1821. Η σφαγή της Τριπολιτσάς.
Στη σελίδα του Θανάση Τριαρίδη υπάρχει ένα μεγάλο κείμενο, με τίτλο Η «Ελευθερία» που σφάζει αμάχους (http://www.triaridis.gr/keimena/keimD035.htm), στο οποίο επιχειρηματολογείται η άποψη ότι η σφαγή της Τριπολιτσάς, στα 1821, υπήρξε ενέργεια ενθοκάθαρσης και «στολίζονται» καταλλήλως ο Κολοκοτρώνης και ο Διονύσιος Σολωμός.
*
Εξαρχής ξεκαθαρίζω τη θέση μου: το κείμενο του Τριαρίδη, παρ’ όλες της περί του αντιθέτου διακηρύξεις του, στην ουσία του είναι ένα αμιγώς θεολογικό κείμενο. Μόνο που η θεολογία του χρησιμοποιεί τις πιο λουσάτες προκαλύψεις και αποκρύπτεται έντεχνα. Ας δούμε τα πιο ενδιαφέροντα σημεία.
Δεν υπάρχει χώρα που να μην έχει διαπράξει εθνικιστικά εγκλήματα, που να μην έχει στα θεμέλια της εθνικής βιτρίνας (στο σκοτεινό υπόγειό της, έγραψα άλλοτε) της πτώματα αθώων. Φυσικά όλοι μιλούμε για τα εγκλήματα των άλλων – για τα δικά μας βυθιζόμαστε στη βολική σιωπή. Ίσως γι’ αυτό στέκομαι και ξαναστέκομαι (μονότονα επαναληπτικά) σε μια ιστορία που όλοι όσοι ζούμε στην Ελλάδα την ξέρουμε μα δεν μιλάμε για αυτήν: είναι μια ιστορία φρίκης που για δυο αιώνες ένας ολόκληρος λαός πασχίζει (αλίμονο, εντελώς συνειδητά) να τη μετατρέψει σε «σελίδα δόξας» – ή έστω σε εφαρμογή κανόνων ιστορικής νομοτέλειας.
Πρώτη βολική παρερμηνεία: αποδίδω στην «αντίπαλη» πλευρά χαρακτήρες που δεν έχει – ώστε στη συνέχεια να την κατατροπώσω με την άνεσή μου. Στην πραγματικότητα, κανένα σοβαρό βιβλίο ελληνικής ιστορίας και κανένας επαρκής δοκιμιογράφος / λογοτέχνης που έγραψε για το θέμα δεν παραλείπει να αναφερθεί / να περιγράψει (και σε άλλοτε άλλην έκταση να σχολιάσει) τη σφαγή των αμάχων της Τρίπολης. Εκτός αν ο Τριαρίδης αναφέρεται αποκλειστικά στους γραφικούς δεκαρολόγους της εθνικοφροσύνης. Αλλά δεν εννοεί κάτι τέτοιο. «Όλοι» μιλούμε ή βυθιζόμαστε στη σιωπή, ανάλογα με το αν μας βολεύει η όχι. Ώσπου καταφθάνει ο αρχάγγελος της αλήθειας να βάλει τα πράγματα στη θέση τους! Ας περάσουμε όμως στις λεπτομέρειες, γιατί, ως γνωστόν, εκεί κρύβεται ο διάβολος.
Τα γεγονότα είναι γνωστά: στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, όπου έχουν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της Ηπειρωτικής Πελοποννήσου και μαζί τους 1500 ένοπλοι Αρβανίτες (ετούτοι οι τελευταίοι αποτελούν και την ουσιαστική άμυνα της πόλης).
Ο Τριαρίδης δεν κατάλαβε σωστά: οι 1500 Αρβανίτες, που έφερε μαζί του ο Μουσταφάμπεης, σε σύνολο 4.000 ανδρών, στην πρώτη προσπάθεια (εκστρατεία) του Σουλτάνου να πνίξει την Επανάσταση στο Μωριά, υπήρξαν μια από τις βασικότερες αιτίες για την πτώση της πόλης – και καθόλου η «ουσιαστική της άμυνα»! Ήταν αυτοί που άρχισαν πρώτοι τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρησή τους. Ήταν αυτοί που έκαναν κανονικό πραξικόπημα (στάση) μέσα στην πολιορκημένη πόλη, με πρόσχημα την καταβολή των λουφέδων τους και πραγματική επιδίωξη να γδύσουν τους ντόπιους μουσουλμάνους. Ήταν αυτοί που κατάσχεσαν (έκλεψαν) όλα τα τρόφιμα και τα εφόδια που υπήρχαν μέσα – για να τα πουλάνε στη συνέχεια με μαυραγορίτικες τιμές στους δυστυχείς πολιορκημένους ντόπιους, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Ήταν αυτοί που, ουσιαστικά, διέλυσαν το φρόνημα των πολιορκημένων. Αλλά, θα επανέλθω στους Αρβανίτες αργότερα, γιατί ο Τριαρίδης γράφει και άλλες ανακρίβειες γι’ αυτούς.
Η σφαγή που ακολουθεί είναι μία από τις μεγαλύτερες (πιθανώς η μεγαλύτερη) που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγιάζουν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένως βιάσανε, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, κάψανε, λιώσανε κεφάλια μωρών σε τοίχους – δηλαδή: κάνανε τα «ιερό χρέος τους» σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία).
Η σφαγή ήταν, όντως, από τις μεγαλύτερες που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος. Για να είμαστε ακριβείς, ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε πως ήταν η πρώτη σφαγή που έγινε αντίστροφα: ως τότε (ως το 1821), όλες οι σφαγές έγιναν από τους Οθωμανούς και τους μισθοφόρους τους, με θύματα τους ντόπιους χριστιανούς – Έλληνες. Οι αμέσως προηγούμενες έγιναν από τον ίδιο το Μουσταφάμπεη στη Βοστίτσα (Αίγιο), την Πάτρα, την Κόρινθο και το Άργος – καθώς κατηφόριζε προς την Τρίπολη, λίγες βδομάδες νωρίτερα! Αυτές οι σφαγές δεν είχαν βέβαια τόσο μεγάλο (δια μιας) αριθμό θυμάτων, είχαν όμως (στο σύνολό τους) πολύ περισσότερα θύματα. Και η αγριότητά τους υπήρξε εφάμιλλη. Όπως και ο αντικειμενικός τους στόχος: το ξεπάτωμα του αντιπάλου.
Ειδικά στην Πελοπόννησο, οι Οθωμανοί είχαν πραγματοποιήσει μεγάλες σφαγές:
- στα 1715, όταν έδιωξαν τους Βενετούς. Σημειωτέον ότι ο Δήμος Κολοκοτρώνης, της πέμπτης γενιάς των Κολοκοτρώνηδων, προπάππος του Θοδωράκη, ήταν ο τελευταίος που αντιστάθηκε στην οθωμανική κατάκτηση. Όταν ήρθε η ώρα της σφαγής των ντόπιων, πολλοί Μωραΐτες έγιναν «μουρτάτες», δηλαδή αλλαξοπίστησαν, για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Η συστηματική εκκαθάριση σταμάτησε μονάχα όταν οι Οθωμανοί συνειδητοποίησαν πως έπρεπε ν’ αφήσουν κάποιους ραγιάδες ζωντανούς, για να δουλεύουν.
- Στα 1770, στα ορλωφικά, μεγάλη σφαγή των χριστιανών της Τρίπολης, μετά την αποτυχία της πολιορκίας της, από τον Μπάρκωφ. Ακολούθησε ανελέητο κυνηγητό των επαναστατημένων Μωραϊτών – κυνηγημένος γεννήθηκε τότε ο ίδιος ο Γέρος. Οι Αρβανίτες που κατέφθασαν για βοήθεια στους Οθωμανούς δεν άφησαν λίθον επί λίθου, από την Αιγιαλεία ως τα σύνορα της Μάνης.
Όσο για την διαπίστωση κάνανε το ‘ιερό χρέος τους’ σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία, πρόκειται για μια ακόμα βολική παρερμηνεία: κανένα ελληνικό σχολικό βιβλίο δεν χαρακτηρίζει / υπονοεί ως «ιερό χρέος» τη σφαγή. Η υπόγεια θεολογική σκέψη, προκειμένου να υποστηριχτεί, καταφεύγει συνεχώς σε διαπιστώσεις τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά!
Αλλά και ο ίδιος ηθικός αυτουργός της σφαγής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (αφού φρόντισε να διαφύγουν σώοι οι 1500 οπλισμένοι Αρβανίτες, με τους οποίους είχε κάνει συμφωνία – γεγονός που αποδεικνύει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του ασκεριού του, άρα το επιχείρημα περί του «ανήμπορου Κολοκοτρώνη να ελέγξει την δίκαιη εκδικητική ορμή των στρατιωτών του» πέφτει στο κενό) μιλάει στα Απομνημονεύματά του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνεια (και εντυπωσιακή λακωνικότητα): «το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς…»
Ο Τριαρίδης δεν έχει μελετήσει στοιχειωδώς τι συνέβη με τους 1500 Αρβανίτες! Η συμφωνία του Κολοκοτρώνη ήταν, όντως, για τους 1500. Όταν εισέβαλαν οι πολιορκητές, ο αρχηγός πάσχισε να την τιμήσει – και να τους φυγαδεύσει, διακινδυνεύοντας δυο φορές την ίδια του τη ζωή, καθώς οι στρατιώτες του Αναγνώστη Δεληγιάννη την πρώτη και του Αναγνωσταρά τη δεύτερη φορά, ήθελαν να τους ξεπαστρέψουν (σκότωσαν κιόλας μερικούς). Από την πόλη βγήκαν σώοι (ενώ η σφαγή είχε αρχίσει – όπως και οι μεγάλες μάχες μέσα στην πόλη) μονάχα οι 1000, περίπου. 300 από αυτούς που έμειναν πίσω, πολιορκήθηκαν στα κονάκια μπροστά στο σαράι- και μετά από πεισματική μάχη εξοντώθηκαν μέχρις ενός, με τη βοήθεια της φωτιάς. Παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες του Κολοκοτρώνη να τους σώσει. Άλλοι 200 είχαν απομείνει μέσα στο κάστρο – και τους πετσόκοψαν με τα μαχαίρια οι Υδραίοι. Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να σώσει την οικογένεια και τους ανθρώπους του ντόπιου ουλεμά Σιέχ Νετζίπ – τα παιδιά του οποίου έκαναν αργότερα καριέρα κοντά στον Μωχάμετ Άλη, της Αιγύπτου. Οι Αρβανίτες που έφυγαν, με τη συνοδεία του Πλαπούτα, κινδύνεψαν πολύ, ώσπου να βγουν στη Ρούμελη, ιδιαίτερα από τον Ανδρέα Λόντο, στα Καλάβρυτα. Οι ντόπιοι είχαν απομακρύνει όλα τα πλεούμενα, για να τους εμποδίσουν, ώσπου οι Υδραίοι που τους συνόδευαν αναγκάστηκαν να κάνουν πειρατεία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα καράβι, για τη μεταφορά τους απέναντι, στη Ρούμελη.
