Zygmunt Bauman.

     (1) Ο φόβος ως εργαλείο κυριαρχίας. 

(2) Δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου.

 (3) Πέθανε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν
-Μια παλιά,αλλά πάντα επίκαιρη, συνέντευξή του.

(4)Οι υπεράριθμοι: τα απορρίμματα της οικονομικής ανάπτυξης.




1.
Ο φόβος ως εργαλείο κυριαρχίας

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης του Πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν, που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Αύγουστο στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica».

● Καθηγητή Μπάουμαν, έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που γράψατε το βιβλίο σας «Ρευστός φόβος». Τι έχει αλλάξει από τότε;

Ο φόβος είναι ακόμα το κυρίαρχο συναίσθημα του καιρού μας. Χρειάζεται όμως πριν απ’ όλα να κατανοήσουμε για ποιον τύπο φόβου πρόκειται.  'Ομοιος πολύ με την ανησυχία, με μιαν αδιάκοπη και διαπεραστική αίσθηση κινδύνου, είναι ένας φόβος πολύμορφος, πολύ έντονος μέσα στην αοριστία του.

Είναι ένας φόβος που είναι δύσκολο να τον εξηγήσουμε και γι’ αυτό είναι δύσκολο να τον καταπολεμήσουμε, που μπορεί να διαπερνάει και τις πιο ασήμαντες στιγμές της καθημερινής ζωής και να πλήττει όλα σχεδόν τα πεδία της συμβίωσης.

● Τι συμβαίνει όταν στον φόβο έρχεται να προστεθεί η έλλειψη εμπιστοσύνης;

Τότε οι ανθρώπινοι δεσμοί διαλύονται, το πνεύμα της αλληλεγγύης αποδυναμώνεται, ο χωρισμός και η απομόνωση παίρνουν τη θέση του διαλόγου και της συνεργασίας.

Από την οικογένεια ώς τη γειτονιά, από τον τόπο της εργασίας ώς την πόλη, δεν υπάρχει περιβάλλον που να παραμένει φιλόξενο. Δημιουργείται μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, στην οποία καθένας τρέφει υποψίες γι’ αυτόν που βρίσκεται δίπλα του και είναι με τη σειρά του θύμα της καχυποψίας των άλλων.

Σε αυτό το κλίμα της ακραίας δυσπιστίας δεν χρειάζονται πολλά ώστε ο άλλος να θεωρηθεί δυνητικός εχθρός: θα θεωρείται ένοχος μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

● Ωστόσο η Ευρώπη έχει ήδη γνωρίσει και νικήσει την εχθροπάθεια και τον τρόμο: εκείνο τον πολιτικό των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην Ιταλία και της RAF στη Γερμανία, τον άλλο, τον εθνικιστικό της ΕΤΑ στην Ισπανία και του IRA στην Ιρλανδία…

Οι προηγούμενες εμπειρίες βέβαια υπάρχουν, ωστόσο λίγες αλλά καθοριστικές πλευρές καθιστούν τις τωρινές μορφές τρομοκρατίας αρκετά διαφορετικές από τις περιπτώσεις που αναφέρατε.

Αυτές οι προηγούμενες περιπτώσεις συγγένευαν με μιαν επανάσταση (αποβλέποντας, όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ή η RAF, σε μιαν ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος) ή με έναν εμφύλιο πόλεμο (αποσκοπώντας, όπως η ΕΤΑ ή ο IRA, στην εθνική αυτονομία ή στην εθνική απελευθέρωση), αλλά επρόκειτο πάντοτε για φαινόμενα ενδοκρατικά.

Οι τωρινές τρομοκρατικές ενέργειες δεν ανήκουν σε καμιά από αυτές τις δύο κατηγορίες γεγονότων. Η μήτρα τους πράγματι είναι εντελώς διαφορετική.

Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της τωρινής τρομοκρατίας;

Η δύναμή της πηγάζει από την ικανότητά της να αντιστοιχεί στις νέες τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας: την παγκοσμιοποίηση από τη μια μεριά και την εξατομίκευση από την άλλη. Από τη μια οι δομές που προωθούν την τρομοκρατία παγκοσμιοποιούνται, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις δυνατότητες ελέγχου των εθνικών κρατών.

Από την άλλη το εμπόριο των όπλων και η αρχή του μιμητικού συναγωνισμού, που τροφοδοτείται από τα παγκόσμια μέσα επικοινωνίας, έχουν αποτέλεσμα να αναλαμβάνουν δράση τρομοκρατικού χαρακτήρα ακόμη και μεμονωμένα άτομα, υποκινούμενα πιθανόν από θέληση προσωπικής αντεκδίκησης ή απελπισμένα εξαιτίας μιας δυσοίωνης μοίρας.

● Σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς και πολλούς σχολιαστές, οι ρίζες της τρομοκρατίας πρέπει να αναζητηθούν στην ανεξέλεγκτη αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Ποιοι είναι κατά τη γνώμη σας οι λόγοι της σύγχρονης βίας;

Οπως είναι φανερό, τα εκλογικά κέρδη που πετυχαίνουν εδραιώνοντας έναν δεσμό αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ μετανάστευσης και τρομοκρατίας είναι υπερβολικά δελεαστικά, ώστε να τα απαρνηθούν εκείνοι που ανταγωνίζονται για την εξουσία.

Για όποιον αποφασίζει είναι εύκολο και βολικό να συμμετάσχει σε έναν πλειστηριασμό για το πιο αποτελεσματικό μέσο προκειμένου να εξαλειφθεί η μάστιγα της υπαρξιακής ανασφάλειας, προτείνοντας λύσεις κάλπικες όπως είναι το να ενισχύσουμε τη φύλαξη των συνόρων, να σταματήσουμε τα μεταναστευτικά κύματα, να απορρίπτουμε τα αιτήματα όσων ζητούν άσυλο…

Η αλήθεια είναι ότι είναι τρομερά περίπλοκο να αγγίξουμε τις αυθεντικές ρίζες μιας βίας που αυξάνεται σε όλο τον κόσμο τόσο σε διαστάσεις όσο και σε ένταση. Και καθημερινά γίνεται όλο και πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καταδείξουμε ότι οι κυβερνήσεις έχουν εντοπίσει αυτές τις ρίζες και εργάζονται αληθινά για να τις ξεριζώσουν.

● Θέλετε να πείτε ότι και οι πολιτικοί στη Δύση αξιοποιούν τον φόβο ως πολιτικό εργαλείο;

Ακριβώς. Οπως οι νόμοι του μάρκετινγκ επιβάλλουν στους εμπόρους να διακηρύσσουν αδιάκοπα ότι σκοπός τους είναι η ικανοποίηση των αναγκών των καταναλωτών, παρ όλο που έχουν πλήρη επίγνωση του ότι η αληθινή κινητήρια δύναμη της καταναλωτικής οικονομίας είναι αντίθετα το διαρκές ανικανοποίητο, έτσι και οι πολιτικοί επιχειρηματίες των ημερών μας δηλώνουν ότι στόχος τους είναι να εγγυηθούν την ασφάλεια του πληθυσμού, αλλά ταυτόχρονα κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να υποδαυλίζουν το αίσθημα του επικείμενου κινδύνου.

Ο πυρήνας της τωρινής στρατηγικής της κυριαρχίας επομένως έγκειται στο να ανάβεις και να κρατάς αναμμένο το φιτίλι της ανασφάλειας.

● Και ποιος είναι ο σκοπός αυτής της στρατηγικής;

Αν υπάρχει κάτι που τόσοι πολιτικοί ηγέτες ανυπομονούν να μάθουν, είναι το στρατήγημα να μετατρέπουν τις συμφορές σε πλεονεκτήματα: το να αναζωπυρώνουν τη φλόγα του πολέμου είναι μια αλάνθαστη συνταγή για να μετατοπίζουν την προσοχή από τα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ανισότητα, η αδικία, η οικονομική παρακμή και ο κοινωνικός αποκλεισμός, και να ανανεώνουν το σύμφωνο διαταγής-υπακοής μεταξύ των κυβερνώντων και του έθνους τους.

Η νέα στρατηγική της κυριαρχίας, που βασίζεται στην εσκεμμένη πρόκληση ανησυχίας, επιτρέπει στις κατεστημένες εξουσίες να μην τηρούν την υπόσχεσή τους να εγγυώνται συλλογικά την υπαρξιακή ασφάλεια. Θα πρέπει να αρκεστούμε σε μιαν ιδιωτική, προσωπική, φυσική ασφάλεια.

● Πιστεύετε ότι έτσι οι θεσμοί κινδυνεύουν να χάσουν τον δημοκρατικό τους χαρακτήρα;

Σίγουρα η συνεχής αίσθηση συναγερμού επηρεάζει αρνητικά την ιδέα της ιδιότητας του πολίτη, καθώς και τα καθήκοντα που συνδέονται με αυτήν, που καταλήγουν να καταργούνται ή να μετασχηματίζονται.

