Βαγγέλης Χρόνης: «Ο ποιητής δεν είναι άχρηστος, ούτε είδος πολυτελείας»
Στην πρώτη Γυμνασίου έγραφε εκθέσεις σε μορφή έμμετρων ποιημάτων, αποφάσισε όμως να εκδώσει την ποίησή του μόνο λίγο πριν από τα πενήντα του χρόνια. Μας μίλησε για τη γοητευτική διαδρομή του σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του
Δίνει συνεντεύξεις σπάνια. Σπανιότατα. Προσεκτικά, με φειδωλό τρόπο. Είναι εξάλλου τα ποιήματά του ο χώρος – ο χωροροχρόνος ίσως- όπου εκτίθεται, ανοίγεται, αποκαλύπτεται με συνέπεια και χωρίς προσχήματα. Ο Βαγγέλης Χρόνης που γεννήθηκε την Ξάνθη και ένιωσε την πρώτη γοητεία για τον έμμετρο λόγο από τη φωνή της μητέρας του που τραγουδούσε δημοτικά, παρουσίασε πρόσφατα τη νέα του ποιητική συλλογή «Τα αγάλματα και οι ψυχές» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με πιστό συνοδοιπόρο τον Αλέκο Φασιανό, δηλαδή το έργο που φιλοτέχνησε ειδικά για το εξώφυλλο του βιβλίου. Οπως κάνει σε όλες τις εκδόσεις του Βαγγέλη Χρόνη, ήδη από την πρώτη, τον «Σύμμαχο χρόνο» που κυκλοφόρησε το 1999 από τον Στοχαστή. Μερικές συλλογές αργότερα, το «Νέοι στον Αδη» (2008) έλαβε το κορυφαίο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Μιλά για το στερεότυπο του «φευγάτου» που υπάρχει για τους ποιητές, για το πόσο χρήσιμοι είναι σήμερα οι ποιητές χωρίς όμως να διεκδικούν ρόλο προφήτη. Για την βαθιά αγάπη του και γνώση για την αρχαιολογία που ξεκίνησε στην παιδική του ηλικία όταν ένας Σαρακατσάνος ανακάλυψε έναν μακεδονικό τάφο κοντά στο χωριό του, στην Σταυρούπολη. Εξηγεί πως γράφει συνεχώς, παντού ακόμα και μέσα σε εκκλησία, ενώ όταν του ζητήθηκε τελευταία στιγμή να μιλήσει σε μια εκδήλωση στη Γαλλία κατέφυγε στη συγγραφή μερικών έμμετρων στίχων. Ο Βαγγέλης Χρόνης μας οδηγεί στο δημιουργικό του σύμπαν κρατώντας στέρεη τη σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω μας χωρίς να κρύβει την ανησυχία του…
Προετοιμάζοντας τις ερωτήσεις, συνειδητοποίησα πως όλοι σχεδόν πέφτουμε σε μια παγίδα όταν προσεγγίζουμε τους ποιητές. Μας κυριεύει ένας στόμφος, ένα «νέφος» στο βλέμμα και στον τόνο, σαν να είμαστε υποχρεωμένοι να φέρουμε κάτι το λυρικό. Λες και ο ποιητής είναι πέραν του κόσμου τούτου. Έχουμε παρεξηγήσει τους ποιητές;
Δεν διακρίνω κανένα στόμφο σε σας, και το βλέμμα σας δεν είναι διόλου νεφελώδες. Ο τόνος σας επίσης είναι σωστός, όπως θα έλεγε ένας μουσικός δάσκαλος. Ούτε παρατηρώ ότι κινδυνεύετε να πέσετε σε κάποια παγίδα. Σας διαβεβαιώ. Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε ιδιαίτερα μέσα για να δημιουργήσουμε μία λυρική ατμόσφαιρα. Να σοβαρευτώ όμως. Συμφωνώ μαζί σας ότι σε ένα βαθμό επικρατεί αυτή η εντύπωση, όπως επίσης η άποψη πως οι ποιητές είναι φευγάτα όντα απόμακρα σε σχέση με κάθε έννοια της πραγματικότητας. Και την γραφικότητα που την βάζετε; Δεν το ακούμε ακόμη και στις μέρες μας πως οι ζωγράφοι και οι ποιητές είναι φευγάτοι; Καλοπροαίρετες βέβαια οι προθέσεις, γιατί έχουν την εντύπωση πως μόνον ένας φευγάτος μπορεί να δημιουργήσει. Μια εντύπωση που συμπεριλαμβάνει σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος των δημιουργών που ασχολούνται με τις τέχνες και τα γράμματα. Είμαι βέβαιος πως δεν συμμερίζεστε αυτές τις απόψεις αν κρίνω από την ερώτησή σας. Ο ποιητής είναι αναγκαίο να ευρίσκεται απόλυτα στον κόσμο τούτο. Να ζει την καθημερινότητα και να αντιλαμβάνεται το τι συμβαίνει σε σχέση με την εποχή του. Πώς θα επικοινωνήσει διαφορετικά με τους αναγνώστες; Για μην παρεξηγηθώ, θα επιθυμούσα να ξεκαθαρίσω πως ο ρόλος του ποιητή δεν είναι να υποδύεται τον προφήτη. Ο ρόλος του είναι να καταγράφει την καθημερινότητα, την σκέψη και τα συναισθήματα των ανθρώπων με κάποιες ίσως ιδιαίτερες λέξεις. Με άλλα λόγια να βγάλει στην επιφάνεια τα απλά και τα καθημερινά τα οποία στην πραγματικότητα είναι σπουδαία και διόλου ευκαταφρόνητα.Και για να κλείσω την απάντησή μου, θα έλεγα αν οι ποιητές έχουν παρεξηγηθεί κακώς έχουν παρεξηγηθεί.
