Ο πόθος για το «μετα-ανθρώπινο»
«Αυτό που πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά είναι η ιδέα ότι το επόμενο στάδιο της ιστορίας θα περιλαμβάνει όχι μόνο τεχνολογικές και οργανωτικές μεταβολές, αλλά και θεμελιώδεις μεταβολές της ανθρώπινης συνείδησης και ταυτότητας. Και οι μεταβολές αυτές μπορεί να είναι τόσο θεμελιώδεις που να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον όρο “άνθρωπος”».
Η βιοπολιτική του μέλλοντός μας (ΙV)
Κάθε ανθρώπινη ζωή θεωρείται πλέον ότι ανήκει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία της κυρίαρχης βιοπολιτικής, η οποία διαχειρίζεται και εφαρμόζει, κατά το δοκούν, τις πρωτόγνωρες βιο-τροποποιητικές και βιο-καταστροφικές ικανότητες της τεχνοεπιστήμης.
Στα προηγούμενα άρθρα μας επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε το φαινομενικά παράδοξο γεγονός ότι η «απανθρωποποίηση» της σύγχρονης πολιτικής προϋποθέτει και, ταυτοχρόνως, συνεπάγεται τη «βιολογικοποίηση» της ανθρώπινης κατάστασης.
Το παράδοξο «λύνεται» αν αναλογιστούμε τον αξιοθρήνητα ανορθολογικό τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονες κοινωνίες οικειοποιούνται την επιστημονική γνώση και διαχειρίζονται τις εφαρμογές της.
Πάντως, η «τεχνολογική έξοδος» από την κρίση δεν είναι ένα αθώο ιδεολόγημα, δεδομένου ότι οι νέες τεχνολογίες στοχεύουν μεροληπτικά σε «αυτο-βελτιωτικές» επεμβάσεις και στον επανασχεδιασμό της ανθρώπινης φύσης.
Η σύγχρονη βιοπολιτική επιλογή είναι να καταφεύγουμε στις εντυπωσιακές κατακτήσεις της ανθρώπινης επιστήμης όχι για να διατηρήσουμε αλλά για να βελτιώσουμε ή να υπερβούμε την «ανθρώπινη κατάσταση».
Ποτέ άλλοτε δεν φαίνονταν τόσο ρεαλιστική η υλοποίηση του όνειρου κάθε εξουσίας: ο ολοκληρωτικός έλεγχος της ανθρώπινης ζωής.
Η κόκκινη γραμμή που, κάποτε, οριοθετούσε αυστηρά το φυσικό από το τεχνητό έχει αρχίσει να θολώνει, αν δεν έχει σβήσει οριστικά.
Φυσικές διεργασίες και πλανητικές εξελίξεις που ουδέποτε θα είχαν συντελεστεί χωρίς την επεμβατική τεχνολογία του homo faber (του ανθρώπου κατασκευαστή) είναι ήδη ορατές: από την καταστροφή των οικοσυστημάτων και την εξάλειψη πολλών μορφών ζωής μέχρι την ανάπλαση του ανθρώπινου σώματος.
Ο,τι μέχρι πρόσφατα διαφοροποιούσε την ανθρώπινη ιστορία από τη φυσική-βιολογική μας εξέλιξη ανήκει στο παρελθόν.
Ο εργαστηριακός επανασχεδιασμός και η τεχνητή «αναβάθμιση» της ανθρώπινης ζωής αποτελούν καθημερινές βιοϊατρικές πρακτικές και δεν θεωρούνται πλέον κοινωνικά ύποπτες ή ηθικά ανεπίτρεπτες βιοτεχνολογικές επεμβάσεις στη φυσιολογική πορεία της ζωής.
Οπότε, η ανάπλαση της ανθρώπινης φύσης δεν αποτελεί απλώς μια δυνατότητα αλλά εφικτή, αν και όχι ευκταία, βιοπολιτική πρακτική.
Πέρα από τα όρια
Η ανάπτυξη της δυτικής τεχνοεπιστήμης επέτρεψε στην ανθρωπότητα να γίνει μια πανίσχυρη πλανητική δύναμη, ικανή να διαμορφώνει η ίδια τις συνθήκες της ζωής της.
