«ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΡΕΛΑ»

'Εργο της Ναταλίας Σταμοπούλου: Αντικρύζοντας το πραγματικό.


«Ελάτε σιγά να σας τα πω
Μια μοίρα με κατάστρεψε
Μη με πετροβολάτε
Δεν έφταιξα – πονώ» 

                                «Το τραγούδι του τρελού»
                            Κ. Παλαμάς


«Έχουμε ανάγκη από το ψεύδος και την τέχνη για να μπορέσουμε να ζήσουμε

                            F. Nietzsche

Η «Τέχνη και η Τρέλα» διαφορετικές αλλά ενδεχομένως παράλληλες και συνυπάρχουσες καταστάσεις αναβλύζουν από τον χώρο του ασυνειδήτου ως αναφομοίωτες από την σημαίνουσα τάξη διεργασίες, ως μαρτυρίες από τον χώρο του χεγκελιανού «πράγματος», του λακανικού πραγματικού, του χαϊντεγκεριανού άρρητου. Καθυποτάσσουν και υποχρεώνουν το σημαίνον σε εκφράσεις και μορφώματα σημασίας τα οποία έρχονται σε ρήξη με τους τρέχοντες κώδικες σημασίας και αισθητικής, σε ρήξη και με την εξωτερική κοινή πραγματικότητα, σε ρήξη, αλίμονο, όσον αφορά την Τρέλα και με την εσωτερική. Ο Malraux έλεγε ήδη ότι κοινός τόπος του τρελού και του καλλιτέχνη είναι η ρήξη. Μόνο που στον τρελό η ρήξη είναι φυλακή.

  Πίνακας:Έργο ατόμου με ψυχιατρική εμπειρία.

Η «Τέχνη και η Τρέλα» ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης συγκατοίκησής τους αποδίδουν την Ετερότητα ως τόπο καταγωγής της ανθρώπινης ύπαρξης, τη διαφορετικότητα ως το σημείο εκκίνησης για τη δομή της κοινής «φυσιολογικότητας».

Αυτό, όμως, το γεγονός της Ετερότητας θέτει και το πρόβλημα της προσέγγισης: πώς από τη θέση του ο «φυσιολογικός» μπορεί να μιλήσει για τον κόσμο του τρελού; Πώς ο τρελός από τη δική του θέση μπορεί να κάνει χρήση της γλώσσας του «φυσιολογικού» (λόγος, σιωπή, σώμα) για ν’ αποδώσει το βίωμά του;

Από την άποψη του Freud τη σχετική με την απώθηση και την εξιδανίκευση έως την άποψη του Lacan και την κατονομασία της Τέχνης ως κατάλοιπο του σημαίνοντος, εκείνο το οποίο διαφαίνεται και στις δύο περιπτώσεις είναι το  «εντεύθεν» της σημασίας.

Αλλά, αν πρόκειται για μια τέτοια διαφυγή εκ του σημαίνοντος τότε εκείνο περί του οποίου ομιλώ είναι εκείνο το οποίο διαφεύγει του λόγου.

Πάντοτε κάτι θα διαφεύγει από την ανάλυση του Jaspers για τον Strindberg, από την ανάλυση του Binswanger για τον Strindberg, από την ανάλυση της Chasseguet-Smirgel για τον Strindberg, από την ανάλυση του Benedetti για τον Strindberg, από την ανάλυση του Lidz για τον Strindberg.

Μήπως η Τέχνη, αφ’ ενός ως έκφραση ενάντια στην κοινοτοπία και τη σύμβαση και αφ’ ετέρου έχοντας συγκατοικήσει κατά περιόδους με την Τρέλα είναι σε θέση να μας πει κάτι και για την Τρέλα και για τον ίδιο της τον εαυτό; Πού τέμνονται; Υπάρχουν ομόκεντροι κύκλοι; Πού αίρεται το «και»; Και ακόμα: τα δύο αυτά φαινόμενα μπορούν να μας μιλήσουν για τη σύμβαση και τη ρήξη στο σήμερα;