Ισως η ερώτησή μου να έχει σχέση με το γεγονός ότι στη δική σας περίπτωση, όσο και αν ο τρόπος που γράφετε έχει συνέπεια, χτίζοντας την ποιητική σας φυσιογνωμία, υπάρχει και κάτι άλλο κυρίαρχο: γράφετε ζώντας, όχι μέσα από απομόνωση. Επίσης δεν φοβάστε το χιούμορ, για την ακρίβεια τον σαρκασμό – κάτι το σχεδόν αγγλοσαξονικό. Επιπροσθέτως είστε ένας άνθρωπος που ζείτε ανά τον κόσμο, ζείτε και εργάζεστε στην παγκόσμια αγορά. Πόσο αντίθετες ή αλληλοσυμπληρούμενες είναι αυτές οι ιδιότητες;
Η ερώτησή σας είναι πολλαπλή. Σε ό,τι αφορά το αγγλοσαξονικό μου χιούμορ μπορεί να έχετε δίκιο. Δεν αποκλείεται να επηρεάστηκα και από το περιβάλλον της Γηραιάς Αλβιόνας όπου πέρασα κάποια χρόνια της ζωής μου. Δεν το φοβάμαι το χιούμορ. Αντίθετα το επιζητώ αλλά και το εκτιμώ κάθε φορά που το ανακαλύπτω. Ο αυτοσαρκασμός πράγματι είναι ένα στοιχείο που με χαρακτηρίζει. Ο αυτοσαρκασμός είναι και ένα παιχνίδι. Δεν είναι; Γράφω ζώντας, και κυρίως ζώντας με πυκνούς και ταχείς ρυθμούς. Με τον χρόνο διατηρώ εξαιρετικές σχέσεις – τουλάχιστον μέχρι σήμερα – αν και διαφωνώ με τους περιορισμούς του χαρακτηριζόμενου εικοσιτετραώρου. Η μέρα, αν και δεν είναι ποτέ αρκετή, είναι γεμάτη και πλήρης. Μάλλον θα έλεγα ότι είμαι ευνοούμενος του χρόνου. Έχω και την τύχη επαγγελματικών ταξιδιών που μου δίνουν την δυνατότητα να βλέπω, να επεξεργάζομαι και να μαθαίνω. Τα ταξίδια είναι σπουδαία για όλους μας ανεξάρτητα της διαρκείας τους και του γεωγραφικού τους πλάτους και μήκους που καταλαμβάνουν. Στο τελευταίο σας σχόλιο/ερώτημα θα έλεγε κανείς πως θεωρείτε την επαγγελματική μου πορεία αντίθετη με την πορεία της ποίησης. Δεν είναι αληθές. Αμφότερες οι ιδιότητές μου είναι αλληλοσυμπληρούμενες. Ποιος χάνει, ποιος κερδίζει δεν έχει και τόση σημασία. Μήπως όμως έχει;. Ποιος μπορεί να ξέρει; Φτάνει να υπάρχει συνέπεια, ειλικρίνεια και καθόλου τσιγκουνιά. Και σοβαρότητα θα προσέθετα.
Γιατί γράφετε ποίηση, κύριε Χρόνη;
Γράφω ποίηση γιατί η ποίηση είναι ένα μέρος του εαυτού μου.
Ο Μίλτος Σαχτούρης έλεγε ότι ο ποιητής είναι άχρηστος, ένα είδος πολυτέλειας. Βοηθάει ορισμένους μόνο ευαίσθητους ανθρώπους να ξεπεράσουν τις δυσκολίες που έχει αυτή η ζωή…
Ο ποιητής δεν είναι ούτε άχρηστος ούτε ένα είδος πολυτελείας. Οι ποιητές δεν σώζουν τον κόσμο όμως τον κάνουν καλύτερο ή τουλάχιστον προσπαθούν να τον κάνουν καλύτερο. Προσπαθούν να δουν πιο πέρα από το προφανές και να προβληματίσουν με ένα θετικό τρόπο. Αν δεν σας αρέσει η λέξη προβληματίσουν, τότε ας πούμε να επηρεάσουν σε ένα βαθμό, δεν έχει σημασία εάν είναι μικρός η μεγάλος. Η ποίηση αναδεικνύει την ομορφιά, την εξυμνεί. Αν η ποίηση κατά τον Μίλτο Σαχτούρη βοηθά έστω ορισμένους ευαίσθητους ανθρώπους τότε σίγουρα δεν την αποκαλείς άχρηστη.
Το μοτίβο της μνήμης όπως υπηρετείται μέσα από τις φωτογραφίες επανέρχεται σε δύο ποιήματά σας στην τελευταία συλλογή σας. Πιστεύετε στην αλήθεια της φωτογραφίας, ή μήπως τελικά το νέο κυρίαρχο χαρακτηριστικό είναι η πλάνη – κοιτάξτε πώς τις χρησιμοποιούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
Δεν αναφέρομαι στην πλάνη της φωτογραφίας όπως χρησιμοποιείται στα μέσα σήμερα. Αυτή είναι μία διαδικασία που έχει σχέση με το εμπόριο και την διαφήμιση. Έχω αναφερθεί στην έννοια της φωτογραφίας και σε παλαιότερα βιβλία μου. Οι φωτογραφίες χωρίς αμφισβήτηση είμαστε εμείς οι ίδιοι ακόμη και όταν μεταμφιεζόμαστε τις αποκριές η όταν φωτογραφιζόμαστε σε εορταστικές εκδηλώσεις και όχι στην απλή καθημερινότητα μας. Είμαστε εμείς, σε διάφορα στάδια της ζωής μας, του παρελθόντος πάντα. Συχνά όμως, ο πολύ ηλικιωμένος άνθρωπος ατενίζοντας το βαθύ παρελθόν του έχει την εντύπωση πως όσα έζησε, και που μέρος τους αποτυπώνεται στην φωτογραφία, ίσως να πρόκειται για μία αυταπάτη και για μία σκηνή που αφορά κάποιον τρίτο και όχι τον ίδιο του τον εαυτό. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή δεν αναγνωρίζει καν τον ίδιο του τον εαυτό. Τότε η φωτογραφία παύει να αφορά τον άνθρωπο που φωτογραφήθηκε. Ποιον τότε αφορά; Αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Όσοι ξεφυλλίσουν τα άλμπουμ θα βρουν φωτογραφίες των προγόνων τους που δείχνουν πως έζησαν όμορφες στιγμές. Έζησαν όμως; Ωραίες οι γιορτές, τα ταξίδια, οι πόζες και τα πλατιά χαμόγελα. Τα νοσοκομεία όμως, οι ταλαιπωρίες και οι δυστυχίες, οι θάνατοι και οι κηδείες γιατί σπανίως φωτογραφίζονται; Μήπως αυτή η επιλεκτικότητα στην φωτογράφισή μας δείχνει την διάθεση να έχουμε κάτι να θυμόμαστε και στα γεράματα μας; Όσο υπάρξουν!
