Με τα μάτια του Εμμανουήλ Βάθη
Το πάρκο της Αρχαίας Αγοράς είναι το μέρος όπου πηγαίνω όταν θέλω να ξεκουραστώ, ενώ βρίσκομαι στο κέντρο της Αθήνας.
Περπατώ ανάμεσα στα αρχαία ευρήματα και αφήνω τα μάτια μου να πλανηθούν στο αττικό γαλάζιο και το καταπράσινο των φυτών.
Αναζητώ τη σκιά κάτω από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων το καλοκαίρι, αφήνομαι στις απαλές αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου απολαμβάνοντας τις ευωδιές από τα χαμομήλια, τις λεβάντες, τα δενδρολίβανα, τα θυμάρια που κατακλύζουν τον χώρο, βρίσκω απάγκιο στο εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων καθισμένη στον περίβολο που περιστοιχίζεται από ψευδοακακίες, πικροδάφνες, νεραντζιές, απ’ όπου μπορώ να αγναντεύω αμέριμνη την Ακρόπολη.
Τα κρωξίματα από τις καρακάξες αλλά και από σμήνος παπαγάλων που κατοικούν στα φυλλώματα από τις αριές και τις βελανιδιές στον περίβολο του μουσείου που βρίσκεται στη στοά του Αττάλου, είναι οι μόνοι ήχοι που φτάνουν στα αυτιά μου.
Ο θόρυβος από την ανθρώπινη δραστηριότητα τριγύρω του αρχαιολογικού χώρου, εδώ αποκτά τον ήχο σαν από πολύβουο μελίσσι.
Η κάθε εποχή αποτυπώνεται στο φυτικό περιβάλλον που στολίζει τον αρχαιολογικό χώρο.
Δέντρα, θάμνοι, αναρριχώμενα φυτά, τόσο γνώριμα στα μάτια των Ελλήνων, ανθίζουν ή χάνουν το φύλλωμά τους και μεταβάλλουν, σε αγαστή συνεργασία με το φως του ήλιου, την εικόνα.
Ποτέ δεν είχα αναρωτηθεί αν τα φυτά στον χώρο φύονταν εκεί από μόνα τους ή ήταν πόνημα σχεδιασμού, μέχρι που έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο-λεύκωμα: «Τα φυτά του πάρκου της Αρχαίας Αγοράς» του επίτιμου διδάκτορα των Γεωπονικών Επιστημών, γεωπόνου και αυτοδίδακτου ζωγράφου, Εμμανουήλ Βάθη, έκδοση του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις σελίδες του διάβασα για πρώτη φορά, στον πρόλογο του ιδίου, ότι «την εκτέλεσιν των πάσης φύσεως έργων έχει αναλάβει η Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών, με Διευθυντή Ανασκαφών τον κ. Homer Thompson και ο κληθείς εξ Αμερικής, ειδικός επιστήμων, Αρχιτέκτων Τοπίου, κ. Ralph Griswold. Αι εργασίαι δημιουργίας του εν λόγω Πάρκου, ήρχισαν κατά το έτος 1953-54».
Μέσα από μία μόνο πρόταση, σβήστηκε από το μυαλό μου η ιδέα ότι από την αρχαιότητα αυτά ήταν τα κυριότερα φυτά που υπήρχαν εδώ.
Οι ελιές, οι νεραντζιές, οι κουτσουπιές, οι βελανιδιές, τα πλατάνια, οι δάφνες, οι μυρτιές, τα σχίνα, οι χαρουπιές και τόσα άλλα φυτά που αναγνωρίζουμε ως ελληνικά, ανακάλυψα ότι επιλέχθηκαν να φυτευθούν εδώ, ακριβώς για να αποδοθεί η όσο το δυνατό σωστότερη εικόνα της χλωρίδας στην αρχαιότητα.
Και ότι, όχι μόνο υπήρξε σχεδιασμός, αλλά οι δυσκολίες που κλήθηκαν να υπερνικήσουν ήταν τεράστιας οργάνωσης, μόχθου και κόστους, φαντάζομαι, για την εποχή εκείνη.
«Τα φυτά τα οποία εσχεδιάζετο να φυτευθούν, θα έπρεπε να είναι φυτά εκ των αυτοφυουμένων εις την περιοχήν της Αττικής, διά να ταιριάζουν εις χώρον αρχαιολογικής σημασίας, ως ήτο ο χώρος της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών.
Είναι ο τύπος πρασίνου που προσιδιάζει εις τον Ελληνικόν χώρον, προσαρμόζεται στο Ελληνικό οικολογικό και ιστορικό περιβάλλον και αξιοποιεί επιτυχώς το άφθονο φυτικό υλικό της πλουσίας ελληνικής χλωρίδος.
