ERDOGANISTAN:17 Απριλίου 2017.

  1.Νοθεύοντας το αποτέλεσμα, ο Ερντογάν πέτυχε Πύρρειο νίκη.
2.Μεγεθύνονται οι αντιδράσεις για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
3.«Σουλτανική δημοκρατία» – πύρρειος νίκη για τον Ερντογάν.
4.Μετά το δημοψήφισμα της νίκης του Ερντογάν: 
Η πόλωση της Τουρκίας μόνο θα βαθύνει. 
5.Πέντε πιθανές επιπτώσεις του δημοψηφισματικού αποτελέσματος. 
6.Ο θάνατος της τουρκικής δημοκρατίας.
  7.Η Ελλάδα αντιμέτωπη με το κακό και το χείριστο «τουρκικό σενάριο»: Τι να περιμένουμε…
8.Το δημοψήφισμα στην Τουρκία σε αριθμούς.



 1.
Νοθεύοντας το αποτέλεσμα, ο Ερντογάν πέτυχε Πύρρειο νίκη.

«Το μέτωπο του “Όχι” θα είχε κανονικά κερδίσει το δημοψήφισμα αλλά η κυβέρνηση “έκλεψε”». Αυτό πιστεύει η πλειοψηφία της αντιπολίτευσης που έχει ήδη κατέβει στους δρόμους από την Κυριακή το βράδυ. Ο Ερντογάν δε μπορεί πια να διευθύνει μια χώρα που έχει χωριστεί στα δυο.

 (*) O Ραγκίπ Ντουράν, ένας από τους εγκυρότερους Τούρκους αναλυτές, γράφει στο Tvxs.gr για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και την επόμενη ημέρα...

Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι που διαμαρτύρονταν για νοθεία και παρατυπίες στο  δημοψήφισμα, φωνάζοντας, «Κλέφτη!», «Όχι σε όλα, αντίσταση παντού», διαδήλωσαν την Κυριακή το βράδυ σε Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα, Σμύρνη και άλλες μεγάλες πόλεις μετά τη μικρή νίκη του προέδρου Ερντογάν.  Για πρώτη φορά από το 2002, χρονιά ανόδου στην εξουσία του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν), το κυβερνών κόμμα έχασε την πλειοψηφία στις επτά πιο μεγάλες πόλεις, όπου  το αποτέλεσμα ήταν σχετικά δύσκολο να νοθευτεί χάρη στην παρουσία εθελοντών-παρατηρητών μη-κυβερνητικών οργανώσεων.  

Δύο είναι τα γεγονότα που εξασφάλισαν τη νίκη Ερντογάν: Η Ανώτατη Επιτροπή Εκλογών (YSK), η επίσημα υπεύθυνη υπηρεσία για τη διεξαγωγή των εκλογών και την καταμέτρηση των ψηφοδελτίων, εξήγγειλε στις 5 το απόγευμα της Κυριακής, ώρα που έκλειναν οι κάλπες, ότι «ψηφοδέλτια δίχως τη σφραγίδα της YSK θα καταμετρηθούν ως έγκυρα», κάτι που ο εκλογικός νόμος απαγορεύει. Επιπλέον, το πρακτορείο ειδήσεων Anadolu,  που τελεί υπό τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης, ξεκίνησε ήδη από τις 6 μ.μ. τη δημοσίευση πλαστών αποτελέσματων, τα οποία αναπαράχθηκαν από όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, ενώ, σύμφωνα με το νόμο, τα ΜΜΕ είναι υποχρεωμένα να περιμένουν τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων από την Ανώτατη Επιτροπή Εκλογών. Το Anadolu έδινε αρχικά 67% υπέρ του «Ναι» και τελικά κατέβηκε στο 51%.

«Ο εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος μας ζήτησε και αποφασίσαμε να επικυρώσει τα ψηφοδέλτια που δεν έχουν τη σφραγίδα της YSK(Ανώτατης Επιτροπής Εκλογών). Ο λόγος; Έπρεπε να ενεργήσουμε έτσι...», δήλωσε ο Πρόεδρος της YSK. 

Το CHP (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα) κύριο κόμμα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης έχει καταθέσει αναφορές στην YSK, αμφισβητώντας τα αποτελέσματα του 60% των εκλογικών τμημάτων». «Η YSK νόθευσε το αποτέλεσμα», δήλωσε ο πρόεδρος του CHP, M.Κιλιτσντάρογλου. Το HDP (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα), ο συνασπισμός των Κούρδων με την τουρκική Αριστερά, έχει κηρύξει το δημοψήφισμα άκυρο. «Από το Α ως το Ω, η κυβέρνηση και η YSK ενέργησαν ενάντια στο νόμο και το σύνταγμα», δήλωσε ο Οσμάν Μπαϊντεμίρ, ο εκπρόσωπος του τρίτου μεγαλύτερου κόμματος στο Κοινοβούλιο της Άγκυρας. Υπενθύμισε, ότι οι δύο συμπρόεδροι, 12 βουλευτές εκ των 60 και πάνω από τέσσερις χιλιάδες θεσμικοί ιθύνοντες -συμπεριλαμβανομένων εκλεγμένων δημάρχων- ήταν στη φυλακή τουλάχιστον εδώ και δύο μήνες.  

Η κυβέρνηση, επίσης δεν είναι πολύ χαρούμενη με το αποτέλεσμα. Παρά το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός εκφώνησε τον διάσημο αυτοσυγχαρητήριο λόγο του από τα κεντρικά γραφεία του ΑΚΡ στην Άγκυρα, αρκετά από τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος δηλώνουν ότι ανέμεναν μεγαλύτερη πλειοψηφία. Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Ρ. Ταγίπ Ερντογάν, από το μεγάλο παλάτι του με  τα χιλιάδες δωμάτια, πραγματοποίησε παρέμβαση σε τόνο ρεβανσιστικό: «Τώρα το Κοινοβούλιο πρέπει να επαναφέρει τη θανατική ποινή. Διαφορετικά θα έχουμε κι άλλο δημοψήφισμα», είπε.  

«Και τώρα Χάος... Ο Ερντογάν δεν μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα, το ήμισυ του πληθυσμού της οποίας έχει κατηγορηθεί για τρομοκρατία. Υποτίθεται πως έχει κερδίσει αλλά ξέρει ότι έχει χάσει», εκτιμά η Αϊσέ Γιλντιρίμ, αρθρογράφος της εφημερίδας Cumhuriyet. Αυτή η σύγκρουση θα πρέπει να λυθεί στο δικαστήριο. Γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσβάλλουμε τις αποφάσεις της YSK. Αλλά θα πάμε στο Στρασβούργο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο Ερντογάν έχει ρίξει την Τουρκία στη φωτιά», δήλωσε  o Φ. Σαγλάρ, βουλευτής του CHP.

Οι συνταγματικές τροποποιήσεις που επιβεβαιώθηκαν από το δημοψήφισμα της Κυριακής δε θα τεθούν σε ισχύ νωρίτερα από το 2019, όταν οι πρώτες προεδρικές εκλογές θα διεξαχθούν την ίδια ημέρα με τις βουλευτικές. «Ο Ερντογάν πιθανότατα να καταφύγει σε πρόωρες εκλογές επειδή όσος περισσότερος χρόνος περνά, τόσο περισσότερο κινδυνεύει να χάσει», εκτιμά ο Τζελάλ Μπασλαντζίκ, Διευθυντής Σύνταξης της ιστοσελίδας Artı Gerçek (περισσότερη αλήθεια).

  (*) Ραγκίπ Ντουράν (Ragıp Duran), Κωνσταντινούπολη, 1954. Δημοσιογράφος από το 1978. Έχει εργαστεί για πολλές ημερήσιες εφημερίδες της Τουρκίας, για το Πρακτορείο France Presse, την Libération και το BBC. Φοίτησε στο CFPJ του Παρισιού (1983) και υπήρξε υπότροφος του Nieman Journalism Lab στο Πανεπιστήμιο Harvard  της Βοστώνης (2000). Συγγραφέας 3 βιβλίων κριτικής των τουρκικών ΜΜΕ.

17/4/2017
http://tvxs.gr/news/ellada/notheyontas-apotelesma-o-erntogan-petyxe-pyrreio-niki


2.
Μεγεθύνονται οι αντιδράσεις για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης για το αποτέλεσμα του χθεσινού δημοψηφίσματος λαμβάνουν νέες διαστάσεις κάθε ώρα. Η αξιωματική αντιπολίτευση φτάνει στο σημείο να ζητήσει την επανάληψη της ψηφοφορίας. Την ίδια ώρα, μη κυβερνητικές οργανώσεις καλούν τους πολίτες σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, ο αντιπρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, Μπουλέντ Τεζτζάν, πριν από λίγη ώρα έστειλε ένα σημαντικό μήνυμα στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο. Λαμβάνοντας υπόψιν την εκλογική νοθεία και τις ατασθαλίες, ο κ. Τεζτζάν ζητά από το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο την επανάληψη του δημοψηφίσματος.
Ο κ. Τεζτζάν μάλιστα, υποστηρίζοντας το αίτημά του για επανάληψη της διαδικασίας, μοιράζεται με τα μέσα ενημέρωσης βίντεο-ντοκουμέντα που παρουσιάζουν διάφορες περιπτώσεις εκλογικής νοθείας.
Την ίδια ώρα, διάφορα κόμματα και μη κυβερνητικές οργανώσεις πραγματοποιούν καλέσματα για δυναμικές κινητοποιήσεις σε διάφορα σημεία της Τουρκίας κατά τις επόμενες ώρες. Για το βράδυ της Δευτέρας προγραμματίζονται πορείες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στην Κωνσταντινούπολη.
Παρόμοια είναι και η στάση του κουρδικού αυτονομιστικού κινήματος. Χθες το βράδυ, ένας από τους εξόριστους ηγέτες της πολιτικής πτέρυγας του κόμματος, ο Ρεμζί Καρτάλ ζήτησε από τους Κούρδους της Τουρκίας να ξεχυθούν στους δρόμους και να υψώσουν την φωνή τους.
Από την πλευρά του, το κυβερνόν Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ξεκαθαρίζει ότι η έντονη διαμαρτυρία της αντιπολίτευσης και των Κούρδων δεν πρόκειται να φέρει κανένα απτό αποτέλεσμα. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγγίπ Ερντογάν χθες το βράδυ είχε δηλώσει ότι περίπου 25 εκατ. πολίτες ψήφισαν «ναι». Ο δε Ντεβλέτ Μπαχτσελί, έκανε λόγο για μια αναμφισβήτητη νίκη.
Την ίδια ώρα, το Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο ανακοινώνει ότι δεν είναι σε θέση να μετρήσει τα επίμαχα ψηφοδέλτια που δεν φέρουν την επίσημη σφραγίδα.
Παράταση στον νόμο έκτακτης ανάγκης
Εν τω μεταξύ, στην Άγκυρα, υπό την προεδρία του κ. Ερντογάν λαμβάνει χώρα συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Η τουρκική κυβέρνηση δίνει παράταση στο καθεστώς έκτακτης ανάγκης που έχει κηρυχθεί μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, και μελετά τους νέους νόμους που θα δρομολογηθούν μετά τη συνταγματική αναθεώρηση. 