Συνομιλείτε με τα έργα τέχνης; Αυτό αντιλαμβάνομαι από τα ποιήματά σας. Θυμάστε κάποιο έργο που περισσότερο σταθήκατε και συνομιλήσατε μαζί του;
Συνομιλώ με τα έργα τέχνης, αλλά ευτυχώς όμως αυτή η συνομιλία παραμένει μυστική για να μην θεωρηθώ και παράξενος. Στις συζητήσεις αυτές, όταν συμβαίνουν, γιατί δεν συμβαίνουν τόσο συχνά, γίνομαι επίμονος στις σιωπές της ανταπόκρισης αλλά αυτές οι σιωπές με κάνουν να πηγαίνω λίγο παραπέρα προκειμένου να βρω ή να υποθέσω κάποιες λύσεις ή ακόμη και κάποιες εξηγήσεις. Συνομιλώ με τα έργα τέχνης που με προκαλούν και με προβληματίζουν. Πολλές οι συνομιλίες, ιδιαίτερα με τα γλυπτά, και αν ο αγαλματοποιός έχει εμφυσήσει και ψυχή στο έργο του τότε απογειώνομαι. Στάθηκα μπροστά σε πολλά έργα αλλά την μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη συνομιλία την είχα και εξακολουθώ να την έχω με ένα πορτραίτο φαγιούμ νέας γυναίκας του 1ου μ.Χ. αιώνα. Έντονα βαθιά μάτια, απλανές βλέμμα που ατενίζει την αιωνιότητα, ένα ανεπαίσθητο σοβαρό μειδίαμα και κομψά κοσμήματα στα αυτιά και τον λαιμό. Γαλήνια, απόλυτα γαλήνια. Προσπάθησα να εντοπίσω κάποια μυστικά που αισθάνομαι άλλα να μου αποκαλύφθηκαν και άλλα όχι. Είμαι βέβαιος πως τα μυστικά αυτά είναι απλά και αφορούν εκτός από την καθημερινότητα και την καθημερινότητα του επέκεινα για την οποία μόνον εικασίες υπάρχουν. Αυτό το γυναικείο πορτραίτο με οδήγησε με τον τρόπο του από τον 1ο μέχρι τον 5o μ. Χ. αιώνα όταν οι πρώιμοι βυζαντινοί αγιογράφοι χρησιμοποιούσαν στις εικόνες τους την ίδια σχεδόν εγκαυστική τεχνική των φαγιούμ. Μεγάλη ιστορία!
«Την μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη συνομιλία την είχα και εξακολουθώ να την έχω με ένα πορτραίτο φαγιούμ νέας γυναίκας του 1ου μ.Χ. αιώνα, με τα έντονα βαθιά μάτια που ατενίζουν την αιωνιότητα» παραδέχεται ο ποιητής
Η σχέση σας με την αρχαιότητα, με τον πλούτο και την τέχνη της είναι γνωστή και εμφανής –από τα ποιήματα ως τις ετήσιες εκδόσεις από τον Κύκλο των Μουσείων του Ιδρύματος Λάτση. Πώς ξεκίνησε; Ποια είναι η πρώτη εικόνα που θυμάστε από την επαφή σας με τις αρχαιότητες και πόσο «αποκαλυπτική» ήταν;
Η σχέση μου με την αρχαιότητα ξεκινάει περίπου έξι δεκαετίες πίσω. Μεταξύ του χωριού μου και των Κομνηνών στον νομό Ξάνθης, ένας Σαρακατσάνος της περιοχής ανακάλυψε όλως τυχαία ένα Μακεδονικό τάφο. Βούιξε τότε όλη η Σταυρούπολη. Όταν τον επισκεφθήκαμε με τον δάσκαλό μας έμεινα εμβρόντητος. Με εντυπωσίασαν οι χοντρές μαρμάρινες θύρες και τα ζωγραφισμένα σχέδια με τα έντονα χρώματα πάνω στα μάρμαρα του εσωτερικού θαλάμου. Προσπάθησα να μάθω όσο περισσότερα μπορούσα. Είχα γοητευτεί. Προχωρημένη άνοιξη πήγαινα στην περιοχή για να μαζέψω αγριοφράουλες αλλά ο κύριος λόγος ήταν να κάνω μια ακόμη επίσκεψη στον αρχαίο τάφο. Λίγα χρόνια αργότερα, στον Άρειο Πάγο, απέναντι από την Ακρόπολη, εκεί όπου ο Απόστολος Παύλος μίλησε στους Αθηναίους για τον άγνωστο Θεό, είδα ύστερα από μία νεροποντή κάτι μικρό να γυαλίζει στο έδαφος. Ήταν ένα αρχαίο νόμισμα. Στην οδό Πανδρόσου ο αρχαιοπώλης Γκούτης επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για παλιό αυθεντικό νόμισμα. Πετούσα από την χαρά μου. Μόνον με την σκέψη πως αυτό το νόμισμα το έχουν πιάσει στα χέρια τους πρόγονοι μας πριν τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια, με γέμιζε με ενθουσιασμό. Έτσι ξεκίνησε η σχέση μου με την αρχαιολογία με έναν ιδιαίτερα παθιασμένο τρόπο. Επισκέψεις σε μουσεία, διαβάσματα και πολλά άλλα. Τι να πρωτοπώ.
Στο άλλο σας ερώτημα τώρα: είχα ήδη κάποιες μικρές γνώσεις αλλά κυρίως ενθουσιασμό όταν πριν από είκοσι χρόνια αποφασίστηκε στο Ίδρυμα Λάτση να πραγματοποιηθούν οι εκδόσεις του Κύκλου των Μουσείων. Οι ετήσιες αυτές εκδόσεις για όλους τους συνεργάτες και για εμένα ήταν μία μέγιστη εμπειρία και ένας θησαυρός μάθησης αναμφισβήτητα. Πόσα πολλά γνωρίζουν αυτοί οι αρχαιολόγοι. Ο αρχαιολογικός μας πλούτος πιστεύω πως είναι μοναδικός σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Υπάρχει μια επίπληξη, μια μομφή για τον τρόπο με τον οποίο αποκοπήκαμε από αυτό που υπήρξαν οι πρόγονοί μας. Αυτό αντιλαμβάνομαι διαβάζοντας για παράδειγμα στο ΜΕΤ «Εμείς κι εμείς εκεί, εμείς οι Έλληνες, με υπερέχουσα κομψότητα, σε αντίθεση με την ταχύρρυθμη σύγχρονη πτώση». Ή στο Νέο Κάλλος από την προηγούμενη συλλογή «Αόρατο το νέο κάλλος επαναπαύεται σε αρχαία κάλλη που ο χρόνος δόξασε αλλά δεν δίδαξε. Σιωπήσαμε ελαχίστως διαμαρτυρόμενοι».
