανεξαρτησία και η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη με στρατιωτική παρουσία και δυνατότητα επέμβασης ήταν μια «καταστροφική μηχανή», όπως την ονόμαζε ο Γ. Σεφέρης.

Η αγγλική «παγίδα»

Αποκορύφωμα αυτής της διεργασίας, ενώ αρχίζει και ο ένοπλος εθνικοαπελευθερωτικός κυπριακός αγώνας, ήταν η περίφημη Τριμερής Διάσκεψη. Ελληνική και τουρκική κυβέρνηση προσκλήθηκαν το καλοκαίρι του 1955 στο Λονδίνο για να συζητήσουν «πολιτικά και αμυντικά θέματα τα οποία αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανόμενης της Κύπρου». Ερήμην εκπροσώπων του κυπριακού λαού. Η αγγλική «παγίδα» (χαρακτηρισμός του Μακαρίου εκείνη την εποχή) ήταν πασίδηλη. Η ελληνική βασιλική κυβέρνηση (πρωθυπουργός Παπάγος – υπουργός Εξωτερικών Στ. Στεφανόπουλος) νομιμοποίησε με τη συμμετοχή της την τουρκική ως συνομιλήτρια και εταίρο, με ίσα δικαιώματα για το Κυπριακό. Ανταποκρίθηκε, μάλιστα, «μεθ’ ικανοποιήσεως» στο πλαίσιο των ΝΑΤΟϊκών υποχρεώσεών της!


Πάνω, ο Πρόεδρος Μακάριος με τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Κιουτσούκ επιθεωρούν την Τουρκική Δύναμη κατά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960. Κάτω, την ίδια ημέρα παρελαύνει ενώπιόν του και η Ελληνική Δύναμη Κύπρου. 
Παρά το ναυάγιο της Τριμερούς, λόγω και του μεθοδευμένου πογκρόμ με τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ενώ συνεχιζόταν η διάσκεψη, το Κυπριακό είχε μετατραπεί πια σε διαφορά μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Από το σημείο αυτό μέχρι τις συμφωνίες της Ζυρίχης – Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959) όλα τα σχέδια και τα σενάρια σφραγίζουν τη νομιμοποίηση του τουρκικού παράγοντα στο Κυπριακό.
Με μοιραίους πρωταγωνιστές από την ελληνική πλευρά τον Κ. Καραμανλή και τον Ευ. Αβέρωφ την πιο κρίσιμη περίοδο του 1955-1960. Αλλωστε ο διάδοχος του Παπάγου και ιδρυτής της ΕΡΕ οριζόταν πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας να βάλει «στο ράφι» το Κυπριακό που απειλούσε την ενότητα της δυτικής συμμαχίας.
Οι συμφωνίες

Αυτό αποτυπώνεται στις συμφωνίες Εγγυήσεως και Συμμαχίας, που συνοδεύουν τα κείμενα για την «εξαρτημένη» ανεξαρτησία της Κύπρου.Η πρώτη προέβλεπε ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια της Κύπρου «ως και την κατάστασιν πραγμάτων την καθιερωθείσαν υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της». Προνοούσε ότι σε περιπτώσεις παραβίασης των συμφωνιών οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις υποχρεούνται να διαβουλεύονται μεταξύ τους για τα απαραίτητα μέτρα και «εφόσον κοινή ή συντετονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει αυτή το δικαίωμα, όπως ενεργήσει με μόνο σκοπό την επαναφοράν τής διά της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως». Αυτό είναι το άρθρο που επικαλέστηκε η Τουρκία για την εισβολή του 1974. Ενώ στην πραγματικότητα το παραβίαζε, αφού:

– Η συνθήκη δεν περιέχει το δικαίωμα χρήσης βίας γιατί το αποκλείει ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
– Δεν προηγήθηκαν διαβουλεύσεις μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων ώστε να αναληφθεί, ενδεχομένως, κοινή πρωτοβουλία. Ακόμα και όταν αποκαταστάθηκε η συνταγματική τάξη, τα τουρκικά στρατεύματα παρέμεναν ως κατοχική δύναμη στο 37% του νησιού.
ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ξεπερασμένο και παράνομο το σύστημα ασφάλειας

Στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου προβλεπόταν ότι η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών (60% Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι). Ισάριθμη δύναμη οριζόταν και για τα Σώματα Ασφαλείας (70% και 30% αντίστοιχα). Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Αγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου. Επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, με ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 και τουρκική 650 ανδρών. Το σύστημα εγγυήσεων και ασφάλειας ήταν από τότε κατάλοιπο άλλων εποχών. Ξεπερασμένο από τη ζωή. Παράνομο σήμερα από κάθε άποψη του διεθνούς δικαίου. Οταν επιβλήθηκε στην Κύπρο, μαζί με το δοτό Σύνταγμα, ήταν μεν ένας ακραίος και αδικαιολόγητος συμβιβασμός για την ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά, αλλά είχε μια λογική.
Διαφορετικοί στόχοι

Με την έννοια ότι πριν από την ανεξαρτησία η μεν πλειοψηφία στο νησί στόχευε στην ένωση με την Ελλάδα ή την αυτοδιάθεση, η δε τουρκοκυπριακή (18% του πληθυσμού) στη διχοτόμηση ή την απόδοσή του στην Τουρκία. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις και η συμφωνία δεν έγιναν ανάμεσα στις δύο κοινότητες και τη Βρετανία, αλλά στις «μητέρες πατρίδες» και το Λονδίνο. Αλλωστε, η τουρκοκυπριακή πλευρά, σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή, είχε αναθέσει την εκπροσώπησή της στην Αγκυρα.

Στις συνθήκες εκείνες καλούνταν να διαδραματίσει θετικό ρόλο για την ανεξαρτησία και το συνταγματικό καθεστώς. «Το μεγάλο λάθος, σύμφωνα με μια διατύπωση του Γ. Τενεκίδη, ήταν ότι κανείς δεν σκέφτηκε να εντάξει στις Συμφωνίες μια ρήτρα κατά την οποία σε περίπτωση διαμάχης γύρω από το Κυπριακό η διαφορά θα υποβαλλόταν προς κρίση σε διεθνές όργανο…
Οι συμβαλλόμενοι, οι μεν συνειδητά (εγγυήτριες δυνάμεις), οι δε από άγνοια, αποδιεθνοποιούσαν το Κυπριακό».
ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ αποβιβάστηκαν στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου 1960, κατά τη μέρα ανακήρυξης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική δύναμη άρχισε να συγκροτείται από τον Νοέμβριο του 1959 στο Μπογιάτι Αττικής και φτάνοντας στην Αμμόχωστο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Την ίδια ημέρα εγκαταστάθηκε σε στρατόπεδο έξω από τη Λευκωσία. Ακόμη τίποτα δεν έδειχνε ότι θα χρησιμοποιούνταν ως αθηναϊκό όχημα για τις καταστροφικές εξελίξεις στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ

Από τις πλέον στρατιωτικοποιημένες χώρες

Η σημερινή θέση για εγκατάλειψη του αναχρονιστικού συστήματος ασφάλειας και εγγυήσεων στην Κύπρο έχει πίσω του μια μακρά διαδικασία. Διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. Επαναδιατυπώθηκε από τότε πολλές φορές μέχρι να γίνει και επισήμως διακηρυγμένη θέση της ελληνικής κυβέρνησης.
Στο μεταξύ η Κύπρος, μετά την εισβολή και κατοχή του 1974, είχε μετατραπεί σε μία από τις πλέον πυκνοστρατιωτικοποιημένες περιοχές του κόσμου. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία, οι κατοχικές δυνάμεις φθάνουν τις 43.000 άνδρες. Από τον καιρό της εισβολής, περίπου 25.000, αυξήθηκαν ως το 2002 σε 36.000 και ενισχύθηκαν αργότερα. Οι Τουρκοκύπριοι ένοπλοι υπολογίζονται σε 3.500, ενώ άλλοι 26.000 ανήκουν σε εφεδρικά σώματα. Το σύνολο υπολογίζεται σε 72.500 στρατιώτες. Ανάλογη αύξηση -κι ακόμη μεγαλύτερη αναλογικά- σημειώθηκε και στους εξοπλισμούς.
Εκτός από την ΕΛΔΥΚ (950 στρατιώτες) και την ελληνοκυπριακή Εθνική Φρουρά (8.000 το 1974, σήμερα 12.500 και 50.000 έφεδροι) υπάρχουν 2.620 Βρετανοί στις βάσεις και η ειρηνευτική δύναμη Κύπρου (ΟΥΝΦΙΚΥΠ).
Το σχέδιο Ανάν

