Η συνείδηση της ελληνικότητας στο Βυζάντιο.


Το ζήτημα της ελληνικότητας του βυζαντινού κόσμου, η αλλιώς της Ρωμηοσύνης, είναι ένα ζήτημα το οποίο τίθεται από πολλές πλευρές και αντιμετωπίζεται από διάφορες και διαφορετικές κάθε φορά οπτικές γωνίες. Η αλήθεια είναι ότι μία αυτοκρατορία η οποία εκτείνεται σε ευρύτατο γεωγραφικό χώρο δεν μπορεί παρά να είναι πολυεθνική, πολυπολιτισμική, πολυφυλετική, πολυγλωσσική. Το Βυζάντιο δεν ξέφυγε από αυτόν τον κανόνα. Μέσα στα στενότερα γεωγραφικά και τα ευρύτερα πολιτισμικά του όρια ζούσαν και ανέπνεαν όλοι οι λαοί και οι πολιτισμοί των ακτών της Μεσογείου, αλλά και όλοι οι λαοί των Βαλκανίων και των χωρών πέρα από τον Δούναβη. Μοιραία, μια τέτοια αυτοκρατορία θα μπορούσε να ονομαστεί και «κοινοπολιτεία» με την έννοια μιας σύνθεσης, ενός κράματος λαών, φυλών, πολιτισμών, γλωσσών.

Σίγουρα, το κράτος το οποίο ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος με την κτίση της Νέας Ρώμης στα στενά του Βοσπόρου ήταν ρωμαϊκό.

Νόμοι, θεσμοί, διοίκηση, πολίτευμα συνέχιζαν την αυτοκρατορική ρωμαϊκή παράδοση, μέχρι ακόμη και την ύστατη πνοή του τελευταίου αυτοκράτορα του κράτους των Ρωμαίων στην πύλη του Ρωμανού της Βασιλεύουσας το 1453. Από εκεί και πέρα, όμως, η μεγάλη αλήθεια είναι ότι ο βυζαντινός πολιτισμός, η βυζαντινή κουλτούρα, ελάχιστη σχέση είχε με τη ρωμαϊκή πολιτισμική και γλωσσική παρακαταθήκη, και με το πέρασμα των αιώνων η σχέση αυτή απομειώθηκε παντελώς, ώσπου έσβησε. Επί της ουσίας το Βυζάντιο συνεχίζει την παράδοση του ελληνιστικού κόσμου. Στη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι Έλληνες απλώθηκαν στην Ανατολή και εξάπλωσαν τον ελληνικό πολιτισμό σε όλους τους ασιατικούς λαούς. Ωστόσο δεν σημειώθηκε σύνθεση πολιτισμών, παρά σε ελάχιστα επουσιώδη σημεία.

Ψηφιδωτό που βρέθηκε στην ελληνιστική πόλη Ζεύγμα, στη νότια Τουρκία (κοντά στα σύνορα με τη Συρία)

Οι ασιατικοί λαοί βρίσκονταν πάντα σε απόσταση από τους Έλληνες, κρατώντας τη φυσιογνωμία τους. Εκ των πραγμάτων, όμως, αποδέχονταν τον ανώτερο και επικυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό και με αυτόν διαμόρφωναν το βίο και την πολιτεία τους. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και στον βυζαντινό κόσμο, με επικυρίαρχο πάντοτε τον ελληνικό πολιτισμό. Η διαφορά με την ελληνιστική εποχή είναι ότι στο Βυζάντιο έχουμε μια κοσμοϊστορική σύνθεση, η οποία σφράγισε και διαμόρφωσε καθοριστικά την πορεία της ανθρωπότητας. Αυτή είναι η συνάντηση του ελληνισμού με το Χριστιανισμό, και η σύνθεσή τους σε ένα αξεχώριστο κράμα. Αυτή η σύνθεση είναι που χαρακτηρίζει αυτό που ονομάζουμε ελληνοβυζαντινό πολιτισμό.

Τα άλλα πολιτισμικά στοιχεία στο διάβα των αιώνων περιορίζονταν και συρρικνώνονταν, ακολουθώντας μοιραία την προϊούσα γεωγραφική συρρίκνωση του βυζαντινού κράτους στις παραδοσιακές περιοχές του παλιού ελληνικού κόσμου.