Σίγουρα υπάρχει μία επίπληξη και μία μομφή. Πόσο διδαχτήκαμε από την ιστορία μας; Διδαχτήκαμε ελάχιστα και για αυτό τα λάθη επαναλαμβάνονται. Πέρα από την παγκόσμια οικονομική κρίση δεν υπάρχει και κρίση πολιτισμού στην χώρα μας; Μήπως η αναζήτηση λύσεων μέσω ενός πολιτισμένου κλίματος θα ήταν περισσότερο προσαρμοσμένη στα μέτρα μας; Πού ευρίσκεται ο πολιτισμός μας σήμερα; Σεβόμαστε και αναγνωρίζουμε τον πολιτισμό μας όπως τον αναγνωρίζουν οι μη Έλληνες; Δεν θα θέσω μύρια άλλα ερωτήματα καθώς είμαι πεπεισμένος πως μόνον ο πολιτισμός είναι εκείνος που και βουνά ακόμη θα μπορούσε να μετακινήσει.
Ταξιδεύετε πολύ, συχνά, νομίζω σε όλες τις ηπείρους. Πώς βλέπετε να έχει αλλάξει, ενδεχομένως να έχει επαναδιαμορφωθεί η έννοια του ελληνισμού, η ταυτότητα του Ελληνα;
Δεν ταξιδεύω σε όλες τις ηπείρους αλλά ταξιδεύω σε κάποιες από αυτές. Πιστεύω πως δύσκολα αλλάζει το DNA του Έλληνα. Ο Ελληνας του εξωτερικού άσχετα από τις επιδράσεις που έχει δεχτεί, όπου κι αν έχει ζήσει, παραμένει πάντα Έλληνας. Δείτε για παράδειγμα την παρέλαση της 25ης Μαρτίου στην Νέα Υόρκη για να αντιληφθείτε την συμπεριφορά ακόμη και της τέταρτης γενιάς των Ελλήνων. Δείτε την υπερηφάνεια που τους χαρακτηρίζει και διαβάστε τα μάτια τους για να δείτε την νοσταλγία για την μητέρα πατρίδα. Ο τρόπος που οι Έλληνες διατηρούν την γλώσσα τους και τις παραδόσεις τους στην αλλοδαπή είναι αξιοθαύμαστος και όσους έχω συναντήσει θεωρώ πως αισθάνονται βαθιά Έλληνες, γιατί Έλληνες είναι.
Σε όλες τις ποιητικές σας συλλογές, έχετε συνοδοιπόρο τον Αλέκο Φασιανό, τα έργα του στο εξώφυλλο. Μιλήστε μας για αυτή τη σχέση.
Η σχέση με τον Αλέκο Φασιανό ξεκινάει από κοινά ενδιαφέροντα. Στην ζωγραφική του έχω βρει ποίηση όπως και εκείνος, καθώς λέει, στην ποίησή μου έχει βρει ζωγραφική. Η σχέση αυτή κατέληξε σε φιλία. Έμαθα και μαθαίνω πολλά από τον σπουδαίο αυτό ζωγράφο. Οι γνώσεις του όσον αφορά την ελληνική μυθολογία είναι εξαιρετικές και τις χρησιμοποιεί στην τέχνη του. Τον θεωρώ συνεχιστή των ζωγράφων των αγγείων της κλασσικής περιόδου με καθαρά προσωπικό και σύγχρονο ύφος, κυρίως σε ό,τι αφορά στην χρήση των χρωμάτων. Με έχει τιμήσει με την ζωγραφική του σχεδιάζοντας τα εξώφυλλα των πέντε ποιητικών μου βιβλίων, όπως επίσης έχει φιλοτεχνήσει ένα μεγάλο άλμπουμ που περιλαμβάνει έξι έργα του καμωμένα με βάση αντίστοιχα ποιήματά μου. Η πρώτη μου έκδοση «Ο Σύμμαχος Χρόνος» συμπεριλαμβάνει μία υπέροχη μεταξοτυπία του.
Αγαπάτε την τέχνη, ναι. Όμως νομίζω αγαπάτε περισσότερο τους καλλιτέχνες. Εχετε σχέσεις βαθιάς φιλίας με σημαντικούς καλλιτέχνες, διαχρονικά και από διαφορετικές θέσεις και ιδιότητες.
Αν αγαπάς την τέχνη τότε θα πρέπει να αγαπάς και τον δημιουργό των έργων τέχνης που θαυμάζεις, αν και πολλοί απογοητεύονται σε περίπτωση που συμβεί να συναντηθούν με τους δημιουργούς. Ίσως γιατί δεν συνειδητοποιούν πως και οι δημιουργοί είναι σαν όλους τους θνητούς. Ναι, έχετε δίκιο. Αγαπώ και εκτιμώ τους καλλιτέχνες και είχα την χαρά να γνωρίσω αρκετούς όλα αυτά τα χρόνια. Με μερικούς μάς συνδέει πράγματι φιλία. Όπως φιλία με συνδέει και με μη καλλιτέχνες που σέβομαι και εκτιμώ. Γενικότερα πιστεύω πως ο καθένας μας και χωρίς εξαίρεση δημιουργεί τέχνη, πέρα από τις ετικέτες, δίχως να το συνειδητοποιεί. Δεν έχει σημασία το μέγεθος ή το είδος.
Μπροστά από έργο του φίλου του και σπουδαίου ζωγράφου Αλέκου Φασιανού, ο οποίος έχει σχεδιάσει τα εξώφυλλα των πέντε ποιητικών βιβλίων του Βαγγέλη Χρόνη
Γράφετε παντού; Αυτό αντιλαμβάνομαι από κάποια ποιήματά σας. Είναι σαν φωτογραφίες αυτού που βλέπετε και του συναισθήματος που σας προκαλεί, των σκέψεων που ενεργοποιεί. Μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, ένα γλέντι. Σας έχει συμβεί να γράψετε και σε συνθήκες μεγαλύτερης πειθαρχίας, αυστηρότητας; Για παράδειγμα σε μια σύσκεψη; Στο αεροπλάνο;
Γράφω οπουδήποτε, εφ όσον είναι δυνατόν. Γράφω σε όλους αυτούς τους χώρους που αναφέρατε και σε πολλούς άλλους. Έχω γράψει ακόμη και σε εκκλησία. Το αεροπλάνο είναι το ιδανικό μου μέρος. Είναι τόσο ωραίο να ευρίσκεσαι μεταξύ γης και ουρανού. Σου προσφέρονται απλόχερα και τα δύο. Είναι πολύ ωραίο να γραπώνεις την ιδέα την στιγμή που χρειάζεται και να μην της επιτρέπεις να δραπετεύσει. Ναι, έχω γράψει και σε συνθήκες πειθαρχίας και αυστηρότητας για να χρησιμοποιήσω τους δικούς σας όρους. Σε μία διημερίδα στην Γαλλία, για παράδειγμα, ειδοποιήθηκα σχεδόν την τελευταία στιγμή πως θα έπρεπε να κλείσω την εκδήλωση. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος και δεν είχα καθόλου χρόνο στη διάθεσή μου. Εκεί που άρχισα να ανησυχώ βρήκα την λύση στην συγγραφή μερικών έμμετρων στίχων στους οποίους συμπεριέλαβα αυτά που θα έπρεπε να είχα πει σε ένα κείμενο δύο σελίδων. Το εγχείρημα έγινε δεκτό και από κάποιους ίσως με ενθουσιασμό. Είναι να μην αγαπάς την ποίηση; Σε βγάζει ασπροπρόσωπο!
