Οι σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας μέσα από την αρχαιολογική έρευνα







Μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανασκαφές του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, που πραγματοποίησε στην Ολυμπία η αρχαιολογική αποστολή της γερμανικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης, με βραχίονα το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, από το 1875 έως το 1881, θέτει μια σειρά σύνθετων επιστημονικών και πολιτικών προβλημάτων, ισχύος, εξάρτησης, πολιτικών αντιπαραθέσεων των πολιτικών δυνάμεων με σημαντική εμπλοκή του ελληνικού και γερμανικού Τύπου της εποχής.

Είναι ταυτόχρονα μία πολιτιστική και πολιτική ανασκαφή, που φωτίζει το σήμερα.

Μέσα από τη μελέτη του Θανάση Μποχώτη, «ΕΛΕΓΧΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ - Η γερμανοελληνική σχέση εξουσίας στις ανασκαφές της Ολυμπίας, 1869 – 1882» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, η οποία λειτουργεί ως αγωγός επαναστοχασμού παρελθόντος-παρόντος, διατηρώντας την αυτονομία του επιστημονικού του αντικειμένου, ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει αναλογίες, διαφορές, συγκλίσεις και αποκλίσεις με τη σημερινή γερμανική πολιτική και οικονομική Κατοχή στην Ελλάδα, στο πλαίσιο των πρωτότυπων ιστορικών δεδομένων.

Λειτουργεί ως παράθυρο διαλόγου με την ιστορική κληρονομιά, την πολιτική διαδρομή του τόπου και πολλαπλό ερέθισμα συλλογικής αυτογνωσίας.

Μαζί με το επιστημονικό ανασκαφικό εγχείρημα που στέφθηκε με επιτυχία, φέρνοντας στην επιφάνεια χιλιάδες πολύτιμα αντικείμενα από έναν χώρο παγκόσμιας ιστορικής και αρχαιολογικής βαρύτητας, δημιουργώντας ένα μοναδικό παράδειγμα επιστημονικότητας, οι εν λόγω ανασκαφές προκάλεσαν, εκτός από τις εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις, και σοβαρές διενέξεις της γαλλικής και ρωσικής διπλωματίας, οι οποίες ενεργούσαν από τη δική τους σφαίρα ισχύος στην περιοχή, και μάλιστα σε έναν ιστορικό χώρο, όπως η Ολυμπία, με τεράστιο διεθνές συμβολικό περιεχόμενο.

Ο συγγραφέας αξιοποιεί πρωτότυπο ιστορικό υλικό, όπως τον φάκελο των διαπραγματεύσεων της σύμβασης, που σώζεται μόνο στην Ελλάδα, φωτίζοντας άγνωστες πλευρές ενός πολύπτυχου θέματος.

Ο Μποχώτης, ευφυώς δεν εξετάζει την εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τη Γερμανική Αυτοκρατορία ως ένα «σταθερό μέγεθος», αποτέλεσμα της άνισης ισχύος των δύο κρατών, αλλά όπως τονίζει εμφατικά στην εισαγωγή, «αντίθετα, η εξέταση της προϊστορίας και της ιστορίας της γερμανοελληνικής διαπραγμάτευσης της ανασκαφικής σύμβασης, διαπραγμάτευσης που εξακολούθησε ακόμη και μετά την υπογραφή της, αλλά και μετά την κοινοβουλευτική της έγκριση, αναδεικνύει ανάγλυφα πολλές πλευρές της φύσης, της έκτασης και των ορίων της εξάρτησης της Ελλάδας από της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και, ως ένα βαθμό, από άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής».

Επιπρόσθετα, οι όροι και η βαρύτητα της εξάρτησης θεωρεί πως «επηρεάστηκαν από την εποχή κατά την οποία αποφασίστηκαν οι όροι της ολυμπιακής επιχείρησης, δηλαδή από τη δεκαετία του 1870, όταν δεν είχαν ακόμη εκδιπλωθεί οι ιμπεριαλιστικές τάσεις της αυτοκρατορίας, δίχως αυτό να εμποδίζει τις φιλελεύθερες αποικιοκρατικές της τάσεις και τις δυναστικές της φιλοδοξίες να επενεργούν».