Οι Ελληνοβυζαντινοί ή Ελληνορωμηοί είχαν συνείδηση των ιστορικών τους καταβολών και της εθνικής τους ιδιαιτερότητας. Οι ιστοριογράφοι, αλλά και οι υμνογράφοι της Εκκλησίας, μνημονεύουν ότι οι πόλεμοί τους γίνονταν «κατά βαρβάρων», κατά τα αρχαιοελληνικά πρότυπα εθνολογικής διάκρισης και πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας. Μάλιστα, οι ιστοριογράφοι στη γραφή τους ακολουθούσαν τα ίχνη των αρχαίων Ελλήνων ιστοριογράφων, στο πλαίσιο της μίμησης των αρχαίων προτύπων, και αυτό σηματοδοτεί από μέρους τους τη συνείδηση της καταγραφής της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού κόσμου. Έτσι, στα ιστορικά ποιήματα του Γεωργίου Πισίδη ο Χοσρόης είναι ο νέος Ξέρξης και υπαινικτικά οι Ελληνοβυζαντινοί οι συνεχιστές των Μαραθωνομάχων και των Σαλαμινομάχων.



Πώς να μην έχουν επίγνωση αυτής της ιστορικής συνέχειας, από τη στιγμή που ο Μέγας Θεοδόσιος μετέφερε και όρθωσε στο μέσον του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινουπόλεως τον Τρίποδα [εικ. άνωθεν], τον οποίο αφιέρωσαν οι Πανέλληνες ως ανάθημα για τη νίκη τους ενάντια στην περσική επιδρομή στο μαντείο των Δελφών, μετά τη μάχη των Πλαταιών; Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ιστοριογράφους της μέσης και της ύστερης βυζαντινής περιόδου οι Άραβες και οι Τούρκοι εμφανίζονται ως «Πέρσαι», με σαφή αναφορά στο ιστορικό παρελθόν των Ελλήνων, προκειμένου να δηλωθεί η συνείδηση της ελληνικότητας και να σφυρηλατηθεί η εθνική ενότητα των Ελληνοβυζαντινών. Η «ρωμαϊκότητα», τελικά, χωνεύτηκε μέσα στο ελληνοχριστιανικό κράμα του Βυζαντίου, και αυτό που απέμεινε για να θυμίζει τις ρωμαϊκές καταβολές του Βυζαντίου ήταν η χρήση των όρων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Οι όροι αυτοί επιβίωσαν και εμπεδώθηκαν για να αυτοπροσδιορίζονται οι Ελληνοβυζαντινοί ή Ελληνορωμιοί, όχι με την έννοια της αναφοράς στους ειδωλολάτρες Ρωμαίους αυτοκράτορες που ήταν οι δήμιοι των χριστιανών, αλλά ως ένδειξη παντοτινής ευγνωμοσύνης του ελληνοχριστιανικού κόσμου στον Μέγα Κωνσταντίνο, τον αυτοκράτορα εκείνο ο οποίος παραθεώρησε την παλαιά Ρώμη για να εγκαινιάσει τη Νέα Ρώμη, ως πρωτεύουσα του νέου κόσμου.

Κωνσταντινούπολη (τοιχογραφία του 18ου αι. σε αρχοντικό της Καστοριάς)

Αλλά και τα ονόματα έχουν την ιστορία τους.

Η λατινική ονομασία «Νέα Ρώμη» σταδιακά επικαλύφθηκε από την ελληνολατινική «Κωνσταντίνου πόλις», για να επικρατήσει τελικά η αμιγώς ελληνική «Η Πόλις». Το γεγονός αυτό δεν είναι χωρίς σημασία. Ο κόσμος του Βυζαντίου πίσω από το επίσημο ρωμαϊκό κάλυμμα κρύβει έναν ζωντανό και δυναμικό ελληνισμό. Μπορεί οι Ελληνοβυζαντινοί να μην χρησιμοποιούσαν το όνομα «Έλλην» για τον αυτοπροσδιορισμό τους, καθώς αυτό από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ήταν συνώνυμο της ειδωλολατρίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αγνοούσαν ότι ήταν «παίδες Ελλήνων» με την εθνολογική έννοια του όρου.


Σε όλη τη χιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου, στα σχολεία το πρώτο ανάγνωσμα μετά την Αγία Γραφή ήταν τα ομηρικά έπη, τα εθνικά ποιήματα των αρχαίων Ελλήνων και η πηγή έμπνευσης του Μ. Αλεξάνδρου για την ενότητα και δόξα του ελληνικού κόσμου. Ο σεβασμός για τον Όμηρο ήταν απεριόριστος, σε βαθμό να αναφέρεται συνεκδοχικά ως «ο ποιητής». Όμοια μεγάλος σεβασμός υπήρχε για τον Πίνδαρο, τον άλλο μεγάλο «εθνικό ποιητή» των αρχαίων, αλλά και για τον ρήτορα Δημοσθένη, τον διαπρύσιο κήρυκα του αθηναϊκού πατριωτισμού και της δημοκρατίας!