Συνήθως ξεχνάμε ότι, μόλις πριν από τρεις γενιές, οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την ηλεκτρική ενέργεια για να φωτίζουν τα σκοτάδια των μεγαλουπόλεων και τα αυτοκινούμενα οχήματα για να κινούνται άκοπα μέσα σε αυτές. Βέβαια, όπως διαπίστωσαν κατόπιν εορτής, η ηλεκτρική ενέργεια έχει κάποιο οικολογικό κόστος, ενώ τα βολικά αυτοκίνητα στοιχίζουν ακριβά σε ανθρώπινες ζωές.
Ισως αυτό να είναι η κατάρα ή, αν προτιμάτε, η ύβρις κάθε νέας τεχνολογίας: επινοείται για να αντιμετωπίσει την ευπάθεια της ανθρώπινης κατάστασης και εφαρμόζεται μαζικά χωρίς επίγνωση ή προνοητικότητα για τις ριζικές αλλαγές που θα επιφέρει.
Φαίνεται πως αυτό, δηλαδή η ανεπίγνωστη χρήση νέων τεχνημάτων, αποτελούσε και αποτελεί τη συνθήκη για την επιβίωση του είδους μας.
Χάρη σε μια τυχαία βιολογική εξέλιξη αποκτήσαμε έναν υπερβολικά μεγάλο και δαπανηρό (ενεργειακά) εγκέφαλο, ο οποίος επιλέχθηκε από την εξέλιξη επειδή οδήγησε στην ανάπτυξη της ιδιαίτερης νοημοσύνης μας, η οποία, ενώ μας επιτρέπει να προσχεδιάζουμε τις έξυπνες δράσεις μας, δεν είναι αρκετά ευφυής ώστε να προνοεί και για τις συνέπειές τους.
Αυτή η βιολογική μας ατέλεια, δηλαδή η ζωτική ανάγκη του εγκεφάλου μας να δρα χωρίς να γνωρίζει επαρκώς τι ακριβώς κάνει, αυτή η εγγενής αλλά πάντα ανεκπλήρωτη επιθυμία μας για γνωστική πληρότητα ή έστω για σχετικά ασφαλείς προβλέψεις δημιούργησε τους μύθους, τις θρησκείες και τις επιστήμες.
Στην πιο πρόσφατη ιστορία του είδους, η επιστημονική γνώση και οι τεχνολογίες που αυτή συνεπάγεται αποτελούν τα πλέον παραγωγικά και ανατρεπτικά εργαλεία που επινοήσαμε για να ικανοποιήσουμε την ακατανίκητη ανάγκη του είδους μας να ξεπερνά τον εαυτό του.
Υπάρχουν, άραγε, εγγενή και ανυπέρβλητα όρια στην ικανοποίηση της σφοδρής επιθυμίας για αυθυπέρβαση και φυγή από τα στενά όρια της θνητής μας ζωής;
Αν όντως είναι βιολογικής φύσης η ανάγκη μας να υπερβαίνουμε τα εκάστοτε φυσικά και κοινωνικά όριά μας, τότε η εφαρμογή της πρόσφατης τεχνολογικής δυνατότητας να επανασχεδιάσουμε την ανθρώπινη φύση δεν θα μεταβάλει, μεταξύ άλλων, αυτή την τυπικά ανθρώπινη ανάγκη μας;
Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι καθόλου ρητορικά αφού οι υπάρχοντες κοινωνικοί θεσμοί και τα διεθνή πολιτικά κέντρα αποφάσεων είναι εντελώς ανεπαρκή για να ακολουθήσουν την τρελή πορεία της τεχνολογικής επιτάχυνσης. Πόσο δε μάλλον, να αποφασίσουν για τους στόχους της.
Σε αυτή την αποφασιστική καμπή της ανθρώπινης περιπέτειας θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να ομολογήσουμε ότι δεν διαθέτουμε προφανείς και εύκολες πολιτικές-κοινωνικές λύσεις ούτε βέβαια «μαγικές» τεχνολογικές ή επιστημονικές συνταγές για την έξοδο από την πλανητική κρίση που έχουμε δημιουργήσει.