Για σύγκριση με όσα σχετικά συζητούνται αυτή την περίοδο προσφέρεται το προηγούμενο του 2004. Τα όσα προβλέπονταν με το γνωστό σχέδιο Ανάν, που απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους με το δημοψήφισμα.

Σύμφωνα με αυτό, θα αποσύρονταν κατά φάσεις τα τουρκικά στρατεύματα σε διάστημα δύο χρόνων, μέχρι να φτάσουν τις 6.000. Ταυτόχρονα θα έρχονταν στην Κύπρο ισάριθμα ελληνικά στρατεύματα. Στο ίδιο διάστημα θα διαλυόταν σταδιακά η Εθνική Φρουρά καθώς και οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις.
Προβλεπόταν ακόμη ότι το 2011 τα ελληνικά και τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν στις 3.000. Οταν η Τουρκία εντασσόταν στην ΕΕ θα έφθαναν στα επίπεδα των συμφωνιών του 1960, δηλαδή θα παρέμεναν στο νησί 950 Ελληνες και 650 Τούρκοι στρατιώτες.
Σημαντικοί σταθμοί στις δικοινοτικές διαπραγματεύσεις
1968 
Εναρξη δικοινοτικού διαλόγου, που διακόπτεται από το πραξικόπημα και την εισβολή.
1974
 Πρόσκληση του ΟΗΕ στις δύο κοινότητες στη βάση του ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευ-σης προς όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τον αδέσμευτο διεθνή προσανατολισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας.
1975 
Μονομερής ανακήρυξη «ομοσπονδιακού τουρκικού κράτους», ενώ ο ΟΗΕ επιχειρεί «επανάληψη, εντατικοποίηση και πρόοδο συνολικών διαπραγματεύσεων». Η Τουρκία παραβιάζει ό,τι συμφωνείται.
1977 – 1979
 Συμφωνίες Κορυφής (Μακαρίου – Ντενκτάς και Κυπριανού – Ντενκτάς) όπου οριζόταν ως στόχος η δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση με αποστρατιωτικοποίηση.
1983 
Ανακηρύσσεται το παράνομο τουρκοκυπριακό «ανεξάρτητο κράτος».
1984 – 1992 
Πρωτοβουλίες ΟΗΕ προς την κατεύθυνση επίτευξης ενός συμφωνημένου πλαισίου για συνολική διευθέτηση. Δεν έγινε δυνατό, εξαιτίας της αδιαλλαξίας τουρκοκυπριακής πλευράς-Αγκυρας.
1999 – 2002 
Προσπάθειες για συνολική λύση εν όψει της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ καθώς και της υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ.
2002 – 2004
 Σχέδιο Ανάν και απόρριψή του από τους Ελληνοκύπριους.
2008 – 2012 
Νέες συνολικές διαπραγματεύσεις, που πάγωσαν Τουρκο-κύπριοι και Τούρκοι.
2014 
Κύκλος «δομημένων συνομιλιών», που υπονομεύθηκαν από κατάφωρες παραβιάσεις της κυπριακής κυριαρχίας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
2015 
Εναρξη νέου γύρου συνομιλιών (Αναστασιάδη – Ακιντζί) που κατέληξαν στη Διάσκεψη της Γενεύης.
23/1/2017
http://www.ethnos.gr/koinonia/arthro/h_anakiryksi_tis_tourkias_se_eggyitria_dynami-64871722/



   Αναχρονιστική πηγή προβλημάτων η Συνθήκη Εγγυήσεων δηλώνει 

    ο  πρόεδρος Αναστασιάδης.