Τέτοια δε φυτά ήτο δύσκολο να εξευρεθούν, ως μη παραγόμενα εις τα εις την περιοχήν της Αττικής λειτουργούντα κρατικά και ιδιωτικά φυτώρια.
Ούτω κατηρτίσθη συνεργείον εργατών, υπό τον αρχιεργάτην κ. Παν. Αντζακλή, διά την μεταφορά εκ της υπαίθρου αυτοφυομένων δένδρων και θάμνων, το δικαίωμα εξαγωγής των οποίων παρήσχε εις ημάς η Δασική Υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας».
Τα γνώριζε όλα αυτά πολύ καλά, από πρώτο χέρι, γιατί αυτός ήταν ο ιθύνων νους και υπεύθυνος για το όλο εγχείρημα, που μάλιστα αξιολογεί και ως αποτέλεσμα σχολιάζοντας:
«Θα πρέπει όλοι οι παράγοντες να αισθάνονται υπερήφανοι που συνέβαλον εις την δημιουργίαν εν μέσω Αθηνών, ενός κομματιού φυσικού πρασίνου, μοναδικού διά την πρωτοτυπίαν του εν Ελλάδι, το οποίον μάλιστα εύρε και μιμητάς (όρα πάρκο περιοχής Ναού Ολυμπίου Διός, πάρκο περιοχής Ακροπόλεως, Φιλοπάππου, αλσύλιο της Καισαριανής κ.λπ.)».
Στο βιβλίο, που πλέον είναι δυσεύρετο, περιλαμβάνεται η σπουδή του Εμμ. Βάθη για τα φυτά που επιλέχθηκαν να κοσμήσουν τον αρχαιολογικό χώρο και αφορά τόσο τις ακριβείς ζωγραφικές αποτυπώσεις τους όσο και πληροφορίες για το κάθε ένα από αυτά.
Και δεν είναι λίγα. Η κατηγοριοποίησή τους μόνο αφορά έξι ενότητες.
Σαράντα τρία διαφορετικά είδη δέντρων, φυλλοβόλα και αειθαλή (όπως, αμυγδαλιά, κορομηλιά, δάφνη Απόλλωνος, ψευδοακακία, ξυλοκερατιά), εβδομήντα τρία είδη θάμνων (δενδρολίβανο, εχινόποδο, φλομίς, πικροδάφνη, πλουμπάγκο, λαντάνα, αλυγαριά, κουμαριά κ.ά.), είκοσι πέντε είδη αναρριχώμενων, όπως τα γιασεμιά, οι κληματίδες, η εφέδρα.
Ανάμεσα στα πενήντα τον αριθμό ποώδη πολυετή βολβώδη και ριζωματικά φυτά που αναφέρονται, είναι η ίρις η κρητική, η ανεμώνη, το κυκλάμινο, ο κρόκος, το άλυσσον, οι ασφόδελλοι, η κάννα, το βερμπάσκο.
Τον κατάλογο συμπληρώνουν πενήντα οκτώ ετήσια φυτά αλλά και αρκετά που λειτουργούν ως χλοοτάπητες, φυτά που χρησιμοποιήθηκαν «για την δημιουργία ξέφωτων ή επιθυμητών αντιθέσεων, εν σχέσει προς τους ποικιλόμορφους όγκους των δενδρωδών και θαμνωδών ειδών της περιοχής», όπως εξηγεί.
Μέχρι τις ημέρες μας έχει επιβιώσει ένας μεγάλος αριθμός φυτών, από τις πρώτες φυτεύσεις.
Το βιβλίο «Τα φυτά του πάρκου της Αρχαίας Αγοράς» δεν είναι τυχαίο, ούτε ένα ακόμη βιβλίο για λουλούδια.
Η έκδοση, που ανήκει στο ΓΠΑ, ευοδώθηκε με τη χορηγία της Εμπορικής Τράπεζας και προλογίζεται εκτός από τον πρύτανη καθηγητή, Ανδρέα Ι. Καρμάνο, από τη Νίκη Γουλανδρή και την κριτικό-ιστορικό τέχνης, Αθηνά Σχινά.
Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος αποτύπωσε με τα ξυλοχρώματά του, με γυμνό μάτι ή με τη βοήθεια μικροσκοπίου, την αυτοφυή βλάστηση αλλά και τα καλλιεργούμενα φυτά όχι μόνο του πάρκου αυτού ή της Ελλάδας, αλλά και διάφορων χωρών που επισκέφθηκε στα ταξίδια του. Και το επιχειρούσε πάνω από εβδομήντα χρόνια.