Ωστόσο, μπορούμε ακόμη να αποφασίσουμε τι είδους βιοπολιτική μπορεί να εγγυηθεί όχι μόνο ένα «βιώσιμο», αλλά και ένα «ανθρώπινο» μέλλον.
Οταν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο μεγάλος Γάλλος κοινωνικός φιλόσοφος Μισέλ Φουκό (M. Foucault) εισηγείται τον όρο «βιοπολιτική» για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία, δεν μπορούσε πιθανότατα να γνωρίζει τις συγκλονιστικές εξελίξεις που τις επόμενες δεκαετίες θα συντελούνταν στις βιοπολιτικές τεχνολογίες.
Αυτές οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις αφορούν τη διαχείριση και τον έλεγχο κάποιων υποτίθεται «δευτερογενών» τομέων της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, όπως π.χ. υγεία, γεννητικότητα, φυλετικές σχέσεις, μεταναστευτική πολιτική, τόσο στις λεγόμενες «υπανάπτυκτες» όσο και στις πιο «ανεπτυγμένες» οικονομικά χώρες.
Ηδη από την αυγή της τρίτης χιλιετίας οι τομείς της σωματικής και ψυχικής υγείας, της αναπαραγωγής, της μακροζωίας, της κινητικότητας των πληθυσμών αποτελούν το πρωταρχικό αντικείμενο άσκησης της μετανεωτερικής βιοπολιτικής, για την οποία η «αξία» της ανθρώπινης ζωής δεν αποτιμάται μόνο ή κυρίως με οικονομικούς όρους, αλλά πρωτίστως με βιολογικά κριτήρια.
Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν (Giorgio Agamben): «Στη νεωτερική βιοπολιτική κυρίαρχος είναι εκείνος που αποφασίζει για την αξία ή τη μη αξία της ζωής ως τέτοιας, δηλαδή για το αν η ζωή ως τέτοια έχει ή δεν έχει αξία».
Και υπό αυτή την έννοια σε ορισμένες ιστορικοπολιτικές περιστάσεις, η «βιοπολιτική» μπορεί πράγματι να μετατραπεί σε «θανατοπολιτική».
Ομως, θα ήταν ανακριβές και, κατά τη γνώμη μας, μοιραίο ιστορικό σφάλμα το να αποδεχτούμε την ισοδυναμία ή την ταύτιση της βιοπολιτικής με τη σημερινή θανατοπολιτική εκδοχή της. Θα ήταν μια στάση μοιρολατρική και άκρως παθητική απέναντι στις κυρίαρχες -σήμερα και όχι διαχρονικά- βιοπολιτικές απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής.
Εξάλλου η επιλογή, κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, της βιοπολιτικής ως νέας κυβερνητικής πρακτικής στις δυτικές κοινωνίες είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστούν και να ξεπεραστούν οι μεσαιωνικές «πειθαρχικές» και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των δήθεν πιο ανθρωπιστικών «βιορυθμιστικών» πρακτικών της νεωτερικής εποχής, οι οποίες κατέληξαν να εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων.
Ποιος μπορεί να προφητεύσει ή να προδιαγράψει τις μελλοντικές εξελίξεις της βιοπολιτικής;
Ακόμη κι αν η βιοπολιτική εκδηλώνεται σήμερα ως θανατοπολιτική, ποιος μπορεί να γνωρίζει πώς θα αντιδράσει η ανθρωπότητα σε αυτή τη μετανεωτερική βαρβαρότητα;
Η βιοπολιτική είναι ένα περίπλοκο ιστορικό φαινόμενο που δεν εξαντλείται ούτε, βέβαια, «εξηγείται» καταφεύγοντας στις τρέχουσες οικονομικές και γεωπολιτικές σχέσεις εξουσίας.
Αντίθετα, σε αυτήν αποκρυσταλλώνονται τόσο οι οικονομικοπολιτικές όσο και -αν όχι περισσότερο- οι επιστημονικές, πολιτισμικές, τεχνολογικές εξελίξεις και τα όνειρα της ανθρωπότητας για την τρίτη χιλιετία.
