Πλεόνασμα-ρεκόρ σχεδόν 24 δισ. ευρώ πέτυχε η Γερμανία


Το υψηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα στην ιστορία της μετά τον Ψυχρό Πόλεμο πέτυχε πέρυσι η Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η κρατική στατιστική υπηρεσία Destatis.

Το πλεόνασμα έφτασε τα 23,7 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι 0,8% του ΑΕΠ, καθώς τα έσοδα ξεπέρασαν τα έξοδα «σε όλα τα επίπεδα της γενικής κυβέρνησης». Πρόκειται για το τρίτο συναπτό έτος που η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης πετυχαίνει θετικό δημοσιονομικό ισοζύγιο.

Οι θετικές εξελίξεις αποδίδονται στην αύξηση των εισροών από τους φόρους εισοδήματος και ακίνητης περιουσίας, ενώ παράλληλα η πτώση της ανεργίας σε ιστορικά χαμηλά τόνωσε την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών.

Με τις εισφορές να γεμίζουν τα «σεντούκια» τους, τα ασφαλιστικά Ταμεία πέτυχαν το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος, 8,2 δισεκ. ευρώ.

Ακολούθησε η κεντρική κυβέρνηση, με πλεόνασμα 7,7 δισεκ. ευρώ, χρήματα που θα διοχετευτούν σε δαπάνες για τις ανάγκες και την ενσωμάτωση των προσφύγων στην κοινωνία.

Τα 16 ομόσπονδα κρατίδια και η τοπική αυτοδιοίκηση πέτυχαν αθροιστικά θετικό αποτέλεσμα 7,8 δισεκ. ευρώ, συνεχίζοντας τη δημοσιονομική προσαρμογή τους, όπως αναφέρει η Destatis.

Πηγή: skai.gr

 23 Φεβρουαρίου 2017 
http://www.liberal.gr/arthro/117763/oikonomia/2017/pleonasma-rekor-schedon-24-dis-euro-petuche-i-germania.html




                  ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ               


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕΡΚΕΛ - ΓΙΟΥΝΚΕΡ
Τριγμούς στην Ευρωζώνη προκαλούν τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας

 Τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, που προκαλούν έντονες αντιδράσεις εντός της Ευρωζώνης και στις ΗΠΑ, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης που είχαν η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ το βράδυ της Τετάρτης 22 Φλεβάρη.

Το 2016 το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας, που οι εξαγωγές των επιχειρηματικών ομίλων της καταγράφουν αύξηση ρεκόρ για έβδομη συνεχή χρονιά, έφτασε τα 253 δισ. ευρώ. Το γεγονός αυτό επηρεάζει έντονα την προεκλογική συζήτηση στο Παρίσι και ο Γάλλος επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί δήλωσε χαρακτηριστικά ότι το μεγάλο γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα προκαλεί «σημαντικές οικονομικές, αλλά και πολιτικές στρεβλώσεις σε όλη την Ευρωζώνη» και πως η Γερμανία πρέπει «να κάνει περισσότερα» για να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις και να εντείνει την εσωτερική ζήτηση. 

Πρόσφατα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε πως «η αξία του ευρώ είναι πολύ χαμηλή και για την εμπορική θέση της Γερμανίας. Όταν ο Μάριο Ντράγκι υιοθέτησε την επεκτατική πολιτική, του εξήγησα ότι αυτή η απόφαση θα αυξήσει το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας» και πρόσθεσε πως «υποσχέθηκα να μην ασκήσω δημόσια κριτική σ’ αυτή την επιλογή, αλλά επίσης δεν θέλω να γίνομαι αντικείμενο κριτικής για τις συνέπειες αυτής». Η τοποθέτηση αυτή ερμηνεύθηκε σαν απάντηση στην κριτική που ασκεί η Ουάσιγκτον προς το Βερολίνο, που κατηγορεί τη Γερμανία πως εκμεταλλεύεται το «υποτιμημένο» ευρώ τόσο σε βάρος των ΗΠΑ όσο και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης.

Το όλο θέμα είναι αντικείμενο συζήτησης στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας και η εφημερίδα «Welt» αναφέρει πως «η γερμανική κυριαρχία στην Ευρωζώνη αποτελεί παρελθόν. Η καγκελάριος διστάζει να πάρει το ρίσκο σκληρών όρων λιτότητας για την Αθήνα -κυρίως λόγω της Γαλλίας». Γράφει ακόμα πως «η γερμανική κυβέρνηση επιχείρησε να συσκοτίσει την ορθή εντύπωση περί αλλαγής πολιτικής» που δόθηκε με τις δηλώσεις του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ για «λιγότερη λιτότητα» και «περισσότερες μεταρρυθμίσεις». 