Μετά από αυτά, η φράση γεγονός που αποδεικνύει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο του ασκεριού του είναι η μεγαλύτερη ανοησία που έχω διαβάσει σχετικά με την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς! Και δείχνει άνθρωπο που ούτε μυρωδιά δεν έχει πάρει για το τι πραγματικά συνέβαινε στο ασκέρι των επαναστατών! Αλλά, δεν είναι δυνατόν να περιγράψω αναλυτικά εδώ τη σύνθεση και τις σχέσεις εξουσίας στο στρατόπεδο των πολιορκητών. Σημειώνω μονάχα πως ο ίδιος ο Γέρος είχε στις διαταγές του μονάχα 2.500 ένοπλους (κι αυτό, χάρη στην υψηλοφροσύνη του άρχοντα Κανέλλου Δεληγιάννη, που του παραχώρησε την αρχηγία στα άρματα της Καρύταινας, αναγνωρίζοντας πως αυτός ήταν ο καταλληλότερος να ηγηθεί της επαρχίας), εκ των οποίων αρκετοί είχαν σταλθεί σε άλλες αποστολές και δεν βρισκόντουσαν επιτόπου, όταν έπεσε η Τρίπολη. Αλλά και όσοι ήταν παρόντες, ήταν παντελώς αδύνατο να συγκρατηθούν από τον ηγέτη τους, να μην κάνουν δηλαδή αυτό που έκαναν αυτό που έκαναν όλοι οι άλλοι: εξόντωση των εστιών άμυνας, σφαγή των αμάχων – και πλιάτσικο.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τη δεύτερη μέρα (και ενώ η αντίσταση συνεχιζόταν από τους υπερασπιστές του ισλαμικού ιεροδιδασκαλείου, τέσσερα κονάκια ντόπιων Τούρκων και τη Μεγάλη Ντάπια του κάστρου) οι αρχηγοί (και ο αντιπρόσωπος του Υψηλάντη, Αναγνωστόπουλος) τοιχοκόλλησαν ένα έγγραφο αμνηστίας για τους νικημένους – έβαλαν και τελάλη να το φωνάξει στην πλατεία. Όταν είδαν ότι αυτά δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, διαλάλησαν ότι πρέπει να σφάζουν τους Τούρκους έξω από τα τείχη, για το φόβο των ασθενειών που θα επακολουθούσαν. Και πάλι, χωρίς αποτέλεσμα: δεν τους άκουγε κανείς! Όλοι είχαν το νου τους στη σφαγή και το πλιάτσικο. Ωστόσο, δύο από τα τέσσερα σπίτια που αντιστέκονταν παραδόθηκαν στους Δεληγιαναίους και σώθηκαν οι υπερασπιστές και οι δικοί τους («σώθηκαν» προς στιγμήν, γιατί αμέσως μετά ο Δεληγιάννης διέταξε την καθ’ οδόν προς τα Λαγκάδια σφαγή των 348 αιχμαλώτων ανδρών, ενώ πάνω από χίλια γυναικόπαιδα διαμοιράστηκαν στα χωριά και επίσης εσφάγησαν, μετά την καταστροφή της Χίου, για αντεκδίκηση). Το ιεροδιδασκαλείο αντιστάθηκε πεισματικά, ώσπου κάηκε. Την τρίτη μέρα παραδόθηκαν οι υπερασπιστές της Μεγάλης Ντάπιας στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος τους ασφάλισε. Μπορεί όλα αυτά να είναι λίγα, αλλά έχουν μια διαφορά από το «δεν έκανε τίποτα» ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι αρχηγοί για να περιορίσουν τη σφαγή.
Δε σκοπεύω βέβαια να δικαιολογήσω μια πράξη τόσο αποτρόπαιη, όσο η σφαγή των αμάχων. Προσπαθώ, όμως, να ανιχνεύσω τις αιτίες της και τους υπεύθυνους, χωρίς δαιμονολογίες. Καταρχήν πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι η σφαγή των αμάχων αποτελεί διαχρονικό δεδομένο για τις μάχες της ανθρώπινης ιστορίας – ιδίως μετά τις πολιορκίες και την πτώση των πόλεων. Από τον καιρό της Τροίας (βλ. θανάτωση του Αστυάνακτα), από τον καιρό των Βιβλικών σφαγών της Παλαιάς Διαθήκης, από τον καιρό του αρχαίου Πελοποννησιακού πολέμου (βλ. Μήλιοι, Κερκυραίοι κλπ), από τον καιρό του Αλέξανδρου και των επιγόνων του, από τον καιρό των Βυζαντινών και των Οθωμανών: όσοι άμαχοι γλίτωναν τη ζωή τους, μετά από μια πολιορκία, ήταν μονάχα επειδή η επιβίωσή τους σήμαινε υλικό κέρδος για τους νικητές – αφού είτε τους κρατούσαν οι ίδιοι ως σκλάβους, είτε τους πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα! Η απόδοση αυτού του φαινομένου στις θρησκείες και στον εθνικισμό είναι, κατά τη γνώμη μου, αφελής. Πρέπει να το αποδώσουμε σ’ ένα βαθύτερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό: το άγριο ένστικτο της εξόντωσης του Άλλου, το οποίο, όταν δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, εκδηλώνεται πανίσχυρο – και αποτρόπαιο. Το βλέπουμε και στις μέρες μας, σε πολλά σημεία του πλανήτη, να επαναλαμβάνεται με τα ίδια χαρακτηριστικά. Πρόκειται για το ίδιο πανίσχυρο ένστικτο θανάτου που εκδηλώθηκε στη Σρεμπρένιτσα από τους Σέρβους – και που θα εκδηλωθεί στο Κόσσοβο εις βάρος των Σέρβων, με την πρώτη ευκαιρία. Ακριβώς το ίδιο αυτό, που οδηγεί τους πυραύλους και τις βόμβες της Αυτοκρατορίας και των συμμάχων της στα καταφύγια ή τα καραβάνια των αμάχων.
Ο μόνος τρόπος αποτροπής τέτοιων καταστροφών είναι η ανάδειξη και η επικράτηση της άλλης, της φωτεινής ανθρώπινης πλευράς – η οποία είναι εξίσου (ή και περισσότερο) δυνατή με τη σκοτεινή. Και, για να ξαναγυρίσουμε στην Τρίπολη, ο μοναδικός τρόπος που υπήρχε για να αποφευχθεί η σφαγή, ήταν η έγκαιρη πολιτική διαχείριση του θέματος: αν η πόλη έπεφτε χωρίς να έχει γίνει συμφωνία / παράδοση, η σφαγή ήταν εντελώς απίθανο να μην πραγματοποιηθεί!
Για να συμπληρωθεί η εικόνα: Μέσα στην Τρίπολη ήταν μαζεμένοι οι γερλίκηδες, οι ντόπιοι Οθωμανοί – και οι ντόπιοι Αρβανίτες, μπέηδες και αγάδες και ένοπλοι μπράβοι τους από όλα τα χωριά της Κεντρικής Πελοποννήσου. Απέξω ήταν οι χωριανοί τους: αυτοί που ήθελαν να τους διώξουν από το Μωριά. Η Επανάσταση σήμαινε, με απλά λόγια, πως οι πρώην κυρίαρχοι δεν θα επέστρεφαν στα χωριά και στις περιουσίες τους, με κανένα τρόπο: αυτός, ακριβώς, ήταν ο πρώτος και κύριος σκοπός της Επανάστασης – απόλυτη προϋπόθεση για όλους τους επόμενους. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι πολιορκημένοι έχασαν κατά κράτος σε στρατιωτικό επίπεδο (θα επανέλθω σ’ αυτό, αργότερα) και η είσοδος των πολιορκητών ήταν θέμα ελάχιστου χρόνου, ήταν και δική τους ευθύνη (της πολύχρωμης, πολυκέφαλης – και πολιτικά απολύτως ανίκανης ηγεσίας τους) να διαχειριστούν τη μοίρα τους. Γιατί ήξεραν πολύ καλά τι τους περίμενε: ήταν ακριβώς αυτό το ίδιο που επιφύλασσαν οι ίδιοι στους πολιορκητές, αν έσπαγε η πολιορκία, έσβηνε η Επανάσταση των Ελλήνων και ξεχυνόντουσαν στα χωριά! Πρόκειται για υπόθεση, βέβαια, αλλά μια υπόθεση τόσο ισχυρή, που αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, αν λάβουμε υπόψη όσα είχαν προηγηθεί, αλλά και όσα έγιναν στη συνέχεια, σε άλλες επαναστατημένες περιοχές. Μικρό δείγμα, η άθλια μεταχείριση που επεφύλαξαν στους δεκάδες προκρίτους, που είχαν οι πολιορκημένοι στα χέρια τους, ως ομήρους.
Φυσικά, οι πανάρχαιες συνήθειες των πολιορκιών δεν άλλαξαν στην περίπτωση της Τρίπολης: δεν σφάχτηκαν όλοι οι Οθωμανοί, ούτε όλοι οι άμαχοι: οι επίσημοι (για την απελευθέρωση των οποίων αναμένονταν πλούσια λύτρα) καθώς και τα χαρέμια του Χουρσίτ ασφαλίστηκαν από τους οπλαρχηγούς.