Μεγαλώσατε στην Ξάνθη αν δεν κάνω λάθος. Σπουδάσατε Φιλολογία και Ναυτιλιακά. Πώς μπήκε η ποίηση στη ζωή σας τόσο ως αναγνώστη όσο και ως δημιουργού στη συνέχεια;
Πράγματι έζησα στην Σταυρούπολη της Ξάνθης ως τα δεκατρία μου χρόνια. Από ποίηση γνώριζα μόνον ό,τι μας δίδασκαν στο σχολείο και ό,τι άκουγα από τα μπουλούκια που ανέβαζαν έργα σε έμμετρο ρυθμό. Έβρισκα επίσης μεγάλο ενδιαφέρον στους εκκλησιαστικούς ύμνους άσχετα αν το λεξιλόγιό μου ήταν περιορισμένο. Βλέπετε στην επαρχία εκκλησιαζόμασταν πολύ συχνά. Η καλλίφωνη μητέρα μου γνώριζε αρκετά δημοτικά τραγούδια και έτσι οι στίχοι σταδιακά άρχισαν να με ενδιαφέρουν. Ο μεγάλος μου αδελφός ο Θανάσης έπαιζε ακορντεόν και τον συνόδευα στο τραγούδι με την λεπτή παιδική αδιαμόρφωτη φωνή μου. Όταν δεν θυμόμασταν τους στίχους βάζαμε δικά μας λόγια από ανάγκη για να μην διακόψουμε το τραγούδι και το κέφι της παρέας.
Σιγά σιγά εκπαιδεύτηκα στην δημιουργία μικρών έμμετρων στίχων. Στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου η καθηγήτρια στο μάθημα της έκθεσης μου έδωσε την άδεια να γράφω τις εκθέσεις μου σε μορφή έμμετρων ποιημάτων. Το έβρισκα ενδιαφέρον και ούτε καν διανοήθηκα πως κάποια μέρα θα αποφάσιζα να εκδώσω ποιήματά μου. Στα εφηβικά χρόνια συνέχισα να γράφω αλλά όχι συστηματικά. Έγραφα σατυρικούς κυρίως αλλά και ερωτικούς στίχους. Στο τέλος της εφηβείας προσπάθησα να γράψω στην αγγλική γλώσσα και πάντα έμμετρα. Μην νομίζετε πως ήταν κάτι σπουδαίο, όμως ομολογώ πως με γέμιζε αυτή η διαδικασία. Μεσολάβησαν χρόνια γεμάτα με τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις και λίγο πριν γίνω πενήντα χρόνων αποφάσισα να τυπώσω πλέον τα ποιήματα μου. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε.
Ποιοι είναι οι ποιητές και εν γένει οι καλλιτέχνες που περισσότερο σας έχουν επηρεάσει, ως προσωπικότητα και ως ποιητή;
Δεν μπορώ να πω με σαφήνεια ποιοι με επηρέασαν. Στους αρχαίους Έλληνες κλασσικούς με ενδιέφερε το τραγικό στοιχείο περισσότερο από το κωμικό. Στα Ομηρικά έπη η φαντασία μου κάλπαζε με αλματώδεις ρυθμούς. Στον Κάλβο, τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη έβρισκα μαζί με την σπουδαία αλληγορική τους διάσταση και μια σιγουριά. Οι στίχοι των δημοτικών τραγουδιών ίσως να είναι εκείνοι που με έκαναν να εμβαθύνω περισσότερο στον εαυτό μου. Ανάμεσα στα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης υπάρχουν κομμάτια αριστουργηματικά. Είμαστε μία χώρα ποιητών εξ άλλου. Η Ελλάδα έβγαλε και εξακολουθεί να βγάζει σπουδαίους ποιητές. Μέσα στο κλίμα αυτό δεν μπορείς να μείνεις ανεπηρέαστος. Μεγάλωσα με τις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου και άλλων, τους στίχους του Ελύτη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, Νίκου Γκάτσου και τόσων άλλων σπουδαίων ποιητών. Θα μπορούσα να μείνω ανεπηρέαστος; Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω πολλές θεατρικές και λυρικές παραστάσεις που αναμφίβολα συνέβαλαν θετικά στον μικρόκοσμό μου.
Παιδί τι απαντούσατε όταν σας ρωτούσαν «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;»
Από ντροπή έλεγα ότι θα γίνω δάσκαλος γιατί μου άρεσαν τα γράμματα. Στον νου μου όμως είχα άλλα όνειρα και εν πάση περιπτώσει όχι μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά που έκανα στην πορεία μου.
Τα ποιήματά σας τι μαρτυρούν για εσάς; Είναι ίχνη σας;
Τα ποιήματα τα αισθάνομαι ως τις οι σκιές μου και είναι οι σκιές μου γιατί με ακολουθούν. Με ακολουθούν γιατί υπάρχω, γιατί ζω. Χάρις βέβαια στον ήλιο και το φεγγάρι, τα παιδιά της Λητούς δηλαδή τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Διαφορετικά οι σκιές μας είναι ανύπαρκτες.
Για την ζωή χωρίς συνείδηση καλύτερα να μην συζητήσουμε γιατί θα ανοίξουμε ένα τεράστιο κεφάλαιο. Εκεί δεν υπάρχουν σκιές. Τα ίχνη είναι μία άλλη υπόθεση. Είναι κάτι που αφήνουμε φεύγοντας. Η υπόθεση αυτή δεν με ενδιαφέρει στο ελάχιστο. Αισθάνομαι και αντιλαμβάνομαι το επίγειο. Αν όμως στην λέξη ίχνος δίνετε την έννοια της διαδρομής, τότε ναι τα ποιήματά μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ως τώρα πορεία μου.