ΝΙΚΟΣ ΣΤΕΛΓΙΑΣ

17/4/2017
http://www.kathimerini.gr/905570/article/epikairothta/kosmos/mege8ynontai-oi-antidraseis-gia-to-apotelesma-toy-dhmoyhfismatos?platform=hootsuite


 3.
«Σουλτανική δημοκρατία» – πύρρειος νίκη για τον Ερντογάν.

Η οριακότητα της νίκης του ΝΑΙ δεν έχει συνέπειες στο θεσμικό επίπεδο και να επιτρέπει στον Ερντογάν να γίνει πρόεδρος-σουλτάνος. Στο πολιτικό επίπεδο, όμως, έχει. Μία ματιά στον εκλογικό χάρτη επιβεβαιώνει την τριχοτόμηση της Τουρκίας. Για την ακρίβεια, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος τη βάθυνε αντί να την αμβλύνει. Η «βαθιά Τουρκία» μπορεί να ψήφισε μαζικά ΝΑΙ, αλλά τόσο η κεμαλική και η δυτικότροπη Τουρκία, όσο και οι κουρδικές επαρχίες στα νοτιανατολικά ψήφισαν μαζικά ΟΧΙ.  

Ας παρακάμψουμε τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης για μη σφραγισμένα ψηφοδέλτια, παρότι αυτές αποκτούν κρίσιμη σημασία όταν η διαφορά είναι τόσο μικρή. Ας παρακάμψουμε, επίσης, το κλίμα του φόβου και των διώξεων που οδήγησε σε μία κραυγαλέα άνιση προεκλογική εκστρατεία. Ας θεωρήσουμε -για την οικονομία της συζήτησης- ότι το αποτέλεσμα αποτυπώνει πραγματικά τη βούληση των Τούρκων πολιτών.

Τί μας δείχνει αυτό το αποτέλεσμα; Μας δείχνει ότι η τριχοτόμηση όχι μόνο δεν πρόκειται να ξεπερασθεί, αλλά ότι βαθαίνει κατά τρόπο που εγγράφει αρνητικές υποθήκες ακόμα και για την ενότητα της χώρας στο μέλλον. Δεν είναι μόνο ο κουρδικός αλυτρωτισμός, ο οποίος επιβεβαιώθηκε για μία ακόμα φορά στις κάλπες. Είναι και η ξεκάθαρη αρνητική στάση της δυτικής και παράκτιας Τουρκίας.

Οι κεμαλικοί και τα δυτικότροπα φιλελεύθερα αστικά στρώματα μπορεί να έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, αλλά έχουν και έναν κοινό παρονομαστή, τον οποίο οι σημερινές συνθήκες υπογραμμίζουν και ενισχύουν: μισούν εξίσου τον Ερντογάν και αυτό που ο ίδιος και το κόμμα του αντιπροσωπεύουν. Δεν πρόκειται μόνο για μία ιδεολογική-πολιτική αντίθεση, έστω και οξυμένη. Πρόκειται για κάτι πολύ ευρύτερο και πιο βαθύ. Πρόκειται για πολιτισμικό χάσμα, το οποίο στην πραγματικότητα θέτει σε αμφισβήτηση το ίδιο τον εθνικό συνεκτικό δεσμό και κατ’ επέκτασιν το πλαίσιο συνύπαρξης. Με άλλα λόγια, εκτός από το κουρδικό καρκίνωμα, προστίθεται και ο ιδεολογικός-πολιτισμικός διχασμός του ίδιου του τουρκικού έθνους.

Ορισμένοι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι η οριακή νίκη του ΝΑΙ θα εκθέσει τον Ερντογάν σε αμφισβητήσεις εκ μέρους πρώην ηγετικών στελεχών της νεοοθωμανικής παράταξης, όπως οι Γκιούλ, Αρίντς και Νταβούτογλου. Αν και είναι πρόωρο κάθε συμπέρασμα, εκτιμώ ότι από αυτή την πλευρά ο πρόεδρος-σουλτάνος δεν αντιμετωπίζει σοβαρό πολιτικό κίνδυνο. Στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος εχθρός του είναι ο εαυτός του.

Ο Ερντογάν έχει ανοίξει πολλά μέτωπα, τα οποία χειρίζεται με έκδηλο μικρομεγαλισμό και αλαζονεία. Μπορεί αυτό να του προσφέρει οφέλη στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο. Μπορεί αρχικά να προκαλεί ερωτηματικά και να αποτρέπει έντονες αντιδράσεις. Δημιουργεί και παγιώνει, ωστόσο, σχεδόν εχθρικές συνθήκες στο εξωτερικό.

Προς το παρόν, ο νεοοθωμανός ηγέτης σχοινοβατεί ανάμεσα στον Πούτιν και στον Τραμπ. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να συνεχισθεί για πολύ. Μετά τις παλινδρομήσεις του που οδήγησαν στον βομβαρδισμό της Συρίας, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος αργά ή γρήγορα θα πρέπει να καταλήξει σε μία πολιτική. Αυτή η πολιτική θα εμπεριέχει τον Ερντογάν και τις επιδιώξεις του στη Συρία ή όχι;

Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις, αυτό δεν είναι το πλειοψηφικό σενάριο. Ο πρόεδρος Τραμπ δείχνει να προσαρμόζεται σε κάποιο βαθμό (θα φανεί σε ποιο βαθμό) στο στρατηγικό πλαίσιο που το αμερικανικό «βαθύ κράτος» έχει διαμορφώσει τον τελευταίο χρόνο για το συριακό μέτωπο. Αυτό το πλαίσιο αποκλείει το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον να εγκαταλείψει τους Κούρδους, επειδή έχει επενδύσει πολλά στη συμμαχία μαζί τους και τους θεωρεί απαραίτητο εργαλείο για να διαμορφώσει τη νέα γεωπολιτική ισορροπία στη Συρία. Αλλά ακόμα και εάν ο Τραμπ τα βρει με τον Ερντογάν, η σύμπλευση του τελευταίου με τη Μόσχα θα τιναχθεί στον αέρα.

Η προσωπική εκτίμησή μου είναι ότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται να κάνει κάποιου είδους εντυπωσιακή στροφή στην εξωτερική πολιτική, ως αποτέλεσμα της οριακής νίκης του στο δημοψήφισμα. Κι αυτό παρότι, λόγω χαρακτήρος, έχει μία τέτοια τάση. Το πιθανότερο είναι ότι θα κατεβάσει κάπως τους τόνους, ειδικά προς την ΕΕ. Πιθανόν να επιχειρήσει να ρίξει και κάποιες γέφυρες συνεννόησης, αλλά στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί έντονη δυσπιστία και έκδηλο αρνητικό κλίμα. Δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν είναι διατεθειμένος να προσφέρει σημαντικά πολιτικά ανταλλάγματα για να κατευνάσει τους Ευρωπαίους, τα όποια ανοίγματά του δεν αναμένεται να βρουν ανταπόκριση και να επαναφέρουν τις ευρωτουρκικές σχέσεις στο σημείο που ήταν μερικά χρόνια πριν.

Στο Αιγαίο, ίσως, εφεξής αποφύγει κραυγαλέες προκλήσεις, αλλά επί της ουσίας δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω. Άρα, σ’ αυτό το μέτωπο τα πράγματα θα κυλήσουν στις γνωστές ράγες με όχι ανατρεπτικές διακυμάνσεις. Αντιθέτως, ένταση αναμένεται να επικρατήσει στο μέτωπο της Κύπρου, λόγω των προγραμματισμένων ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ.

Συνοψίζοντας, ο κρίσιμος παράγοντας που σε μεγάλο βαθμό θα επικαθορίσει τις περαιτέρω κινήσεις του προέδρου-σουλτάνου και ευρύτερα τις ισορροπίες στην περιοχή είναι η πολιτική, στην οποία θα καταλήξει ο πρόεδρος Τραμπ. Εάν αφήσει τις τουρκικές επιδιώξεις έξω από την αμερικανική πολιτική, ο Ερντογάν θα περιέλθει σε δυσχερή θέση. Η νίκη του στο δημοψήφισμα θα αποδειχθεί και σ’ αυτό το επίπεδο πύρρειος.

Σταύρος Λυγερός 

 16 Απριλίου 2017  

Στην φωτογραφία, υποστηρικτές του προέδρου της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γιορτάζουν στην Κωνσταντινούπολη, τον Απρίλιο του 2017. HUSEYIN ALDEMIR / REUTERS

4.
Μετά το δημοψήφισμα της νίκης του Ερντογάν: 
Η πόλωση της Τουρκίας μόνο θα βαθύνει. 