Σε αυτό το πλαίσιο συμπλέκονται τόσο τα σημαντικά πολιτισμικά θέματα ιδεολογικής χρήσης, με κυριότερα την εξιδανικευμένη αντιμετώπιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τόσο από τους Ευρωπαίους λογίους όσο και από τους Έλληνες λογίους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι έχουν χρέος να αφομοιώσουν την αρχαία ελληνική κληρονομιά και μέσω αυτής να εξυψωθούν, αλλά ταυτόχρονα να βοηθήσουν τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων στη διαδικασία απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας από τον Οθωμανό κατακτητή.

Αυτή η προοπτική ήταν συναρτημένη και με τη στάση των ευρωπαϊκών χωρών έναντι του Ανατολικού Ζητήματος.

Ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη ότι η ενίσχυση του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, με αφετηρία την επανάσταση του 1862, ενδυνάμωσε το υπάρχον προστατευτικό αρχαιολογικό σύστημα της χώρας, με συνέπεια να καθίσταται δυσκολότερη, παρά την εξάρτηση, η απευθείας καταπάτηση της νομοθεσίας και επιλέγονταν περισσότερο ευέλικτοι τρόποι παράκαμψης, με χαρακτηριστικότερο τρόπο τη συνομολόγηση διακρατικής σύμβασης, η οποία, όταν γινόταν νόμος της εξαρτημένης χώρας, θα δημιουργούσε συγκεκριμένα αποτελέσματα σε εξαρτημένους τόπους, έστω και αν αναβαθμιζόταν η πολιτική δημοκρατία.

Είναι χαρακτηριστικό από αυτήν την πλευρά πως στη συνομολογηθείσα σύμβαση μεταξύ των δύο κρατών, στο άρθρο 5, αποτυπωνόταν, σύμφωνα με τον μελετητή, το μέγεθος της εξάρτησης και της γερμανικής επικυριαρχίας επί ελληνικού εδάφους ως εξής:

«Η Γερμανία επιφυλάσσεται το δικαίωμα του προσδιορίζειν εν τη πεδιάδι της Ολυμπίας τας γαίας, όπου ήθελεν είναι πρέπον να γίνωσιν ανασκαφαί, ως και το δικαίωμα του προσλαμβάνειν και αποπέμπειν εργάτας και του διευθύνειν πάντα τα έργα…».

Ο συγγραφέας, αναλύοντας τα άρθρα και τις τροποποιήσεις που γίνονται για τα ευρήματα και τα εκμαγεία των ευρημάτων ειδικότερα για το άρθρο VII, συμπυκνώνει για το ζήτημα των ορίων της εξάρτησης με βάση τα αρχαιολογικά αντικείμενα:

«Η μέχρι τη σύναψη της σύμβασης διαχείριση από την ελληνική πλευρά της ιδιοκτησίας της Ελλάδας πάνω στις ιδεατές ή μορφικές ιδιότητες των αρχαιοτήτων της, είχε αποφέρει ένα κλίμα ελευθερίας στην άσκηση της αρχαιογνωστικής δραστηριότητας στη χώρα. Η πίεση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας πάνω στην ελληνική πολιτική εξουσία έφερε την εκχώρηση μέρους της πνευματικής αυτής ιδιοκτησίας της τελευταίας, που, σύμφωνα με όσα μαρτυρούσαν οι συζητούμενες εδώ ρυθμίσεις, θα χρησιμοποιούσε στο εξής η πρώτη υπέρ μιας αρχαιολογικής έρευνας διεπόμενης από πνεύμα αποκλειστικότητας».

Με αυτόν τον τρόπο η Γερμανική Αυτοκρατορία θα είχε τη διανοητική και οικονομική αποκλειστικότητα εκμετάλλευσης της εικόνας των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα, με τη μορφή προνομίου συγκριτικά με τις άλλες ξένες αρχαιολογικές σχολές και της πρώτιστης επιλογής ανασκαφικών τοποθεσιών.

Η Γερμανία κατόρθωνε να διευρύνει την αρχαιολογική της υπεροχή στην Ελλάδα και να αυξήσει τη διεθνοπολιτική της βαρύτητα.

24.01.2017 
 Παναγιώτης Γεωργουδής

http://www.efsyn.gr/arthro/oi-sheseis-elladas-germanias-mesa-apo-tin-arhaiologiki-ereyna