Ο Τριαρίδης προσεγγίζει το θέμα χρησιμοποιώντας σύγχρονα εργαλεία και ορολογίες. Δεν μπορεί, ωστόσο, να αποκρύψει το γεγονός ότι δεν έχει καταλάβει τι ήταν στην πραγματικότητα η οθωμανική επικυριαρχία, με αποτέλεσμα να την παρερμηνεύει συστηματικά – και να μην είναι σε θέση να κατανοήσει τη θέση (και τη διάθεση) των υπόδουλων λαών – που έτσι κι αλλιώς έπαιζαν το κεφάλι τους κορώνα γράμματα, από τη στιγμή που ξεσηκωνόντουσαν. Υπάρχει, ωστόσο, ένα εξαιρετικά αποκαλυπτικό κείμενο, με την υπογραφή του σουλτάνου, ένα φιρμάνι του 1828, απευθυνόμενο στους λοιπούς ραγιάδες, το οποίο μιλάει ακριβώς για τους Έλληνες επαναστάτες του Μωριά και των άλλων νησιών της Λευκής Θάλασσας. Σε αυτό τονίζεται ότι αποκλείεται να τους παραχωρηθεί ποτέ αυτό που ζητούσαν γιατί αυτό θα σήμαινε – μη γένοιτο!- ότι θα φέρουμε τους Μουσουλμάνους στη θέση των ραγιάδων και τους ραγιάδες στη θέση των Μουσουλμάνων, κάτι που θα έθιγε ολόκληρο το μουσουλμανικό λαό και που, από τη σκοπιά του ιερού νόμου, είναι αδύνατο να δεχτούμε πολιτικά και θρησκευτικά, ή ακόμα και να το ανεχθούμε. (Πηγή: Μαρκ Μαζάουερ, Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων, σελ. 179)
Πρόκειται για την πλέον επίσημη και ξεκάθαρη έκφραση της πλέον χυδαίας, απόλυτης και καταστροφικής ρατσιστικής λογικής: εμείς, οι μουσουλμάνοι είμαστε φύσει και θέσει ανώτεροι και αποκλείεται να δεχτούμε να έρθουν οι ραγιάδες μας στο δικό μας επίπεδο! Όταν λοιπόν έχει να κάνει κανείς με έναν δυνάστη αυτής της νοοτροπίας από τη μια και με τους εξεγερμένους ραγιάδες που ζητάνε αυτοδιάθεση από την άλλη, είναι τουλάχιστον αφελές να κατηγορεί τους δεύτερους για εθνικισμό. Και, αν λάβουμε υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες άνθισε ο εθνικισμός του 19ουαιώνα (ειδικότερα ο ελληνικός, κατά την Επανάσταση) θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η άνθιση υπήρξε σημαντική πρόοδος, αφού μονάχα έτσι ήταν δυνατόν να νικηθεί πολιτικά και στρατιωτικά η ξεκάθαρα ρατσιστική οθωμανική επικυριαρχία. Όσο για τους Οθωμανούς, χρειάστηκε να τους στριμώξουν άγρια οι επαναστατημένοι λαοί των Βαλκανίων (Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι) για να διακηρύξουν επιτέλους, εκεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα, με βαριά καρδιά, ότι παραχωρούν (στα λόγια!) ισονομία και ισοπολιτεία. Αλλά, ήταν πλέον πολύ αργά.
Φυσικά, η σφαγή της Τριπολιτσάς δεν είχε να κάνει ούτε στο ελάχιστο με την ύπαρξη ή την απουσία εθνικισμού, στην πλευρά των νικητών. Μια πόλη που κατακτιόταν χωρίς συνθηκολόγηση, μετά από αντίσταση, είχε πάντοτε την ίδια μοίρα. Θα φέρω ένα παράδειγμα, την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, που έπεσε μετά από αντίσταση και χωρίς συνθηκολόγηση, στους Οθωμανούς, στα 1430 – τότε που δεν υπήρχε εθνικισμός ούτε για δείγμα. Αντιγράφω από το βιβλίο του Μαζάουερ Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων, σελ. 51 & 55
Η βενετική δύναμη άνοιξε δρόμο προς το λιμάνι κι επιβιβάστηκε στις γαλέρες που περίμεναν. Πίσω τους οι νικητές Τούρκοι – «ουρλιάζοντας και διψώντας το αίμα μας», σύμφωνα με τον επιζήσαντα Ιωάννη Αναγνώστη- διαγούμιζαν εκκλησίες, σπίτια και δημόσια κτίρια κι έψαχναν για πράγματα αξίας κρυμμένα πίσω από τα εικονίσματα και μέσα στους τάφους: «Έσερναν λοιπόν ανάκατα άντρες, γυναίκες, παιδιά, ανθρώπους κάθε ηλικίας, δεμένους σαν ζώα, και τους κουβαλούσαν όλους στο στρατόπεδο έξω από την πολιτεία. Και δεν μιλώ για όσους έπεσαν και δεν έχουν μετρημό και στα κάστρα και στα στενοσόκακα και δεν αξιώθηκαν ούτε θάψιμο», συνεχίζει ο Αναγνώστης. «Επειδή δηλαδή κάθε εχθρός, απ’ το πλήθος τους σκλάβους που πήρε, βιαζότανε να τους πάει έξω γρήγορα και να τους παραδώσει στους συντρόφους του, μην του τους πάρει κάποιος δυνατότερος, όποιον σκλάβο έβλεπε πως από γηρατειά ή και από κάποια αρρώστια ίσως δεν μπορούσε να περπατάει σαν τους άλλους, αυτουνού έκοβε το κεφάλι και πολύ λίγο το λογάριαζε αυτό για ζημιά. Τότες για πρώτη φορά χώριζαν αξιοθρήνητα παιδιά από γονήδες, γυναίκες από άντρες και φίλοι από φίλους και συγγενήδες… Κι όλη [η πολιτεία] γεμάτη αχό και θρήνο».
Ο Μουράτ ακολούθησε όπως πάντα το εθιμικό δίκαιο του πολέμου. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, με το ν’ αρνηθούν να παραδοθούν αμαχητί, όπως τους είχε δοθεί η ευκαιρία, ήξεραν πολύ καλά ότι εξέθεταν τους εαυτούς τους στην υποδούλωση και τη λεηλασία. Αν τους είχε επιτραπεί ν’ ακολουθήσουν το δρόμο της μη αντίστασης που επιθυμούσαν οι περισσότεροι, η τύχη της πόλης θα ήταν λιγότερο τραυματική (…)
Χιλιάδες παλιοί κάτοικοι της πόλης έγιναν σκλάβοι. «Σε πολλές περιπτώσεις είδαμε Χριστιανούς – αγόρια, κορίτσια και πλήθη παντρεμένες γυναίκες κάθε λογής- να τους περιφέρουν οι Τούρκοι σε μεγάλες ουρές στις πόλεις της Θράκης και της Μακεδονίας», έγραφε ο Ιταλός έμπορος και αρχαιοδίφης Κυριακός ο Αγκωνίτης. Ήταν «δεμένοι με σιδερένιες αλυσίδες και τους μαστίγωναν με βούρδουλες, στο τέλος δε τους έστηναν για πούλημα στα χωριά και στα παζάρια… απερίγραπτα αισχρό και βδελυρό θέαμα, σαν ζωοπανήγυρη» (…) Ορισμένοι ασπάζονταν το Ισλάμ, ελπίζοντας σε καλύτερη μεταχείριση’ οι άλλοι, δεμένοι ο ένας με τον άλλον απ’ το λαιμό, ζητιάνευαν ελεημοσύνη στους δρόμους της πρωτεύουσας, της Αδριανούπολης, όπου τους είχαν πάει για πούλημα ή έμπαιναν στην υπηρεσία του σουλτάνου.
Ήταν εθνικιστές οι κατακτητές της Θεσσαλονίκης; Ήταν – όσο ήταν και οι κατακτητές της Τρίπολης… Πάντως, η συμπεριφορά τους προς τους άμαχους που έπεσαν στα χέρια τους ήταν απολύτως ταυτόσημη!
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για ιδεολογικό θέμα. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα (πολιτικά ασύμβατοι στόχοι στις δύο πλευρές, άρνηση των πολιορκημένων να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα και να σώσουν τη ζωή τους θυσιάζοντας τα υπάρχοντά τους, κατάληψη της πόλης χωρίς συνθηκολόγηση) η σφαγή ήταν μονόδρομος. Οπότε, το πραγματικό ερώτημα που έχει κάποιο νόημα είναι: υπέρ της επανάστασης με τη σφαγή – ή κατά της επανάστασης εξαιτίας της σφαγής; Η δεύτερη επιλογή (αν προεκτείνουμε αυτούς τους παράλογους, έτσι κι αλλιώς, συλλογισμούς) θα σήμαινε μια δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη σφαγή: από τη στιγμή που οι επαναστατημένοι θα κατέθεταν τα όπλα, από τύψεις για τη δράση τους στην Τρίπολη, τους περίμενε η ίδια ακριβώς μοίρα με τα θύματά τους.
Είναι ακατανόητο, κάποιος που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του για τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, των μειονοτήτων κλπ (και πολύ καλά κάνει) να αμφισβητεί στους επαναστατημένους του ’21 το υπ’ αριθμόν ένα ανθρώπινο (πολιτικό) δικαίωμα: την πάλη για απαλλαγή από την τυραννία και αυτοδιάθεση. Εκτός αν προκύπτει, με ορισμένο σύστημα σκέψης, πως η οθωμανική δεσποτεία δεν ήταν τυραννία και οι ραγιάδες δεν είχαν το δικαίωμα να θέλουν να απαλλαγούν από αυτή.
Ο αγώνας για ελευθερία και αυτοδιάθεση είναι το μείζον. Η επανάσταση του ’21 οργανώθηκε και ξέσπασε ακριβώς γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ή να λησμονάμε την πραγματική φύση των ανθρώπων, ειδικά ανθρώπων που ήθελαν να περάσουν από την κατάσταση της δουλείας σε εκείνη της ελευθερίας: σε ποιο σχολειό πολιτισμού είχαν θητεύσει; Ποιοι ήταν οι άμεσοι δάσκαλοί τους; Ποιος τους έμαθε να σκοτώνουν τον Άλλον, χωρίς την παραμικρή τύψη;
Οι πιο κοντινές σε εμάς ελληνικές τραγωδίες (πχ του Εμφυλίου 1943-49) μας δείχνουν καθαρά πως ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε, σε απελπιστικά μεγάλο βαθμό, δέσμιος της τύχης του. Το έγκλημα (και το μαζικό έγκλημα) υπάρχει πάντοτε μέσα του – και περιμένει την ευκαιρία να εκδηλωθεί. Οι συνθήκες πολέμου ευνοούν αποφασιστικά αυτή την εκδήλωση, καθώς εξασφαλίζουν τα απαραίτητα άλλοθι.