Φτάνοντας στον Hölderlin, την Claudel και τον Χαλεπά,  στον Strindberg, τον Artaud  και την Kane, στον Schumann, τον Van Gogh και τον Ακριθάκη, η «Τέχνη και η Τρέλα» συνόδεψαν σταθερά την πορεία της εξέλιξης του δυτικού πνεύματος. Ο Gadamer  διατείνεται ότι κάθε παρουσίαση έργου Τέχνης είναι μεν διαφορετική αλλά συγχρόνως αναδεικνύει την ίδια οικουμενική δομή που συνιστά τον πυρήνα του έργου Τέχνης – παράλληλα με την επίσημη κυρίαρχη ιδεολογία για την «Τέχνη και την Τρέλα» και εξ αυτών για την ζωή. Η εξαιρετική πριν λίγα χρόνια έκθεση στο Παρίσι «Η ζωγραφική ως έγκλημα» αναδεικνύει ακριβώς αυτό που ο Foucault καταγγέλει στην ιστορία της Τέχνης, ότι δηλαδή απέκρυψε τη φύση του ανθρώπου, την Τρέλα ως όριο της ελευθερίας της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως έλεγε ο Lacan.

Καμιά άλλη δραστηριότητα του πνεύματος, μόνο η Τέχνη, (ούτε η θρησκεία – η Τέχνη των σπηλαίων είναι παλαιότερη της μαγείας, ούτε η φιλοσοφία) δεν υποσχέθηκε με τέτοιο απόλυτο τρόπο την επιτυχή διαχείριση του σημαίνοντος έναντι της καταγωγής του από το «πράγμα» για το οποίο δημιουργούμε ισοδύναμα υποκατάστατα έλεγε ο Bataille, για να αποδοθεί το μη επιδεχόμενο έκφρασης σε έκφραση, η απώλεια σε «κάτι».

Καμιά άλλη δραστηριότητα, μόνο η Τέχνη, δεν οριοθέτησε το διάτρητο από το επέκεινα παρελθόν, από το άρρητο, το αόρατο, στη  συνεργασία της με την Τρέλα.

Καμιά άλλη δραστηριότητα του πνεύματος δεν αναστόμωσε την υπαρξιακή αιμορραγία του όντος-δίχως-νόημα αποδίδοντας το ως νόημα του εαυτού του.

Και καμιά άλλη δραστηριότητα δεν υποστύλωσε όλες τις άλλες δραστηριότητες του πνεύματος για να καταστεί η ζωή του ανθρώπου υποφερτή.

Αρκεί ένα χαϊκού του Basho, μόλις τρεις γραμμές για ν’ αναστομωθεί η αιμορραγία της υπαρκτικής αορτής της αγωνίας, να κατευναστεί ο φόβος, να αποκλειστεί το κενό, να απαλυνθεί το σκοτάδι: να κυλίσει στις τρεις γραμμές που σχηματίζουν το ρυάκι του σημαίνοντος η ρευστότητα του «πράγματος».

Αρκεί ένα από τα τέσσερα τελευταία τραγούδια του Strauss, ένας στίχος του Σοφοκλή, ένα ηλιοτρόπιο του Van Gogh, το σχέδιο ενός παιδιού, το σφύριγμα ενός μεθυσμένου, μια φράση του Artaud, μια μάσκα των Παπούα, μια φιγούρα από το θέατρο σκιών της Ινδονησίας, ένας χορός από το Μπουρούντι, μια γοτθική υδρορροή, ένας στίχος του Λειβαδίτη για να αναχαιτιστούν οι καταστροφικές εναντίον του σημαίνοντος δυνάμεις μα και των οποίων ταυτόχρονα οι εκβολές υπερβαίνουν το φράγμα του σημαίνοντος: θέλω να σηκωθώ το πρωί απ’ το κρεβάτι, θέλω να ονειρευτώ, θέλω να πράξω, θέλω…

Αρκεί μια ζωγραφιά της Aloise.