 Ο Ερντογάν θα απεικονίσει οποιονδήποτε δεν υποστηρίζει το νέο προεδρικό σύστημα που έχει ψηφιστεί από τον τουρκικό λαό, ως εχθρό της Τουρκίας που εξυπηρετεί προδοτικά αφεντικά. Η μικρή διαφορά του δημοψηφίσματος θα επιβάλλει μια ανανεωμένη πρωτοβουλία για να εξαλειφθούν οι εχθροί, πραγματικοί ή φανταστικοί.

Καθώς οι παρατηρητές της Τουρκίας παρακολουθούσαν μανιωδώς τα αποτελέσματα του τουρκικού συνταγματικού δημοψηφίσματος [2] την Κυριακή, φαινόταν για μερικές λίγες ώρες ότι γινόταν κάτι βαρυσήμαντο. Σε όλη την Τουρκία, οι ψήφοι υπέρ του «Ναι» που θα μετέτρεπαν την Τουρκία από ένα κοινοβουλευτικό σύστημα σε ένα προεδρικό και θα δημιουργούσαν μια εξαιρετικά ενισχυμένη προεδρία με λίγους ουσιαστικούς ελέγχους και ισορροπίες φαινόταν να μην αποδίδουν ανάλογα με τις προσδοκίες. Καθώς η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη -οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Τουρκίας και (οι δύο πρώτες) τα αξιόπιστα προπύργια του ΑΚΡ κατά την διάρκεια των σχεδόν 15 ετών της βασιλείας του- ψήφισαν «Όχι», υπήρξε μια σύντομη στιγμή που φαινόταν σαν ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν [3] να επρόκειτο να δεχθεί την πρώτη πραγματική ήττα του. Παρά το γεγονός ότι οι ψήφοι υπέρ του «Ναι» τράβηξαν μπροστά και οι συνταγματικές τροποποιήσεις πέρασαν, πολλοί στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης και οι υποστηρικτές τους λαμβάνουν παρηγοριά από την μικρή διαφορά της νίκης και το γεγονός ότι η πρωτεύουσα της Τουρκίας, μαζί με την μεγαλύτερη πόλη της (και ιδιαίτερη πατρίδα του Ερντογάν) αμφότερες απέρριψαν την ατζέντα της κυβέρνησης. Η ελπίδα τους είναι ότι αυτό προμηνύει μια νέα προθυμία για συμβιβασμό από την πλευρά του Ερντογάν.

Αυτή η ελπίδα είναι άστοχη. Οι νίκες με μικρή διαφορά δεν είναι κάτι καινούργιο για τον Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), οι οποίοι είδαν τις έδρες τους στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση να μειώνονται σε τρεις διαδοχικές βουλευτικές εκλογές, και να πέφτουν εννέα ποσοστιαίες μονάδες από τις εκλογές του Ιουνίου του 2011 μέχρι εκείνες τον Ιούνιο του 2015. Μετά τις εκλογές του 2015, ο Ερντογάν δεν άλλαξε τον τόνο του, αλλά αντ' αυτού διπλασίασε τις προσπάθειές του, κάνοντας προεκλογική εκστρατεία υπέρ του ΑΚΡ παρά το γεγονός ότι συνταγματικά απαγορευόταν να το πράξει, κυνηγώντας τους πολιτικούς του αντιπάλους, και εντατικοποιώντας την εκστρατεία του εναντίον του τρομοκρατικού Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), προκειμένου να κάνει το επιχείρημα ότι μόνο μια ισχυρή επίδειξη υποστήριξης προς το ΑΚΡ θα επαναφέρει την σταθερότητα στην Τουρκία. Η συνέπεια αυτής της τελευταίας νίκης θα είναι παρόμοια. Ο Ερντογάν δεν πρόκειται να πτοηθεί από την πρόσφατη απόδειξη της πόλωσης της Τουρκίας, αντί γι' αυτό θα κάνει ό, τι μπορεί για να εμβαθύνει αυτή την πόλωση

Η πορεία προς το δημοψήφισμα ήταν ένας μικρόκοσμος όλων όσων έχουν οδηγήσει στην αντικατάσταση της τουρκικής δημοκρατίας με τον ανταγωνιστικό αυταρχισμό. Οι ίδιες οι εκλογές δεν ήταν ελεύθερες και δίκαιες [4] καθώς η κυβέρνηση έκανε ό, τι μπορούσε για να καταστείλει τις ψήφους στα κατά κύριο λόγο κουρδικά νοτιοανατολικά, φυλάκισε πολιτικούς της αντιπολίτευσης, εξασφάλισε ότι τα μέσα ενημέρωσης έδωσαν σχεδόν αποκλειστική κάλυψη στους υποστηρικτές του «Ναι», και έθεσε υπό κράτηση και επετέθη στου υποστηρικτές του «Όχι». Αυτό όλο έγινε με φόντο τις συνέπειες του αποτυχημένου πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου [5] και τις εκατοντάδες χιλιάδες των φυλακίσεων και εκκαθαρίσεων των δημοσίων υπαλλήλων που ακολούθησαν. Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ έχουν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η ψηφοφορία για την τροποποίηση του συντάγματος και την δημιουργία μιας εκτελεστικής προεδρίας είναι κρίσιμης σημασίας για να κερδίσει τον αγώνα ενάντια στους πραξικοπηματίες γκιουλενιστές και το ΡΚΚ, και ότι μια ψήφος υπέρ του «Όχι» είναι σαν ψήφος υπέρ των τρομοκρατών. Παρά τις προσπάθειες του Ερντογάν να κάνει ό, τι μπορούσε για να επηρεάσει και προκαθορίσει τα αποτελέσματα, καθώς και όλα τα τεράστια βάρη που η κυβέρνηση τοποθέτησε στο στρατόπεδο του «Όχι», ο Ερντογάν κέρδισε μόνο με μικρή διαφορά. Τώρα που έχει τη νίκη του, δεν πρόκειται να αλλάξει ξαφνικά πορεία και να αποφασίσει ότι η στρατηγική του μέχρι τώρα ήταν λάθος ή επιζήμια για την χώρα επειδή οδήγησε σε μια μικρής διαφοράς παρά σε ευρεία νίκη. Θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε προχωρήσει αρκετά.

Η Τουρκία είναι έτοιμη να γίνει πιο διαιρεμένη από ποτέ. Μόνο μια ελάχιστη πλειοψηφία ψήφισε για να ανατραπεί το σύστημα διακυβέρνησης της Τουρκίας, να ενσωματωθούν οι νομοθετικές και δικαστικές εξουσίες σε ένα πρόσωπο, και να κρατήσει αποτελεσματικά τον Ερντογάν στην εξουσία για τουλάχιστον άλλη μια δεκαετία. Πολλοί στο στρατόπεδο του «Όχι» αμφισβήτησαν την νομιμότητα της ψηφοφορίας μόλις η κυβέρνηση κήρυξε την νίκη, και η αντιπολίτευση έχει ήδη αμφισβητήσει τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Αυτό θα μπορούσε να είναι αρκετά καταστροφικό για να τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό μιας χώρας της οποίας τα θεσμικά όργανα θα ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά στην Τουρκία -όπου η κυβέρνηση έχει θρυμματίσει την ανεξαρτησία του δικαστικού σώματος και εξαρθρώσει την γραφειοκρατία- έχει την δυνατότητα να επιφέρει μια πλήρη και οριστική ρήξη μεταξύ εκείνων που υποστηρίζουν την νομιμότητα της κυβέρνησης και εκείνων που δεν το κάνουν. Κανείς από αυτούς που υποστηρίζει την αντιπολίτευση δεν θα πιστέψει ένα δικαστήριο που δεν θα διαπιστώσει εκλογικές παρατυπίες ή ύποπτες καταμετρήσεις ψήφων, και κανείς από αυτούς που ψήφισαν «Όχι» δεν θα έχει καθόλου υπομονή για την αναπόφευκτη ανακήρυξη μιας μεγάλης νίκης του Ερντογάν κατά των δυνάμεων της τρομοκρατίας, της ξένης κυριαρχίας και της αναρχίας. Ένας υπεύθυνος ηγέτης θα έκανε τα πάντα για να μειώσει τις φλόγες, αλλά το ιστορικό του Ερντογάν προτείνει ότι είναι επικείμενη μια διαφορετική απάντηση.

Εκτός από ένα σύντομο διάλειμμα όταν η βιωσιμότητα του ΑΚΡ ήταν ασαφής, ο Ερντογάν έχει περάσει ολόκληρη την πολιτική του καριέρα προωθώντας διχασμούς που μπορεί να χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Το ότι έχασε την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα απλώς θα τον πείσει ότι πρέπει να είναι ακόμα πιο προσεκτικός στην αναζήτησή του για τέρατα [που υποτίθεται θα πρέπει] να καταστρέψει, και ότι η ψηφοφορία είχε τόσο μικρή διαφορά γιατί οι γκιουλενιστές και οι Κούρδοι τρομοκράτες, οι υποστηρικτές τους στα μέσα ενημέρωσης, και οι ξένοι υποστηρικτές τους δεν ήταν επαρκώς καθοδηγημένοι από την Τουρκία. Τα μέτρα καταστολής κατά των δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και των ανεπαρκώς πιστών δημοσίων υπαλλήλων είναι έτοιμα να γίνουν χειρότερα και όχι καλύτερα. Ο Ερντογάν θα απεικονίσει οποιονδήποτε δεν υποστηρίζει το νέο προεδρικό σύστημα που έχει ψηφιστεί από τον τουρκικό λαό, ως εχθρό της Τουρκίας που εξυπηρετεί προδοτικά αφεντικά. Η μικρή διαφορά του δημοψηφίσματος θα επιβάλλει μια ανανεωμένη πρωτοβουλία για να εξαλειφθούν οι εχθροί, πραγματικοί ή φανταστικοί, παρά μια επανεξέταση των πραγματικών λόγων για τους οποίους η ψηφοφορία είχε τόσο μικρή διαφορά. Αντί να προσπαθήσει να γεφυρώσει το χάσμα, ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να ρίξει τους αντιπάλους του από τον βράχο.