Γράφετε πιο εύκολα στη στιγμή της χαράς ή της λύπης;
Αναμφισβήτητα την στιγμή της λύπης ή της περισυλλογής γράφω περισσότερο. Όχι εύκολα, σε καμία περίπτωση. Γράφω όταν κυρίως η σκέψη έχει ωριμάσει και όταν αισθανθώ την ετοιμότητα με λίγες λέξεις ή σύντομους στίχους να προσεγγίζω το θέμα που με βασανίζει. Την προτεραιότητα και την επιλογή του θέματος την κάνει σχεδόν αυτόματα ο εγκέφαλος ανάλογα με την μορφή της καθημερινότητάς μου. Κάποιες φορές χαρά και λύπη συνυπάρχουν σε κάποιους στίχους και έτσι έχουμε τις χαρμολύπες. Μην πάει το μυαλό σας σε δραματικές καταστάσεις. Και στα ερωτικά ποιήματα ακόμη δεν υπάρχει κάποια λύπη;
Είναι πολιτική η ποίησή σας; Δεν εννοώ να πολιτικολογεί… «Χαρείτε ευδαίμονες τους καρπούς της προδοσίας σας, ω πρώην ιδεολόγοι» γράφατε ήδη από το 1999 στο «Ο Σύμμαχος Χρόνος».
Η ποίηση δεν πρέπει να αφήνει τίποτε απ’ έξω ούτε νομίζω πως υπάρχουν ιδιαίτεροι απαγορευτικοί κανόνες. Μέσα σε αυτή την λογική συμπεριλαμβάνεται και η πολιτική ποίηση.
Είστε αισιόδοξος για την έξοδο της Ελλάδας από την περιπέτεια που έχει εισέλθει; Ανήσυχος;
Σίγουρα είμαι ανήσυχος. Δεν είναι κάτι απλό που μπορεί να στρώσει με το πάτημα ενός κουμπιού. Πιστεύω, από όσα ακούω, πως θα απαιτηθεί και πολύς χρόνος. Πώς, πού, πότε, ποιος γνωρίζει; Δεν είμαι βέβαιος αν η δική μου γενιά προφτάσει να δρέψει θετικούς καρπούς.
Τελικά το συνώνυμο της λέξης «συναίσθημα» στο λεξικό του μέλλοντος θα είναι η λέξη «ανυπαρξία»; Και αν ναι, τότε τι θα μαρτυρούν τα αγάλματα;
Έχω την γνώμη πως χρειάζεται ένας αυστηρός έλεγχος στην ταχύτατη πορεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Άρχισε ήδη η δημιουργία των ξύλινων ανθρώπων οι οποίοι μεταμορφώνονται σε μοναχικούς αναχωρητές λόγω της σύγχρονης τεχνολογίας. Αποξενώνονται από τον συνάνθρωπο δίχως να το αποζητούν σαν να υπάρχει ένας μηχανισμός αυτόματος που λειτουργεί για λογαριασμό τους. Αν τελικά απομονωθούμε από τα συναισθήματα, τι περιθώρια συμμετοχής θα έχουμε στην κοινωνικότητα; Εξ ου και η ανησυχία για το λεξικό του μέλλοντος που ίσως εκτοπίσει την λέξη συναίσθημα και την αντικαταστήσει με την λέξη ανυπαρξία. Δεν ανησυχώ για τα αγάλματα. Τα αγάλματα θα παραμένουν στην θέση τους και στην διάθεση αναζητητών ψυχών. Και αν ακόμη καταστραφούν, θα δημιουργηθούν νέα.
Κατερίνα I. Ανέστη
17 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017
http://www.protagon.gr/epikairotita/44341363069-44341363069
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ
Ο Ιούδας φοβούμενος
το αβέβαιο μέλλον του
κρεμάστηκε στην κουτσουπιά
πιστεύοντας πως θα μεταφερθεί απέναντι
στολισμένος με λιλά άνθη.
Άνοιξη θα πρέπει να ήταν
κοντά στο Πάσχα.
Η τύχη του και οι τύψεις του αγνοούνται.
ΝΟΗΤΟΙ ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ
Επιτύμβιες στήλες
πορτραίτα φαγιούμ
αναγεννησιακές ζωγραφικές αποκαθηλώσεις
εξακολουθούν να πενθούν βουβά
στο Μουσείο του Λούβρου.
Κάποιοι ήχοι που δισταχτικά δραπετεύουν
σιγοψέλνουν το «Άξιον εστί»
και το «Αι γενεαί πάσαι».
Νοητοί επιτάφιοι μία Μεγάλη Παρασκευή
στο κέντρο των Παρισίων
εν έτει 2014.
Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΜΑΪΟΥ
Ονειρεύτηκε πως ο Χάρων άλλαξε ενδυμασία
και αντικατέστησε τα μαύρα με κόκκινα.
Την επομένη, καθώς πλησίαζε την Αχερουσία
αντίκρισε έναν ολάνθιστο κάμπο με παπαρούνες
και είδε τον Κέρβερο να κουνά φιλικά την ουρά.
Ίσως να ευθύνεται ο Μάιος.
[Από τη συλλογή Η ευθύνη του Μαΐου, Καστανιώτη, Αθήνα 2014. Φωτογραφία: Ansel Adams.]
http://frear.gr/?p=9151
ΣΧΕΤΙΚΑ
(2014)
(2010)
(2008)
(2005)
(1999)
Ο σύμμαχος χρόνος, Στοχαστής
Βαγγέλης Χρόνης «Τα αγάλματα και οι ψυχές»,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 60
«Αν η ερημιά είχε φωνή θα ακουγόταν η απελπισία. Οι κραυγές δεν βγάζουν ήχο απαραίτητα»
Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη, που φέρει τον τίτλο «Τα αγάλματα και οι ψυχές», λειτουργεί έκκεντρα, αναζητεί την ουσία, την κεντρικότητα μίας ποίησης που εγγράφει ή επανεγγράφει μνήμες, που αναπαριστά την συμβολική επανοικειοποίηση του άλλου.. Ο ίδιος ο τίτλος της ποιητικής συλλογής συμπυκνώνει την έννοια (ή την διαδικασία) της συνδιαλλαγής με τον χρόνο, με την συγκρότηση της ταυτότητας, με την ‘ψυχή’ των αγαλμάτων και των λέξεων, κρυφών & φανερών..
Κάθε ποίημα και μία τεθλασμένη πορεία (από το τέλος προς την αρχή), ένα θραύσμα εντός της ποιητικής επιφάνειας, μία τομή πάνω στην ‘τάξη του διανοητού’, για να παραπέμψουμε και στην Αθηνά Αθανασίου.. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση παρά η ‘ενσάρκωση’ «καθεστώτων» ζωής & χρόνου, μία ιδιαίτερη τεχνική & πάλη με την θνητότητα;
Η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη επιδιώκει να διεισδύσει σε γνωστές και άγνωστες πτυχές, ανασυγκροτεί τη λέξη υπό το πλαίσιο ενός δυϊσμού: πάνω στα ‘αγάλματα’, στην ‘κινητική’ και ιστορική τους φορά, και, εντός ψυχής ή ψυχή που διατρέχει το είναι, ατομικό και συλλογικό-κοινωνικό. ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ συνιστούν το μύθευμα που διατρέχει την κανονικότητα, την εναλλαγή ‘φωνών’, την μετατόπιση προς διευρυμένα πεδία, την εκ νέου «κατασκευή» της μνήμης-εικόνας, την λιτότητα στη φόρμα η οποία και προβάλλει εντός πολλαπλότητας..