Όπως παρατηρεί η M. Gaghebin τόσο στο μουσείο της Art Brut στη Λωζάνη όσο και στη συλλογή Prinzhorn της Χαϊδελβέργης, το φύλο είναι «απλά και ξεκάθαρα αγνοημένο». Μπορούμε να αναλογιστούμε, μήπως η Art Brut – δεν υπάρχει Τέχνη των τρελών όπως δεν υπάρχει Τέχνη των στομαχικών, έλεγε ο Dubuffet, για να  συμπληρώσει: «η καλύτερη στιγμή της Τέχνης είναι όταν ξεχνά τ’ όνομά της» – τείνει μέσω της διάλυσης της μορφής να διαλύσει το νόημα; Μορφή είναι το εγκιβωτισμένο από την επιθυμία σώμα που προκύπτει από την αναγνώριση της διαφοράς των φύλων, η υπέρβαση της Indifferenz του Schelling, το μη-εγώ του Fichte, που δίνοντας πρόσβαση στην απόλαυση πληρώνει το τίμημα με θάνατο αφού θάνατος είναι ο θάνατος της μορφής.

Μήπως η Τρελή Τέχνη είναι ένας ου-τόπος για τον θάνατο; Η ουτοπία είναι άραγε ο χώρος της «Τέχνης και της Τρέλας»;

Εάν δεν υπάρχει νόημα τότε, ούτε ο θάνατος θα έχει νόημα και κατά συνέπεια αν ο θάνατος είναι νόημα τότε παύει να υπάρχει.

Έτσι, η Art Brut προσφέρει έναν ου-τόπο για τον θάνατο αρνούμενη το νόημα μέσω της διάλυσης της μορφής, για να αποδώσει ένα μη-νόημα ως δυνατότητα μιας άλλης ζωής, εντεύθεν της μεταφοράς, αλλά εντός ωστόσο της κηδεμονίας του σημαίνοντος, έστω αποδιοργανωμένου, αφού και η Art Brut αν θέλει να είναι Τέχνη εντάσσεται στη μορφή.

Σε αντίθεση με την επιστήμη που κινείται διαφορετικά. Η επιστήμη μιλάει για να βγει το υποκείμενο του σημαίνοντος από το σκοτάδι, να οριοθετηθεί μέσω του λόγου. Τι άλλο είναι η επιστήμη παρά ένα φράγμα έναντι του ακατανόητου και ακατανόμαστου, ένα δράμα του πνεύματος έναντι του άρρητου; Ο Bateson έλεγε ότι η επιστήμη είναι προσπάθεια να καλυφθεί το σκοτάδι με εξηγήσεις, αλλά και προσπάθεια ανακάλυψης του σκοταδιού που μένει ακάλυπτο από τις εξηγήσεις. Θα λέγαμε, εδώ, ότι και η Τέχνη κάνει κάτι ανάλογο: να οριοθετήσει το «πράγμα» αλλά επίσης να το δει έτσι όπως το «πράγμα» υπαγορεύει στην Τέχνη να είναι, ασύλληπτο το ίδιο από αυτό που παράγει.

 Πίνακας: Έργο ατόμου με ψυχιατρική εμπειρία.

Έτσι, ο τρελός καλλιτέχνης γίνεται ο ίδιος για τον εαυτό του φερέφωνο του πραγματικού σε μία διαδικασία αντίστοιχη με εκείνη του παραληρήματος ενώ ταυτόχρονα, με το διάτρητο φράχτη του ανέραστου σημαίνοντος, ανακόπτει την πλημμύρα του «πράγματος» καθοδόν προς την αναπαράσταση.

Μα, επίσης ο τρελός καλλιτέχνης γίνεται ο ίδιος μια τέτοια λειτουργία όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Πεθαίνουν, έλεγε ο Green, γιατί πέρασαν τα όρια της γνώσης του ασυνειδήτου. Πληρώνουν το τίμημα του θανάτου για να θρέψουν τη δημιουργία. Ο τρελός καλλιτέχνης είναι ο ίδιος γλώσσα, σαν τον Artaud. Σιωπή, θα σήμαινε θάνατος όχι μόνο  του ιδίου αλλά και νέκρωση του κοινωνικού σώματος.

