Η Ε.Ε. μετασχηματίζεται βίαια...




Η εξέλιξη αυτή είναι απόρροια όχι ενός συγκυριακού συσχετισμού δυνάμεων, που θα μπορούσε να ανατραπεί, αλλά του ίδιου του πολιτικού DNA της Ενωσης. Με την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης (1957), τα κράτη-μέλη χάνουν το προστατευτικό όπλο των εθνικών δασμών. Με την ενιαία ευρωπαϊκή πράξη (1986) και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) χάνουν και το δεύτερο σημαντικό όπλο της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, αλλά και τη δυνατότητα αντικυκλικών πολιτικών, που θα διόγκωναν προσωρινά τα ελλείμματα. Και με τη Συνθήκη της Λισαβόνας υποχρεώνονται να παραδώσουν τις στρατηγικές, δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες στον ανελέητο διεθνή ανταγωνισμό, ενώ ταυτόχρονα τους απαγορεύεται να ασκούν προστατευτισμό ακόμα και σε βάρος χωρών εκτός ΕΕ! Αλλά και οι νέοι μηχανισμοί με πρόσχημα την κρίση Χρέους της Ευρωζώνης -όπως ο Eυρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ΕΜΣ)- που διευκολύνουν μια μακροπολιτική συνθήκη όπου η πολιτειακή εμβάθυνση και η δημοκρατική νομιμοποίηση χάνουν δραματικά την επιτακτικότητά τους.
Με αυτά τα δεδομένα, αυτό που απομένει σε κάθε κράτος είναι η διαβόητη «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή ο ακρωτηριασμός του κόστους εργασίας, όπως έχει επιβληθεί στη χώρα μας μέσω των Μνημονίων από τους δανειστές. Και η διαρκής λιτότητα επιβάλλεται (χωρίς βέβαια να έχει ψηφιστεί από κανέναν) ως το αιώνιο οικονομικό Σύνταγμα της Ενωσης. Τίποτα δε δείχνει ότι φτάνουμε στο τέλος του δρόμου. Με ιδιαίτερα προκλητικό άρθρο του στη «Wall Street Journal» ο Τσέχος τραπεζίτης Μόιμιρ Χάμπι, μέλος της οικονομικής επιτροπής της Ε.Ε., ρίχνει την ιδέα να καταθέτουν, εν είδει ενεχύρου, οι υπερχρεωμένες χώρες όχι μόνο ρευστά αποθέματα, αλλά και «φιλέτα» του εθνικού τους πλούτου, όπως μερίδια των μεγάλων ενεργειακών τους επιχειρήσεων. Οχι, ούτε για την Ακρόπολη ούτε για τα ελληνικά νησιά έκανε αναφορά. Ισως την επόμενη φορά που θα σφίξουν οι βίδες...
Κάθε θεσμική επιλογή ενέχει πολιτική διάσταση ή, για να το πούμε διαφορετικά, διαμορφώνει τη μακροπολιτική συνθήκη και τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά της. Ποιο είναι το περιεχόμενο της ΟΝΕ έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα; Φυσικά, όποιος γνωρίζει την ιστορική διαδρομή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της ΟΝΕ ειδικότερα δεν μπορεί να παραγνωρίσει (εκτός από τον ύπουλο Ομιλο ΣΚΑΪ - «Καθημερινής» και λοιπών...) τη βαρύνουσα σημασία της πρόσφατης (30/1/2017) ομιλίας του εξαίρετου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ, κατά την τελετή ανακήρυξης σ’ επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Coimbra Πορτογαλίας. Ας διαβάσουμε προσεκτικά ένα τμήμα της ομιλίας του κ. Παυλόπουλου με θέμα: «Η Κανονιστική καχεξία του Ευρωπαϊκού Δικαίου ως προς την σύναψη κι εφαρμογή Μνημονίων: Σχολιασμός των αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης “Pringle” (C-370/12), “Ledra Advertising Ltd κ.λπ.” (C-8/15P) και “Μαλλής” (C-105/15Ρ)».
Στην εισαγωγή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επισημαίνει: Μες από συγκεκριμένα και άκρως αντιπροσωπευτικά obiter dicta σε τρεις σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δίδονται απαντήσεις στους προβληματισμούς σχετικά με την οικονομική και νομισματική διακυβέρνηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια απασχόλησαν έντονα τη νομική θεωρία και την ευρωπαϊκή πολιτική μεσούσης της οικονομικής κρίσης, που έπληξε ιδιαίτερα την Ελλάδα. Οι ως άνω αποφάσεις επιπλέον καταδεικνύουν μ’ ενάργεια και το μεγάλο θεσμικό κενό, το οποίο υφίσταται ακόμη στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Δικαίου ιδίως προς τη νομική φύση, τις αρμοδιότητες και την αστική ευθύνη των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, τα οποία εμπλέκονται στην όλη διαδικασία σύναψης και εφαρμογής Μνημονίων.
Ως προς τον ΕΜΣ. Ηδη από τα τέλη του 2010, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είχαν αντιληφθεί ότι η κρίση χρέους δεν επρόκειτο να λυθεί με προσωρινά μέτρα και αποσπασματικές λύσεις, αλλ’ απαιτείτο η συγκρότηση ενός μόνιμου, ενιαίου και καθολικού ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου με την κατάλληλη προς τούτο οργανωτική δομή. Για τον λόγο αυτό, με το άρθρο 1 της απόφασης 2011/199/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2011, προστέθηκε τρίτη παράγραφος στο άρθρο 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ), η οποία ορίζει ότι τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ μπορούν να θεσπίσουν μηχανισμό σταθερότητας ο οποίος θα ενεργοποιείται εφόσον κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα της Ευρωζώνης στο σύνολό της. Στη συνέχεια, στις 2 Φεβρουαρίου 2012, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 136 παρ. 3 ΣΛΕΕ, τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης υπέγραψαν τη Συνθήκη του ΕΜΣ, στο πλαίσιο διακυβερνητικής συνεργασίας. Ο ΕΜΣ αποτελεί διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό (διακυβερνητικό μηχανισμό) με πλήρη νομική προσωπικότητα και έχει ως αποστολή τη χρηματοδότηση και την παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της και των κρατών-μελών της.