Τα παραπάνω ισχύουν για όλους τους λαούς, όλες τις εποχές, όλους τους πολιτισμούς. Δεν πρωτοεμφανίστηκαν ξαφνικά τον Σεπτέμβρη του 1821 μέσα και έξω από τα τείχη της Τρίπολης. Και είναι απολύτως ανεξάρτητα από την δημοφιλία ή την επιρροή των ιδεολογιών: ο φασισμός, ο ναζισμός, ο κομμουνισμός, η αποικιοκρατία και ο ιμπεριαλισμός, το καθεστωτικό Ισλάμ, ο θεσμικός χριστιανισμός, ο επιθετικός εθνικισμός κλπ – το μόνο που κάνουν είναι να ορθολογικοποιούν (τάχα) και να ιεροποιούν (δήθεν) το ένστικτο της εξόντωσης του Άλλου. Είναι μονάχα εργαλεία.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ή να υποτιμάμε ποτέ την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του ανθρώπου – αυτήν που αντιστέκεται και δημιουργεί.
Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν εξ αρχής αδιαμφισβήτητο γεγονός (για να το αρνηθεί κάποιος θα έπρεπε να βγάλει τρελούς όλους τους έλληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, μαζί του και τον Τερτσέτη): μοιραία ολάκερη η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία» (δηλαδή, η «ελληνική» εκδοχή της αλήθειας) επιχείρησε να βρει ηθική υπόσταση στη σφαγή (!) αποδίδοντας την στη «δίκαιη αγανάκτηση των Ελλήνων για τα 400 χρόνια της σκλαβιάς», υποσημειώνοντας πως «όλα δείχνουν ότι οι νεκροί δεν ήταν 32.000 αλλά μέχρι 12.000», θαρρείς και 12.000 νεκροί είναι ένα «νόμιμο» νούμερο σφαγμένων αμάχων (ο θλιβερός αυτός ισχυρισμός αυτός έχει την ακόμη θλιβερότερη συνέχεια ότι ο «Γέρος» είχε ξεμωραθεί ελαφρώς όταν υπαγόρευε στον Τερτσέτη). Γενικό συμπέρασμα όλων αυτών: ναι μεν η σφαγή έγινε, αλλά ούτε ο Κολοκοτρώνης έφταιγε, διότι ήταν «ανήμπορος να ελέγξει το δίκαιο μένος του στρατού του, μόλο που το προσπάθησε», ούτε το ασκέρι των σφαγιαστών έφταιγε, διότι «είχε στην πλάτη του τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς»… Ποιος έφταιγε, λοιπόν: αλίμονο, κατά την κυρίαρχη εκδοχή του εθνοφασισμού έφταιγαν οι ίδιοι οι σφαγμένοι, οι άμαχοι, οι γυναίκες και τα βρέφη, διότι ήσαν «μιαρά σκυλιά»…
– Ποια είναι ολάκερη η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία»; Γιατί καλό είναι να μιλάμε επί συγκεκριμένου. Αλλιώς, μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά…
– Ποιος μίλησε για 12000 αντί 32000; Περιλαμβάνεται κι αυτός στην επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία»;
– Για τον Κολοκοτρώνη, αλλά και για τις πραγματικές αιτίες της σφαγής, τα είπαμε παραπάνω.
– Η επίσημη «ελληνική ιστοριογραφία» ταυτίζεται με την κυρίαρχη εκδοχή του εθνοφασισμού; Ο Σβορώνος, που εντάσσεται;
Πολύ θα ήθελα συγκεκριμένες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα. Γιατί, έχοντας διαβάσει αυτά τα λίγα που έχει διαβάσει ο μέσος Έλληνας για το 1821, οι απόψεις του Τριαρίδη μου φαίνονται ότι πατάνε αποκλειστικά σε αυτό που φαντάζεται, βρίσκονται δηλαδή στον αέρα… Αλλά, ας δούμε γιατί, κατά τον Τριαρίδη, έγινε η σφαγή:
Δυστυχώς η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι προφανής – και εξαιρετικά πικρή: ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνον αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια». Αυτή η «επικράτεια» δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Πελοπόννησο: από την άνοιξη του 1821 οι ένοπλες ομάδες των εξεγερμένων Ελλήνων αρχίζουν κλιμακούμενες σφαγές άμαχων Τούρκων (ενδεικτικά αναφέρω: Πάτρα, Καλαμάτα, Ναβαρίνο, Μονεμβασία, Ακροκόρινθο). Μοιραία, ιδίως μετά τις νίκες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι και στα Βέρβαινα, ο έντρομος τούρκικος και εβραϊκός πληθυσμός της Πελλοπονήσου είχε καταφύγει κατά πρώτο λόγο στην Τριπολιτσά και στα λιμάνια του Ναυπλίου και της Μεθώνης κατά δεύτερο. Ως εκ τούτου, μια καθολική σφαγή στην Τριπολιτσά (την οποία επί της ουσίας δεν μπορούσαν να διανοηθούν οι γερλίσιοι Τούρκοι – δηλαδή: οι Τούρκοι που για αιώνες ζούσαν στην Πελοπόννησο) θα προκαλούσε την άμεση φυγή όσων είχαν συγκεντρωθεί σε Ναύπλιο και Μεθώνη – άρα η Πελοπόννησος θα γινόταν «ελληνική επικράτεια» μέσα σε λίγες μέρες.
Δυστυχώς, η απάντηση που δίνει ο συγγραφέας στο ερώτημα (που ο ίδιος θέτει) είναι κυριολεκτικά άλλα αντ’ άλλων. Πρώτα πρώτα, τι συνέβη στα άλλα κάστρα, μετά την πτώση και τη σφαγή της Τρίπολης;
-Στο Ναύπλιο, χρειάστηκαν μερικοί μήνες προσπαθειών για να καταληφθεί το Παλαμήδι (30 Νοεμβρίου) και η πόλη (3 Δεκεμβρίου)
– Στην Πάτρα, το κάστρο έμεινε στα χέρια των Οθωμανών ως το 1828, οπότε το κατέλαβε ο Μαιζών. Το ίδιο συνέβη με το άλλο μεγάλο κάστρο, της Μεθώνης.
Είναι πραγματικά εξωφρενικό να ισχυρίζεται κανείς ότι οι Οθωμανοί και οι Αρβανίτες που κρατούσαν τα κάστρα θα τα παράδιναν φοβισμένοι από αυτό που έγινε στη Τριπολιτσά, όταν είναι πασίγνωστο το τι συνέβη στην πραγματικότητα! Όσο για τους Οθωμανούς Μωραΐτες, ελάχιστη σημασία είχε αν αποφάσιζαν να μείνουν ή να φύγουν (και να ξαναγυρίσουν): το θέμα ήταν αποκλειστικά η κυριαρχία των κάστρων – από αυτό εξαρτιόντουσαν τα πάντα!
Και μια λεπτομέρεια: οι Τούρκοι δε ζούσαν «για αιώνες» στην Πελοπόννησο. Είναι ζήτημα αν υπήρχε Τούρκος κάτοικος στα 1715, όταν έφυγαν οι Βενετοί και ο Μωριάς πέρασε στην εξουσία της Υψηλής Πύλης. Και κάποιοι από αυτούς (όσοι δεν είχαν έρθει από άλλα μέρη) ήταν ντόπιοι Μωραΐτες, που αλλαξοπίστησαν για λόγους επιβίωσης.
Ας δούμε τώρα το βασικό επιχείρημα – ότι ο Κολοκοτρώνης πίστευε (και όχι μόνον αυτός) πως για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση έπρεπε να δημιουργηθεί άμεσα μια «εθνικώς καθαρή ελληνική επικράτεια». Ο Τριαρίδης κυριολεκτικά κομίζει γλαύκαν εις Αθήνας! Ακριβώς αυτός, είπαμε ήδη, πως ήταν ο πρώτος στόχος της Επανάστασης! Για να συμβεί κάτι διαφορετικό (να νικήσει η Επανάσταση και να παραμείνουν οι Τούρκοι στις εστίες τους) σήμαινε πολύ απλά ότι οι παραμένοντες (πρώην δυνάστες) θα αναγνώριζαν και θα ήταν νομιμόφρονες το νέο καθεστώς, θα παράδιναν χωρίς γκρίνια τις τεράστιες περιουσίες τους στους πρώην ραγιάδες τους, θα πλήρωναν φόρους στην ελληνική κυβέρνηση – και θα ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με το Σουλτάνο, με τον οποίο το εν τη γενέσει του ελληνικό κράτος ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση! Αξίζει να τη συζητήσουμε σοβαρά αυτή την κωμωδία; Μια τέτοια συζήτηση θα είχε νόημα μονάχα αν πετύχαινε το στρατηγικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας – και η Επανάσταση κυριαρχούσε ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Βαλκανική.
Ο Κολοκοτρώνης παρουσιάζει τον εαυτό του στα «Απομνημονεύματα» να μην κάνει επί τρεις μέρες την παραμικρή προσπάθεια να σταματήσει τη σφαγή (ούτε καν μια υποκριτική, έστω, επίκκληση πριν ή κατά τη διάρκεια της σφαγής) – κι όταν τελειώνει το μακελειό, μονάχα τότε μπαίνει στην Τριπολιτσά (περνώντας καβαλάρης πάνω απότοπτωματόστρωτο) για να σταθεί νικητής στον πλάτανο της πλατείας.
Είδαμε ήδη ότι ο Κολοκοτρώνης, αφού εξασφάλισε τη διαφυγή όσων Αρβανιτών μπόρεσε -πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολο- (η τήρηση από την πλευρά του της συμφωνίας είχε και σπουδαία πολιτική σημασία για την Επανάσταση) στη συνέχεια έσωσε και διασφάλισε τους οικείους του Σεϊχ Νετζίπ και τους υπερασπιστές της Μεγάλης Ντάπιας. Είδαμε ότι οι αρχηγοί απεύθυναν εκκλήσεις τη δεύτερη μέρα της σφαγής, οι οποίες δυστυχώς δεν εισακούστηκαν. Συνεπώς ολόκληρη η παράγραφος του Τριαρίδη βασίζεται α. στην άγνοια των πραγματικών περιστατικών και β. στην προκαθορισμένη φανατική ιδεοληψία του για τον Κολοκοτρώνη. Σημειωτέον ότι, μόλις ο Γέρος έφτασε στον περίφημο πλάτανο, διέταξε αμέσως να τον κόψουν, για ευνόητους λόγους.
Ανοίγουμε τα λεξικά: «Εθνοκάθαρση, η· η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή/και ο μαζικός αφανισμός τους, η εξόντωσή τους». Ας μην παίζουμε με τις λέξεις: αυτό που έγινε στην Τριπολιτσά εκείνον τον Σεπτέμβριο του 1821 είναι ο απόλυτος ορισμός της εθνοκάθαρσης.