Το να απορρίπτει κανείς, εκ των προτέρων, τη δυνατότητα να αντισταθούμε με τα πανίσχυρα εργαλεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας -επιστήμη, τέχνη, πολιτισμός- στη θανατοπολιτική που μας έχει επιβληθεί, θα ισοδυναμούσε με οικειοθελή παραχώρηση του μέλλοντος της ανθρωπότητας στον Μεγάλο Αδελφό.
Sapiens, αλλά όχι homo!
Το νέο Ευαγγέλιο της βιοεξουσίας
Το νέο Ευαγγέλιο της βιοεξουσίας
Yuval Noah Harari, «Sapiens: μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου»,
μτφρ. Μιχάλης Λαλιώτης, εκδ. «Αλεξάνδρεια», σελ. 454
Πριν από περίπου 150 χιλιάδες χρόνια άνθρωποι καθ’ όλα όμοιοι με εμάς ήταν ένα ασήμαντο βιολογικό είδος που ζούσε σε κάποια γωνιά της Αφρικής.
Εκείνη την εποχή οι πρόγονοι όλων των σημερινών ανθρώπων συνυπήρχαν μαζί με τουλάχιστον άλλα 6 συγγενή είδη του γένους Ανθρωπος (Homo), όμως όλα μαζί αυτά τα πρωτόγονα είδη ανθρώπων δεν ασκούσαν πολύ μεγαλύτερη επιρροή στο πλανητικό οικοσύστημα απ᾽ ό,τι οι γορίλες, οι χιμπατζήδες ή οι μέδουσες.
Ωστόσο, πριν από περίπου 70 χιλιάδες χρόνια συνέβη κάτι ολότελα απρόσμενο, μια κοσμοϊστορική αλλαγή που μετέτρεψε, σταδιακά, το ασήμαντο και περιθωριακό, μέχρι τότε, είδος των δίποδων θηλαστικών με τον σχετικά μεγάλο εγκέφαλο σε κυρίαρχο βιολογικό είδος, το οποίο σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα κατέκτησε το σύνολο του πλανήτη Γη.
Από τα 6 συγγενικά αλλά διαφορετικά είδη του γένους Ανθρωπος ένα μόνο επικράτησε τελικά και όχι χάρη στη Θεία Πρόνοια ή σε κάποιο υπερφυσικό θαύμα, αλλά εξαιτίας των ιδιαίτερων βιολογικών, νοητικών και κοινωνικών ικανοτήτων του.
Βιολογικές και συμπεριφορικές ικανότητες που, ενώ εξελίχθηκαν σταδιακά επί τουλάχιστον 2 εκατομμύρια χρόνια, οδήγησαν στο μεγάλο άλμα, πριν από 70 χιλιάδες χρόνια!
Εκτοτε, αυτό το περίεργο είδος δίποδων θηλαστικών που, με τη συνήθη εγωπάθειά του αυτοχαρακτηρίζεται ως «Homo sapiens», δηλαδή «Ανθρωπος ο σοφός», διαμόρφωσε την επίμονη ψευδαίσθηση ότι είναι ο απόλυτος ρυθμιστής και κυρίαρχος κάθε μορφής ζωής στον γαλάζιο πλανήτη μας, των συνανθρώπων του μη εξαιρουμένων.
Το ζώο που έγινε... Θεός
Σήμερα, μετά από 70 χιλιάδες χρόνια ναρκισσιστικών ψευδαισθήσεων αλλά και μεγάλων ιστορικών ανατροπών, το ανθρώπινο είδος είναι έτοιμο να απελευθερωθεί οριστικά από τους περιορισμούς της ίδιας του της φύσης και με τη βοήθεια της νέας γενετικής βιοτεχνολογίας να επανασχεδιάσει το μέλλον του ως... υπερανθρώπου!