Ο φόβος είναι ένα μέσο πολύ ελκυστικό προκειμένου η δημαγωγία να αντικαταστήσει την έλλογη επιχειρηματολογία και η αυταρχική πολιτική τη δημοκρατία. Και οι όλο και πιο επίμονες εκκλήσεις για την αναγκαιότητα ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.

31.12.2016 
Θανάσης Γιαλκέτσης

http://www.efsyn.gr/arthro/o-fovos-os-ergaleio-kyriarhias



2.
 Ζίγκμουντ Μπάουμαν:
 δεν είναι κρίση, είναι αναδιανομή πλούτου

Ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μιλά για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον. Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας για την εφημερίδα Η Εποχή.

Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;

Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα.
Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες.


Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε, κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.

Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας;

Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει.

Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες. Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει.

Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος!

Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου, που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα, μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ.

Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση. Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει. Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα "Καταλάβετε τη Wall Street", το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο.

Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί, έχει χρεωθεί!

Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης.
Αυτό που γίνεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!

Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;

Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις.
Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας, δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις.

Όλες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing[1], διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές, αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών.

Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις, και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.

Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.
Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς.

Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ.
Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί.

Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.

Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος. Είναι η μόνη ελπίδα.

Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας, που θεωρούνται δεδομένα.

Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά).
Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο.

Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως, κάθε αλλαγή είναι εφικτή.

Είναι θέμα πολιτικής βούλησης… Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς. Oταν έκανα τη διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα.
Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες.

Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι, αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προΰποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.

Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα…

Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Ετσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.

Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;

Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα, οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους.

Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τα laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα. 
Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows).

Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα, με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο, και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.

Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια… 

Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη.

Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ.) δε μπορούν  να αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση.

Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς, αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.

Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα… Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης.

Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.

Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.

Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα. Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα, είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική.

Ως εξουσία αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα.

Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά, βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας.

Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική. Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία, να τη διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος, μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;

Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής, που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο.

Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών, το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους.

Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. 

Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής. 

Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής, με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δεν θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη…

Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές. Φυσικά.

Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα.

Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα "slow food", που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες.

Ή το "Cittaslow", που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής, αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης.

Τέτοιες πρωτοβουλίες αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος.

Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος.

Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.

Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;

Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς, όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι.

Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.

Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;

Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά.

Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο, όταν βαρεθούμε, και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.

Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;

Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού, μέχρι να βρεθεί βασιλιάς.

Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ.

Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.

Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο, απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν».
Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.

Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;

Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους.

Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. 

Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα, είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέφτεται πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.

Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον, η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον. Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος.

Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.

[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.
,
Πηγή: Η Εποχή11/8/2015

http://tvxs.gr/news/blogarontas/zigkmoynt-mpaoyman-den-einai-krisi-einai-anadianomi-ploytoy



3.
 Πέθανε ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν
Την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 91 ετών, άφησε την Δευτέρα ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές των τελευταίων δεκαετιών, ο Πολωνός Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λιντς.
Πολέμησε ενάντια στους Ναζί μέσα από τον πολωνικό στρατό, από τον οποίο αποστρατεύτηκε μετά τον πόλεμο εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Επηρεασμένος από τον Μαρξ και τον Βέμπερ, αλλά και τους Αντόρνο, Καστοριάδη και Λεβινάς, μελέτησε εμβριθώς τη ρευστότητα της ανθρώπινης ταυτότητας, το Ολοκαύτωμα, το φαινόμενο του καταναλωτισμού και την παγκοσμιοποίηση.Πέθανε στο σπίτι του στο Λιντς κοντά στην οικογένειά του. Τελευταίο του βιβλίο στα ελληνικά το «Πλούτος και ανισότητα» από τις εκδόσεις Οκτώ.

Παρακάτω δημοσιεύουμε την συνέντευξη που έδωσε στην Εφημερίδα των Συντακτών τον Αύγουστο του 2013, με εξαιρετική επικαιρότητα όμως ακόμα και σήμερα.