Α. Τόσον ο σκοπός του ΕΜΣ και τα μέσα επιτέλεσης της αποστολής του όσο και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγεί την οικονομική βοήθεια διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο κατά την ερμηνεία των διατάξεων της ιδρυτικής του συμφωνίας από το ΔΕΕ.
  1. Ο επιδιωκόμενος σκοπός της ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ συνίσταται στη διασφάλιση της σταθερότητας της Ευρωζώνης στο σύνολό της, μέσω παροχής χρηματοοικονομικής συνδρομής στα κράτη-μέλη της, τα οποία βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης -κυρίως ή σχεδόν αποκλειστικώς χρέους- με βάση τη διπλή αρχή: Αφενός, της μη διατάραξης της ως άνω σταθερότητας και, αφετέρου, της τήρησης της αρχής της αλληλεγγύης, η οποία διατρέχει το σύνολο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, και μάλιστα κατά το γράμμα και το πνεύμα πλειάδας ρητών διατάξεών της.
  2. Οι αποφάσεις, στο πλαίσιο του ΕΜΣ, λαμβάνονται κατά κανόνα με ομοφωνία των μελών του, δηλαδή, των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Ενώ γνωμοδοτικές και τεχνικές αρμοδιότητες ως προς διάφορα θέματα αρμοδιότητας του ΕΜΣ ανατίθενται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Β. Παρά τον χαρακτήρα της ως διεθνούς συνθήκης που υπερβαίνει, άρα, τα θεσμικά όρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, η Συμφωνία ίδρυσης και λειτουργίας του ΕΜΣ ελέγχεται κατά το ευρωπαϊκό Δίκαιο από το ΔΕΕ, με σκοπό να διαπιστωθεί εάν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης που τη συνήψαν τήρησαν την υποχρέωση σεβασμού του λόγου για τον οποίον θεσμοθετήθηκε ο ΕΜΣ. Και τούτο διότι η -φυσικά αποκλειστικώς και μόνον εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης και κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργάνων της- υπεροχή του ευρωπαϊκού Δικαίου και το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των επιμέρους κρατών-μελών επιβάλλουν στα τελευταία την υποχρέωση ν’ ασκούν και τις παρακρατηθείσες αρμοδιότητές τους, τηρώντας το ευρωπαϊκό Δίκαιο, ακόμα και όταν, διαμέσου διεθνών συμφωνιών, επιχειρούν στενότερη συνεργασία για την επίτευξη στόχων που αφορούν ευθέως τη συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
Συμπερασματικώςκαι επιχειρώντας μια σύνοψη της νομολογιακής σύνθεσης των εν λόγω αποφάσεων, η μεν απόφαση Pringle αποτελεί την αρχή μιας μακράς και θεμελιώδους νομολογίας για την ερμηνεία του ευρωπαϊκού Δικαίου σε μείζονα ζητήματα τόσο θεσμικού όσο και ουσιαστικού δικαίου, που ήλθαν στην επιφάνεια με ιδιαίτερη «ένταση» λόγω της κρίσης στην Ευρωζώνη και της γενικότερης πολιτικοοικονομικής συγκυρίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στη συνέχεια, δε, με τις πρόσφατες αποφάσεις του, το ΔΕΕ καταφέρνει, για μιαν ακόμη φορά, να ισορροπήσει -ακροβατώντας πάνω στην αρχή της αναλογικότητας- ανάμεσα στην τήρηση των βασικών διατάξεων και των αρχών του ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως αυτές κατοχυρώνονται στον ΧΘΔΕΕ από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στον ρόλο που αυτά διαδραματίζουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου (ΕΜΣ).
Τέλος, προβαίνοντας σε μια «διακριτική» στάθμιση συμφερόντων, μολονότι θεωρεί ότι δεν στοιχειοθετείται εξωσυμβατική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης -λόγω ικανοποίησης υπέρτερου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της διασφάλισης του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης στο σύνολό της-, από την άλλη πλευρά αναγνωρίζει το δικαίωμα των ιδιωτών για αξίωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν αποδεδειγμένα οι κατάλληλες, εκάστοτε, προϋποθέσεις. Δηλαδή αναγνωρίζει το δικαίωμα σ’ Ευρωπαίους πολίτες να ενάγουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην περίπτωση που, λόγω λιτότητας, παραβιάζονται αποδεδειγμένα τα θεμελιώδη δικαιώματά τους. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερα η απόφαση Ledra Advertising κ.λπ. κάνει ένα βήμα μπροστά. Δυστυχώς μικρό, αλλ’ ας ελπίσουμε μόνο προς το παρόν.