«Αναδιφώντας το παρελθόν σκοντάφτεις σε φωτογραφίες και σε παλαιά σημειώματα. Αυθόρμητα ή υποκριτικά χαμόγελα πόζες στοχαστικές αισιόδοξες και ονειροπόλες σκέψεις. Σήμερα μετανάστες του ίδιου μας του εαυτού με μειωμένες προσδοκίες για τον επόμενο προορισμό που άγνωστος προβάλλει. Οι φωτογραφίες μας ελάχιστα μας απασχολούν και οι σκέψεις δέσμιες της μνήμης είναι».[1]
Ένα «παίγνιο» μνήμης η ποίηση, ένα συμβάν που εμμένει υπό τη ‘μορφή’ λέξεων και αναλύσεων. ‘Αναδιφώντας το παρελθόν’, ο ποιητής Βαγγέλης Χρόνης ανατέμνει τα όρια του εαυτού, ανασύρει στην επιφάνεια στοιχεία μίας ποιητικής εντοπιότητας, τείνει να προσδιορίσει τα όρια του φόβου, συναρθρώνει μία μνήμη στοχαστική με διάστικτες στιγμές που μεταβάλλουν το σώμα: στιγμές φυγής, απόρριψης, δεκτικότητας, στιγμές συγκρότησης της υποκειμενικότητας ή του υποκειμενικού εαυτού που όταν ‘σωπαίνει ομιλεί’.. «Σήμερα μετανάστες του ίδιου μας του εαυτού», αναφέρει ο ποιητής», «μετανάστες» εντός και εκτός επικράτειας, εντός και εκτός ορίων, εντός και εκτός ταυτοτικής γνώσης, εντός και εκτός κρίσης.. Είναι ο εαυτός που ανασυγκροτείται διαρκώς.
Η διαδικασία της εμβάθυνσης στο παρελθόν συνιστά την διαδικασία εμβάθυνσης σε μία ποίηση υποκειμενική, η οποία, αφενός μεν εγκαλεί την εικόνα, αφετέρου δε εγκιβωτίζει περιεχόμενο στα ιστορικά διάκενα, στα διακοπτόμενα συμβάντα. Η ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη «τρέφει» & «τρέφεται» από την πορεία του ‘χρονίζοντος’ εαυτού, από την ίδια την αναπαραγωγή μίας καθόλα γειωμένης ενδεχομενικότητας, από την στάση στο οικείο αλλά και στο άγνωστο, από την έγκληση συναισθημάτων: επιθυμίες, πάθη, ύφος & ήθος ανθρώπινο, το βάρος της «γυμνότητας», η μαρτυρική ρήξη της ύπαρξης, η φυγή και η επιστροφή στο βάρος και στο ανίερο πεδίο της ποίησης..
Και οι φωτογραφίες παραμένουν διότι δεικνύουν το σώμα, κάτι που προϋπήρξε ως προσδοκία και ως αντίσταση.. Ο ποιητής αφήνει το χρόνο και το προτσές του χρόνου να διατρέξουν την ποίηση του, ‘τα αγάλματα και τις ψυχές’, αφήνει μία επισφάλεια να καταστεί ‘εργαλείο’ επανάκτησης της μνήμης.. Ή, ορθότερα, συγκροτεί περιβάλλοντα μίας μνήμης σωματικής, που ορίζεται υπό και με τον άλλον.. Η εμφάνιση της φωτογραφίας είναι η απεικόνιση των πολλών προσωπείων που «ενδύεται» το υποκείμενο και η ποίηση..
«Πόσο γήινοι είμαστε. Ο πυκνός ορίζοντας της νύχτας και η μυρωδιά της υγρής γης απομακρύνουν επιλεκτικά τις επιθυμίες της ημέρας υπό μορφήν διαλείμματος. Τα ουράνια τόξα τις νύχτες αναπαύονται».[2]
Ο Βαγγέλης Χρόνης ενσωματώνει την ποίηση του στο πεδίο πρόσληψης του γίγνεσθαι: «γήινοι» & φθαρτοί οι άνθρωποι, σε μία πλαισίωση σχεσιακότητας, κοινής και διαφορετικής αντίληψης, ζωής και θανάτου.. Η ποίηση σε αυτό το σημείο ‘σωματικοποιείται’, ‘συλλαμβάνει’ το φευγαλέο, την κινούμενη επιθυμία, την τάση για αλλαγή, το μέτρο και την υπερβολή, την προοπτική και την προοπτική εξαφάνισης.
«Ο πυκνός ορίζοντας της νύχτας και η μυρωδιά της υγρής γης απομακρύνουν επιλεκτικά τις επιθυμίες της ημέρας υπό μορφήν διαλείμματος». Επιθυμίες που εγγράφονται και κινούν το σώμα, την εναλλαγή του χρόνου και των σημάνσεων-συνηχήσεων του, τα πεδία της μνήμης και της α-μνησίας..
Και σε μία στιγμή προσδιορισμού της δικής του αλήθειας, γράφει ο ποιητής: «Γοητευτική η δημοκρατία της μοναξιάς ή της σκέψης για την μοναδικότητα και την δυσκολία της υφαρπαγής της, της ανάγνωσης και της ερμηνείας. Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι».[3]
Η ποίηση του εγγράφει τα ίδια χαρακτηριστικά-όψεις του επώδυνου, του λεκτικού «μαρτυρίου».. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως ο ποιητής ανοίγεται αυτό που οι Didier Fassin και Richard Rechtman ονομάζουν «αυτοκρατορία του τραύματος». Ένα τραύμα διευρυμένο, ανοιχτό στις απολήξεις της μνήμης, της βιωματικής ποίησης και της «κατηφορικής» της διάστασης. «Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι» γράφει ο Βαγγέλης Χρόνης, προσλαμβάνοντας την ουτοπία και την δυστοπία, το ένστικτο και την δυνατότητα της ποίησης να ρηγματώνει.