• Εχετε δηλώσει ότι στις σημερινές κοινωνίες η οικονομία βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από την πολιτική. Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της δυσαρμονίας;
Στην τωρινή του κατάσταση το κράτος στερείται των μέσων και των πόρων ώστε να εκπληρώσει το καθήκον για αποτελεσματική επιτήρηση και έλεγχο των αγορών, για να μη μιλήσουμε για την αναγκαία ρύθμιση και τον χειρισμό τους. Η εμπιστοσύνη στην ικανότητα του κράτους να ανταποκριθεί βασίζεται στην προϋπόθεση ότι και οι δύο συνθήκες του αποτελεσματικού μάνατζμεντ της κοινωνικής πραγματικότητας –η εξουσία και η πολιτική– βρίσκονται στα χέρια του κράτους, το οποίο πρέπει να είναι κυρίαρχος αφέντης εντός των γεωγραφικών του ορίων: «εξουσία» σημαίνει η ικανότητα να φέρει εις πέρας τις υποθέσεις, ενώ «πολιτική» σημαίνει η ικανότητα να αποφασίζει ποια πράγματα πρέπει να γίνουν.
• Αυτό αφορά τη θεωρία…
Ωστόσο, μέχρι τώρα το κράτος έχει χάσει μεγάλο και αυξανόμενο μέρος από την προηγούμενη πραγματική ή τεκμαρτή εξουσία του (να κάνει πράγματα), η οποία έχει τώρα απαλλοτριωθεί από το υπερ-κράτος, τις παγκόσμιες δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν σε έναν ανεξέλεγκτο πολιτικά «χώρο ροών» (όρος του Μανουέλ Καστέλ), ενώ το πραγματικό βεληνεκές του υφιστάμενου πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων δεν κατόρθωσε να υπερβεί τα κρατικά σύνορα. Κάτι που σημαίνει, απλά και καθαρά, ότι τα Οικονομικά, τα επενδυμένα κεφάλαια, οι αγορές εργασίας ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων βρίσκονται εκτός βεληνεκούς των μόνων διαθέσιμων πολιτικών οργανισμών αυτής της περιόδου, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τις λειτουργίες της επιτήρησης και της ρύθμισης [των αγορών]. Είναι η πολιτική που χρονίως πλήττεται από το έλλειμμα εξουσίας, η οποία αντιμετωπίζει την αμφισβήτηση από δυνάμεις που έχουν αυτονομηθεί από τον πολιτικό έλεγχο.
• Πώς μπορούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα μεταξύ των ιδιωτικών συμφερόντων και του κοινού καλού σε μια περίοδο οξείας κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, όταν κυριαρχούν η αμοιβαία καχυποψία και ο ανταγωνισμός;
Ενας από τους πλέον βασικούς λόγους για την αδυναμία των κυβερνήσεων να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους είναι η «η διπλή δέσμευση» την οποία κατά κανόνα αντιμετωπίζουν στις δημοκρατικές χώρες. Ολες τους είναι εκτεθειμένες σε δύο αντιφατικές πιέσεις, με απαιτήσεις που πολύ συχνά είναι αδύνατο να συγκεραστούν. Δεδομένης της απόστασης που χωρίζει τους τόπους απ' όπου προέρχονται οι πιέσεις, το να κοιτούν [οι κυβερνήσεις] και προς τις δύο πλευρές έχει ως πιθανότερο αποτέλεσμα να αλληθωρίσουν παρά να καταλήξουν σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό. Η «διπλή δέσμευση» έχει ένα αποτέλεσμα όχι διαφορετικό από εκείνο που έχει ένας ζουρλομανδύας – το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι το ίδιο: ανικανότητα και σοβαρός περιορισμός στις κινήσεις, ιδιαιτέρως στις κινήσεις που γίνονται από τον ίδιο που φορά τον ζουρλομανδύα με δική του πρωτοβουλία, για κάποιο σκοπό που έχει επιλέξει.
• Σε ποιες πιέσεις ακριβώς αναφέρεστε;
Οι δύο πιέσεις που ανέφερα προέρχονται αντίστοιχα από τους εκλογείς που μπορούν να ανεβάζουν και να κατεβάζουν κυβερνήσεις και από την άλλη από δυνάμεις ήδη παγκοσμιοποιημένες, με τη δυνατότητα μετακίνησης χωρίς πολιτικούς περιορισμούς και ικανές να επωφελούνται από πλεονεκτήματα όπως η ελευθερία να αναβάλλουν και τελικά να ακυρώνουν κάθε απόφαση που λαμβάνει η κυβέρνηση ενός κράτους, σε περίπτωση που αυτή δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντά τους.
• Εχετε πει ότι η λύση στη σημερινή κρίση της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είναι «μια διαδικασία διαρκούς επανεπινόησης» μέσα σε μια κατάσταση μη αντιστρεπτής παγκοσμιοποίησης. Τι εννοείτε;