Σε μια χώρα με λειτουργικούς δημοκρατικούς θεσμούς, μια πόλωση κατά μήκος αυτών των γραμμών δεν επιτρέπει στην μια πλευρά να κάνει ό, τι θέλει. Οι θεσμοί προωθούν συμβιβασμούς και κατακερματίζουν την μονομερή εξουσία της κυβέρνησης. Η Τουρκία δεν είναι μια τέτοια χώρα. Ο Ερντογάν δεν είναι μεγαλόψυχος στην νίκη ή την ήττα, και το δημοψήφισμά του τον υπέβαλε και στα δύο. Μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή ώρα πριν την αυγή, αλλά για την Τουρκία, το πρόσφατο σκοτάδι είναι αυτό που την φέρνει μόνο πιο κοντά στα μεσάνυχτα.

Στα αγγλικά: 

Σύνδεσμοι: 
[1] http://www.ottomansandzionists.com/

Michael J. Koplow
[Ο MICHAEL J. KOPLOW είναι διευθυντής Πολιτικής στο Israel Policy Forum. Γράφει στο μπλογκ Ottomans and Zionists. (1)]

17/04/2017




5. 
Πέντε πιθανές επιπτώσεις του δημοψηφισματικού αποτελέσματος. 

Μια οριακή πλειοψηφία των Τούρκων ενέκρινε χθες Κυριακή την ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος το αποτέλεσμα του οποίου ίσως αποδειχθεί καθοριστικό για το μέλλον της χώρας.

Το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας θα επηρεάσει τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την προσέγγιση της Άγκυρας στο κουρδικό ζήτημα και την εξέλιξη της τουρκικής κοινωνίας.

Ακολουθούν πέντε ερωταπαντήσεις για το τι μπορεί να αλλάξει το αποτέλεσμα:

Περισσότερο ή λιγότερο δημοκρατική Τουρκία;

Με τη νίκη του αυτή, ο Ερντογάν αποκτά σημαντικά ενισχυμένες εξουσίες και θεωρητικά μπορεί να παραμείνει στην προεδρία ως το 2029. Η εκτελεστική εξουσία θα είναι συγκεντρωμένη στα χέρια του προέδρου. Το αξίωμα του πρωθυπουργού θα καταργηθεί.

Οι υποστηρικτές του προέδρου λένε πως αυτό ήταν απαραίτητο για να σταθεροποιηθεί η κυβέρνηση και να υπάρξει σαφής διάκριση με τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία.

Όμως οι αντίπαλοί του εκφράζουν φόβους ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα αντίβαρο, κανένας μηχανισμός ελέγχου της εξουσίας του με το νέο σύστημα, κάτι που ανοίγει τον δρόμο για την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος.

Το προεδρικό σύστημα "συγκεντρώνει άνευ προηγουμένου εξουσίες στα χέρια ενός άνδρα και μόνο", υπογραμμίζει ο Άλαν Μακόφσκι του ινστιτούτου μελετών Centre for American Progress.

Ποιο είναι το μέλλον της σχέσης της Τουρκίας με την Ευρώπη;

Οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδεινώθηκαν ραγδαία το τελευταίο διάστημα, με τον Ερντογάν να κατηγορεί ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για "ναζιστικές πρακτικές".

Σύμφωνα με τον Τούρκο πρόεδρο, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της χώρας στην ΕΕ, που βρίσκονται σε τέλμα εδώ και καιρό, θα τεθούν και πάλι "στο τραπέζι" μετά το δημοψήφισμα. Ο Ερντογάν αναφέρθηκε χθες στην πιθανή διοργάνωση ενός ακόμη δημοψηφίσματος, για την επαναφορά της θανατικής ποινής—κάτι που αποτελεί κόκκινη γραμμή για τις Βρυξέλλες.

"Η τακτική του να επιτίθεται συνεχώς στην ΕΕ (…) για να εξυπηρετήσει εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες πλέον φτάνει στα όριά της", σύμφωνα με τον Μαρκ Πιερινί του κέντρου μελετών Carnegie Europe.

Μετά τη νίκη του στο δημοψήφισμα, ο Ερντογάν δεν αποκλείεται να εγκαταλείψει τον στόχο η χώρα να ενταχθεί στην ΕΕ και να προκρίνει απλά μια διμερή σχέση επικεντρωμένη στο εμπόριο, για παράδειγμα με την προώθηση μιας ενισχυμένης τελωνειακής ένωσης.

Πόλεμος ή ειρήνη με τους Κούρδους;

Μετά την κατάρρευση της ιστορικής εκεχειρίας με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (PKK) το καλοκαίρι του 2015, η νοτιοανατολική Τουρκία έχει βυθιστεί σε μια δίνη αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και των κούρδων αυτονομιστών.

Οι νέες ευρείας κλίμακας στρατιωτικές επιχειρήσεις συνοδεύτηκαν από την διεύρυνση της καταστολής των Κούρδων, συμπεριλαμβανομένων πολλών πολιτικών και μέσων ενημέρωσης, που κατηγορούνται ότι συνδέονται με τις "τρομοκρατικές" ενέργειες του PKK.

Καθώς η νίκη του "ναι" επιτεύχθηκε με οριακή διαφορά, ο Ερντογάν ίσως υιοθετήσει μια πιο "συμβιβαστική" στάση στο κουρδικό ζήτημα, εκτιμά η Ασλί Αϊντιντασμπάς του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων.

Μολαταύτα, προς το παρόν η ρητορική του παραμένει πολεμική, και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος έκανε λόγο περί μιας επικείμενης χερσαίας επιχείρησης εναντίον του PKK στο βόρειο Ιράκ αμέσως μετά το δημοψήφισμα.

Συμφιλίωση ή πόλωση;

Η τουρκική κοινωνία είναι έντονα πολωμένη τα τελευταία χρόνια όσον αφορά το πρόσωπο του Ερντογάν. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για το δημοψήφισμα, ο Τούρκος πρόεδρος δαιμονοποίησε τους αντιπάλους του, κατηγορώντας τους ότι συνεργάζονται με τους "τρομοκράτες" και τους "πραξικοπηματίες".

Ο Ερντογάν "κερδίζει (τις εκλογικές αναμετρήσεις), όμως, τελικά, η μισή χώρα τον αγαπά και η άλλη μισή τον απεχθάνεται. Αυτή είναι η αιτία της κρίσης της σύγχρονης Τουρκίας", κρίνει ο Σονέρ Τσαγκαπτάι, αναλυτής του Washington Institute.

Ο Τούρκος πρόεδρος συμμάχησε με τους υπερεθνικιστές για να κερδίσει τη μάχη του δημοψηφίσματος, γεγονός που ίσως δείχνει περισσότερο ρεαλισμό από πλευράς του σε σχέση με το παρελθόν.

Ορισμένοι παρατηρητές ανέμεναν ότι ο Ερντογάν θα υιοθετήσει πιο συμφιλιωτική ρητορική μετά το δημοψήφισμα, αν κερδίσει.

"Τώρα έχει έλθει η ώρα της αλληλεγγύης, της ενότητας (...) όλοι μαζί είμαστε η Τουρκία", είπε χθες ο πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ.

Ανάκαμψη της οικονομίας ή πτωτική πορεία;

Οι αγορές θεωρούσαν ότι το "ναι" θα κέρδιζε στο δημοψήφισμα και προσβλέπουν σε μια επιστροφή της σταθερότητας στην Τουρκία, η οποία επλήγη τον τελευταίο ενάμιση χρόνο από αλλεπάλληλες τρομοκρατικές ενέργειες και την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου.

Όμως μεσοπρόθεσμα κυριαρχεί η αβεβαιότητα. Η μείωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους θεσμούς, η αυξημένη πόλωση της κοινωνίας και η καθυστέρηση της υιοθέτησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ίσως επηρεάσουν την ανάπτυξη.

Η νίκη του "ναι" χθες "ενδέχεται να γίνει δεκτή με ικανοποίηση από τις αγορές βραχυπρόθεσμα", είχε εκτιμήσει πριν από την ψηφοφορία το γραφείο της εταιρείας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών BCG Partners στην Κωνσταντινούπολη. Όμως η ανάπτυξη "παραμένει ασθενική και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις (της μετατροπής) του συστήματος (σε προεδρικό) παραμένουν ακόμη άγνωστες", συμπλήρωσε.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP

17/4/2017
http://www.capital.gr/diethni/3205224/tourkia-oi-pente-pithanes-epiptoseis-apo-to-apotelesma-tou-dimopsifismatos



6.
Ο θάνατος της τουρκικής δημοκρατίας

Oι ανώτατες εισοδηματικές τάξεις εγκαταλείπουν την Τουρκία, με κυριότερους προορισμούς την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, σημειώνοντας πως πέρυσι 6.000 εκατομμυριούχοι μετανάστευσαν σε άλλα κράτη – η εμπειρία του ΔΝΤ.
ΑΝΑΛΥΣΗ