Μα ποιος σοβαρός άνθρωπος διαφωνεί ότι στην Τριπολιτσά έγινε εθνοκάθαρση; Ο Τριαρίδης αισθάνεται υποχρεωμένος να φορτίζει αδιάκοπα συναισθηματικά το λόγο του, όταν αναφέρεται σε αυτονόητα! Αυτό δεν είναι κακό, αρκεί να σέβεται τα πραγματικά περιστατικά και να μην εμφανίζεται μόνιμα μονομερώς προκατειλημμένος! Γιατί, όπως ήδη ανάφερα, στα 1821 έγιναν πολλές σφαγές, σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μια από αυτές ήταν η σφαγή της Τρίπολης. Οι σφαγές, φυσικά, δεν συμψηφίζονται – αποτελούν η καθεμιά τους ξεχωριστό έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Το πραγματικά ενδιαφέρον είναι να προσδιορίσουμε τις πραγματικές και όχι κάποιες φανταστικές αιτίες – όπως ο συγγραφέας κάνει στις αμέσως επόμενες φράσεις του:
Διόλου μη αναμενόμενο: η προσχώρηση των ανθρώπων στον εθνικισμό δεν είναι τίποτε άλλο από μια ιστορία διαρκών εθνοκαθάρσεων – που με την σειρά τους γεννούν εθνοκαθάρσεις. Δεν είναι τυχαίο πως μετά από την Τριπολιτσά, η εθνοκάθαρση έγινε η κυρίαρχη βαλκανική πρακτική (ας πούμε: τι πήγε να εφαρμόσει ο Ιμπραήμ της Αιγύπτου και πάλι στην Πελοπόνησσο, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα, τούτη τη φορά επί των Ελλήνων;).
Αυτή η λογική τσακίζει κόκαλα! Γιατί παραγνωρίζει το γεγονός των συνεχών εθνοκαθάρσεων από την άλλη πλευρά, εις βάρος των υποδούλων (όταν σήκωναν κεφάλι, κατά κύριο λόγο, πχ στα 1715 και στα 1770). Η Τριπολιτσά δεν σηματοδοτεί καμιά απολύτως αφετηρία – απλώς ήταν η πρώτη φορά που την εθνοκάθαρση την υφίσταντο εις βάρος τους οι μέχρι τότε έχοντες το θλιβερό προνόμιο να την εξασκούν εις βάρος των άλλων! Κυρίαρχη βαλκανική πρακτική ήταν ήδη – και την είχαν επιβάλλει οι ίδιοι οι Οθωμανοί, στο βαθμό που τους βόλευε κάθε φορά. Η αναφορά στην πρακτική του Ιμπραήμ είναι κυριολεκτικά για γέλια: από την Τρίπολη, τάχα, παραδειγματίστηκε ο Αιγύπτιος!
Αρκεί κανείς να διαλέξει μια τυχαία περίοδο, ας πούμε τα χρόνια 1912-1922 και να αναλογιστεί τι έγινε στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία (ας πούμε, το πώς «εκκαθάρισαν» -διάβαζε: σφάγιασαν- οι Τούρκοι διαδοχικά Αρμενίους, Ποντίους και Μικρασιάτες Έλληνες, ή το πώς επιχείρησαν να «εκκαθαρίσουν» οι Έλληνες τους Μικρασιάτες Τούρκους την τριετία 1919-1922), για να διαπιστώσει το πλέγμα της φρίκης: κάθε φενακισμένη «εθνική γιορτή», κάθε τρομερή «παρέλαση», κάθε απαίσια «επέτειος νίκης» του ενός «έθνους» σημαίνει την καταστροφή, την εθνοκάθαρση, τον χαλασμό ενός λαού – μια αλλόκοτη τραγωδία αιώνων που κρατά γερά μέχρι σήμερα…
Η περίοδος 1912-1922 δεν είναι καθόλου «μια τυχαία περίοδος», όπως υποκριτικά δηλώνει ο Τριαρίδης. Ήταν η μοναδική εποχή στον 20ο αιώνα, κατά την οποία εφαρμόστηκαν διαδικασίες εθνοκάθαρσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Μονάχα που είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να εξισωθεί η συστηματική, επίμονη, οργανωμένη, «επιστημονική» εθνοκάθαρση που πραγματοποίησαν οι Κεμαλικοί εις βάρος Αρμενίων, Ποντίων και Μικρασιατών Ελλήνων, με τις περιορισμένες (χρονικά, τοπικά, σε αριθμό θυμάτων) αθλιότητες που διέπραξαν τμήματα του ελληνικού στρατού στη Μικρασία, κυρίως κατά την υποχώρησή τους.
Συχνά γυρίζουμε στην ποίηση για να σκεφτούμε τις λέξεις: ο Σεφέρης στην «Ελένη» μιλά για τον παλιό δόλο των θεών. Ωστόσο -το έχω γράψει κι άλλη φορά- για μένα τουλάχιστον δεν υπάρχει κανένας δόλος των θεών – υπάρχουν αποφάσεις και επιλογές των ανθρώπων. Δυστυχώς εμείς είμαστε που επιλέγουμε και αποφασίζουμε την προσχώρησή μας στο εθνικιστικό μίσος. Κι έχουμε να το σκεφτούμε: ποιος διανοητικός μηχανισμός μας οδηγεί σε τόσην απανθρωπιά;
Στην απανθρωπιά δεν μας οδηγούν διανοητικοί μηχανισμοί, μας οδηγούν τα αρχέγονα ένστικτα του φόνου. Οι διανοητικοί μηχανισμοί απλώς οργανώνουν τα συμβάντα. Το μίσος υπάρχει – όχι ως κινούσα αιτία, αλλά ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης παθολογίας. Και, αναλογικά, η εθνική ταυτότητα ή συνείδηση δεν έχει να κάνει (παρά συμπτωματικά) με την εκδήλωση των θηριωδών ενστίκτων. Ο εθνικισμός είναι μέθοδος, είναι σχήμα – δεν είναι η αιτία του μίσους. Αν συνέβαινε αυτό, τότε ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία ως τις αρχές του 19ου αιώνα θα ήταν ένας χαρούμενος περίπατος εις τας εξοχάς – και όχι μια αιματόβρεχτη διαδρομή, όπως πράγματι ήταν.
Εν μέσω όλων αυτών, δέχομαι και κάπως ευπρεπέστερες επιστολές και μηνύματα που με ρωτούν: «δηλαδή, κατά τη γνώμη σου, δεν έπρεπε να γίνει η Ελληνική Επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία; Έπρεπε να παραμείνουμε για πάντα σκλάβοι στους Τούρκους;». Το ερώτημα είναι απλοϊκά ανιστόρητο και δείχνει το πώς ονομάζουμε «ιστορία» την παπαγαλία συνθημάτων (…) Ωστόσο απαντώ – με την ελπίδα πως, έστω κι έτσι, ίσως μπορούμε να προχωρήσουμε στην διερώτηση ετούτου του κειμένου. Πρώτον: σαφώς και έπρεπε να γίνει η επανάσταση του λαού ενάντια στους δυνάστες Τούρκους διοικητικούς και Έλληνες κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι με την συνεργασία του κλήρου δυνάστευαν τους κολίγους τους.
Ωραία, υπόδουλες εθνικές ομάδες (Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες) δεν υπήρχαν – υπήρχε μονάχα «λαός». Ας το δεχτούμε για λίγο, για να δούμε το καταπληκτικό επόμενο: οι Τούρκοι, λέει, ήταν «διοικητικοί». Κάτι ευσυνείδητοι γραφειοκράτες, εκεί πέρα… Ωστόσο, οι Τούρκοι που βρέθηκαν πολιορκημένοι στην Τρίπολη ήταν κάτι παραπάνω από διοικητικοί: ήταν ιδιοκτήτες, είχαν κυριαρχικά πολιτικά δικαιώματα επί των ραγιάδων, ζούσαν (χωρίς να εργάζονται, συνήθως) εις βάρος των ραγιάδων, με την πειθώ που τους εξασφάλιζε η δύναμη των όπλων και η απειλή ή η εξάσκηση ωμής βίας και τρομοκρατίας. Ωραίοι διοικητικοί… Όσο για την απαίτηση του Τριαρίδη, ότι η επανάσταση θα έπρεπε να είναι ταυτόχρονα και κατά των Ελλήνων κοτσαμπάσηδων, είναι πολλαπλά λαθεμένη. Ο βάρβαρος και απολίτιστος Κολοκοτρώνης εξήγησε πειστικά στους επαναστάτες, όταν πήγαν να σφάξουν τους προεστούς, ότι αλίμονο για την Επανάσταση αν η Ευρώπη την χαρακτήριζε καρβονάρικη. Και είχε απόλυτο δίκιο. Τώρα, εμείς, μπορούμε εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων να αμολάμε και καμιά παρόλα μαρξιστικής(;) προελεύσεως.
Και στα Βαλκάνια των μεικτών πληθυσμών του 1821 ο μόνος πραγματικός στόχος μιας λαϊκής επανάστασης ήταν να ξεσκλαβώσει τους ανθρώπους από τον οθωμανικό ζυγό μέσα από μια Βαλκανική Συνομοσπονδία με βασικό άξονα το ανεξίθρησκο καθεστώς σεβασμού διαφορετικών θρησκειών, γλωσσών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών – κι όχι να κάνει εθνοκαθάρσεις για να δημιουργήσει το έρεισμα ενός ακραιφνούς εθνικού κράτους με προαιώνια εκκίνηση και ουράνια αποστολή – και με όλα τα αντανακλαστικά δεινά που θα γεννούσε σε ολόκληρη τη Βαλκανική κάτι τέτοιο.
Αυτό ακριβώς που περιγράφει λυρικά ο Τριαρίδης ήταν, σε γενικές γραμμές, το πολιτικό πρόγραμμα του Ρήγα – και το επαναστατικό πρόγραμμα της Φιλικής Εταιρείας, η οποία προετοίμασε και ξεκίνησε την Επανάσταση. Και ο μοναδικός λόγος που δεν υλοποιήθηκε ήταν ότι οι αδελφοί βαλκάνιοι λαοί δεν ήταν έτοιμοι να συμμετάσχουν σε τέτοια μεγαλεπήβολα εγχειρήματα – και είτε σφύριξαν αδιάφορα, είτε συνεργάστηκαν με την Υψηλή Πύλη, εις βάρος των Ελλήνων επαναστατών (τότε τους αποκαλούσαν, επισήμως, αποστάτες και ληστές).