Κρίση ονομάζουμε την περίοδο κατά την οποία αποφασίζουμε ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε για να πάμε μπροστά, την ώρα που στο οπλοστάσιο της ανθρώπινης εμπειρίας φαίνεται να μην έχουν απομείνει αξιόπιστες στρατηγικές από τις οποίες να μπορούμε να διαλέξουμε. Η τωρινή μας κρίση είναι πάνω απ' όλα μια κρίση πολιτικών εκπροσώπων – αν και σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για μια κρίση εδαφικής κυριαρχίας. Κάθε τυπικά κυρίαρχη εδαφική οντότητα [κράτος] μπορεί να λειτουργεί στις μέρες μας ως σκουπιδοτενεκές για προβλήματα που έχουν την καταγωγή τους εκτός βεληνεκούς των οργάνων πολιτικού ελέγχου που διαθέτει. Ετσι, υπάρχουν ελάχιστα που μπορεί να κάνει για να σταματήσει αυτή την εξέλιξη, λαμβάνοντας υπόψη τον ελάχιστο όγκο των εξουσιών που έχουν απομείνει στη διάθεσή του. Ορισμένα κράτη, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται, υποβιβάζονται πρακτικά σε επίπεδο μιας τοπικής αστυνομίας, η οποία αγωνίζεται να περισώσει ένα μικρό τμήμα «νόμου και τάξης», αναγκαίου ως τροχονόμου για όσους πάνε και έρχονται (στην επικράτειά τους), χωρίς όμως τα ίδια να θέλουν ή να μπορούν να τους ελέγξουν. Πάντως, όσο μεγάλη και εάν είναι η απόσταση ανάμεσα στην κυριαρχία τους de jure και την κυριαρχία τους de facto, όλα τα κράτη είναι αναγκασμένα να αναζητούν τοπικές λύσεις σε προβλήματα που έχουν παγκόσμιες γενεσιουργούς αιτίες – ένα καθήκον που υπερβαίνει την ικανότητα όλων τους, πλην ελαχίστων πλούσιων και εφευρετικών ανάμεσά τους.
• Και η Ευρωπαϊκή Ενωση;
Η Ε.Ε., ως ένα σύνολο εθνών-κρατών επιφορτισμένο καταστατικά με το καθήκον να αντικαταστήσει τον διακρατικό ανταγωνισμό με τη συνεργασία και την αναδιανομή, βρίσκεται σε μια πραγματικά δύσκολη θέση: αποτελεί το εργαστήριο (αν όχι το μοναδικό, τότε σίγουρα επί του παρόντος το πιο προχωρημένο παγκοσμίως) στο οποίο δοκιμάζεται το ποιες μέθοδοι θα χρησιμοποιηθούν για να αντιμετωπιστεί η παρούσα δυσαρμονία μεταξύ [οικονομικής] εξουσίας και πολιτικής. Αναμφίβολα, αυτή είναι η πιο σημαντική από τις τωρινές συμβολές της Ευρώπης στις προοπτικές του πλανήτη να επιβιώσει. Τα σημερινά βάσανα μπορεί να αποδειχτούν οι ωδίνες γέννησης μιας ανθρωπότητας ειρηνικής με τον εαυτό της, η οποία θα μπορεί να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα από τις απαιτήσεις της νέας και αναντίστρεπτα παγκοσμιοποιημένης κατάστασης.
• Πώς κρίνετε τα διαδοχικά επεισόδια «εκρηκτικής αλληλεγγύης» ή τα συχνά «καρναβάλια αλληλεγγύης», όπως το «Occupy Wall Street» και οι Αγανακτισμένοι;
Με τους θεσμούς του έθνους-κράτους να μην είναι πλέον επαρκείς παίκτες που υπόσχονται να χαράξουν περισσότερο βατά μονοπάτια και να διορθώσουν οδυνηρά λάθη, ποια δύναμη μπορεί να καλύψει την κενή θέση του φορέα της κοινωνικής αλλαγής; Πρόκειται για μια ερώτηση που γίνεται όλο και πιο αμφιλεγόμενη. Βέβαια, δεν λείπουν οι προσπάθειες διερεύνησής της. Υπάρχει πληθώρα προσπαθειών για να βρεθούν νέα όργανα συλλογικής δράσης τα οποία να ταιριάζουν καλύτερα στην αυξανόμενα παγκοσμιοποιούμενη ρύθμιση από τα πολιτικά εργαλεία που επινοήθηκαν και εφαρμόστηκαν στην εποχή της εθνογένεσης μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας. Εργαλεία που γι' αυτόν τον λόγο έχουν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν τη λαϊκή βούληση να καρποφορήσει, πολύ περισσότερο απ' όσο τα φαινομενικά «κυρίαρχα» κρατικά όργανα μπορούν να ονειρευτούν.
• Τέτοια εργαλεία μπορεί να είναι τα νέα κινήματα; Και ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές σ' αυτά;
Τέτοιες αναγνωριστικές απόπειρες εξακολουθούν να έρχονται στο προσκήνιο από πολλές γωνιές της κοινωνίας και κυρίως από το «πρεκαριάτο», ένα ραγδαία αυξανόμενο κοινωνικό στρώμα που έχει εμβαπτιστεί και έχει απορροφήσει οτιδήποτε έχει μείνει από το πρώην εργοστασιακό προλεταριάτο μαζί με ακόμα ευρύτερα κομμάτια της μεσαίας τάξης. Η βάση πάνω στην οποία αυτό το στρώμα παραμένει «ενωμένο» μέχρι σήμερα είναι μόνο μια αίσθηση ζωής πάνω σε κινούμενη άμμο ή στους πρόποδες ενός ηφαιστείου. Ενας απ' αυτούς τους συνεχιζόμενους πειραματισμούς, ο οποίος τραβά την προσοχή των ΜΜΕ, είναι ένα φαινόμενο που ονομάστηκε «κίνημα των Αγανακτισμένων» και έχει τις ρίζες του σε ακόμα πιο πολύχρωμες εμπειρίες: από την πλατεία Ταχρίρ μέχρι την πλατεία Ταξίμ μέσω του πάρκου Ζουκότι στη Νέα Υόρκη.
• Ποιο είναι το σύντομο μήνυμα που θα στέλνατε σε μπουκάλι προς το μέλλον;