Η κοινοβουλευτική δημοκρατία στην Τουρκία, μετά από σχεδόν 100 χρόνια και αφού κατάφερε να επιζήσει από πολέμους και πραξικοπήματα, κατέρρευσε – έχοντας κηδευτεί από εκείνους τους Πολίτες της χώρας που ψήφισαν ΝΑΙ με πλειοψηφία 51,4%. Οι ελάχιστοι ψήφοι, με τους οποίους κέρδισε ο πρόεδρος της χώρας το δημοψήφισμα, του δίνουν τη δυνατότητα να κυβερνήσει απολυταρχικά – αφού η ψήφιση του προεδρικού συστήματος που θα ακολουθήσει, επικεντρώνει όλες τις εξουσίες στον ίδιο.
Εν προκειμένω δεν πρόκειται για μία συνταγματική αναθεώρηση, όπως ισχυρίζεται η τουρκική κυβέρνηση – αλλά για μία επανάσταση, για ένα πραξικόπημα εκ των άνω, το οποίο καταργεί τη δημοκρατία στην Τουρκία, μετατρέποντας την σε ένα δικτατορικό κράτος του ενός ανδρός. Λογικά λοιπόν θεωρείται πως η 16η Απριλίου θα καταγραφεί στην ιστορία ως η ημερομηνία που καταλύθηκε η δημοκρατία του Ατατούρκ – ενώ τα αποτελέσματα της θα γίνονται αντιληπτά ακόμη και όταν θα έχει πάψει να υπάρχει ο σημερινός της πρόεδρος.
Συνεχίζοντας, οι Πολίτες υποχρεώθηκαν να αποφασίσουν για μία συνταγματική αλλαγή στις συνθήκες εκτάκτου ανάγκης που επικρατούν σήμερα στην Τουρκία, με 40.000 ανθρώπους κλεισμένους στις φυλακές – εκ των οποίων οι 150 είναι δημοσιογράφοι, ενώ οι δύο αρχηγοί της δεύτερης μεγαλύτερης αντιπολιτευτικής παράταξης που στηρίζει τους Κούρδους.
Παράλληλα ο Τούρκος πρόεδρος χρησιμοποίησε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό για να κερδίσει το δημοψήφισμα – την αστυνομία, τη Δικαιοσύνη και τη δημόσια διοίκηση, ενώ οι 17 μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί της χώρας έδωσαν το 90% του τηλεοπτικού τους χρόνου στους οπαδούς του «ΝΑΙ», όταν στην αντιπολίτευση μόλις το 10%. Εν τούτοις κέρδισε με μία ελάχιστη διαφορά, κατηγορούμενος επί πλέον τεκμηριωμένα για εκλογική νοθεία – χάνοντας την πλειοψηφία στις τρεις σημαντικότερες πόλεις της Τουρκίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Άγκυρα).
Όλα αυτά είναι φυσικά αδιάφορα για το δικτάτορα, ο οποίος θα χρησιμοποιήσει το αποτέλεσμα για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο το αυταρχικό του καθεστώς – αφού θα του δίνεται η δυνατότητα να διαλύει όποτε θέλει τη Βουλή, να μη δεσμεύεται από την κομματική ουδετερότητα, καθώς επίσης να διορίζει τους 12 από τους 15 συνταγματικούς δικαστές, ενώ καταργείται ταυτόχρονα η θέση του πρωθυπουργού.
Η αντιπολίτευση τώρα αναφέρεται σε μία εκλογική απάτη, λέγοντας πως θα αμφισβητήσει νομικά το αποτέλεσμα – κάτι που δεν πρόκειται να έχει επιτυχία αλλά, αντίθετα, θα δηλητηριάσει ακόμη περισσότερο το πολιτικό κλίμα στη διαιρεμένη σε δύο ισάριθμες ομάδες χώρα.

Την ίδια στιγμή οι ανώτατες εισοδηματικές τάξεις συνεχίζουν να εγκαταλείπουν την Τουρκία, με κυριότερους προορισμούς την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα – σημειώνοντας πως το 2016 περίπου 6.000 εκατομμυριούχοι μετανάστευσαν σε άλλα κράτη, έναντι μόλις 1.000 το 2010. Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία, από μία πολλά υποσχόμενη αναπτυσσόμενη χώρα, μετατρέπεται σταδιακά σε μια περιοχή υψηλού ρίσκου – ενώ, παρά το ότι αναμένεται η σταθεροποίηση ή η άνοδος της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, επειδή οι αγορές τάσσονται πάντοτε υπέρ της πολιτικής σταθερότητας, η οικονομία της Τουρκίας θα συνεχίσει την καθοδική της πορεία.
Η ίδια η χώρα θα κινδυνεύσει να διαμελισθεί στις τρεις περιοχές που έδειξαν πόσο διαφέρουν μεταξύ τους, με βάση τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος (ανάλυση) – όπου ο πρόεδρος κέρδισε σχεδόν μόνο τις υποανάπτυκτες. Η κατάρρευση της οικονομίας της πάντως ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν (άρθρο), ως επακόλουθο των μέτρων που επιβάλλει στις χώρες το ΔΝΤ (ανάλυση) – υπενθυμίζοντας τα εξής:
Το ξεκίνημα της κρίσης
Η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση ξέσπασε ουσιαστικά στην Τουρκία το Φεβρουάριο του 2001 – με αφορμή τη στοχευμένη επίθεση του προέδρου της χώρας εναντίον του πρωθυπουργού της, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ένα κρατικό όργανο, στο οποίο υπερίσχυε το στρατιωτικό καθεστώς). Ο τότε πρόεδρος είχε κατηγορήσει τον πρωθυπουργό, ισχυριζόμενος ότι έχει αποτύχει παταγωδώς στην καταπολέμηση της διαφθοράς – με το «σκάνδαλο» να αναπαράγεται και να μεγαλοποιείται από όλα σχεδόν τα τουρκικά και διεθνή ΜΜΕ.
Αμέσως μετά τη διαμάχη της ανώτατης ηγεσίας, κατέρρευσαν οι μετοχές στο χρηματιστήριο της χώρας ενώ αργότερα, μετά την «απελευθέρωση» της συναλλαγματικής ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, ακολούθησε η υποτίμηση της κατά 40% – επομένως και η αντίστοιχη, θανατηφόρα ασφαλώς μείωση των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων.
«Θυμάμαι ακριβώς τι συνέβη τότε», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας ξένος παρατηρητής, συνεχίζοντας: «Ήταν η 21η Φεβρουαρίου του 2001. Από τη μία ημέρα στην άλλη, το δολάριο δεν κόστιζε πια 690.000 λίρες, αλλά 850.000 – πριν ακόμη ανακοινωθεί επίσημα από την κυβέρνηση η απελευθέρωση της τουρκικής λίρας. Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου του 2001, την κύρια ημέρα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, την ημέρα μηδέν, η ισοτιμία αναρριχήθηκε σχεδόν στις 900.000 λίρες. Αργότερα, έφτασε στο 1.300.000 λίρες».
Σαν επακόλουθο των παραπάνω, η οικονομία της χώρας κατέρρευσε με τη σειρά της – με την ύφεση να ξεπερνάει το 3% και τον πληθωρισμό να πλησιάζει το 50%, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης (κατά την Morgan Stanley τότε, η ύφεση ήταν της τάξης του 7,2% και ο πληθωρισμός 70%). Παράλληλα, τα επιτόκια δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έφτασαν στο 110% – ένα μέγεθος με το οποίο ήταν αδύνατον να επιβιώσουν.

Κατά τη διάρκεια των επομένων εβδομάδων η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 10%, αρκετές χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι (υποδήματα, κλωστοϋφαντουργίες) έπαψαν να λειτουργούν, ενώ περίπου 500.000 εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους – παρά το ότι η ανεργία ήταν ήδη στο 18%, πριν ακόμη ξεσπάσει η κρίση. Εκτός αυτού, τα φάρμακα σε όλα τα νοσοκομεία της Τουρκίας εξαντλήθηκαν, αφού οι ξένες φαρμακοβιομηχανίες σταμάτησαν να προμηθεύουν τη χώρα – λόγω της αβέβαιης ισοτιμίας του νομίσματος της.
Η κατάληψη της εξουσίας
Στις αρχές Μαρτίου του 2001, οι υπευθυνότητες για το μεγαλύτερο μέρος της Οικονομίας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ανατέθηκαν στον K.Dervis – στον μέχρι τότε αντιπρόεδρο δηλαδή της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο οποίος ήταν στο στελεχιακό δυναμικό της από τη δεκαετία του ’70. Ο K.Dervis, αρκετά χρόνια προηγουμένως, είχε διαχωρίσει το δρόμο του από τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό της Τουρκίας, όταν αυτός (B. Ecevit) είχε πολύ σωστά εναντιωθεί στη δραστική ιδιωτικοποίηση της οικονομίας – ιδρύοντας μαζί με άλλους πολιτικούς, το 1994, τη «Νέα Δημοκρατική Κίνηση».
Η οργάνωση αυτή, υπό τη ηγεσία του προέδρου των εργοδοτών, ήταν υπέρ ενός συμβιβασμού στο κουρδικό θέμα, «προωθούσε» τη συνεννόηση με το πολιτικό Ισλάμ και σχεδίαζε τη ριζική φιλελευθεροποίηση της Οικονομίας – στα πλαίσια των αρχών των «παιδιών του Σικάγου». Εν τούτοις, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του 1995 η «οργάνωση», στην οποία συμμετείχε ο K. Dervis, εξαφανίσθηκε εντελώς από την πολιτική σκηνή.
Στις 19 Μαρτίου του 2001, η κυβέρνηση συμφώνησε με το ΔΝΤ σε ένα «μεσοπρόθεσμο» πρόγραμμα ριζικής «αναμόρφωσης» της τουρκικής οικονομίας – το οποίο προέβλεπε την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, τον δραστικό περιορισμό των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, μέσα από τη μεγάλη μείωση των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης τις ιδιωτικοποιήσεις όλων των κρατικών εταιρειών. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, η τουρκική οικονομία είχε χαρακτηρισθεί ως «σοβιετικού τύπου» από τους ιθύνοντες του ΔΝΤ – οι οποίοι τοποθέτησαν αμέσως το δικό τους άνθρωπο, στην ισχυρότερη θέση της χώρας (Υπουργείο Οικονομικών).
Συνεχίζοντας οι διεθνείς επενδυτές, οι τοκογλύφοι και το Καρτέλ δηλαδή, δεν εμπιστευόντουσαν ότι η τότε πολυκομματική κυβέρνηση, συναποτελούμενη από τη σοσιαλιστική, τη συντηρητική και την εθνικιστική παράταξη (Γκρίζοι Λύκοι), θα μπορούσε να επιβάλλει τις αλλαγές – πόσο μάλλον όταν τόσο οι κρατικές τράπεζες, όσο και οι δημόσιες επιχειρήσεις, ήταν οι βασικές «δεξαμενές» άντλησης πολιτικής δύναμης για τα κόμματα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό οι δυτικές κυβερνήσεις, το ΔΝΤ και οι τράπεζες (η πραγματική Τρόικα ουσιαστικά, σύμφωνα με την ευρηματική ονομασία που της έδωσαν πρώτοι οι Έλληνες), πίεζαν μαζικά και από κοινού την Τουρκία με απώτερο, κρυφό στόχο την «άλωση» και τη λεηλασία της. Έτσι λοιπόν, τα «παρακλητικά» γράμματα του τότε πρωθυπουργού για την παροχή οικονομικής βοήθειας στη χώρα του (δάνεια), είτε δεν γινόταν αποδεκτά, είτε συνδέονταν με απίστευτες απαιτήσεις ολοκληρωτικής αναδιάρθρωσης (ξεπουλήματος καλύτερα)  της τουρκικής οικονομίας.