Την πλήρη συλλογή του, που περιλαμβάνει εκτός από τα ζωγραφικά του έργα, προπλάσματα γύψινα ποικιλιών εσπεριδοειδών, μηλοειδών και πυρηνόκαρπων, τετράδια με απεικονίσεις φυτών και σημειώσεις από τα ταξίδια του σε όλο τον κόσμο, συλλογή γραμματόσημων με απεικονίσεις λουλουδιών και πλήθος φωτογραφιών, δώρισε το 2000 στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοσμούν σήμερα το Γεωργικό Μουσείο, σε ειδική αίθουσα που φέρει το όνομά του.
Είναι ένα έργο ζωής που αριθμεί 2.254 ζωγραφικά έργα, που ο ίδιος ενέταξε σε κατηγορίες.
«Η ζωγραφική του με γοήτευσε. Εκφράζει τη γνώση του βοτανολόγου και την αγάπη του Ελληνα για τον βοτανικό πλούτο της χώρας μας. Και εκφράζει πάνω απ’ όλα το χρέος του δασκάλου να μεταδώσει τη δική του γνώση και αγάπη στους μαθητές του», γράφει για την τέχνη του η Νίκη Γουλανδρή.
Από το σχόλιο της κ. Σχινά κρατούμε το απόσπασμα που αφορά την ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί.
«Η γλώσσα που ο Εμμ. Βάθης χρησιμοποιεί -πολυτονική και καθαρεύουσα- προσδίδει μια "αρχετυπική ιεροπρέπεια" στο φυτολόγιό του, που συνειρμικά επενδύεται με μια υπερβατική, σχεδόν μυθική ιδιαιτερότητα, καθώς συνοψίζονται οι διαδρομές του χρόνου σε μια στιγμιοτυπική εκδοχή, όπου το ιδιόλεκτο συναντά το ιδιότυπο, μέσα από τον πλούτο της ποικιλίας».
Εμμανουήλ Βάθης
Ο Εμμανουήλ Βάθης γεννήθηκε στα Κριτζαλιά της Σμύρνης, το 1910.
Το 1931 εισήχθη στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.
Το 1945 προσελήφθη ως βοηθός στο Εργαστήριο Γεωπονίας της ΑΓΣΑ, θέση την οποία κατείχε με τον βαθμό του διευθυντή μέχρι τη συνταξιοδότησή του (1972).
Το 1991 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα των Γεωπονικών Επιστημών.
Μεταξύ άλλων έργων του είναι η χωροταξική και κηποτεχνική μελέτη του πάρκου του Φλοίσβου στο Π. Φάληρο και του πάρκου στο Αγαδίρ του Μαρόκου. Η πλήρης συλλογή του Εμμανουήλ Βάθη ανήκει στο Γεωργικό Μουσείο του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ιερά οδός 75, Βοτανικός). Στο βιβλίο «Τα φυτά του πάρκου της Αρχαίας Αγοράς», οι πληροφορίες για τα φυτά είναι γραμμένες σε δύο γλώσσες (ελληνικά και αγγλικά) και οι ονομασίες τους αποδίδονται και στη λατινική γλώσσα.
Ας γνωρίσουμε μερικά από φυτά που απαθανάτισε ο Εμμ. Βάθης με τα ξυλοχρώματά του, με την αγάπη του αποτυπωμένη στην παραμικρή λεπτομέρεια:
Ποινική η ροιά (Ροδιά)
Δένδρον φυλλοβόλον, θαμνώδους αναπτύξεως, εκ των χωρών της Ν. Ευρώπης και Ασίας, με βραχύμισχα ελλειψοειδή-προμήκη φύλλα και άνθη ζωηρού πορτοκαλερύθρου χρώματος, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Μαΐου-Αυγούστου.
Παράγει σφαιρικούς, πολυσπέρμους καρπούς, εδωδίμους.
Λάουρος ο ευγενής (Δάφνη ή Βάγια)
Δένδρον αειθαλές, δίοικον, ύψους μέχρι 12 μ., εκ των χωρών της Μεσογείου, με φύλλα ελλειπτικά-λογχοειδή, δερματώδη και άνθη κίτρινα, εύοσμα, κατά πυκνά μασχαλιαία σκιάδια, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Μαρτίου-Απριλίου.
Παράγει καρπούς δρύπας ωοειδείς, ελαιoμόρφους, χρώματος μελανού.
Κρόκος ο αττικός (Κρόκος)
Κονδυλόρριζος, φυλλοβόλος πόα, εκ της ΝΑ Ευρώπης, με φύλλα στενώς γραμμοειδή, παράρριζα και άνθη ιόχροα με κιτρινόχρουν φάρυγγα, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Νοεμβρίου-Φεβρουαρίου.
'Ακανθα η απαλή
Ποώδες, ημιαειθαλές, ισχυράς αναπτύξεως φυτόν, εκ των χωρών της Ν. Ευρώπης, με φύλλα μεγάλα, βαθυπράσινα, έλλοβα και άνθη λευκοϊόχροα, εις μακράς σταχυώδεις ταξιανθίας, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Μαΐου-Ιουνίου.