Ο καλλιτέχνης αναλαμβάνει για όλους εμάς να κλείσει το κενό, να σφραγίσει την άβυσσο, να μετασχηματίσει σε γλώσσα την κατάθλιψη της ύπαρξης: κάποτε ως μάρτυρας του δικού του ψυχικού ή σωματικού θανάτου (σαν τους Βιεννέζους Actionnists) όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης γίνεται μια performance για να μην δούμε περαιτέρω – η πρόκληση είναι να καταστήσει κάτι ορατό που κανονικά έπρεπε να διαφυλάξει το μυστικό του, έλεγε ο Baudrillard – ή για να δούμε μόνο το έργο του. Κανείς ποτέ δεν έκανε Τέχνη, φώναζε ο Artaud, παρά για να βγει από την κόλαση. Ή όπως έλεγε ο Κ. Κουν, κάνουμε Τέχνη για να σώσουμε την ψυχή μας. Για να βρεθούμε στην κατάσταση του λέγειν ως συγκρότησης του είναι, γράφει ο Gadamer.

Το ίδιο και ο τρελός: μορφοποιεί ως σημαίνον πάθους το άλεκτον και εξ’ αυτού καθίσταται η προστατευτική του βλέμματος ασπίδα έναντι του «τίποτα».

Εάν η Τρέλα απειλεί να μας δείξει το εύθραυστο δοχείο που εμπεριέχει το κενό του «πράγματος» – γιατί πρέπει ν’ αρρωστήσουμε για να μάθουμε την αλήθεια του εαυτού μας; διερωτάται ο Freud και ο Cassirer και αργότερα ο Lacan και ο Cioran – το κενό της ανθρώπινης ύπαρξης… Εάν η Τρέλα απειλεί ν’ αποκαλύψει την αλλοτρίωση από την προσποίηση του νοήματος, να θρυμματίσει κάθε νόημα περί ζωής, ασθένειας, ύπαρξης, θρησκείας, φτώχιας, δικαίου – γι’ αυτό και δεν δικαιούμαστε να θεραπεύουμε τον τρελό καλλιτέχνη φώναζε ο Breton και ο Dubuffet – τότε η Τέχνη, χωρίς μεγάλα λόγια περί νοήματος, καθιστά το βίο απλά αποδεκτό χωρίς να ψεύδεται: αποκαλύπτει – προστατεύοντας, μιλά για – σωπαίνοντας περί.

Η Τέχνη μέσω της Τρέλας και η Τρέλα μέσω της Τέχνης μας αποκαλύπτουν, κατ’ απόλυτο τρόπο, το χαϊντεγκεριανό «τίκτω», το ξέφωτο της α-λήθειας του όντος που είναι πλήρες, λέει ο Lacan, στο βαθμό που παραμένει κενό: το βάζο, κατασκευή αναπαράστασης του κενού στο κέντρο του «πράγματος». Η μετουσίωση του «πράγματος» συνίσταται στην απόδοση της απώλειας ως ποίησης.

Η Τέχνη μας δείχνει ένα διάδρομο και μας λέει: το ξέρω δεν είναι τίποτα σπουδαίο αυτό που θα δεις και θ’ ακούσεις αλλά κοιτάζοντας το και ακούγοντάς το, θα προχωράς: «αν θέλεις να δεις κάτι δες αυτό». Κάνω Τέχνη σημαίνει βάζω πάντα κάτι μπροστά στο βλέμμα ή την ακοή.

Προφανώς, δεν μιλάμε για θεραπεία μέσω της Τέχνης ή τον θεραπευτικό ρόλο της Τέχνης που σίγουρα υπάρχει, όπως εξ’ άλλου υπάρχουν κι άλλες καταστάσεις που θεραπεύουν τη ζωή, όπως κάθε τι στη ζωή θεραπεύει τη ζωή. Μιλάμε για την Τέχνη ως θεραπεία από το μη-νόημα, από το μεγάλο χάος, το κενό. Για την Τέχνη ως την κατάσταση εκείνη χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε η δυνατότητα της ίδιας της ζωής, την Τέχνη που θρηνεί το ανοίκειο της σχέσης του ανθρώπου με το απόλυτο, την Τέχνη που θρηνεί τη σχέση του σώματος με το χρόνο, την Τέχνη που συνεχίζει πέραν του χρόνου.  Μιλάμε για την Τέχνη ως ουσιώδες συστατικό του τέταρτου δακτυλίου του βορόμμειου κόμβου μέσω του οποίου διϋφαίνεται το συμβάν της ζωής ως ψυχωτικής διαδικασίας σε θεραπεία. Γι’ αυτό, η Τέχνη παρότι αρθρώνει το άφατο μας προφυλάσσει ταυτόχρονα από αυτό.