 Ως «αναχρονιστική και πηγή προβλημάτων» χαρακτήρισε τη Συνθήκη των Εγγυήσεων για την Κύπρο, ο Κύπριος Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, στο πλαίσιο προσφώνησής του στην Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. 
Διευκρινίζοντας στους βουλευτές ότι πρόθεσή του δεν είναι «να εμπλακεί σε μια λογική επίρριψης ευθυνών», αλλά να ενημερώσει τόσο για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί όσο και για τα βασικά προβλήματα σήμερα, ο Κύπριος πρόεδρος ανέφερε:
«Εδώ και 20 μήνες έχει ξεκινήσει μια νέα προσπάθεια, η οποία απέδωσε αποτελέσματα, με πρόοδο στα κεφάλαια Διακυβέρνησης και Διαμοιρασμού των Εξουσιών, Οικονομίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε λιγότερο βαθμό, στο κεφάλαιο του Περιουσιακού».
Ανέφερε, επίσης, ότι στους τελευταίους μήνες οι προσπάθειες επικεντρώθηκαν στη συζήτηση δύο καθοριστικών κεφαλαίων, εκείνου που αφορά στις εδαφικές προσαρμογές και εκείνου της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων.
Ο κ. Αναστασιάδης στάθηκε ιδιαίτερα στη διεθνή πτυχή του θέματος της Ασφάλειας και των Εγγυήσεων για το Κυπριακό. Έκανε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στην υπογραφή της Συνθήκης των Εγγυήσεων το 1960 από την Κυπριακή Δημοκρατία, την Τουρκία, την Ελλάδα και την Μ. Βρετανία.
«Θα πρέπει να παραδεχτώ», δήλωσε, «πως η πηγή των όποιων προβλημάτων που ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουμε υπήρξε ακριβώς η Συνθήκη Εγγυήσεων, που δυστυχώς έδωσε την εντύπωση στους κηδεμόνες πως διέθεταν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά του νεοσύστατου κράτους, με αποκορύφωμα την τουρκική εισβολή του 1974, με πρόσχημα την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης μετά το πραξικόπημα της στρατιωτικής Χούντας των Αθηνών, της άλλης των εγγυητριών δυνάμεων», είπε ο Κύπριος Πρόεδρος και σημείωσε:
«Δυστυχώς, αντί για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης, η Τουρκία κατέλαβε βιαίως το βόρειο τμήμα της Κύπρου (37% του συνολικού εδάφους), εξαναγκάζοντας 167.000 Ελληνοκύπριους κατοίκους (1/3 του συνόλου των Ελληνοκυπρίων) να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μεταβούν στο ελεγχόμενο σήμερα από την Κυπριακή Δημοκρατία νότιο τμήμα της νήσου». 
Ο κ. Αναστασίαδης χαρακτήρισε ως «αναχρονιστικές» τέτοιου είδους ρυθμίσεις, «που μόνο προβλήματα μπορούν να προκαλέσουν και δεν δίνουν απαντήσεις στις ανησυχίες των μερών». 
Ανέφερε στη συνέχεια ότι με γνώμονα πως η ασφάλεια της μιας κοινότητας δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για την άλλη, έχει κατατεθεί «μια ολοκληρωμένη και περιεκτική πρόταση που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις ανησυχίες και των δυο κοινοτήτων».
Αναφορικά με τους όρους της συνολικής συμφωνίας για την επίλυση του Κυπριακού, ο κ. Αναστασίαδης υπογράμμισε τα σημεία σύγκλισης που έχουν επιτευχθεί όπως η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο, οι συνταγματικές πρόνοιες που απαγορεύουν την όποια απόσχιση. Για δε την εξασφάλιση της δικοινοτικότητας, προνοούνται μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις για έναν αποτελεσματικό τρόπο συμμετοχής των δύο κοινοτήτων στη διακυβέρνηση του κράτους, επισήμανε. «Συνεπώς, οι όποιες στρατιωτικές εγγυήσεις ή επεμβατικά δικαιώματα οποιασδήποτε τρίτης χώρας όχι μόνο δεν απαιτούνται, αλλά και αποτελούν αναχρονισμό, αφού, μεταξύ άλλων, πλήττουν την ανεξαρτησία ενός κράτους», τόνισε ο κ. Αναστασίαδης και προσέθεσε:
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σημερινά δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά σε σύγκριση με το 1960, αλλά και το 1974, η όποια παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ή εγγυητικών δικαιωμάτων της Τουρκίας μετά τη λύση (του κυπριακού), θα αποτελούσε μια ετεροβαρή ρύθμιση εις βάρος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, αφού λόγω ισχύος και αποστάσεως της Τουρκίας θα εθεωρείτο ως μια μόνιμη απειλή εναντίον των Ελληνοκυπρίων», υπογράμμισε. 
Σύμφωνα με τον κ. Αναστασιάδη, το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι καθοριστικό σε σχέση με τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού.
«Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως εάν όλα τα μέρη, και ιδιαιτέρως η Τουρκία, προσέλθουν με δημιουργική και εποικοδομητική προσέγγιση, μπορούμε να πετύχουμε την επίλυση του Κυπριακού στη βάση και εντός του πλαισίου των ευρωπαϊκών αρχών και αξιών», σημείωσε καταληκτικά ο Κύπριος Πρόεδρος.
«Success story για την Ευρώπη», η λύση του Κυπριακού 
Η λύση του κυπριακού θα ήταν ένα παράδειγμα, «ένα Success story για την Ευρώπη» δήλωσε ο κ. Αναστασιάδης, απαντώντας σε ερώτημα που του έθεσε η αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης [εθνομηδενίστρια] βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αννέτα Καββαδία, που είναι και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας.
Συγκεκριμένα, η κ. Καββαδία ανέφερε στην παρέμβασή της ότι παρακολουθώντας τις διαπραγματεύσεις έχει διαπιστώσει ότι ο λαός της Κύπρου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι φαίνονται πιο αποφασισμένοι από ποτέ να επιμείνουν για το κτίσιμο μιας λύσης και απευθυνόμενοι στον κ. Αναστασιάδη του έθεσε το ερώτημα:
«Με δεδομένο ότι η ευρωπαϊκή συγκυρία δεν είναι και η καλύτερη, καθώς η ΕΕ διέρχεται μια υπαρξιακή κρίση, που βάζει εγνωσμένες ευρωπαϊκές αρχές, ιδέες και αξίες σε δοκιμασία, πιστεύετε ότι η επαναπροσέγγιση και ενδεχόμενη επανένωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων θα θέσει ένα νέο ευρωπαϊκό παράδειγμα για την ανεκτικότητα και την συνύπαρξη»; 
Απαντώντας ο Κύπριος Πρόεδρος δήλωσε: «Έχω την εντύπωση, ότι θα ήταν ένα παράδειγμα, ένα success story για την Ευρώπη. Και αυτό γιατί είναι ένα καθεαυτό ευρωπαϊκό πρόβλημα, ιδιαίτερα αν σκεφτείτε τι συμβαίνει σήμερα μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Θα αποτελούσε και ένα μοντέλο για ειρηνική επίλυση αναλόγων προβλημάτων ιδιαίτερα προβλημάτων της περιοχής για ειρηνική συμβίωση,. Θα μπορούσε να αποτελέσει, σαφώς, ένα πρότυπο κράτους, έναν παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή και μια ευρωπαϊκή επιτυχία μπροστά στην κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη».
 Ολυμπία Τσίπηρα, Παρίσι
24/1/2017,ΑΠΕ-ΜΠΕ
http://mignatiou.com/2017/01/anachronistiki-pigi-provlimaton-i-sinthiki-engiiseon-diloni-o-proedros-anastasiadis/