Να φέρουμε τα πολιτικά μας εργαλεία, τα οποία είναι ακόμα απολύτως τοπικά, στο επίπεδο των δυνάμεων που είναι ήδη παγκόσμιες, έτσι ώστε να μπορέσει η πολιτική για ακόμα μία φορά να ελέγξει τις δυνάμεις που βρίσκονται προσώρας εκτός ελέγχου. Και η Ευρωπαϊκή Ενωση μπορεί ακόμα να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα στον δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Είναι αλήθεια ότι έχουν συσσωρευτεί αρκετές αποδείξεις, οι οποίες μας δείχνουν ότι ο κόσμος στον οποίο βρεθήκαμε και τον οποίο καθημερινά αναπαράγουμε -συνειδητά ή ασυνείδητα- μέσω των πράξεών μας δεν είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακός όσον αφορά το πόσο προάγει την αλληλεγγύη. Αλλά δεν λείπουν και οι αποδείξεις που μας δείχνουν ότι το πνεύμα και η δίψα για αλληλεγγύη δεν το βάζουν κάτω. Ξανά και ξανά, αθόρυβα και επίμονα, αυτό το πνεύμα επιστρέφει από την εξορία.

Τάσος Τσακίρογλου9/1/2017
https://www.efsyn.gr/arthro/pethane-o-kathigitis-koinoniologias-zigkmoynt-mpaoyman


 4.
Οι υπεράριθμοι: τα απορρίμματα της οικονομικής ανάπτυξης
 – του Ζίγκμουντ Μπάουμαν

Οι άλλοι είναι πάντα υπερβολικά πολλοί. Οι «άλλοι» είναι εκείνοι οι τύποι που θα έπρεπε να είναι λιγότεροι. Θα ήταν καλύτερα αν δεν υπήρχαν καθόλου. Εμείς δεν είμαστε ποτέ αρκετοί. «Εμείς» είμαστε οι άνθρωποι εκείνοι που θα έπρεπε να είναι περισσότεροι.

Ο «πλεονάζων πληθυσμός» είναι άλλη μια ποικιλία των ανθρώπινων απορριμμάτων. Οι «ζωές ανάξιες ζωής», τα θύματα των σχεδιασμών της κατασκευής της τάξης είναι αθέλητες και απροσχεδίαστες «παράπλευρες απώλειες» της οικονομικής αάπτυξης. Στην πορεία της οικονομικής ανάπτυξης οι υφιστάμενες μορφές «βιοπορισμού» αποσυναρμολογούνται διαδοχικά και τεμαχίζονται σε μέρη που πρόκειται να επανασυναρμολογηθούν σε νέες μορφές. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, κάποια μέρη παθαίνουν βλάβες που δεν επισκευάζονται, ενώ και από όσα μέρη επιβιώνουν της φάσης αποσυναρμολόγησης μόνο μια μειωμένη ποσότητα απαιτείται για την κατασκευή των νέων, κατά κανόνα «εξυπνότερων» και πιο εκλεπτυσμένων, συσκευών… Καθώς η παραγωγή των ανθρώπινων απορριμμάτων δεν αποτελεί παρά ένα υποπροϊόν της οικονομικής ανάπτυξης, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός απρόσωπου, τεχνικού ζητήματος. Οι πρωταγωνιστές του δράματος είναι οι «όροι του εμπορίου», οι «απαιτήσεις της αγοράς», οι «ανταγωνιστικές πιέσεις», τα αιτήματα της «παραγωγικότητας» ή της «αποτελεσματικότητας», που συγκαλύπτουν ή αρνούνται ρητά κάθε σχέση με προθέσεις, βούληση, αποφάσεις και ενέργειες υπαρκτών ανθρώπων με ονόματα και διευθύνσεις.

