Η ελληνική εξαίρεση.
Ακόμη μια φορά, ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος επανέρχεται στο οδυνηρό ζήτημα της απόδοσης ευθυνών για την παρατεινόμενη ελληνική κρίση. Ωστόσο, κατά πόσο αρμόζει στο σπίτι του κρεμασμένου να γίνεται λόγος για σχοινί; Ποιος δεν γνωρίζει πλέον ότι με τα τρία Μνημόνια από το 2010 μέχρι σήμερα, η ελληνική οικονομία αντί να σταθεροποιηθεί, έχει ακαταμάχητα καταρρεύσει και με τους πιο αδύναμους να υποβάλλονται στο βαρύτερο κόστος. Από την αρχή των προγραμμάτων διάσωσης (2010) και μέχρι σήμερα, δεν διασώζεται η οικονομία στην χώρα μας, αλλά μονομερώς οι πιστωτές της, με τίμημα την παράταση της ύφεσης και την διατήρηση της ανεργίας σε ασύγκριτα υψηλότερα επίπεδα από ό,τι στις ομοιοπαθείς χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ο ίδιος επαναφέρει το αγωνιώδες ερώτημα που άλλοι έχουν θέσει πριν από αυτόν: Γιατί άραγε η Ελλάδα παραμένει στην ύφεση, ενώ οι άλλες χώρες της περιφέρειας έχουν ήδη εξέλθει από τα προγράμματα στήριξης και μάλιστα εμφανίζουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης; Οπωσδήποτε καίριο το ερώτημα, όμως οι απαντήσεις εκτός θέματος.
Για την «ελληνική εξαίρεση», τα αίτια αποδίδονται σε οποιοδήποτε λόγο, ενώ παρασιωπούν τον κυριότερο: στην τουρκοκρατία και στον οθωμανικό ζυγό, στην έλλειψη Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα, στο πελατειακό πολιτικό σύστημα του 19ου αιώνα, στο υπερδιογκωμένο κράτος κατά τον 20ό, στην διαφθορά του πολιτικού συστήματος, στον υπερκαταναλωτισμό των Ελλήνων. Στον άσωτο βίο με άφρονες σπατάλες σε γυναίκες και ποτά, κατά τον Ολλανδό πρόεδρο του Γιούρογκρουπ. Για την Ελλάδα ειδικά, η κατάρρευση θα μπορούσε επίσης να αποδίδεται - γιατί όχι - στο «ανάδελφο των Ελλήνων» ή ακόμη στη «δύστηνο μοίρα» και «κακοδαιμονία» της φυλής που την καταδιώκουν από χιλιετίες. Σε «ανθελληνικές συνωμοσίες» αυτών που μας μισούν κι ακόμη σε παρέμβαση εξωγήινων παραγόντων και ούτω καθ' εξής.
Από όλες τις πιθανές και απίθανες «αιτίες», ο Διοικητής ενοχοποιεί τελικά το έλλειμμα γενναιότητος του πολιτικού συστήματος να πει την αλήθεια στον κόσμο, το δραματικό έλλειμμα ατομισμού, αλλά και ταυτόχρονα συλλογικότητος των Ελλήνων. «Αλληλομαχαιρωνόμαστε, αντί να ομονοούμε στα βασικά». Ωστόσο, η όξυνση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων στην ιστορία έχει αποτελέσει μηχανισμό δημοκρατικής προόδου των αντίστοιχων κοινωνιών, ενώ αντίθετα η απουσία αντιπαραθέσεων παραπέμπει σε ολοκληρωτικά και τριτοκοσμικά καθεστώτα.
Όμως, πέρα από όλα, αυτό που έτσι παρασιωπάται είναι ότι: α) με τα τρία προγράμματα διάσωσης από το 2010 μέχρι σήμερα (2017), η λειτουργία της ελληνικής οικονομίας δεν βελτιώθηκε, αλλά αντίθετα επιδεινώθηκε και η υπερχρέωση της χώρας δεν μειώθηκε, αλλά αντίθετα εκτινάχθηκε ακόμη πιο ψηλά, β) η πολιτική της βίαιης και εσπευσμένης εξισορρόπησης των δημοσίων ελλειμμάτων στην χώρα μας είχε ως αναπόφευκτο αντίτιμο την νέκρωση της οικονομίας, ενώ αυτό δεν συνέβη στις άλλες ομοιοπαθείς χώρες, στις οποίες η προσαρμογή παρέμεινε σαφώς πιο ήπια και οπωσδήποτε σταδιακή. Συνήγορος παρόμοιων θέσεων, ο Γερμανός Κλάους Ρέγκλιγκ αποδίδει την «ελληνική εξαίρεση» στο μεγαλύτερο μέγεθος των ελληνικών ανισορροπιών. Ωστόσο, εφ' όσον αυτό ισχύει, θα όφειλαν τα προγράμματα να εφαρμόζονται με μεγαλύτερη ελαστικότητα και κυρίως να μην εξωθούν την οικονομία σε κατάρρευση.