Ζέζα Ζήκου
21/2/2017
http://ependisinews.gr/blog/arthrografia/i-e-e-metasximatizetai-viaia



Μπορεί να υπάρξει Ευρώπη χωρίς ευρώ;

Λες... ας μη δώσεις σημασία. Αλλά είναι για γέλια και για κλάματα η αντίδραση του Μάνφρεντ Βέμπερ, προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στην άποψη του Τέντ Μάλοχ, προτεινόμενου πρέσβη των ΗΠΑ στην Ε.Ε., ο οποίος αμφισβητεί την ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και το βασικό της όχημα, το ευρώ. Ο Γερμανοδεξιός Βέμπερ, αντιδρώντας στις δηλώσεις Μάλοχ αναφορικά με τη διάλυση του ευρώ και την αντίδραση της Ευρώπης, δήλωσε «είμαστε πολύ πιο δυνατοί σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, εάν μείνουμε ενωμένοι ως Ευρωπαίοι. Αυτό είναι το βασικό ζήτημα. Και έχοντας την οικονομική πίεση των Αμερικανών από τη μια πλευρά, αλλά και την στρατιωτική πίεση και την επίδειξη δύναμης του Πούτιν από την άλλη, αλλά και τα προβλήματα που προέρχονται από την Τουρκία, είναι προφανές για τον καθένα: Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει μόνο εάν μείνουμε μαζί, εάν είμαστε ενωμένοι και αν λύσουμε τα προβλήματα». Σπάνια τόσο ηλίθια άποψη έχει διατυπωθεί... Δηλαδή, ο Πούτιν και ο Ερντογάν απειλούν την ύπαρξη της Ευρώπης, ώστε να επιβάλλεται να παραμείνει ενωμένη! Και οράματα; Απλά ΞΕΠΕΣΜΟΣ! 