Ο Κολοκοτρώνης ήταν συνειδητός και δραστήριος Φιλικός. Τα είχε όλα αυτά υπόψη του, παρόλο που διάφοροι ισχυρίζονται πως μονάχα το Μωριά είχε κατά νου. Βέβαια, ήρθαν έτσι τα πράγματα και ο αγώνας περιορίστηκε σε Μωριά και Ρούμελη. Το πρόβλημά του δεν ήταν να κάνει εθνοκαθάρσεις, ήταν να εξασφαλίσει τη δυνατότητα της αυτοδιάθεσης στο Μωριά. Είδαμε ήδη πως αυτό ήταν ασύμβατο με την παραμονή των Τούρκων στην περιοχή. Αυτό σαφέστατα είχε να κάνει με τις εθνικές διακρίσεις. Την επανάσταση δεν την έκανε γενικά και αόριστα ο «λαός» – την έκαναν οι Έλληνες. Όλων των τάξεων – των κοτζαμπάσηδων συμπεριλαμβανομένων. Και τα αγαθά που προέκυψαν από αυτήν ήταν αναμενόμενο (και πολύ λογικό) να προορίζονται αποκλειστικά για την εθνική ομάδα που έφερε σε πέρας το εγχείρημα και για όσους αλλοεθνείς τυχόν δεχόντουσαν να ενταχθούν σ’ αυτό χωρίς απαιτήσεις ειδικών προνομίων. Υπήρξαν και μουσουλμάνοι που το επέλεξαν, αλλά αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, η οποία μας απομακρύνει από το θέμα – τη σφαγή της Τριπολιτσάς. Ωστόσο, ας δούμε ακόμα κάτι:
Δυστυχώς τα Βαλκάνια παραδόθηκαν στον εθνικισμό· και κάθε εθνικό κράτος στο βάθος του τούνελ του υπόσχεται σκλαβιά και θάνατο: οι «πατριώτες» μιλούν για «Ελευθερία» μα λησμονούν πως τα Βαλκάνια για δυο αιώνες αιματοκυλίζονται και λεηλατούνται από εθνικά κράτη που διεκδικούν «ζωτικούς χώρους», «αρχαίες κοιτίδες» και «παμπάλαιο αίμα που ζητάει εκδίκηση»…
Αυτή είναι μια οπτική πεσιμιστική – και σε μεγάλο βαθμό ψευδής. Μετά τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο (εδώ και 60 χρόνια) Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία, Τουρκία και Ελλάδα (εθνικά κράτη – και με το παραπάνω!) ζουν σε διαρκή ειρήνη – αν εξαιρέσουμε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το μοναδικό κράτος που έγινε πραγματικά κουλουβάχατα ήταν το μοναδικό πραγματικά πολυεθνικό κράτος: η πρώην Γιουγκοσλαβία! Βλέπουμε λοιπόν, πως παρ’ όλες τις ιερεμιάδες του Τριαρίδη κατά των εθνικών κρατών, στα βαλκάνια τα πράγματα ήρθαν ανάποδα! Είναι άλλο πράγμα η ανέξοδη ρητορεία και άλλο η πραγματικότητα.
Δεύτερον: καμία επανάσταση δεν νομιμοποιεί τη σφαγή αμάχων, μήτε και νομιμοποιεί εθνοκαθάρσεις όπως αυτή που έγινε στην Πελοπόννησο το 1821. Κι όποιος προσπαθεί να διαβάσει την ιστορία πέρα από τα σχολικά βιβλία (γραμμένα από υπαλλήλους εν υπηρεσία) ή από μορφώματα «για κάθε σπίτι» όπως αυτό της Εκδοτικής Αθηνών, θα διαπιστώσει ότι η σφαγή της Τριπολιτσάς και η εθνοκάθαρση της Πελοπονήσου από Τούρκους και Εβραίους δεν θεμελίωσε την ελληνική ανεξαρτησία, όπως πασχίζουν να αποδείξουν οι «πατριώτες ιστορικοί» – τουναντίον κινδύνεψε να την ακυρώσει εν τη γενέσει της. Οι «πατριώτες ιστορικοί» ξεχνούν πως την ανεξαρτησία στην Ελλάδα την αποφάσισαν οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις, μέσα από ένα σύνθεμα διαμόρφωσης συγκεκριμένων συμφερόντων και πολύπλευρης πίεσης, πίεσης που δημιούργησαν (πρωτίστως) η συνειδητοποίηση της αδυναμίας της Πύλης να ελέγξει ικανοποιητικά την ανατολική Μεσόγειο και συνεπακόλουθα η ανάγκη δημιουργίας ενός απολύτως εξαρτημένου προτεκτοράτου στην ανατολική Μεσόγειο, η εθνοκάθαρση που επιχειρούσε ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (η οποία θα δημιουργούσε μια υπερενισχυμένη Αίγυπτο), σε συνδιασμό με διάφορα γεγονότα που επέδρασαν στα φιλελληνικά συναισθήματα διπλωματικών κύκλων (η σφαγή της Χίου, ο θάνατος του Μπάιρον, η πτώση του Μεσολογγίου). Οι «πατριώτες ιστορικοί» σφυρίζουν αδιάφορα όταν πρέπει να πουν πως τον καιρό της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, η επανάσταση είχε σβήσει ολοκληρωτικά – από το 1826 στην Ελλάδα δεν πολεμούσε κανένας μήτε τους Τούρκους, μήτε τον Ιμπραήμ…
Ας αρχίσουμε από το τέλος: στα 1826 ο Ιμπραήμ δεν είχε καταφέρει ακόμα να πάρει το Ναύπλιο, ούτε τη Μάνη. Ο Κολοκοτρώνης εξακολουθούσε να τον παρενοχλεί σοβαρά με συνεχές αντάρτικο και να λειτουργεί ως αντίστροφο φόβητρο για όσους συνθηκολογούσαν (φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!). Ύδρα, Σπέτσες, Αίγινα δεν είχαν ακόμα αντικρίσει Αιγύπτιο – και η ναυτική τους δύναμη παρέμενε άθικτη. Οι Άγγλοι τραπεζίτες και κεφαλαιούχοι είχαν ήδη αναγνωρίσει την ελληνική κυβέρνηση (η οποία δε διέκοψε ούτε στιγμή τη λειτουργία της) παρέχοντάς της δάνεια, σε λίρες. Στη Ρούμελη ο Καραϊσκάκης είχε κυριαρχήσει ολόκληρο το 1826 και, ως το θάνατό του στις 23 Απριλίου 1827, πολεμούσε στα ίσια τον Κιουταχή, στη μάχη για την Αθήνα. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου έγινε στις 8 Οκτωβρίου 1827. Ως τότε ο Ιμπραήμ προσπαθούσε, αλλά η αντίσταση συνεχιζόταν. Και είχε φτάσει σε ένα σημείο (τον είχε φτάσει η άκαμπτη αντίσταση του Γέρου) όπου η εκστρατεία του ήταν πλέον ασύμφορη, ως πολιτική επένδυση, για τον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου: κόστιζε ήδη πολύ περισσότερο από τα αναμενόμενα κέρδη.
Αν δεν υπήρχε αυτή η πεισματική αντίσταση, τόσο στη Ρούμελη όσο και στο Μωριά, πολύ απλά δεν θα υπήρχε καμιά ναυμαχία του Ναυαρίνου! Η ασυμβίβαστη αντίσταση των επαναστατών, λοιπόν, ήταν αυτή που τους επιβράβευσε – κατά κύριο λόγο.
Τα λοιπά επιχειρήματα του Τριαρίδη είναι εξαιρετικά ισχνά. Πως κινδύνεψε η επιτυχία της επανάστασης από τη σφαγή; Δεν μας το εξηγεί. Η αδυναμία της Πύλης να ελέγξει ικανοποιητικά την Ανατολική Μεσόγειο, θεραπεύτηκε άραγε από την αναγνώριση του πρώτου ελληνικού κρατιδίου; Πως συνέβη αυτό; Γιατί η εθνοκάθαρση του Ιμπραήμ (που δεν έκανε εθνοκάθαρση – προσκυνοχάρτια ζητούσε) δεν ενόχλησε κανέναν για τρία ολόκληρα χρόνια;
Με όλα αυτά θέλω να πω πως η επανάσταση δεν έχασε – αντίθετα κέρδισε το μεγάλο στοίχημα: το χρόνο. Άντεξε όσο έπρεπε για να γίνει κατανοητό στην Ευρώπη πως η Υψηλή Πύλη δεν ήταν σε θέση να υποτάξει Μωριά, Ρούμελη και τα ναυτικά νησιά. Άντεξε όσο έπρεπε για να στραφεί η κοινή γνώμη της Ευρώπης ολοκληρωτικά στο πλευρό της – και να επηρεάσει τις κυβερνήσεις της.
Είναι κάπως αστεία και άχαρη η προσπάθεια να παρουσιαστεί η Επανάσταση ως ένα αποτυχημένο έργο αποτυχημένων εθνικιστών, οι οποίοι επιδόθηκαν με επιτυχία αποκλειστικά σε εθνοκαθάρσεις αθώων Οθωμανών – και τίποτε άλλο εκτός από αυτό! Είναι εξίσου αστεία η επίμονη προσπάθεια να παρουσιαστεί ο άνθρωπος που έσωσε με το στρατηγικό μυαλό του, την αδάμαστη θέλησή του και την ακάματη ενεργητικότητα και επιμονή του τρεις φορές την Επανάσταση και τους Μωραΐτες εξεγερμένους (στην Τρίπολη, στην απόκρουση του Δράμαλη και με την αντίσταση στον Ιμπραήμ) ως ένας απλός εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας.
Η συνταγή είναι γνωστή (και δοκιμασμένη) από παλιά: όσο μεγαλύτερο είναι ένα ψέμα, τόσο πιο πιστευτό γίνεται. Ο κυρίαρχος εθνικισμός από την πρώτη στιγμή εστίασε την προσπάθειά του στο να πείσει την πλειοψηφία και κυρίως να καταγράψει στις επίσημες ιστορίες το ότι οι «πανάρχαιοι Έλληνες «ελευθερώθηκαν με δικές τους δυνάμεις αφού έδιωξαν τους εισβολείς Τούρκους». Στο κέντρο αυτής της γελοίας κατασκευής η σφαγή των αμάχων της Τριπολιτσάς κατέχει δεσπόζουσα θέση, καθώς λογαριάζεται κάτι σαν ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, «ιστορική θεραπεία» (!) του 1453 και σίγουρα η «αφετηρία» της ελληνικής ελευθερίας. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία για αυτό: η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν ένα υπέροχο εργαλείο μίσους για τον εθνικισμό καθώς για τα επόμενα εκατό χρόνια θα βάθαινε το μίσος ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, θα έφερνε νερό στον μύλο του Τούρκικου εθνικισμού και θα απέκλειε την δυνατότρητα μεικτών κρατών – τον αιώνιο φόβο των εθνικισμών. Έτσι, συντονισμένος με το κλίμα αυτό, ο Κολοκοτρώνης, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά τη σφαγή, δεν ντρέπεται διόλου να πει καθαρά, προς όλες τις κατευθύνσεις, τι έγινε και πώς έγινε – ήταν απόλυτα πεπεισμένος πως σφάζοντας αμάχους «ελευθέρωσε» την Ελλάδα. Το ιδεολόγημα του μίσους ήταν ήδη ενεργό: η «εθνικώς καθαρή» νεότερη Ελλάδα «απελευθερώθηκε με τις δικές της δυνάμεις» αφού προηγουμένως καθάρισε τα «άγια χώματά της» από τους «μιαρούς σκύλους».