Όλα αυτά διαπότιζαν και διαμόρφωναν τη νοοτροπία και τη στάση ζωής των Ελληνοβυζαντινών, οι οποίοι δεν ανέχονταν τον δεσποτισμό ανατολικού η ρωμαϊκού τύπου ούτε στην πολιτική ούτε στην εκκλησιαστική ζωή, και συχνά εξεγείρονταν ενάντια στις αυθαιρεσίες τής κάθε λογής εξουσίας. Οι όποιες καταδικαστικές αναφορές εναντίον των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων από τον Ρωμανό τον Μελωδό η τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν σημαίνουν άρνηση της αξίας τους, αλλά προστασία των πιστών από υπερβολές και ανατροπή της ιεράρχησης των αξιών. Πρώτα η σοφία του Θεού και μετά η σοφία του κόσμου, πρώτα ο Χριστός και μετά η πατρίδα και η καταγωγή. Οι παρανοήσεις πάντα οδηγούσαν σε ανατροπή των ιδιαίτερα εύθραυστων ισορροπιών στη σχέση ελληνισμού και Χριστιανισμού, και υπονόμευαν την ίδια την υπόσταση του ελληνοβυζαντινού πολιτιστικού οικοδομήματος.

Αυτό ίσχυε τόσο για τον υπερτονισμό του ελληνισμού όσο και για την παραθεώρησή του.

Στην πρώτη περίπτωση ο κίνδυνος ήταν η ροπή προς την απολυτοποίηση της κοσμικής λογικής και την υποτίμηση του χριστιανικού μυστικισμού, και στη δεύτερη η ροπή προς τον Μονοφυσιτισμό και τον Ιουδαϊσμό. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, στο πλαίσιο της Εικονομαχίας, οι εικονόφιλοι δεν αντιπροσώπευαν παρά την ελληνική στάση απέναντι στο Χριστιανισμό και είναι γενικά παραδεκτό ότι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία προσέφερε τις θεωρητικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η θεολογία περί των εικόνων. Όπως σοφά παρατηρεί ο επιφανής Γάλλος βυζαντινολόγος P. Lemerle, η τελική επικράτηση της εικονόφιλης παράταξης μαρτυρά ότι το νάμα της αρχαιοελληνικής παιδείας δεν είχε στερέψει στο Βυζάντιο. Η ορθολογική συμπλοκή με τον ελληνισμό εξασφάλιζε για το Χριστιανισμό δύο πολύτιμα στοιχεία. Το ένα είναι η αίσθηση του μέτρου και της ισορροπίας, η ορθοτόμηση της αληθείας, και το άλλο η διασφάλιση της οικουμενικότητας, χάρη στην οποία ο Χριστιανισμός διακρίνεται και διαχωρίζεται, κύρια, από τον Ιουδαϊσμό.

Εικονομάχοι καλύπτουν με ασβέστη την εικόνα του Χριστού (περ. 830, Ψαλτήρι Χλουντόφ)

Χωρίς τη σύνδεση με τον ελληνισμό, ο Χριστιανισμός θα ήταν εύκολο να θεωρηθεί ως μια εβραϊκή παραφυάδα η μια εβραϊκή αίρεση. Αυτό οι Ελληνοβυζαντινοί το είχαν κατανοήσει, και έτσι εξηγείται η τόσο μεγάλη προσήλωση και εμμονή τους στα αρχαία ελληνικά πρότυπα και στη μίμησή τους. Έτσι εξηγείται γιατί η Ορθοδοξία έγινε η κιβωτός του ελληνισμού, ευνοώντας την αντιγραφή και τη διάσωση των αρχαίων ελληνικών κειμένων και επιμένοντας στην αρχαιοπρεπή μορφή της εκκλησιαστικής γλώσσας ακόμη και σε λαϊκά αναγνώσματα, όπως τα συναξάρια. Οι Ελληνοβυζαντινοί το κατανόησαν και διαφύλαξαν αυτήν την παράδοση επί αιώνες. Το ζήτημα είναι να το κατανοήσουμε και εμείς, σε μια εποχή όπου τονίζεται από κύκλους Ευρωπαίων ιστορικών και θεολόγων ότι η παράδοση της Ευρώπης είναι «ιουδαιοχριστιανική», με προφανή στόχο να τοποθετηθεί ο Χριστιανισμός ως «θρησκεία του Αβραάμ» στο πλαίσιο του Ιουδαϊσμού και να αποσυνδεθεί από τον ελληνισμό.

Η συνεχής αναστροφή μας με τον ελληνοβυζαντινό πολιτισμό και την ελληνορθοδοξία είναι από μόνη της μια πράξη μαρτυρίας της αληθείας στην ανθρωπότητα.

Βασίλειος Α. Σαρρής
δρ Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ

Πηγή: enromiosini.gr.