23/2/2017

http://www.902.gr/eidisi/politiki/122538/trigmoys-stin-eyrozoni-prokaloyn-ta-megala-emporika-pleonasmata-tis-germanias



«Γλιτώνει» από τα μέτρα της Κομισιόν η Γερμανία για τα υπέρογκα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών

Η Επιτροπή σημείωσε σήμερα ότι το ιδιαίτερα υψηλό πλεόνασμα της χώρας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι μία ανισορροπία που δεν είναι υγιής για την Ευρωζώνη

Παρά τις έντονες συστάσεις που έχουν υπάρξει από διάφορα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα βλαβερά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, η Κομισιόν φαίνεται ότι εν τέλει δε θα ζητήσει μέτρα από την οικονομική υπερδύναμη του μπλοκ.

Ειδικότερα, η Επιτροπή σημείωσε σήμερα 22 Φεβρουαρίου 2017 ότι το ιδιαίτερα υψηλό πλεόνασμα της χώρας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι μία ανισορροπία που δεν είναι υγιής για την Ευρωζώνη.

Ωστόσο, απέφυγε να προβεί σε αυστηρές συστάσεις για μετρίαση ή ακόμα και διόρθωση του προβλήματος.

Επίσης, ο κ. Επίτροπος Pierre Moscovici κάλεσε τη Γερμανία να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις και δαπάνες της, καθώς «έχει δημοσιονομικό χώρο».

Η Γερμανία εκτιμάται πως έκλεισε το 2016 με πλεόνασμα 8,7% του ΑΕΠ, με την Επιτροπή να υπολογίζει μάλιστα πως το πλεόνασμα θα παραμείνει στη ζώνη του 8% τουλάχιστον έως το 2018.

Σε ό,τι αφορά στο εμπόριο αγαθών, η χώρα είχε πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2016 σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη!


22/02/2017 





Η παράδοξη γερμανική τραγωδία

Η χώρα αφενός μεν ζημιώθηκε πάνω από 1 τρις €, αφετέρου βιώνει μία μεγάλη τραπεζική κρίση – παρά το ότι δεν είχε καμία φούσκα ακινήτων, ενώ οι τράπεζες της δεν ήταν εκτεθειμένες σε εγχώρια ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης όπως συνέβη στις Η.Π.Α., στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κοκ..

Ανάλυση

Σύμφωνα με τη Moody’s, η Deutsche Bank ευρίσκεται πολύ κοντά στο σημείο χωρίς επιστροφή, κινδυνεύοντας σοβαρά να χρεοκοπήσει – αφού ο δείκτης της αναμενόμενης πτώχευσης της (Expected Default Frequency), έχοντας αυξηθεί το Φεβρουάριο στο 2,85% μειώθηκε μεν στο 1,39% παρουσιάζοντας μεγάλες διακυμάνσεις, αλλά είναι σημαντικά υψηλότερος από τον ανώτατο επιτρεπτό (1,22%).
Η απειλή αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη, αφού έχει τεθεί στο στόχαστρο των διεθνών κερδοσκόπων, μεταξύ των οποίων του G. Soros (άρθρο) – ενώ οι σημαντικότεροι πελάτες της, παρά το ότι εμφάνισε ξανά κέρδη, αποχωρούν μαζικά, έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους (πηγή).
Εν προκειμένω, εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην τράπεζα μίας τόσο ισχυρής εξαγωγικής χώρας, όπως είναι η Γερμανία – πόσο μάλλον όταν δεν υποφέρει μόνο η Deutsche Bank, αλλά ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός τομέας της ατμομηχανής της Ευρωζώνης. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Η άλλη όψη του νομίσματος
Όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν (ανάλυση), η Γερμανία έχει εξελιχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους δανειστές ξένων χωρών παγκοσμίως – με αποτέλεσμα να είναι επικίνδυνα εκτεθειμένη σε πιστώσεις που δεν είναι εύκολα εισπράξιμες.
Ειδικότερα, σύμφωνα με προβλέψεις του οικονομικού ινστιτούτου του Μονάχου (πηγή), το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της Γερμανίας θα καταγράψει πλεόνασμα ύψους 310 δις $ το 2016 ή 8,9% επί του ΑΕΠ της – σημειώνοντας πως τα πλεονάσματα αυτά άρχισαν να δημιουργούνται μετά την είσοδο της Γερμανίας στην Ευρωζώνη (γράφημα), όπου άρχισε να απομυζεί μεθοδικά όλους τους εταίρους της, ενώ έπαψε να ανατιμάται το νόμισμα της (όπως προηγουμένως το μάρκο).
 Επεξήγηση γραφήματος: Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας
 – έως το 1990 μόνο της δυτικής.