Παράλληλα, τόσο τα διεθνή ή τοπικά ΜΜΕ, όσο και οι σύνδεσμοι των εργοδοτών, βιομηχάνων και επιχειρηματιών, ενισχυόμενοι σιωπηλά από τη στρατιωτική εξουσία (η οποία απειλούσε έμμεσα ακόμη και με πραξικόπημα), είχαν εξαπολύσει μία απίστευτη «γκεμπελική καμπάνια», κατηγορώντας με κάθε τρόπο την κυβέρνηση για ανικανότητα και διαφθορά. Ο δήθεν στόχος τους ήταν η μετατροπή της Τουρκίας σε μία σύγχρονη Δημοκρατία, μακριά από τον «κρατισμό» του παρελθόντος.
Το μνημόνιο
Συνεχίζοντας, παρά το ότι η κυβέρνηση είχε αποδεχθεί το πρόγραμμα του ΔΝΤ, δεν έκανε απολύτως τίποτα για να επιβάλλει της διαρθρωτικές αλλαγές του – περιοριζόμενη στις συνεχείς αυξήσεις των φόρων στη βενζίνη, στον καπνό, στο οινόπνευμα, στη ζάχαρη και σε πολλά άλλα είδη. Όταν όμως η πιστοληπτική ικανότητα της Τουρκίας υποτιμήθηκε από τις διεθνείς τράπεζες και τις εταιρείες αξιολόγησης, παράλληλα με τη νέα υποτίμηση του νομίσματος της, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να συναντηθεί, κατά τη διάρκεια ενός Σαββατοκύριακου, με τους αντιπροσώπους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπογράφοντας ένα δεσμευτικό «μνημόνιο» συνεργασίας – με βάση το οποίο ήταν πλέον αναγκασμένη να υποκύψει σε όλες τις απαιτήσεις τους.
Σύμφωνα με τους Financial Times της Γερμανίας τότε (09.04.2001), «Οι δαπάνες του δημοσίου έπρεπε να μειωθούν άμεσα κατά 25%, ενώ τα έσοδα να αυξηθούν κατά 10%. Από τις αρχές του 2002 έπρεπε να καταργηθούν οι επιδοτήσεις των αγροτών, καθώς επίσης να πουληθούν όλα τα δημόσια αγροτικά εργοστάσια. Η ανάπτυξη όφειλε, μετά την ύφεση του 2001, να είναι 4,5% το 2002 και 5,5% το 2003».
Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, οι (με απόσταση) δύο μεγαλύτεροι πελάτες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, η οποία είναι ένας από τους σημαντικότερους «διαφθορείς συνειδήσεων» διεθνώς, είναι η Ελλάδα και η Τουρκία – γεγονός που σημαίνει ότι δεν είναι εντελώς απίθανο να «υποδαυλίζει» η Γερμανία τις συνεχείς «αντιπαλότητες» μεταξύ τους, οι οποίες συμβάλλουν αφενός μεν στις εξαγωγές της Γερμανίας, αφετέρου δε στην υπερχρέωση της Ελλάδας και της Τουρκίας (εξοπλιστικά προγράμματα)
Περαιτέρω, έπρεπε να καταργηθούν όλοι οι offshore-λογαριασμοί στις τράπεζες, ενώ οι ιδιοκτήτες των χρεοκοπημένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα ήταν υπεύθυνοι για τα χρέη τους, με την ιδιωτική τους περιουσία (οι πιστωτικές απώλειες των κρατικών τραπεζών υπολογίσθηκαν στα 20 δις $ – αν και τελικά δεν έκλεισε καμία τράπεζα). Το πρόγραμμα λιτότητας απαιτούσε επίσης την απόρριψη τουλάχιστον 5.000 κοινωφελών επενδυτικών σχεδίων της κυβέρνησης. Εκτός αυτού, η πλειονότητα των 230.000 υπαλληλικών κατοικιών έπρεπε να πουληθεί, ενώ ένα μεγάλο μέρος των 2,5 εκ. δημοσίων υπαλλήλων όφειλαν να απολυθούν.
Συνεχίζοντας στη μεγάλη λεηλασία της Τουρκίας, οι ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων ήταν υποχρεωμένοι να νομιμοποιήσουν τα ακίνητα τους, πληρώνοντας ποσά, τα οποία θα απέφεραν συνολικά στα ταμεία του κράτους περί τα 5 δις $. Επίσης, οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν υποχρεωτικό να πουληθούν στις τότε εξευτελιστικές τιμές στο διεθνές κεφάλαιο – οι κρατικές τράπεζες δηλαδή, οι επιχειρήσεις ενέργειας, ύδρευσης και ηλεκτροδότησης, οι αεροπορικές εταιρείες, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Παράλληλα, η κεντρική τράπεζα της χώρας έπρεπε να ανεξαρτητοποιηθεί εντελώς από την Πολιτική.
Μάλλον οφείλουμε να συμπληρώσουμε επίσης εδώ ότι, συνήθως αυξάνεται δυσανάλογα το δημόσιο χρέος με την είσοδο των συνδίκων του διαβόλου σε μία χώρα, επειδή τα αδύναμα κράτη υποχρεώνονται να συμπεριλάβουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες, καθώς επίσης τις ζημίες των επιχειρήσεων του δημοσίου, όπως και αποζημιώσεις του προσωπικού που απολύουν – έτσι ώστε οι κρατικές επιχειρήσεις να πουληθούν στους ιδιώτες όχι μόνο σε εξευτελιστικές τιμές, αλλά και «ελεύθερες βαρών».
Περαιτέρω το ΔΝΤ, μετά την υπογραφή του «μνημονίου υποτέλειας», αποφάσισε τελικά να δανείσει τα 6 δις $ στην Τουρκία, τα οποία είχε υποσχεθεί και δεν εκταμίευε (το σύνηθες τέχνασμα), ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα υπολόγισε τις ανάγκες εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος στα 35 δις $ – καθώς επίσης τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα των επομένων τριών μηνών, τα οποία δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει η Τουρκία, στα 10,1 δις $ (το συνολικό δάνειο του ΔΝΤ προς την Τουρκία, μεταξύ των ετών 2002-2004, ήταν 31 δις $).
Ολοκληρώνοντας, σύμφωνα με τις τότε δημοσκοπήσεις, κανένα από τα τρία κόμματα που συγκυβερνούσαν δεν ξεπερνούσε πλέον το ελάχιστο όριο εισαγωγής τους στη Βουλή (10%) – ενώ ο πρωθυπουργός δεν ήθελε (ίσως δεν του επιτρεπόταν από το ΔΝΤ) να παραιτηθεί, παρά το ότι είχε χαθεί εντελώς η εμπιστοσύνη τόσο των βουλευτών, όσο και των Πολιτών της χώρας απέναντι του.
Όπως αποδείχθηκε δε στη συνέχεια, κανένα από τα παλαιότερα κόμματα δεν «επέζησε» ως είχε – χωρίς αυτό να σημαίνει δυστυχώς ότι, η νέα ηγεσία συμπεριφέρθηκε όπως μάλλον θα περίμεναν οι Πολίτες της χώρας. Αν μη τι άλλο, το κόμμα που διαδέχθηκε τα «συντρίμμια» που άφησε το ΔΝΤ, ήταν αυτό που τελικά «ξεπούλησε» τη δημόσια περιουσία της Τουρκίας, όσο και αν κάτι τέτοιο φαίνεται παράδοξο – κυρίως δε τις κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης τις προσοδοφόρες, αποκλειστικές άδειες εκμετάλλευσης (τυχερών παιχνιδιών, τηλεοπτικών συχνοτήτων κλπ.).
Η εξαθλίωση
Ανακεφαλαιώνοντας, σαν αποτέλεσμα των τρομακτικών πιέσεων που ασκήθηκαν τόσο από τις τράπεζες, όσο και από τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της δύσης, η τουρκική κυβέρνηση αναγκάσθηκε, εκείνο το Σάββατο του Απριλίου του 2001, δύο μόλις μήνες μετά το ξέσπασμα της κρίσης και ενώ ο λαός ήταν ακόμη υπό την επήρεια του σοκ, να καταθέσει ένα αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων («μνημόνιο») – εν μέσω μαζικών διαδηλώσεων και διαμαρτυριών των εργαζομένων. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε μία ευρύτατη αναδιάρθρωση της οικονομίας της χώρας, σε συνδυασμό με δραστικές μειώσεις του βιοτικού επιπέδου των Πολιτών της.