Εγώ, απλώς, να σας ενημερώσω ότι στα συρτάρια των τραπεζιτών της Φρανκφούρτης υπάρχει ο «Economist» -με ημερομηνία Αύγουστος του 2012- που είχε στο εξώφυλλο μια σκεπτική Ανγκελα Μέρκελ να διαβάζει μια άκρως εμπιστευτική έκθεση με τίτλο «Πώς να διαλύσετε το ευρώ». Αν και το άρθρο κατέληγε με την εκτίμηση ότι «προς το παρόν η διάλυση του ευρώ θα ήταν πιο ριψοκίνδυνη από την ανόρθωσή του», προσέθετε ένα δηλητηριώδες σχόλιο: «Εκτός εάν η κυρία Μέρκελ αποφασίσει να προχωρήσει προς τα εμπρός, η επιλογή θα είναι μεταξύ μιας δαπανηρής διάλυσης σύντομα και μιας ολέθριας διάλυσης αργότερα». Το ερώτημα, λοιπόν, έχει τεθεί ήδη από το Βερολίνο, έστω και αν προς το παρόν αποτελεί αφορμή για σενάρια τρόμου ή εμβριθείς ασκήσεις επί χάρτου των οικονομολόγων.

Λοιπόν, ευρώ δίχως ευρωζώνη γίνεται; Το εάν η ευρωζώνη είναι πλέον βιώσιμη ή όχι είναι ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο. Είναι πιθανό η διάσπασή της να καθυστερήσει, αλλά όχι και να αποφευχθεί, όπως εκτιμάται. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η καθυστέρηση του αναπόφευκτου θα κάνει το τέλος ακόμα πιο οδυνηρό - πολύ πιο οδυνηρό.

Η Γερμανία συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο ότι, αν η προσαρμογή που επιβάλλεται για την αποκατάσταση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας του χρέους στην περιφέρεια της ευρωζώνης επιδιώκεται μέσα από μέτρα λιτότητας και εσωτερική υποτίμηση, αντί για αναδιάρθρωση του χρέους και έξοδο από την ευρωζώνη (η οποία θα οδηγούσε, με τη σειρά της, στην επανακυκλοφορία σημαντικά υποτιμημένων εθνικών νομισμάτων), το προβλεπόμενο κόστος υπολογίζεται να ανέλθει σε τρισεκατομμύρια ευρώ.
Πράγματι, θα χρειαστεί επαρκής επίσημη χρηματοδότηση, ώστε να γίνει δυνατή η έξοδος των διεθνών, αλλά και των εγχώριων επενδυτών. Καθώς οι επενδυτές θα ελαττώνουν την έκθεσή τους στα κρατικά ομόλογα, στις τράπεζες και στις επιχειρήσεις των περιφερειακών κρατών, το πρόβλημα της φυγής κεφαλαίων θα εξακολουθήσει να υπάρχει, κάνοντας αναγκαία τεράστια ποσά επίσημης χρηματοδότησης.

Μέχρι πρόσφατα, η επίσημη αυτή χρηματοδότηση προερχόταν από τις δημοσιονομικές Αρχές (όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, που έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Εντούτοις, ολοένα και περισσότερο η χρηματοδότηση προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα - αρχικά με την αγορά ομολόγων και στη συνέχεια με τη στήριξη της ρευστότητας των τραπεζών της ευρωζώνης.

Κατά συνέπεια, η Γερμανία και ο πυρήνας της ευρωζώνης έχουν αναθέσει σε μεγάλο βαθμό στην ΕΚΤ την επίσημη χρηματοδότηση των κρατών-μελών της ευρωζώνης που απειλούνται με χρεοκοπία. Εάν η Ιταλία και η Ισπανία παρουσιάζουν έλλειψη ρευστότητας, αλλά είναι φερέγγυες, και η μεγάλης κλίμακας οικονομική ενίσχυση προσφέρει επαρκή χρόνο ώστε η λιτότητα και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις να αποκαταστήσουν τη βιωσιμότητα του χρέους, την ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη, η ευρωζώνη θα επιβιώσει.