Κάπως έτσι ανασυγκροτεί και ερμηνεύει την ανθρώπινη ιστορία ο διάσημος Εβραίος ιστορικός Γιουβάλ Νώε Χαράρι στο πολύ επιτυχημένο διεθνώς, αλλά και στην Ελλάδα, βιβλίο του «Sapiens»: από τους προανθρώπους, που επινόησαν μαζί με τα πιο εξελιγμένα εργαλεία τη γλωσσική επικοινωνία και τις πρωτόγνωρες (για το ζωικό βασίλειο) μορφές συμπεριφοράς και κοινωνικότητας, μέχρι τις ριζικές ανατροπές που επέφεραν στη ζωή των ανθρώπων η γεωργική, κατόπιν η μεγάλη πρώτη βιομηχανική επανάσταση και πιο πρόσφατα η σύγχρονη βιο-πληροφορική επανάσταση.
Αντλώντας και συνδυάζοντας τις πιο ετερογενείς πληροφορίες από ένα ευρύτατο φάσμα επιστημών -από την παλαιοντολογία, την εξελικτική βιολογία και την ανθρωπολογία μέχρι την οικονομικοπολιτική ιστορία και την κοινωνιολογία- το βιβλίο αυτό μας προσφέρει μια εύπεπτη αλλά ιδιαίτερα προκλητική ερμηνεία της ανθρώπινης ιστορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν έγινε ανάρπαστο μόλις κυκλοφόρησε και μεταφράστηκε σε 30 γλώσσες.
Κατά τη γνώμη μας όμως, η βαθύτερη σημασία και αξία αυτού του εσκεμμένα προκλητικού βιβλίου είναι ότι επανερμηνεύει το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας από τη σκοπιά ή την προοπτική της νέας μετανεωτερικής βιοεξουσίας.
Κάτι που παραδέχεται και ο συγγραφέας στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, με τον αποκαλυπτικότατο τίτλο «Το τέλος του Homo sapiens»:
«Αυτό που πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά είναι η ιδέα ότι το επόμενο στάδιο της ιστορίας θα περιλαμβάνει όχι μόνο τεχνολογικές και οργανωτικές μεταβολές, αλλά και θεμελιώδεις μεταβολές της ανθρώπινης συνείδησης και ταυτότητας. Και οι μεταβολές αυτές μπορεί να είναι τόσο θεμελιώδεις που να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον όρο “άνθρωπος”».
Ομως, οι εκπλήξεις δεν περιορίζονται στο τελευταίο κεφάλαιο, στο δωδέκατο κεφάλαιο, σελίδες 240-245, ο αναγνώστης θα βρει μια ωραιοποιημένη εκδοχή του Ολοκαυτώματος:
«Οι ναζί δεν μισούσαν την ανθρωπότητα. Πολεμούσαν τον φιλελεύθερο ανθρωπισμό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον κομουνισμό ακριβώς επειδή θαύμαζαν την ανθρωπότητα και πίστευαν στις μεγάλες δυνατότητες του ανθρώπινου είδους»!
Πώς υλοποίησαν οι ναζί το ανθρωπιστικό τους έργο; Η εξήγηση του σύγχρονου Εβραίου ιστορικού έχει πολύ ενδιαφέρον: «Ακολουθώντας τη λογική της δαρβινικής εξέλιξης, υποστήριζαν ότι η φυσική επιλογή πρέπει να αφεθεί ελεύθερη ώστε να ξεκαθαρίσει τα κατάλληλα άτομα»!
Κοντολογίς, δεν ευθύνεται η ψευδοεπιστημονική ρατσιστική ιδεολογία των ναζί αλλά η εξελικτική θεωρία για το ότι αυτοί ανέλαβαν τον ρόλο της... φυσικής επιλογής.
Με τέτοια φαιδρά «επιχειρήματα» ο Χαράρι προσπαθεί να μας πείσει για το πόσο ιστορικά αναγκαία ή, έστω, εφικτή είναι πλέον η προοπτική μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής βαρβαρότητας, η οποία ενδέχεται να επιβληθεί επειδή απλώς διαθέτουμε τα απαραίτητα τεχνοεπιστημονικά εργαλεία για να υλοποιήσουμε το προαιώνιο όνειρο της ανθρωπότητας να υπερβεί τον εαυτό της, δηλαδή να δημιουργήσει «υπερανθρώπους»
26.02.2017
http://www.efsyn.gr/arthro/o-pothos-gia-meta-anthropino
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