Ο Τριαρίδης προφανώς εννοεί την ιστορική κατασκευή των Ζαμπέλιου – Παπαρηγόπουλου, η οποία, όντως, κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα, καθώς η Ελλάδα προσπαθούσε να οργανωθεί ως εθνικό κράτος – και οι κυρίαρχες ελίτ είχαν ανάγκη από εθνικούς μύθους, για πολιτικούς λόγους. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός «γελοία κατασκευή» είναι άδικος, εκτός από υπερβολικός. Ειδικά για την Τριπολιτσά, δεν υπήρξε μονάχα η σφαγή, υπήρξαν και πολλές άλλες πλευρές – με κυριότερη την κατίσχυση των επαναστατημένων Ελλήνων, οι οποίοι είδαν πλέον χειροπιαστή τη δυνατότητα επιτυχίας της Επανάστασης. Ο παραλληλισμός με την άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί μια ρητορική υπερβολή (δεν αμφιβάλλω πως χρησιμοποιήθηκε) αλλά η άλωση της Τρίπολης δεν παύει να είναι μια τεράστια επιτυχία, από κάθε άποψη – καθοριστική για τη συνέχεια της Επανάστασης. Τα παρεπόμενα που της αποδίδει ο Τριαρίδης (ότι τάχα αυτή ήταν που βοήθησε τον εθνικισμό να καλλιεργήσει το μίσος ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους) είναι αστήριχτα. Εκτός της Τριπολιτσάς υπήρξαν δεκάδες και εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις σφαγών στα έτη 1821-8, – οι συντριπτικά περισσότερες εις βάρος αμάχων Ελλήνων. Εκτός από τις μείζονες και ολοκληρωτικές (Χίος, Ψαρά) οι Οθωμανοί δεν παρέλειψαν να περάσουν από μαχαίρι πολλές δεκάδες χιλιάδες Έλληνες αμάχους, σε ολόκληρη την επικράτειά τους – άλλοτε για πρόληψη (όπως την εννοούσαν) και άλλοτε για εκδίκηση. Από όλες αυτές τις οθωμανικές σφαγές ας δούμε τη σφαγή που έγινε στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό γιατί την περιγράφει ένας ιστορικός υπεράνω υποψίας για εθνικιστική / φιλελληνική απόκλιση, ο Μαρκ Μαζάουερ, στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη, η πόλη των φαντασμάτων», σελ. 175-6, αναπαράγοντας την έκθεση ενός μουσουλμάνου αξιωματούχου, του Χαϊρουλάχ, κατ’ αρχήν σε δυσμένεια και φυλακισμένου, προς τον ίδιο το σουλτάνο:
Σε λίγες μέρες έφεραν έναν άλλο Έλληνα, τον Νικόλα Εφέντη. Αυτός είχε συγκλονιστικά νέα: ο Μωριάς είχε ξεσηκωθεί και οι κατάσκοποι έλεγαν πως οι Έλληνες εντός και εκτός Θεσσαλονίκης σχεδίαζαν να κάνουν το ίδιο. Ο Γιουσούφ Μπέης είχε απαιτήσει ομήρους, και περισσότεροι από τετρακόσιοι χριστιανοί – από τους οποίους οι εκατό ήταν αγιορείτες μοναχοί- κρατούνταν στο παλάτι του. Όλους, φυσικά, τους έδερναν και τους κακομεταχειρίζονταν -ορισμένους μάλιστα τους σκότωναν.
Λίγο μετά ήρθε διαταγή από την Πύλη να αφεθεί ελεύθερος ο Χαϊρουλάχ (…) έμαθε με φρίκη ότι ο Γιουσούφ Μπέης σκόπευε να θανατώσει τους ομήρους, και δεν κατάφερε να τον μεταπείσει: «Το ίδιο βράδυ οι μισοί όμηροι σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια του άξεστου μουτεσελίμη. (…) Κι από κείνη τη νύχτα άρχισε το κακό. Η Θεσσαλονίκη, η όμορφη αυτή πόλη, που λάμπει σαν το σμαράγδι πάνω στο τιμημένο Σου στέμμα, μετατράπηκε σ’ ένα απέραντο σφαγείο». Ο Γιουσούφ Μπέης πρόσταξε τους άντρες του να σκοτώνουν όποιο Χριστιανό έβρισκαν στο δρόμο, και για μερόνυχτα ο αέρας ήταν γεμάτος «φωνές, θρήνους, στριγγλιές». Είχανε τρελαθεί όλοι’ σκότωναν ως και τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. «Τι δεν είδανε τα μάτια μου, παντοδύναμε Σάχη των Σάχηδων;». Ο ίδιος ο μητροπολίτης ρίχτηκε στα σίδερα μαζί με άλλους κορυφαίους προκρίτους’ τους βασάνισαν και τους εκτέλεσαν στην πλατεία του αλευροπάζαρου. Κάποιους τους κρέμασαν από τα πλατάνια γύρω από τη Ροτόντα. Άλλους τους σκότωσαν στην μητρόπολη, όπου είχαν καταφύγει, και τα κεφάλια τους τα μάζεψαν να τα πάνε δώρο στον Γιουσούφ Μπέη. Μονάχα ο δερβίσικος τεκές (…) πρόσφερε άσυλο στους Χριστιανούς. «Αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά, που δεν μπορώ να τα περιγράψω γιατί και μόνο θύμησή τους μου φέρνει ανατριχίλα, συνέβησαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης το Μάιο του 1821»
Ο μαύρος Μάης του 1821 της Θεσσαλονίκης, πολύ πριν τον μαύρο Σεπτέμβρη της Τρίπολης, έδειξε σε μια πόλη η οποία ούτε κατά διάνοια δεν είχε επαναστατήσει, τι σήμαινε Οθωμανική επικυριαρχία – με αρκετές χιλιάδες εκτελεσμένους «στο ίδιο επεισόδιο», όπως αναφέρει ο Μάρκ Μαζάουερ. Παρόμοιες σφαγές έγιναν από το ένα άκρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ως το άλλο. Σχεδόν όπου υπήρχαν Έλληνες – είτε εξεγέρθηκαν είτε όχι. Τις σφαγές τις έκαναν άραγε εθνικιστές; Τις προκάλεσαν άραγε οι εθνικιστές του Κολοκοτρώνη;
(Σημείωση: πρόσφατα αμφισβητήθηκε το κείμενο του Χαϊρουλάχ ως πλαστό – κατασκευασμένο)
*
Στη συνέχεια ο Τριαρίδης σχολιάζει, στο ίδιο πνεύμα, τους στίχους του Σολωμού, από τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, οι οποίοι αναφέρονται στη σφαγή της Τριπολιτσάς (στίχοι 35-73). Σε γενικές γραμμές έχει δίκιο. Κι αυτό γιατί ο Σολωμός εκτρέπεται σε μια φτηνή, για έναν ποιητή του μεγέθους του, και χυδαία εξύβριση των σφαγιασθέντων. Δεν ανήκω στους άνευ όρων θαυμαστές του Σολωμού. Ιδιαίτερα ο Ύμνος είναι ένα άτεχνο, έως αφελές στιχούργημα. Θα περιοριστώ στο σχολιασμό ελάχιστων σημείων.
Κι εδώ (μια ακόμη) παρένθεση: Υπάρχουν κάμποσοι υποστηρικτές της άποψης πως στα 1821 η σφαγή αμάχων ήταν μια πρακτική ανεκτή, ηθικά επιτρεπτή ή εν πάση περιπτώσει ανήθικη μεν μα παραδεκτά αναμενόμενη, περίπου αυτονόητη.
Ήδη έχω σημειώσει πως, από τη στιγμή που οι Οθωμανοί της Τρίπολης αρνήθηκαν να πληρώσουν για να φύγουν (52 εκατομμύρια γρόσια ήταν το ποσό που τους ζητήθηκε στις συνομιλίες που προηγήθηκαν της πτώσης) η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Ο Κολοκοτρώνης, εφ’ όσον συμφωνούσαν να πληρώσουν, τους έδινε τα 1500 υποζύγια που ζητούσαν, για να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία ως το Ναύπλιο, απ’ όπου θα μπαρκάριζαν για Μικρασία ή Αίγυπτο. Αυτή ήταν η μοναδική εφικτή λύση για να αποφευχθεί η σφαγή: δήλωση υποταγής, καταβολή των «πολεμικών αποζημιώσεων», αποχώρηση χωρίς οπλισμό. Δυστυχώς, οι πολιορκημένοι δεν την αποδέχτηκαν και, επίσης δυστυχώς, οι πολιορκητές προχώρησαν όπως προχώρησαν.
Δε θέλω να νομίσει κανείς ότι επιχειρώ να εξισώσω θύτες και θύματα. Επισημαίνω απλά ότι η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη ήταν απολύτως ρευστή: αν οι ηγέτες των Οθωμανών ήταν στοιχειωδώς επαρκείς στο ρόλο τους ή αν δεν υπήρχε από την άλλη πλευρά ο Κολοκοτρώνης, η σφαγή θα είχε γίνει αντίστροφα: Οθωμανοί και Αρβανίτες θα είχαν ξεπατώσει τους εξεγερμένους του Μωριά, όπως είχαν κάνει ήδη στα 1715 και στα 1770.