Στη διάρκεια των παραπάνω διεργασιών, είναι πιθανό επίσης να προκύψει ένα είδος δημοσιονομικής ή τραπεζικής ενοποίησης, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη πρόοδο της ολοκλήρωσης σε πολιτικό επίπεδο. Αλλά, όσο σημαντικά και αν είναι τα στοιχεία της δημοσιονομικής και τραπεζικής ενοποίησης στην παραπάνω διαδικασία, θα είναι καθοριστικός ο ρόλος της οικονομικής ενίσχυσης μεγάλης κλίμακας και των σταδιακών προσαρμογών για την αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης σε βάθος χρόνου. Για να επιτευχθεί αυτό, οι κυβερνήσεις και οι λαοί τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια της Ευρώπης θα χρειαστεί να επιδείξουν αρκετή υπομονή. Τα κράτη του πυρήνα θα πρέπει να εξακολουθούν να παρέχουν χρηματοδότηση, ενώ τα περιφερειακά κράτη θα πρέπει να αποφύγουν τον κίνδυνο κοινωνικής και πολιτικής παλινδρόμησης για όσα χρόνια διαρκέσει η επώδυνη οικονομική ύφεση και η απώλεια των κοινωνικών παροχών.

Είναι, άραγε, εφικτό αυτό το σενάριο; Ας αναλογιστούμε μόνο τα εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν: οικονομική απόκλιση των κρατών και πιο βαθιά ύφεση, μη αναστρέψιμη βαλκανοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των χρηματαγορών, μη βιώσιμα βάρη εξαιτίας του χρέους για δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, τρομακτικό κόστος ανάπτυξης και ισολογισμού σε κράτη τα οποία θα καταφύγουν σε εσωτερική υποτίμηση και αποπληθωρισμό ώστε να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, μη συμμετρικές προσαρμογές με ηθικούς κινδύνους για τα κράτη του πυρήνα και μη επαρκή χρηματοδότηση για τα κράτη της περιφέρειας να γίνονται το έναυσμα για την ανάπτυξη ασυμβίβαστων πολιτικών δυναμικών, άστατες και ανυπόμονες αγορές και επενδυτές, κορεσμός από τη λιτότητα στην περιφέρεια και κορεσμός από την παροχή οικονομικής υποστήριξης στον πυρήνα, απουσία των κατάλληλων συνθηκών για μια υγιή νομισματική ζώνη και σημαντικές δυσκολίες στην επίτευξη της πλήρους δημοσιονομικής, τραπεζικής, οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης.

Η καθυστέρηση της διάσπασης ανεβάζει συνεχώς το κόστος 

Φυσικά, η διάσπαση αυτήν τη στιγμή θα είχε πολύ μεγάλο κόστος και θα ήταν απαραίτητη μια διάσκεψη για το χρέος σε διεθνές επίπεδο, ώστε να συμφωνηθούν αφενός η αναδιάρθρωση του χρέους των κρατών της περιφέρειας και αφετέρου οι αξιώσεις των κρατών του πυρήνα. Η μάταιη προσπάθεια καθυστέρησης της διάσπασης -μετά και την κατασπατάληση τρισεκατομμυρίων ευρώ επιπλέον της επίσημης χρηματοδότησης από τον πυρήνα- θα κατέληγε σε άτακτο τέλος για την ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την καταστροφή της ενιαίας αγοράς, εξαιτίας της υιοθέτησης πολιτικών προστατευτισμού σε ευρεία κλίμακα. Επομένως, εάν η διάσπαση είναι αναπόφευκτη, η καθυστέρησή της συνεπάγεται ακόμα υψηλότερο κόστος.
Ωστόσο, οι πολιτικές στην Ευρώπη δεν επιτρέπουν να εξεταστεί το ενδεχόμενο πρόωρης διάσπασης. Η Γερμανία και η ΕΚΤ βασίζονται στην ενίσχυση της ρευστότητας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να «εξαγοράσουν» τον απαραίτητο χρόνο για τις αναγκαίες προσαρμογές, με στόχο την αποκατάσταση της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του χρέους. Και παρά τον τεράστιο κίνδυνο που ενέχει το ενδεχόμενο μιας τελικής διάσπασης, οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της ευρωζώνης παραμένουν προσηλωμένοι στην παραπάνω κατεύθυνση. Μόνο ο χρόνος θα αποδείξει αν το να στοιχηματίζει κανείς όλο το σπίτι για να σωθεί το γκαράζ είναι η σωστή κίνηση.

Από την εφημερίδα "Επένδυση" 

 13 Φεβ 2017 
ΖΕΖΑ ΖΗΚΟΥ  

http://ependisinews.gr/blog/arthrografia/mporei-na-yparksei-eyropi-xoris-eyro