Ακούγοντας τώρα κανείς πως η Γερμανία έχει τεράστια πλεονάσματα, θα μπορούσε να υποθέσει ότι, πρόκειται για μία πολύ θετική εξέλιξη – κάτι που όμως δεν ισχύει, επειδή παρουσίασε αντίστοιχες εκροές στο ισοζύγιο κεφαλαίων της (310 δις $). Αυτό σημαίνει με τη σειρά του πως αφενός μεν η εσωτερική ζήτηση είναι πολύ χαμηλή, αφετέρου ότι εκρέουν μαζικά κεφάλαια στο εξωτερικό – αφού τα πλεονάσματα δεν οφείλονται μόνο στην ανταγωνιστικότητα ή στο υποτιμημένο για την ίδια ευρώ αλλά, σε σημαντικό βαθμό, στο ότι οι Γερμανοί αποταμιεύουν υπερβολικά.
Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος πρέπει να γνωρίζει κανείς πως στο ισοζύγιο πληρωμών μίας χώρας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει μία αντίθετη, «αντισταθμιστική» θέση: το ισοζύγιο κεφαλαίων. Υπεραπλουστευμένα, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αντιστοιχεί υποχρεωτικά στο έλλειμμα του ισοζυγίου κεφαλαίων – αφού η πρόσθεση τους δίνει ως αποτέλεσμα το μηδέν. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
(α) Εάν μία οικονομία είναι εντελώς κλειστή, όταν δεν υφίσταται δηλαδή καθόλου το εξωτερικό, τότε υπάρχουν τρεις μόνο «συντελεστές»: τα ιδιωτικά νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί. Ο κάθε ένας από τους εν λόγω συντελεστές διαθέτει αφενός μεν εισόδημα, αφετέρου τρέχουσες δαπάνες (κατανάλωση).
Όταν τώρα το εισόδημα του εκάστοτε υπερβαίνει τις δαπάνες, τότε δημιουργούνται αποταμιεύσεις – οι οποίες είναι στη διάθεση όλων των άλλων συντελεστών, για τη διενέργεια επενδύσεων. Συμπερασματικά λοιπόν, σε μία κλειστή οικονομία το σύνολο των αποταμιεύσεων είναι εξ ορισμού ίσο με το σύνολο των επενδύσεων (Α=Ε) – ενώ το ύψος των εγχωρίων επιτοκίων καθιστά βέβαιο το ότι, οι αποταμιεύσεις καλύπτουν τις επενδύσεις (όταν μειώνονται τα επιτόκια αυξάνονται οι επενδύσεις κοκ.).
(β) Εάν μία οικονομία δεν είναι κλειστή αλλά ανοιχτή όπως συνήθως συμβαίνει, εάν δηλαδή προϊόντα, υπηρεσίες και κεφάλαια διακινούνται όχι μόνο εντός αλλά και εκτός της εκάστοτε χώρας, τότε η εξίσωση «Α=Ε» στο εσωτερικό παύει να ισχύει. Ειδικότερα, εάν οι εγχώριες αποταμιεύσεις είναι υψηλότερες από τις εγχώριες επενδύσεις, τότε εκρέουν κεφάλαια στο εξωτερικό – ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο, τότε εισρέουν κεφάλαια από το εξωτερικό.
Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στη Γερμανία είναι το πρώτο – αφού οι εγχώριες αποταμιεύσεις είναι κατά 310 δις $ υψηλότερες από τις εγχώριες επενδύσεις, οπότε αυτά τα 310 δις $ οδηγούνται νομοτελειακά στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο επειδή ο τρίτος βασικός συντελεστής, το γερμανικό δημόσιο, δεν επενδύει επίσης αλλά αποταμιεύει.
Εάν τώρα συγκρίνει κανείς τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, με την καθαρή περιουσία των Γερμανών στο εξωτερικό, η οποία προκύπτει αφού αφαιρέσει κανείς από τα χρηματικά περιουσιακά στοιχεία τους τα χρέη τους, θα διαπιστώσει πως υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ τους – της τάξης του 1 τρις €.
Ειδικότερα, η καθαρή περιουσία των Γερμανών στο εξωτερικό υπολογίζεται στα 1,476 τρις €, ενώ την ίδια στιγμή τα συνολικά πλεονάσματα της χώρας μετά την υιοθέτηση του ευρώ ανέρχονται στα 2,634 τρις € – όταν τα δύο μεγέθη θα έπρεπε να είναι περίπου τα ίδια. Επομένως «λείπει» ένα ποσόν ύψους 1,158 τρις € που φαίνεται πως έχει χαθεί – αιτιολογούμενο ως εξής:
Τα χαμένα χρήματα
Εν πρώτοις υπενθυμίζουμε πως τα γερμανικά πλεονάσματα υπάρχουν, επειδή πολλές άλλες χώρες εισάγουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες από όσα εξάγουν – ενώ τα ελλείμματα του ενός κράτους, είναι πλεονάσματα του άλλου. Στα πλαίσια αυτά, οι Πολίτες και οι επιχειρήσεις των ελλειμματικών χωρών μπορούν τότε μόνο να χρηματοδοτούν τις αγορές τους από τη Γερμανία, όταν δανείζονται χρήματα «επί τούτου» – τα οποία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τις γερμανικές τράπεζες, επειδή διαθέτουν πλημμύρα χρημάτων, μεταξύ άλλων λόγω του ότι συσσωρεύουν όλα τα έσοδα που εισπράττουν οι γερμανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις από το εξωτερικό.
Υπάρχουν τώρα πολλοί τρόποι, με τους οποίους προμηθεύουν χρήματα οι γερμανικές τράπεζες τους Πολίτες και τις επιχειρήσεις των ελλειμματικών χωρών εισαγωγής – όπως ο απ’ ευθείας δανεισμός τους, η αγορά μετοχών και ομολόγων, τα παράγωγα, η αγορά συναλλάγματος κοκ. Όλα αυτά τα περιουσιακά στοιχεία που συγκεντρώνονται καταγράφονται στην κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, συνιστώντας την καθαρή περιουσία των Γερμανών στο εξωτερικό.
Συνεχίζοντας, όταν οι ξένοι οφειλέτες κάποια στιγμή υπερχρεώνονται, αδυνατώντας να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, τότε οι εγχώριοι δανειστές εγγράφουν ζημίες – πριν από όλους οι τράπεζες, μέσω των οποίων άλλωστε μεταφέρονται τα χρήματα στο εξωτερικό.
Παρά το ότι λοιπόν η Γερμανία δεν είχε καμία φούσκα ακινήτων, ενώ οι τράπεζες της δεν ήταν εκτεθειμένες σε εγχώρια ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης όπως συνέβη στις Η.Π.Α., στην Ιρλανδία, στην Ισπανία κοκ., αφενός μεν έχασε πάνω από 1 τρις €, αφετέρου βιώνει μία μεγάλη τραπεζική κρίση – η οποία ίσως αποβεί μοιραία για ορισμένα από τα χρηματοπιστωτικά της ιδρύματα.
Εάν κληθούν δε οι Πολίτες της για να τα διασώσουν μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (Bail out), τότε τα ελλείμματα της χώρας θα εκτοξευθούν στα ύψη, οπότε και τα χρέη της – ένα ενδεχόμενο που πιθανότατα δεν έχουν λάβει ακόμη υπ’ όψιν τους οι εταιρείες αξιολόγησης, οι οποίες θεωρούν μάλλον εσφαλμένα πολύ υψηλή την πιστοληπτική της ικανότητα.
Επίλογος
Εάν προσθέσει κανείς στα παραπάνω τη μεγάλη έκθεση της Γερμανίας στο σύστημα διακανονισμού συναλλαγών της Ευρωζώνης (Target 2), μέσω του οποίου η κεντρική της τράπεζα δανείζει ουσιαστικά τις κεντρικές των άλλων χωρών του ευρώ, η οποία έχει φτάσει ξανά σχεδόν στα 700 δις €, θα διαπιστώσει πως οι κίνδυνοι για την οικονομία της είναι ακόμη μεγαλύτεροι – ειδικά εάν τυχόν διαλυθεί η Ευρωζώνη, όπου οι ζημίες της θα ήταν τεράστιες.
Ως εκ τούτου εύλογα συμπεραίνεται ότι, η Γερμανία φοβάται όσο καμία άλλη χώρα στον πλανήτη τυχόν ανεξέλεγκτη διάλυση της νομισματικής ένωσης – οπότε είναι σχετικά εύκολος ο «εκβιασμός» της από οποιοδήποτε κράτος της Ευρωζώνης έχει το κρίσιμο μέγεθος για να απειλήσει το κοινό νόμισμα. Πριν από όλα από την Ιταλία, η οποία θα μπορούσε πολύ καλύτερα να αναπτυχθεί εκτός της Ευρωζώνης – αν και το δημόσιο χρέος της είναι πια πολύ μεγάλο, ενώ ο τραπεζικός της τομέας είναι κάτι περισσότερο από χρεοκοπημένος.



31/20/2016