Εντός του πεδίου της «αυτοκρατορίας του τραύματος» δύναται να αποκρυσταλλωθεί η ίδια η έννοια της ποίησης που ‘εργαλειοποιεί’ το τραύμα ως θραύσμα, ως χάσμα απέναντι στον εαυτό και στον έτερο ή στους έτερους, που ‘νομιμοποιεί’ τον λόγο-αφήγηση στο όνομα της επικινδυνότητας & της επώδυνης μνήμης.. Η ποίηση δύναται να είναι τραύμα όσο και ανασημασιοδότηση του τραύματος ως κοινή πορεία.. Στη «Δημοκρατία της μοναξιάς» του ποιητή ‘μετουσιώνονται η έλλειψη αλλά και η πληρότητα, η πορεία προς μία δομική συσχέτιση: τη συσχέτιση με την ποίηση και με το νόημα των λέξεων, σε χώρους και σε χρόνους συγκαιρινούς και παρελθοντικούς. ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ επικοινωνούν με προηγούμενες ποιητικές συλλογές του ποιητή, επιστρέφουν στο χθες, ομνύουν στο τώρα, κινούνται προς ένα αδιόρατο μέλλον.
Στην ποιητική συλλογή ‘τα αγάλματα και οι ψυχές’ ο Βαγγέλης Χρόνης συνυφαίνει την διαχρονία (υπό το πλέγμα της επιστροφής) με την συγχρονία, τη μονάδα με το όλον, το βίωμα σε μορφές και πλαίσια δοτικά και ελκτικά.. «Παρηγορούμαστε γοητευόμενοι» όπως γράφει, αναζητώντας συγκλίσεις και αποκλίσεις. Και ο ποιητής αναζητά την υποστασιοποίηση του εαυτού εντός του «σώματος» της ποίησης, την συγκίνηση και την κινητοποίηση που προσφέρουν η ταυτολογία του σώματος που πονά, η εμβάθυνση σε έναν χρόνο γεγονοτολογικό.
Η ποιητική του πράξη στέκεται σε γεγονότα που τον διαμορφώνουν εκείνη την στιγμή, ή τον έχουν διαμορφώσει. Και θα μπορούσε να ειπωθεί πως μορφή παρηγορίας είναι και η αποδόμηση ή η επιδίωξη γνωριμίας με τον εαυτό και τον άλλον, σε ένα πλαίσιο βαθιάς σχεσιακότητας-υλικότητας.. «Πειραματιζόμαστε και αισθανόμαστε αιώνιοι», έγραψε ο Μπαρούχ Σπινόζα.. Και μία ουσία της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής είναι ακριβώς και το πείραμα με το ανθρώπινο και το διανοητό.. Μία διανοητική άσκηση η οποία και εγγίζει όρια-άκρα, τις όψεις του φόβου και της προσδοκίας..
‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ ομνύουν σε στιγμές «κρυφής» έκρηξης, τελούν υπό το πρίσμα μίας ‘ζυγιασμένης’ φόρμας, εγκολπώνονται την απορία, τις πράξεις άλλων εποχών & άλλων υποκειμένων.. Αν το άγαλμα συνιστά μορφή τέχνης, την προσπάθεια μίας συνομιλίας και μίας διαρκούς τάσης προς την ‘επανανθρωποίηση’, η ψυχή συντίθεται από διάσπαρτες λέξεις, από τα προτάγματα που θέτει η ποίηση.. Και η νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη διαβάζεται εντός της ιστορίας της κρίσης..
Μία ερώτηση: «Και τώρα; Τώρα γράφουμε ένα ποίημα Για σένα και για όλους. Και τι θα πρωτοπούμε; Ότι ακόμη γευόμαστε. Τίποτα παραπάνω».[4] Αυτή θα μπορούσε να είναι η όλη ουσία της ποιητικής συλλογής και της ποίησης: η γεύση, η ιδιαιτερότητα του εφικτού και του ανέφικτου, του μαρτυρίου και της λύτρωσης σε ισόποσες δόσεις.. Λέξεις-νοήματα για κάθε ιστορική εποχή-αλληλουχία. «Τα κρινάκια της Παναγίας η Δήμητρα τα έσπειρε στην άνυδρη ακτή. Την ευωδιά τους ο Ποσειδώνας και ο Άγιος Νικόλαος απολαμβάνουν μαζί με τους θνητούς».[5]
Ποιήματα σε «άνυδρη ακτή», που προτάσσουν μία νέα κουλτούρα.. Ο ποιητής προχωρά θέτοντας διακυβεύματα, αναπέμποντας στο τώρα την αφήγηση, αφήγηση που είναι συνεχής & ελλειπτική, όπως τα αγάλματα και οι ψυχές είναι καθημερινά δοσμένα. Διότι «Μουσικές χωρίς νότες ζωγραφιές δίχως χρώματα στίχοι δίχως λέξεις λόγια βουβά σιωπές παντού σιωπές. Αν αφουγκραστείς κάτι θα ακούσεις κάτι θα δεις κάτι θα διαβάσεις κάτι έστω θα υποπτευθείς. Είναι υπόθεση του νου».[6]
‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’ διαβλέπουν έναν τρόπο καταφυγής και συνύπαρξης με την ποίηση.
Και όπως γράφει ο ποιητής από τον Λίβανο Σάουκι Μπζία στο ποίημα του ‘Τα αγάλματα’: «Αν μπορούσες να τα καλέσεις Θα μπορούσες και να τα ζωντανέψεις Θα μπορούσες επίσης να διεκδικήσεις Την κηδεμονία τους από τον θάνατο Γιατί δεν υπάρχει ζωή Αν δεν την καλέσεις εσύ ο ίδιος».[7] Οι ποιητές επικοινωνούν διεκδικώντας το χθες και το αύριο, την κληρονομικά των αγαλμάτων που ξέρουν να ζητούν.
O Βαγγέλης Χρόνης ανατρέχει στην πρώτη ύλη της ποίησης: τη λέξη (τις λέξεις) δίχως περιστροφές.
__________________________________
[1] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Αναδιφώντας το παρελθόν’, Ποιητική συλλογή, ‘Τα αγάλματα και οι ψυχές’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2016, σελ. 26.
[2] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ουράνια τόξα…ό.π, σελ. 37.
[3] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης ‘Η Δημοκρατία της μοναξιάς…ό.π, σελ. 42.
[4] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης ‘Και τώρα…ό.π, σελ. 50.
[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η σπορά της Δήμητρας…ό.π, σελ. 48.
[6] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Υπόθεση του νου..ό.π, σελ. 21.
[7] Βλέπε σχετικά, Μπζία Σάουκι, ‘Τα αγάλματα’, Ανθολογία Σύγχρονης Αραβικής Ποίησης, Έρευνα, επιλογή, πρόλογος, επιμέλεια και μετάφραση από τα αραβικά Κουμούτση Πέρσα, Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα, 2016, σελ. 73.