Λέγεται ότι τα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού είχον, ως υπόδειγμα, τα φύλλα της ακάνθου.
Ακακία η φαρνεζιανή (Γαζία)
Φυλλοβόλον, ακανθώδες, μετρίου μεγέθους δένδρον, αγνώστου προελεύσεως με δις σύνθετα, εκ μικρών φυλλιδίων, πτεροσχιδή φύλλα και μικρά κίτρινα, λίαν εύοσμα άνθη, κατά πλουσίας σφαιριομόρφους ταξιανθίας, εμφανιζόμενα δις του έτους, κατά Σεπτέμβριον-Δεκέμβριον και Απρίλιον-Ιούνιον.
Οπουντία (Φραγκοσυκιά)
Πολυετές, θαμνοειδούς αναπτύξεως παχύφυτον, εκ του Μεξικού, εγκλιματισθέν εν Ελλάδι, με σαρκώδεις πολυδιακεκλαδισμένους, ακανθοφόρους βλαστούς και άνθη κίτρινα, μεγάλα, εντυπωσιακά, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Μαΐου-Ιουλίου.
Παράγει συκομόρφους καρπούς.
Μύρτος η κοινή (Μυρτιά ή Μερσίνα)
Θάμνος αειθαλής, ύψους 1-3 μ., εκ των χωρών της Μεσογείου, με φύλλα αντίθετα, λογχοειδή-ελλειψοειδή, στίλβοντα, αρωματικά και άνθη λευκά πολυστήμονα, μασχαλιαία μονήρη, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Ιουνίου-Ιουλίου, με τάσιν διφορισμού.
Παράγει μικρούς, σφαιριομόρφους καρπούς-ράγας, λευκού ή μελανού χρώματος.
Αγαύη η αμερικανική (Αθάνατος)
Πολυετές φυτόν, προελεύσεως Μεξικού και εγκλιματισθέν προ πολλού εν Ελλάδι, με παχέα, οξύληκτα, ακανθωτά φύλλα και άνθη κιτρινωπά, φερόμενα εις το άκρον μακρού στελέχους, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Ιουλίου-Αυγούστου.
Δρυς η ίληξ (Αριά)
Δένδρον αειθαλές, μόνοικον, ισχυράς αναπτύξεως, ύψους 15-18 μ., εκ των χωρών της Ν. Ευρώπης, με φύλλα ωοειδή-προμήκη ή λογχοειδή, δερματώδη και άνθη κατά ιούλους τα άρρενα και κατά σπονδύλους εξ επαλλήλων λεπίων τα θήλεα, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Απριλίου-Μαΐου.
Παράγει καρπούς βαλάνους, εντός αποξυλοθέντος κυπέλλου.
Κερκίς η κερατονοειδής (Κουτσουπιά)
Φυλλοβόλον δένδρον, ύψους 6-12 μ., εκ Ν. Ευρώπης και Δ. Ασίας, με φύλλα απλά κατ’ επαλλαγήν, καρδιόσχημα και άνθη ροδινοϊώδη, εμφανιζόμενα κατά βραχείς βότρεις, κατά Μάρτιον-Απρίλιον, προ της εκπτύξεως των φύλλων.
Ασφόδελος ο κοίλος (Σφερδούκλι)
Ποώδες, πολυετές, κονδυλώδες φυτόν, εκ των χωρών της Μεσογείου, με κοίλον βλαστόν, κυλινδρογωνιώδη μακρά φύλλα και άνθη λευκά με σαρκοχρόους γραμμώσεις, εμφανιζόμενα κατά την περίοδον Φεβρουαρίου-Μαΐου.
Info
«Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ιδρύθηκε στα βορειοδυτικά του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως η Αγορά των Αθηνών, η οποία για τους επόμενους τέσσερις τουλάχιστον αιώνες αποτέλεσε το κέντρο της πόλης των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Τα οικοδομήματα της Αρχαίας Αγοράς των Αθηνών αναπτύχθηκαν στις τέσσερις πλευρές ενός τετράγωνου χώρου που περικλείεται από τρεις λόφους: της Ακροπόλεως, του Αρείου Πάγου και του Αγοραίου Κολωνού. Σ' αυτήν ανεγέρθηκαν τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια και ιερά του άστεως και αναπτύχθηκε έντονη διοικητική, πολιτική, δικαστική, εμπορική, κοινωνική, πολιτιστική και θρησκευτική δραστηριότητα», γράφει στην στην ιστοσελίδα του υπουργείου Πολιτισμού, η αρχαιολόγος, Κλειώ Τσόγκα.
Βάση Παναγοπούλου
23.04.2017