Εμείς τώρα, στα 2007, πρέπει να γνωμοδοτήσουμε αν η σφαγή του Σεπτεμβρίου 1821 ήταν ηθικά επιτρεπτή, παραδεκτά αναμενόμενη, περίπου αυτονόητη κλπ. Και αυτή η «αξίωση» εκφράζεται με ένα τρόπο που καταδεικνύει ως ντροπή, ως αίσχος, ως καταραμένη την ίδια την Επανάσταση του 1821 και τα αποτελέσματά της. Δεν πρόκειται να σχολιάσω τίποτα επ’ αυτού – σημειώνω απλά ότι, για τη δική μου αντίληψη των πραγμάτων, το 1821 υπήρξε η κορυφαία στιγμή στην ιστορική παρουσία των νέο-Ελλήνων. Και, παρά τη σφαγή της Τρίπολης, αυτό δεν αλλάζει, όπως επιχειρεί να το κάνει ο Τριαρίδης, χωρίς να το διατυπώνει ευθέως.
*
Όποιος ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί τι προτείνει ο Τριαρίδης στο επιλογικό ερώτημα που θέτει (τι να κάνουμε;) ας ανατρέξει στο δικό του κείμενο. Σε κάποιες από τις προτάσεις που κάνει συμφωνώ, σε άλλες όχι. Η δική μου άποψη, αυτή που με οδήγησε να ασχοληθώ και να ετοιμάσω αυτό το κείμενο, είναι ότι δεν είναι σωστό να πετάμε στα σκουπίδια την ιστορία μας. Η ψύχραιμη αξιολόγηση των μαύρων σελίδων της αποτελεί αυτονόητο καθήκον. Αλλά αυτό δεν μπορεί να σημαίνει ότι εξαιτίας τους θα πρέπει να σκίσουμε τις υπόλοιπες.
*
Η αθλία Τριπολιτσά
Η επιδίωξη της πολιτικής ορθότητας οδηγεί κάποιες φορές σε υιοθέτηση εξωπραγματικών υποθέσεων. Γιατί, παραδείγματος χάριν, σκάφτηκαν τα μουσουλμανικά νεκροταφεία, μετά την κατάληψη της Τριπολιτσάς, στα 1821; Ο Άκης Γαβριηλίδης δίνει την απάντηση[1], συσχετίζοντας τις φρικαλεότητες της Επανάστασης με την εξάλειψη του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης:
Αυτό το μοναδικό φαινόμενο, λοιπόν, η εξαφάνιση των νεκρών Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, είχε την ίδια κρισιμότητα για τη συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους όπως και η εξαφάνιση των (μέχρι τότε) ζώντων Εβραίων, και των άμαχων Τούρκων, κατά την κατάληψη της Τριπολιτσάς το 1821. Η τελευταία εξασφάλιζε τηνομοιογένεια του πληθυσμού, άρα την καθαρότητα του ελληνικού εδάφους (του εδάφουςπου ακριβώς με αυτή την πράξη κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί ως ελληνικό).Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν ήταν αρκετό: χρειαζόταν και η καθαρότητα τουυπεδάφους. Αυτή την εξασφάλισε ηδεύτερη κάθαρση. Και με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε την ομοιογένεια της μνήμης – και του μνήματος-, την ακηλίδωτη τρισχιλιετή ελληνικότητα του παρελθόντος.
Στην καλύβα πρόσφατα έγινε μεγάλη συζήτηση για τη σφαγή της Τριπολιτσάς, με αφετηρία τη σχετική εργασία του Θανάση Τριαρίδη[2]. Στο βιβλίο του ο Α.Γ. υιοθετεί την ερμηνεία του Τριαρίδη, δηλαδή την προμελετημένη και κατά γράμμα υλοποιημένη εθνοκάθαρση. Στόχος (κατά τους Τριαρίδη – Γαβριηλίδη) ήταν η «άμεση δημιουργία» μιας «εθνικώς καθαρής ελληνικής επικράτειας» – αφού αυτό «πίστευε ο Κολοκοτρώνης (και όχι μόνον αυτός) …για να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση».
Όποιος έχει μεγάλη υπομονή μπορεί να ανατρέξει στο κείμενο και τη συζήτηση της καλύβας, που αναφέρθηκε. Εδώ υπενθυμίζω ένα από τα πιο εύστοχα σχόλια, αυτό της pengwin_witch[3]:
Η ελληνική επανάσταση ήταν -αν έχω καταλάβει καλά- μια μαζική εξέγερση, η οποία ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, χαλαρά οργανωμένη. Ήταν πιό πολύ καταιγίδα παρά παιχνίδι σκακιού -τουλάχιστον στην αρχή της. Οι πολέμοι της δεν ήταν μάχες μεταξύ σύγχρονων οργανωμένων στρατών, αλλά συρράξεις μεταξύ ενος φεουδαρχικού «στρατού» (ενα συσσωμάτωμα πολεμάρχων πιστών στο Σουλτάνο ή/και μισθοφόρων που μπορούσαν ν’αλλάξουν παρατάξεις στο άψε-σβήσε) και πολλών, χαλαρά οργανωμένων (αν ήταν κι’όλας) επαναστατημένων πολεμάρχων η/και μισθοφόρων τους που δρούσαν σε χαλαρή, άτυπη συνεννόηση.
Τέτοιοι ανεξέλεγκτοι, ανοργάνωτοι στρατοί δεν μπορούν να οργανώσουν ένα Άουσβιτς ή μια άλλη συστηματική εθνοκάθαρση. Ένα σφάξε-μη-σε-σφάξω όμως κι ένα αμόκ καταστροφής, αντίθετα, είναι πιο πιθανό να συμβεί σε μια μαζική εξέγερση (ίσως εδώ να είναι η διαφορά μεταξύ της γενοκτονίας των Ποντίων και της Τριπολιτσάς). Η Τριπολιτσά ήταν αναμενόμενη, όχι προσχεδιασμένη.
Ο κύριος Τριαρίδης επίσης υπερτιμά την ικανότητα των οπλαρχηγών του ‘21 να ελέγξουν το ασκέρι τους. Είχαμε να κάνουμε με άτακτους, συχνά εξίσου ικανούς πολεμιστές και ισχυρές προσωπικότητες με τους οπλαρχηγούς τους, που έκαναν λίγο-πολύ του κεφαλιού τους, όχι για στρατιώτες που υπακούανε τυφλά σε διαταγές.
Η σφαγή της Τριπολιτσάς δεν σχεδιάστηκε, αλλά συνέβη. Είναι πάντως αφορμή περίσκεψης μάλλον, παρά περηφάνιας και δεν συμψηφίζεται. Για να παραφράσω τον Γκάντι: Οφθαλμός αντί οφθαλμού= δύο μισότυφλοι (πρίν να στραβωθεί όλος ο κόσμος).
Η ιδέα του Τριαρίδη, την οποία υιοθετεί ο Α.Γ., για την επιδίωξη μιας «εθνικώς καθαρής ελληνικής επικράτειας» προκειμένου να αναγνωριστεί η Ελληνική Επανάσταση, πιθανότατα αποτελεί ετεροχρονισμένη προβολή της όντως στρατηγικής (όσο και απελπισμένης) επιδίωξης του ΔΣΕ, την περίοδο 1946-9, να καταλάβει μια πόλη (πχ τη Φλώρινα) ώστε να επιδιώξει έτσι την αναγνώριση της δικής του κυβέρνησης. Αλλά, αυτή η προβολή, δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας «άλλης» θεολογικής σκέψης – η οποία δεν είναι και τόσο «άλλη» τελικά.
*
Η άποψη του Τριαρίδη για τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Σολωμού, υιοθετείται επίσης χωρίς καμιά επιφύλαξη[4] από τον Α.Γ.:
…η Τριπολιτσά… γοήτευσε τον μετέπειτα εθνικό ποιητή του εν λόγω κράτους, ο οποίος … εξύμνησε, με λεξιλόγιο αντάξιο χολυγουντιανού σπλάτερ και με μία ολοφάνερη, σχεδόν κανιβαλική, απόλαυση, τους διαμελισμούς γυναικών και παιδιών, τα ποτάμια αίμα, τα «κομμένα/ χέρια, πόδια, κεφαλές/ και παλάσκες και σπαθία / με ολοσκόρπιστα μυαλά, / και με ολόσχιστα κρανία / σωθικά λαχταριστά» (!) και λοιπά κατορθώματα των founding fathers του έθνους- λαού (του).
Δείτε το σχόλιο του Νίκου Σαραντάκου, στο παλιότερο κείμενο της καλύβας[5]:
Με μεγάλη προσοχή διάβασα το κείμενό σου για το κείμενο του Τριαρίδη που ήδη το ήξερα. Στον Τριαρίδη αναγνωρίζω θάρρος μεγάλο. Για το κυρίως θέμα, βρίσκομαι κάπου στη μέση, αλλά πιο κοντά σε σένα παρά σε κείνον. Στο φιλολογικό όμως, και εννοώ την κριτική του ποιήματος του Σολωμού, θέλω να επισημάνω μια απάτη του Τριαρίδη, που κατασκευάζει σολωμικό στίχο («ρυπαρό αίμα σκυλιών») δια της συρραφής -εννοώ ότι τέτοιος στίχος δεν υπάρχει πουθενά. Για μένα, μπαίνει θέμα εντιμότητας οπότε από κει και πέρα δεν ασχολήθηκα άλλο με την ανάλυση που κάνει στο κείμενο του Σολωμού.
Ιδια με τον Τριαρίδη τοποθέτηση, αλλά χωρίς το θάρρος, υπάρχει στο βιβλίο του Γαβριηλίδη, αυτό με τον νεκρόφιλο Μίκη, όπου ο συγγραφέψ αγνοεί τη σημασία της λέξης ‘λαχταριστός’ την εποχή εκείνη και αποδίδει κανιβαλικές τάσεις στον Σολωμό.
Αυτά, για να βλογήσω τα γένια μου, τα έχω γράψει εδώ:
(σε υποσημείωση)
και εδώ:
*
Αυτά για τις σύγχρονες περιπέτειες της Τριπολιτσάς.
Αυτά για τις σύγχρονες περιπέτειες της Τριπολιτσάς.
[1] «Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού», εκδ. futura, σελ. 135[2]https://panosz.wordpress.com/2007/02/27/triaridis/[3]February 27th, 2007 at 1:10 pm[4] Ό.π., σελ. 138[5] February 27th, 2007 at 7:39 pm . Δείτε και ένα «σχόλιο αποκατάστασης» από τον Γιώργο Στάθη:February 27th, 2007 at 11:27 pm . Επίσης, το σχόλιο του gazakas: February 28th, 2007 at 11:12 pm και ένα ακόμα του Γιώργου Στάθη: February 28th, 2007 at 11:41 pm
https://greekcivilwar.wordpress.com/2016/03/24/gcw-102/
24/3/2017