Ο καλλιτέχνης και ο τρελός, ο τρελός καλλιτέχνης που «εψήλωσεν ο νους του» είναι οι σαμάνοι της ομάδας. Αυτοί που ξορκίζουν την περιδίνηση από το α-νόητο της ύπαρξης. Με γιατροσόφια όχι μεταφυσικά, αλλά  από την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

Νavi: προφήτης και τρελός.

Εάν η αγορά έχει μπορέσει να καθυποτάξει την Τέχνη – ο Breton ήδη χαρακτήριζε τα ψυχιατρεία κάστρα έναντι του καπιταλισμού που διαστρεβλώνει κάθε καλλιτεχνική έκφραση – η Τρέλα παραμένει ο άναρχος γενέθλιος τόπος πάσας Ετερότητας, κάθε α-νομης επιθυμίας. Δημιουργία ίσον φόνος, φαντασιακός ή συμβολικός του πατέρα έγραφε ο Anzieu, ο θάνατος του οποίου επιτρέπει στον γιο να υπάρξει και να αποκτήσει όνομα.

Και εάν η κοινωνία επιχειρεί να καθυποτάξει την Τρέλα ανάγοντάς την σε κοινωνική συντεταγμένη, με τον πιο απλό και αποδοτικό τρόπο: μιλώντας γι’ αυτήν ή εντάσσοντας την στο DSM – όπως τη φωτογραφία θα έλεγε ο Barthes, της οποίας η φύση είναι η Τρέλα και της οποίας την επικινδυνότητα κατευνάζει η κοινωνία με το να την κάνει Τέχνη – η Τρέλα ως η φύση του ανθρώπου θα παραμένει μια ανυπότακτη ενσαρκωμένη ανάδυση από το ίδιο αυτό  κοινωνικό σώμα που μεριμνά για την καταστολή της,  απειλή στο συνεχές του νοήματος, στον εφησυχασμό του ύπνου, με εκείνα τα γιορτινά στον ουρανό της Ετερότητας πυροτεχνήματα που ως follis θα απειλούν με τυχαίες πυρκαγιές τον ύπνο των δεσμοφυλάκων.

Ο τρελός καλλιτέχνης ως έσχατος όρος ύπαρξης, ως η τελευταία ασύλληπτη δυνατότητα του ανθρώπου να είναι, παρεμβάλλει ανάμεσα σε αυτόν και το τέλος έναν πόθο.

Η Τρέλα ως ανάδυση του πραγματικού και η Τέχνη ως κατάλοιπο του σημαίνοντος, μορφώματα μεταφοράς και έσχατες αλήθειες, αποδίδουν την ακραία αλλά «ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη» συνθήκη ως Ετερότητα, ως εγγυητική επιστολή της ίδιας της ύπαρξης ως συμβάντος και εξ αυτού ως υπόσχεση ρήξης με τη σύμβαση.

Από τον άνθρωπο στον αυθεντικό άνθρωπο ο δρόμος περνάει από τον τρελό άνθρωπο έλεγε ο Foucault και ο Dali με τον δικό του τρόπο: «ανάμεσα σε μένα και έναν τρελό η μόνη διαφορά είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός».

Η «Τέχνη και η Τρέλα» διάπυρες από τα έγκατα του πραγματικού α-λήθειες αναδύουν το ανθρώπινο δράμα και το παράλογο του όποιου νοήματος ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν την ύπαρξη σε έμπυρο πόθο ρήξης με το υποταγμένο και αποκαμωμένο σημαίνον.