Από το 2013, οι διευθυντές μελετών του ΔΝΤ, αρχικά ο Ολιβιέ Μπλανσάρ και σήμερα Μορίς Όμπστφελντ, ομολογούν και παραδέχονται ότι η εφαρμοζόμενη «ελληνική συνταγή» πάσχει εξ αρχής από εσφαλμένη υποεκτίμηση των υφεσιακών πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων από τις περικοπές δημοσίων δαπανών. Πράγμα που δεν συνέβη σε καμιά άλλη χώρα από τις ομοιοπαθείς της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Στην Ελλάδα οι ανεπιθύμητες συνέπειες αποδείχθηκαν περίπου τετραπλάσιες από τις εκ προοιμίου αναμενόμενες, με αποτέλεσμα την επιταχυνόμενη και μέχρι σήμερα συντηρούμενη νέκρωση της οικονομίας.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα από -13,3% του ΑΕΠ το 2009 απορροφήθηκε σε -1% το 2017 και με πρωτογενές πλεόνασμα ανώτερο του 3%, με συνέπεια ότι η χώρα μας ήλθε πρώτη στο μέγεθος και στην ταχύτητα δημοσιονομικής προσαρμογής σε σχέση με τις άλλες ομοιοπαθείς. Όμως, η «λαμπρή επίδοση» βασίσθηκε στην δραματική καταστολή της οικονομίας, πράγμα που δεν συνέβη σε καμιά άλλη ομοιοπαθή χώρα. Στην Ελλάδα εφαρμόσθηκε ο πιο ακεραιόφρων νεοφιλελεύθερος τρόπος προσαρμογής, με άμεση και δραματική συρρίκνωση των δημοσιών δαπανών από 86355 δισεκατομμύρια το 2009 σε 55179 δισ.το 2017, ήτοι περικοπή κατά 36,10%, και ταυτόχρονη δραστική περικοπή των εισοδημάτων, μισθών και συντάξεων κατά 40% έως 50%, με συνέπεια την κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς και συνεπώς των επενδύσεων με εκτίναξη της ανεργίας στα ύψη. Στην Ισπανία, οι μισθοί και συντάξεις όχι μόνον δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν κατά 4% έως 8%, στην Πορτογαλία, επίσης δεν μειώθηκαν, αλλά διατηρήθηκαν και αυξήθηκαν κατά 0,4%, ενώ παράλληλα οι δημόσιες δαπάνες δεν περικόπηκαν παρά μόνον οριακά. Στην Κύπρο, η περικοπή εισοδημάτων περιορίσθηκε συνολικά σε μόνον 4,2%.
Κατά την «περίοδο προσαρμογής», 2009-2016, το ελληνικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 28%, από 242 δισ. σε 175, στην Κύπρο μόλις κατά 0,98%, από 18,4 δισ. σε 18, ενώ αυξήθηκε στην Ισπανία κατά 4%, από 1079 δισ. σε 1120 και στην Ιρλανδία κατά 22,4%, από 187 δισ. σε 229.
Η διατήρηση της εσωτερικής βάσης της οικονομίας επιτρέπει σήμερα την επανεκκίνηση στις ομοιοπαθείς χώρες. Στην Ελλάδα, η οικονομία καταστράφηκε όχι λόγω της αρχικής υπερχρέωσης, αλλά λόγω της πρωτοφανούς βιαιότητος των προγραμμάτων δημοσιονομικής εξισορρόπησης και προσαρμογής που αφαίμαξαν και αφάνισαν την εσωτερική αγορά, με συνέπεια την παρατεινόμενη μέχρι σήμερα και για το ορατό μέλλον καταλυτική αδυναμία επανεκκίνησης.
Θα ανέμενε κάποιος από οικονομολόγο, εκ των προϊσταμένων της ελληνικής οικονομίας, να επισημαίνονται οι οικονομικές αιτίες της παρατεινόμενης ύφεσης στη χώρα μας, οι ιδεοληπτικοί και εσφαλμένοι στόχοι των προγραμμάτων προσαρμογής, που μόνο στην Ελλάδα εφαρμόσθηκαν με τέτοια ένταση, δριμύτητα και βιασύνη. Αντ' αυτού, μας προσφέρεται, ακόμη μια φορά, η ερμηνεία που ενοχοποιεί τα διχαστικά πάθη των Ελλήνων. Όμως, εάν σήμερα η χώρα κείται επί του εδάφους, αυτό δεν μπορεί πλέον να αποδίδεται στο έλλειμμα πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, αφού ακόμη και αν οι πάντες ομονοούσαν στην εκτέλεση των Μνημονίων, αυτά δεν θα έπαυαν να διαβρώνουν την οικονομία με τις ανεπιθύμητες και ακαταμάχητες υφεσιακές συνέπειες τους.
Κώστας Βεργόπουλος
Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII
29/3/2017
http://www.huffingtonpost.gr/kostas-vergopoulos/-_10873_b_15678650.html?utm_hp_ref=greece