Τα αίτια του αποκλεισμού μπορεί να διαφέρουν, αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για τη βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και στην αθλιότητα κατά παράλειψη… Είτε εξαιτίας μιας ρητής καταδίκης είτε μέσω μιας υπόρρητης, αλλά ποτέ επισημοποιημένης, ετυμηγορίας, οι άνθρωποι αυτοί έχουν γίνει περιττοί, άχρηστοι, αχρείαστοι και ανεπιθύμητοι. Η «οργανωμένη κοινωνία» τους αντιμετωπίζει ως παράσιτα και παρείσακτους, τους ψέγει, στην καλύτερη περίπτωση, για αδικαιολόγητες προφάσεις ή οκνηρία, συχνά μάλιστα τους καταλογίζει κάθε είδους κακοήθειες, τους κατηγορεί ότι παρασιτούν στο κοινωνικό σώμα.

Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, επειδή διεκδικούν επιδόματα που δεν κέρδισαν οι ίδιοι. Σε περίπτωση που διακηρύξουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους και αρνηθούν να τιμήσουν αυτό τον τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να ευχαριστεί τους έχοντες, αλλά δηλητηριάζει τους μη έχοντες, κάτι τέτοιο θεωρείται αμέσως απόδειξη των όσων «έλεγε ευθύς εξαρχής η κοινή γνώμη», ότι οι υπεράριθμοι δεν αποτελούν απλώς ξένο σώμα, αλλά καρκίνωμα που τρέφεται από τους υγιείς ιστούς της κοινωνίας, ορκισμένους εχθρούς του «τρόπου ζωής μας» και των «όσων μας αντιπροσωπεύουν».

Η παραγωγή υπεράριθμων σωμάτων που δεν είναι πλέον απαραίτητα για κάποια εργασία αποτελεί άμεση συνέπεια της παγκοσμιοποίησης, υποστηρίζει ο Χ. Μπρούνκχορστ. Προσθέτει ότι η ιδιομορφία της παγκοσμιοποιημένης εκδοχής του «υπερπληθυσμού» είναι ο τρόπος με τον οποίο προσθέτει, πάνω από την αυξανόμενη ανισότητα, και τον αποκλεισμό των «υπεράριθμων σωμάτων» από τη σφαίρα της επικοινωνίας. Για όσους μένουν εκτός λειτουργικού συστήματος, είτε βρίσκονται στην Ινδία είτε στη Βραζιλία ή την Αφρική, ή τώρα πια ακόμα και σε πολλές συνοικίες της Νέας Υόρκης ή του Παρισιού, όλοι οι άλλοι γρήγορα γίνονται απροσπέλαστοι. Η φωνή τους δεν εισακούγεται πλέον, συχνά μάλιστα κυριολεκτικά μένουν άλαλοι.

Οι επιπτώσεις της ανθρώπινης διατήρησης ζωής της Γης, λέει η Ανν Έρλιχ, δεν καθορίζονται μόνο από τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη. Εξαρτώνται επίσης από το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι αυτοί. Αν ληφθεί υπόψη αυτό το στοιχείο, μια ολότελα διαφορετική εικόνα προβάλλει: το κυρίως πληθυσμιακό πρόβλημα βρίσκεται στις πλούσιες χώρες. Πραγματικά, υπάρχουν υπερβολικά πολλοί πλούσιοι.


[Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Σπαταλημένες ζωές. Oι απόβλητοι της νεωτερικότητας, μτφρ. Μάρκος Καρασαρίνης, Κατάρτι, Αθήνα 2005. Το κείμενο επέλεξε ο Γιώργος Μπάρλας. Το έργο είναι του Δημήτρη Γέρου.]