Αναδεικνύουν το άρρητο, το ανήκουστο, το αόρατο, το τυχαίο, το παράξενο, το ανοίκειο, το ξένο, το έτερο ως προϋπόθεση μιας εν τω βάθει αναμονής με έναν εαυτό που εδώ και τώρα θα μπορεί να συναντά την επιθυμία του.

Από την κραυγή του Bonifatio σε εκείνη του Munk και του Rodin η «Τέχνη και η Τρέλα» έρχονται με τις κραυγές εκατομμυρίων διαδηλωτών  να ταράξουν την ανοχή μας: τόσο δίπλα μας, τόσο κοντά μας, τόσο μέσα μας σαν το όριο της ανθρώπινης συνθήκης, σαν το μέτρο του ανθρώπου.

Ο τρελός καλλιτέχνης, το υποκείμενο της Τρέλας, ο μοναχικός μόνος αυτός που διαφεύγει της τηλεοπτικής εντολής γίνεται το σύμβολο της τελευταίας αντίστασης ανάγοντας τη γραφή  και το παραλήρημα ισοδύναμα. Το «radio kalifata» στο Μπουένος Άιρες στέλνει καθημερινά το μήνυμα της ανυπότακτης έκφρασης.

Αν ο τόπος του σημαίνοντος είναι κατακυριευμένος και καθυποταγμένος από το πραγματικό της Αγοράς, ας δοξάζουμε τους δικούς μας Αγίους. Κάθε μέρα κι από έναν από το μεγάλο μαρτυρολόγιο της «Τέχνης και της Τρέλας».

Το ναίδριον του Άη Γεράσιμου και το ιερό του λοξία Απόλλωνα ας μας προστατεύουν ως Τέχνη και όχι ως καθυπόταξη του «πράγματος» σ’ ένα Μεγάλο Άλλο, εγγυητή του χεγκελιανού κυρίου, προσωρινού κυρίαρχου της επίσημης ιστορίας.

Ας αποδώσουμε με τον Dubuffet τιμή στις πρωτόγονες αξίες εντός ενός «dereglement de tous les sens» όπως έλεγε ο Rimbaud.

Ας προσευχόμαστε στον Artaud, στην Claudel, τον Χαλεπά, τον Βιζυηνό, την Aloise και στον μεγάλο κατάλογο των τρελών καλλιτεχνών- μαρτύρων της δεκαετίας ‘30-’40.

Στους Αγίους της Ετερότητας που καλούν σε αντίσταση ψυχής για τη μεταμόρφωση των υπηκόων του έτοιμου νοήματος σε σαλούς.

«Ο τρελός δεν είναι άλλος παρά ο λογικός που έπαψε να κρύβεται». Που έπαψε να φοβάται.

Η Litteraterra, ο περιφραγμένος εντός του ψυχιατρείου τόπος είναι και τόπος του νεύματος. Για να σταματήσει η τέχνη του «Μάπετ σόου» που παίζεται εκτός.

Οι τρελοί δεν ψηφίζουν, ξεσηκώνονται.

Στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα, την 1η Οκτωβρίου 1884, ο Ιωσήφ Γκινάκας είναι ο πρώτος Έλληνας που εισήχθη στο άρτι αποπερατωθέν «Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών» επειδή «έπαθεν τας φρένας».

Εμείς, το 2014, ας «πάθομεν τας φρένας» και ας βγούμε έξω.

Προτείνω μια διαδήλωση: από το Αιγινήτειο στο Μέγαρο Μουσικής.

Και ας κηρυχθούν η «Τέχνη και η Τρέλα» παράνομες.


 του Φώτη Καγγελάρη

(με αφορμή την ομώνυμη εκδήλωση που οργανώνει
η Εταιρεία Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας (Ε.Μ.Π.Ε.)
και ο Δήμος της Αθήνας (Ο.Π.Α.Ν.Δ.Α.)
6-31 Οκτωβρίου 2014)

http://www.anixneuseis.gr/?p=98030
27/3/17