Ο βασικός λόγος, ο οποίος ανάγκασε την κυβέρνηση να λάβει τις συγκεκριμένες, οδυνηρές αποφάσεις ήταν, όπως αναφέραμε, οι «επιθετικές κινήσεις» της ισχυρότατης τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς επίσης του τότε προέδρου της χώρας – σε στενή συνεργασία με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Όλοι μαζί οι παραπάνω είχαν σαν «επίσημο» στόχο, την ολοκληρωτική διάλυση του «εδραιωμένου δικτύου» των πολιτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και των μεγάλων επιχειρηματιών, οι οποίοι κυριαρχούσαν για πολλές δεκαετίες στην τουρκική κοινωνία.
Ο σύνδεσμος όμως των βιομηχάνων και επιχειρηματιών (Tusiad) ήταν επίσης μέλος της ομάδας που επεδίωκε την αλλαγή, με σύνθημα του την «κήρυξη του πολέμου εναντίον της διαφθοράς», καθώς επίσης τον «εκδημοκρατισμό της χώρας» – έτσι ώστε να ενισχυθούν, όπως τόνιζε, οι προσπάθειες του τόσο από το εσωτερικό, όσο και από το εξωτερικό. Επομένως, πως ήταν δυνατόν να απαιτούσε ο ίδιος την τιμωρία του;
Κλείνοντας, σύμφωνα με ανεξάρτητους ξένους παρατηρητές της εποχής εκείνης, το αυστηρότατο πρόγραμμα μέτρων, το οποίο κατατέθηκε από την (σκιώδη) κυβέρνηση, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο εάν εξαθλιωνόταν εντελώς ο ήδη φτωχός πληθυσμός της χώρας – ενώ δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Αντίθετα, ήταν εντελώς ασυμβίβαστο με τους κανόνες της Δημοκρατίας, η οποία βέβαια δεν θα μπορούσε να επιβιώσει σε συνθήκες άκρατου νεοφιλελευθερισμού και βασιλείας των αγορών.
Απλούστερα, οι νέοι καπετάνιοι του τουρκικού υπερωκεανίου θα πετούσαν έναν μεγάλο αριθμό ταξιδιωτών στη θάλασσα, για να μπορέσει το καράβι να συνεχίσει το δρόμο του με τους υπόλοιπους – οι οποίοι, αφενός μεν θα αποδέχονταν δουλικά, αφετέρου δε θα ισχυροποιούσαν και θα έτρεφαν πλουσιοπάροχα τους νέους ιδιοκτήτες.
Επίλογος
Σε σχέση με το παραπάνω συμπέρασμα, υπενθυμίζοντας πως ο σημερινός πρόεδρος είναι αυτός που ξεπούλησε τη χώρα του μετά το 2004, είναι μάλλον χαρακτηριστική η παρακάτω διαπίστωση ενός ξένου δημοσιογράφου, όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Τουρκία:
«Πως είναι δυνατόν να επιζήσει ένας φυσιολογικός άνθρωπος εδώ; Τα χαμηλά εισοδήματα είναι της τάξης των 175-250 €, ενώ τα μεσαία κυμαίνονται μεταξύ 350 € και 450 € μηνιαία. Ανάλογα με το εκάστοτε εισόδημα, το 35% πηγαίνει στο ενοίκιο, οπότε μένουν ελάχιστα χρήματα για τα υπόλοιπα έξοδα.
Το κόστος διαβίωσης δεν είναι χαμηλό στην Τουρκία, όπως υποθέτουν πολλοί στην Ευρώπη – αντίθετα, είναι απερίγραπτα υψηλό. Ένα τηλεφώνημα κοστίζει τριπλάσια, από όσο στην Ευρώπη – δεκαπλάσια, εάν το μετρήσει κανείς με κριτήριο τα πραγματικά του εισοδήματα. Ένα ζευγάρι παπούτσια κοστίζει στην επαρχία περίπου 50 € – θα πρέπει δηλαδή να δουλέψει κανείς τουλάχιστον μία εβδομάδα για να τα αγοράσει. Το κρέας είναι ακριβότερο από τη Γερμανία, ενώ όλα τα υπόλοιπα τρόφιμα επίσης, με εξαίρεση μόνο τα φρούτα και τα λαχανικά.
Για να μπορέσει μία τετραμελής οικογένεια να ζήσει με σχετική αξιοπρέπεια στην Τουρκία, χρειάζεται περίπου 900 € μηνιαία – ενώ συνήθως δεν διαθέτει ούτε τα μισά. Είναι πραγματικά μυστήριο το πως μπορεί και επιβιώνει ένας μέσος εργαζόμενος άνθρωπος εδώ – για τους άνεργους και τους συνταξιούχους, ένας άλυτος γρίφος.
Πεθαίνουν στην κυριολεξία άνθρωποι στους σκουπιδότοπους και κανείς δεν τους δίνει την παραμικρή σημασία. Δεν είμαι πια σίγουρος εάν ο πόλεμος της φτώχειας είναι καλύτερος από το συμβατικό. Τουλάχιστον στον κανονικό πόλεμο, πεθαίνει κανείς με αξιοπρέπεια και με υπερηφάνεια για την πατρίδα του. Είναι πραγματικά οδυνηρή η εικόνα αυτού του κάποτε υπερήφανου, στρατιωτικού λαού, ο οποίος καθημερινά ζητιανεύει στους σκονισμένους, άθλιους δρόμους της λεηλατημένης χώρας του – δούλος μίας παγκόσμιας, αχόρταγης ολιγαρχίας που δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή του να συναντήσει».




 Supporters of Nationalist Movement Party (MHP) chanting and making wolf sign (sign of the Turkish Nationalists), in Istanbul, Turkey. EPA, CEM TURKEL  

  7.
Η Ελλάδα αντιμέτωπη με το κακό και το χείριστο «τουρκικό σενάριο»: Τι να περιμένουμε…

Το δημοψήφισμα στην Τουρκία ολοκληρώθηκε με το δεύτερο χειρότερο σενάριο για τον Ερντογάν. Εάν η ήττα είναι το πρώτο, δεν μπορεί παρά μια αναιμική νίκη να μην εξυπηρετεί και πολύ τα σχέδια του «σουλτάνου» της οπισθοδρομικής, πλέον κι επισήμως, Τουρκίας, αν και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τα σχέδια αυτά θα προχωρήσουν με κάθε κόστος. 

Η πολύ μικρή διαφορά σε συνδυασμό με   τα εξωφρενικά που καταγράφηκαν στο δημοψήφισμα   που αφήνουν ισχυρές ενδείξεις νοθείας, αποτελούν ισχυρότατη ένδειξη ότι η τουρκική κοινωνία είναι καταδικασμένη να επιχειρήσει να προχωρήσει στην επόμενη ημέρα βαθύτατα διχασμένη. 

Αν δει κανείς τον «χάρτη της ψήφου», δηλαδή σε ποιες περιοχές της χώρας επικράτησε το «ναι» και σε ποιες το «όχι», δίδεται η εντύπωση μιας ισχυρής «πολιτικής ανάσχεσης» προς δυσμάς, αφού οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές της χώρας, αυτές των τουρκικών παραλίων, με πιο δυσμενές αποτέλεσμα αυτό της Κωνσταντινούπολης όπου κάποτε ο Ερντογάν μεσουρανούσε, του είπαν ένα ηχηρό όχι. 

Η άλλη περιοχή που επικράτησε το «όχι», ήταν όπως αναμενόταν η νοτιοανατολική – κουρδική Τουρκία. Με την απόφαση του Ερντογάν να παραστήσει τον σκληρό εθνικιστή υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα των «Γκρίζων Λύκων» του MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κυρίως όμως όταν για λόγους εσωτερικής πολιτικής εγκατέλειψε την προσπάθεια ειρήνευσης με πολιτικά μέσα και επέστρεψε στα παλιά, ισοπεδώνοντας κουρδικές περιοχές την ίδια στιγμή που έβριζε τον «σφαγέα Άσαντ», ενώ η ηγεσία του φιλοκουρδικού HDP βρίσκεται στη φυλακή, ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι η ζημιά είχε γίνει. Συνειδητή επιλογή ήταν όμως. 

Δεν έχει νόημα να χύνουμε «κροκοδείλια δάκρυα» για την Τουρκία, ούτε καν να συζητήσουμε στην Ελλάδα το ενδεχόμενο να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους Τούρκους πολίτες των παραλίων, καθώς ας μην ξεχνούμε ότι υποστηρίζουν κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση του κεμαλικού CHP, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο υπερθεμάτισε πρόσφατα, κατηγορώντας τον Ερντογάν για εθνική μειοδοσία επί της ουσίας, επειδή «χάρισε» νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα.

 Τώρα το πώς αυτός ο πληθυσμός θα αντιδράσει εάν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου βρεθεί να κάνει παρέα στον Σελαχατίν Ντεμιρτάς του κουρδικού φιλοκουρδικού κόμματος με κάποιο πρόσχημα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ήδη, σε εκκρεμότητα βρίσκεται μια έρευνα που διατάχθηκε για επίσκεψη του πρώτου στην αεροπορική βάση του Μπαλίκεσιρ, όπου τον υποδέχθηκαν με τιμητικό άγημα, κάτι που υποτίθεται σε προεκλογική περίοδο δικαιούται μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

 Η λογική λέει ότι το θέμα αυτό θα άνοιγε εάν ο Ερντογάν είχε χάσει το δημοψήφισμα. Επειδή όμως μιλάμε για την Τουρκία, ένα κράτος που ολισθαίνει με τα φρένα σπασμένα στον αυταρχισμό, τον ολοκληρωτισμό και τη δήθεν Δημοκρατία, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε τίποτα.

 Ένα από τα χαρακτηριστικά των μεσανατολικών καθεστώτων τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες, ήταν μια σχετική σταθερότητα στη χώρα που εξασφάλιζε ένας συνδυασμός εσωτερικής καταπίεσης και του κλασικού εξωτερικού εχθρού. Αυτή η σταθερότητα κάτω από το ισχυρό χέρι του εκάστοτε δικτάτορα που «εκλεγόταν» με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 90% συνήθως, επέτρεπε σε όσους προσκυνούσαν το καθεστώς να αναπτύσσουν επικερδή ενίοτε οικονομική δραστηριότητα ανενόχλητοι. 

Κάτι θυμίζει η σημερινή Τουρκία με τις συνεχείς βίαιες κρατικοποιήσεις εταιρικών κολοσσών αλλά και μικροτέρου μεγέθους επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες στη φυλακή, με την κατηγορία των σχέσεων με τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Στην ουσία, η Τουρκία έχει ήδη μετατραπεί σε μια χώρα με πολλά στοιχεία π.χ. του Ιράκ επί εποχής Σαντάμ Χουσεΐν, με τον Ερντογάν να θέλει να μετατραπεί σε Χαφέζ Αλ Άσαντ (σ.σ. πατέρας του Μπασάρ Αλ Άσαντ και ιστορικός ηγέτης της Συρίας) και να στήσει παρόμοιο καθεστώς σαν και αυτό που κατηγορεί κάθε μέρα.

 Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδας; Τίποτε και τα πάντα. Τίποτε υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται να αλλάξει η πάγια πολιτική προκλήσεων και αναθεωρητισμού σε όλα τα μέτωπα που αφορούν στον Ελληνισμό, καθώς ποτέ δεν άλλαξε, παρά τις περιστασιακές τακτικής φύσεως «επιθέσεις φιλίας».

 Τώρα μάλιστα που μας είπε «γκιαούρηδες» και παριστάνοντας τον ήρωα ανέφερε πως θα προτιμούσε να πεθάνει κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου από το να ζήσει σε ελληνικές περιοχές (πάλι καλά που δε χρησιμοποίησε και τον επιθετικό προσδιορισμό «κατεχόμενες»), σε συνδυασμό με το αδύναμο αποτέλεσμα, το μοναδικό που τον ενώνει με τις δυτικές παραλιακές περιοχές που τον αποκήρυξαν, είναι ο εθνικιστικός παροξυσμός και το μίσος – όπως φαίνεται – για την Ελλάδα. Άρα, τα πράγματα χειρότερα θα μπορούσαν να εξελιχθούν, καλύτερα όχι. 

Ο τουρκικός λαός φαίνεται πως έχει κάνει τις επιλογές του και είτε το περίπου 50% το οποίο στήριξε τον Ερντογάν, είτε το άλλο μισό που τον εχθρεύεται αλλά αντιμετωπίζει ακόμα πιο επιθετικά την Ελλάδα και την Κύπρο, θα έχει πολλές ευκαιρίες προσεχώς για να ασκήσει πίεση στους ισλαμιστές υπερθεματίζοντας στα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου.

 Θεωρητικά, η κατάσταση αυτή ευνοεί τις συμμαχίες για την ελληνική πλευρά. Το μεγάλο ζητούμενο όμως παραμένει ο τρόπος υποδοχής των εξελίξεων από την πλευρά των δυτικών συμμάχων της Ελλάδας, είτε η συζήτηση αφορά στο ΝΑΤΟ είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Σε ανάρτηση τις προηγούμενες μέρες κάναμε λόγο για ενδείξεις ότι το κατεστημένο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ουάσιγκτον προβληματίζεται για τον θα πρέπει να επιστρέψει στην «παλιά καλή συνταγή», αυτή που βάσιζε ολόκληρη τη στρατηγική των ΗΠΑ στο «ιδεολόγημα» της «αναντικατάστατης Τουρκίας». 

Κι αυτό ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μια περίοδος όπου τα 1.700 χιλιόμετρα κοινά σύνορα της Τουρκίας (άρα και ΝΑΤΟ) με την «αυτοκρατορία του κακού», ήταν υπεραρκετό επιχείρημα για να δικαιολογήσει «μεροληπτικές συμπεριφορές» απέναντι στη Τουρκία. 

Θα επικρατήσουν και σήμερα τέτοιες απόψεις με το σαθρό επιχείρημα της οριστικής απομάκρυνσης της Άγκυρας από την αγκαλιά της Μόσχας, ή θα αντιληφθεί επιτέλους η Ουάσιγκτον ότι οι εποχές του «πιστού Τούρκου συμμάχου» παρήλθε ανεπιστρεπτί, ενώ στην προσπάθεια να τηρηθούν ευαίσθητες ισορροπίες με τη Μόσχα, ίσως υπάρξουν επικίνδυνες διαρροές (…) καθόσον η Τουρκία θα συνεχίσει να παριστάνει το μέλος του ΝΑΤΟ; 

Εάν μάλιστα, όπως πολλοί αναλυτές αναμένουν, ανοίξει προσεχώς και θέμα πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας με στρατιωτικές διαστάσεις, καλό θα ήταν στην Ουάσιγκτον να ασχοληθούν οι αρμόδιοι, ως υπόθεση εργασίας τουλάχιστον, με τις διαφορές του Ερντογάν με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, κι εάν υπάρχει περιθώριο να κάνουν στη Δύση τα «στραβά μάτια»… 

Όπως άλλωστε χλιαρές και καταφανώς ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές είναι οι διαμαρτυρίες για τους φυλακισμένους δημοσιογράφους και καθέναν που αντιδρά στον ισλαμιστικό πολιτικό τυφώνα. 

Τώρα ο Ερντογάν, σε μια προσπάθεια να θεσμοποιήσει κρατική τρομοκρατία, δείχνει αποφασισμένος να επαναφέρει και τη θανατική ποινή, ένα τρομακτικό όπλο όταν η Δικαιοσύνη είναι… σε εισαγωγικά, απολύτως ελεγχόμενη. 

Πολλά θα κριθούν τους επόμενους μήνες για όλους. Οι «νέες σταθερές» του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας είναι υπό διαμόρφωση και το δημοψήφισμα στην Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.  

 Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ 

ΑPRIL 17, 2017 
http://mignatiou.com/2017/04  


8.
Το δημοψήφισμα στην Τουρκία σε αριθμούς.

Στο 85,46 έφτασε η συμμετοχή στο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές στην Τουρκία, ποσοστό 1,94% χαμηλότερο από τη συμμετοχή στις τελευταίες εκλογές, που ήταν οι Βουλευτικές της 1ης Νοεμβρίου 2015.

Η συμμετοχή στις κάλπες εξωτερικού ανήλθε μόλις στο 46,95%. Όπως μεταδίδεται από τουρκικά ΜΜΕ και αναμεταδίδεται και από τ/κ ΜΜΕ, στις Βουλευτικές του Νοεμβρίου 2015 από τους 54.049.940 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους στην Τουρκία είχαν προσέλθει στις κάλπες 47.239.370.

Τότε, έγκυρες θεωρήθηκαν 46.555.267 ψήφοι και άκυρες 684.103 με το ποσοστό συμμετοχής να αγγίζει το 87,4%. Η συμμετοχή των ψηφοφόρων του εξωτερικού είχε φτάσει το 2015 στο 40%.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος χθες, που δεν έχουν ακόμα επισήμως ανακοινωθεί, από τους 58.366.647 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους στις κάλπες προσήλθαν 49.621.753. Έγκυρες θεωρήθηκαν οι 48.759.595 ψήφοι και άκυρες 862.158 ψήφοι.

Με βάση τα αποτελέσματα ανά νομό στην Τουρκία, οι 10 πρώτοι νομοί με το μεγαλύτερο ποσοστό του “ναι” είναι: Μπαϊμπούρτ (Bayburt) όπου το “ναι” έσπασε ρεκόρ με 81,70%, Ρίζε, 75,55%, Άκσαραϊ 75,49%, Γκιουμούσχανε 75,16%, Ερζουρούμ 74,48%, Γιοζγκάτ 74,27%, Καχραμάνμαρας 73,96%, Τσιάνκιρι 73,46%, Κόνια 72,88% και Μπινγκιόλ 72,57%.

Οι 10 νομοί με το μεγαλύτερο ποσοστό του “όχι” είναι οι περιοχές των Κούρδων: Τούντζελι 80,41%, Σιρνάκ 71,70%, Ντιγιάρμπακιρ 67,59%, Χάκαρι 67,58%, Ιγντιρ 65,20%, οι νομοί της τουρκικής Θράκης: Κιρκλαρελί 71,33%, Εντίρνε (Ανδριανούπολη) 70,49% και οι νομοί των παραθαλάσσιων περιοχών στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Τουρκία: Μούγλα 69,30%, Ίζμιρ (Σμύρνη) 68,80% και Αϊντίν 64,30%.

Στο μεταξύ, κάλπες στήθηκαν και σε 57 χώρες του εξωτερικού για το δημοψήφισμα. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Γενί Σιαφάκ, φιλοκυβερνητικής εφημερίδας στην Τουρκία, από τις ΗΠΑ μέχρι και την Νέα Ζηλανδία στήθηκαν κάλπες για τους Τούρκους υπηκόους που όμως προσήλθαν λιγότεροι από τους μισούς.

Το “ναι” επικράτησε με το υψηλό ποσοστό του 93,9% στον Λίβανο, στην Ιορδανία ήταν 75,9%, το 73,2% έφτασε το “ναι” στην Αυστρία, στο 70,9% στην Ολλανδία (σσ και στις δυο χώρες υπήρξε έντονο αντι-τουρκικό κλίμα) και το 63,1% στη Γερμανία όπου ζουν οι περισσότεροι Τούρκοι υπήκοοι στο εξωτερικό. Ψηλά ποσοστά συγκέντρωσε το “ναι” στις μακρινές Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία με 58,2% και 82,3% αντίστοιχα. Το “ναι” επικράτησε επίσης στη Σαουδική Αραβία και την Ταϊλάνδη, χώρες με βαθιά ισλαμική προσέγγιση.

Το “όχι” επικράτησε με 87,5% στην Τσεχία, με 86,7% στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με 86,7% στην Ισπανία, με 86,4% στο Μπαχρέιν, με 79,7% στη Ηνωμένο Βασίλειο. Να σημειωθεί ότι σε 15 από τις 24 χώρες της Ευρώπης όπου στήθηκαν κάλπες, επικράτησε το “όχι”. Το “όχι” επικράτησε με υψηλά ποσοστά και στις ΗΠΑ και Ρωσία όπου ζουν Τούρκοι, όχι όμως πολλοί σε αριθμό, 83,8% και 74% αντίστοιχα.

(Πηγή: Καθημερινή Κύπρου, ΑΠΕ-ΜΠΕ) 

17/4/2017
http://www.kathimerini.gr/905569/article/epikairothta/kosmos/to-dhmoyhfisma-sthn-toyrkia-se-ari8moys?platform=hootsuite