August 06, 2013

http://frear.gr/?p=1600



Ζίγκμουντ Μπάουμαν,   Zygmunt Bauman,

  Ζygmunt Βauman ( search),  Βiblionet:Ζygmunt_Bauman

Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, κοινωνιολόγος, συγγραφέας και σταχαστής, γεννήθηκε στο Πόζναν της Πολωνίας στις 19 Νοεμβρίου 1925. Σε ηλικία 18 ετών κατετάγη στον Ελεύθερο Πολωνικό Στρατό και πολέμησε ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρέμεινε στο στρατό και μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αλλά τελικά αποστρατεύτηκε εξαιτίας της αντισημιτικής εκκαθάρισης. Ο Μπάουμαν ολοκλήρωσε μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών στις κοινωνικές επιστήμες και το 1954 έγινε λέκτορας στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Από το 1968 ζούσε στην Αγγλία. Από το 1972 μέχρι το 1990 διετέλεσε καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λιντς. Ομότιμος καθηγητής κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια του Λιντς και της Βαρσοβίας. Η σκέψη του Μπάουμαν είχε δεχτεί επιρροές από σημαντικούς διανοούμενους του 19ου αιώνα, όπως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, αλλά και του 20ού αιώνα, όπως τον Τεοντόρ Αντόρνο, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Εμανουέλ Λεβινάς. Ο Μπάουμαν πίστευε ότι η κοινωνιολογία είναι υπόθεση ηθική: "Το να σκεφτόμαστε κοινωνιολογικά σημαίνει ότι καταλαβαίνουμε περισσότερο τους ανθρώπους γύρω μας, κατανοούμε τις ελπίδες τους και τις επιθυμίες τους, τις ανησυχίες και τα προβλήματά τους". Τιμήθηκε με τα βραβεία European Amalfi Prize for Sociology & Social Sciences (1990) και Adorno (1998).
Έφυγε από τη ζωή στις 9 Ιανουαρίου 2017
        Zygmunt Bauman  - ΚΕΙΜΕΝΑ:   

Από τον Προσκυνητή στον Τουρίστα – ή μια Σύντομη Ιστορία της Ταυτότητας
http://www.respublica.gr/2016/04/column/bauman3/

 Social Media – Το νέο όπιο του λαού
http://www.hitandrun.gr/zigkmount-baouman-social-media-to-neo-opio-tou-laou/

Ο εαυτός σε μια καταναλωτική κοινωνία
http://www.respublica.gr/2016/03/column/self-consumer-society/

Η κρίση του κράτους
http://www.efsyn.gr/arthro/i-krisi-toy-kratoys

 Έρωτας και επιθυμία. 
«Ο έρωτας είναι σιαμαίο δίδυμο της δίψας για εξουσία: ούτε ο ένας ούτε η άλλη θα μπορούσαν να επιζήσουν του χωρισμού τους»
http://www.doctv.gr/page.aspx?itemID=SPG9047

 Ζώντας μαζί με τους ξένους

  «Οφείλουμε να περάσουμε από τη στάση της ανεκτικότητας απέναντι στους ξένους σε ένα ανώτερο επίπεδο, δηλαδή σε μια στάση αλληλεγγύης»
http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=198942
http://www.e-keimena.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=219:2010-09-28-20-36-21&catid=74:racism&Itemid=27

Πως θα είναι η Αριστερά του μέλλοντος;
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2015/11/1.html

 'Ανθρωποι και... σφήκες
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=295652

Ρευστή αγάπη
 - Για την ευθραστότητα των ανθρώπινων δεσμών.
https://christostsantis.com/2014/07/16/%CE%B6%CF%8D%CE%B3%CE%BA%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CF%84-%CE%BC%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%B1%CE%BD-%CF%81%CE%B5%CF%85%CF%83%CF%84%CE%AE-%CE%B1%CE%B3%CE%AC%CF%80%CE%B7/

Ζίγκμουντ Μπάουμαν: 
Ο μεγάλος Πολωνός στοχαστής σε μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη για την οικονομική κρίση

«Η ζωή με δανεικά είναι εθιστική όσο λίγα ναρκωτικά»
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=27370

 Αναζητώντας νέα «παρθένα εδάφη»
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=41507

Μια περιεκτική παρουσιαση του έργου του Ζ .Μπαουμαν απο τον Γ. Σιακαντάρη στην Βιβλιοθήκη της ''Ε''
http://nosferatos.blogspot.gr/2009/02/blog-post_1861.html

        ΒΙΒΛΙΑ- Biblionet: