Η επανάσταση του 1821 μέσα από τα μάτια των Μαρξ-Ένγκελς.


Πώς αντιμετώπιζαν οι Μαρξ και Ένγκελς το Ανατολικό Ζήτημα πριν την ελληνική επανάσταση και ποιος, κατά τους ίδιους, υποκίνησε τους Έλληνες να εξεγερθούν; Μια σειρά από δημοσιογραφικά άρθρα και ένα μέρος από την αλληλογραφία των δύο πολιτικών φιλοσόφων, είναι αρκετά ώστε να προσεγγίσουμε τις θέσεις τους, αλλά και για να αποκαλυφθεί ότι το πιο πάνω ζήτημα βασάνιζε αρκετά τον Μαρξ, ώστε να ζητάει τη βοήθεια του Έγκελς.

«Μέχρι την Ελληνική εξέγερση, η Τουρκία ήταν από όλες τις απόψεις terra incognita και οι συνήθεις ιδέες του κόσμου γι’ αυτή στηρίζονταν περισσότερο στα παραμύθια από τις “Χίλιες και μία νύχτες” παρά στα οποιαδήποτε ιστορικά γεγονότα…» έγραφε τον Απρίλιο του 1853 στη New York Daily Tribune ο Φρίντριχ Έγκελς με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, αναφερόμενος και πάλι στην ελληνική επανάσταση του 1821, στην εφημερίδα The Northern Star, έγραφε για την Ιερή Συμμαχία ότι υποστήριζε «ακόμα και το δικαίωμα του μεγάλου Τούρκου να κρεμάει και να κομματιάζει τους Έλληνες υπηκόους, αλλά η περίπτωση αυτή ήταν πολύ χτυπητή και οι Έλληνες πήραν την άδεια να ξεγλιστρήσουν από τον τουρκικό ζυγό».

40 χρόνια άρθρα για την Ελλάδα

Τα άγνωστα σε πολλούς κείμενα του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, γράφτηκαν σε ένα διάστημα περίπου 40 ετών. Πρόκειται κυρίως για δημοσιογραφικά άρθρα του Μαρξ, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε διάφορες εφημερίδες της Δύσης. Επίσης πρόκειται και για κείμενα αλληλογραφίας με τον Ένγκελς).
Ο Μαρξ δημοσιογραφούσε για βιοποριστικούς λόγους. Η Ελλάδα και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν τον ενδιέφεραν ποτέ ως κεντρικό ζήτημα. Όπως είχε επισημάνει και ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης, ο οποίος συγκέντρωσε τα κείμενα αυτά πριν πολλά χρόνια, έβλεπε το Ανατολικό Ζήτημα και το συναφές ζήτημα των βαλκανικών εθνοτήτων στο πλαίσιο της κρίσιμης γι’ αυτόν προοπτικής της ευρωπαϊκής επανάστασης.
Πολλές φορές τα κείμενα αυτά, όπως διαπιστώνεται και από τις σημειώσεις του Κονδύλη, που ερεύνησε και μελέτησε τα άρθρα αυτά και την αντίστοιχη αλληλογραφία των δύο ανδρών, δεν γράφονται με δική τους πρωτοβουλία. Είναι παραγγελίες των εκδοτών τους.
Σε ορισμένα γράμματα από την αλληλογραφία του με τον Ένγκελς, ο Μαρξ δείχνει περίπου σνομπ με το Ανατολικό Ζήτημα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Πρέπει τώρα να γράψω ένα μεγάλο άρθρο υψηλής πολιτικής για το ειδεχθές Ανατολικό Ζήτημα, με το οποίο προσπαθεί να με συναγωνιστεί στην Tribune ένας άθλιος Γιάνκης που μένει εδώ. Όμως αυτό το ζήτημα είναι προπαντός στρατιωτικό και γεωγραφικό, άρα δεν ανήκει στο δικό μου πεδίο. Πρέπει, λοιπόν, να θυσιαστείς εσύ ακόμα μια φορά. Για το τι θα απογίνει η Τουρκική Αυτοκρατορία δεν έχω την παραμικρή ιδέα…».
Επεσήμαινε, όμως, στον Ένγκελς ότι «είναι αναπόδραστη η αποσύνθεση της μουσουλμανικής Αυτοκρατορίας» και ότι «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα πέσει στα χέρια του ευρωπαϊκού πολιτισμού» (10/3/1853).
Κάθε φορά που ο Μαρξ απευθυνόταν στον Ένγκελς για βοήθεια, εκείνος του την πρόσφερε. Έτσι και στο «ειδεχθές Ανατολικό Ζήτημα», όποτε του το ζητούσε, έγραφε εκείνος για λογαριασμό του. Άλλωστε, το κατείχε καλύτερα.

Έβλεπαν ρωσικό δάκτυλο

Έγραφε, λοιπόν, τότε ο Ένγκελς για τους Δυτικούς διπλωμάτες στην Τουρκία της προεπαναστατικής περιόδου:
«Οι διπλωμάτες που έζησαν εκεί καυχιούνταν ότι κατέχουν γνώσεις ακριβέστερες, όμως κι αυτό τελικά δεν σήμαινε τίποτε, αφού κανείς τους δεν μπήκε στον κόπο να μάθει τουρκικά, νοτιοσλαβικά ή νεοελληνικά κι έτσι όλοι τους εξαρτιούνταν από τις μεροληπτικές πληροφορίες Ελλήνων και Φράγκων διερμηνέων κι εμπόρων… Οι κύριοι αυτοί δεν είχαν να κάνουν με τον λαό, τους θεσμούς και την κοινωνική κατάσταση της χώρας, παρά αποκλειστικά με την Αυλή, και ιδιαίτερα με τους Έλληνες Φαναριώτες, τους πανούργους μεσολαβητές ανάμεσα σε δυο κόμματα, που και τα δύο αγνοούσαν εξίσου την πραγματική κατάσταση, την ισχύ και τις υλικές δυνατότητες του άλλου».
Εδώ φαίνεται η κακή γνώμη του Ένγκελς για τους Φαναριώτες, την οποία δεν έκρυψε ποτέ. Αντιθέτως την υποστήριξε με πάθος σε πολλά κείμενά του. Ο Ένγκελς, μάλιστα, συνήθιζε να αποκαλεί τους Φαναριώτες «πανούργους και μηχανορράφους» καθώς και «διεφθαρμένο σινάφι μισθοφόρων».
Για τη Φιλική Εταιρεία ο Ένγκελς και ο Μαρξ πίστευαν ότι αυτή βρισκόταν εξαρχής υπό ρωσική καθοδήγηση και ότι οι Φιλικοί ήταν «συνειδητοί ή ασυνείδητοι πράκτορες της Ρωσίας».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς είχαν κατηγορηθεί από κάποιους σαν «τουρκόφιλοι» επειδή «επιθυμούσαν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως φραγμό στη ρωσική επέκταση». Άλλοι, ωστόσο, υποστήριξαν το αντίθετο: ότι δηλαδή «δεν υπήρξαν ποτέ τουρκόφιλοι και θεωρούσαν τη διάλυση της Τουρκίας επικειμένη και αναπόφευκτη».
Σύμφωνα με τον Κονδύλη για τους Μαρξ και Ένγκελς «ο εχθρός, ο μέγιστος κίνδυνος ήταν η κοινωνικά υπανάπτυκτη Ρωσία», για την οποία οι δύο άντρες έγραφαν ότι «κάθε της ενίσχυση ή επέκταση δεν μπορεί παρά να σημαίνει ανάσχεση της ευρωπαϊκής επανάστασης».

Προτιμούσαν Τουρκία από Ρωσία

Αν τώρα προτιμούν ανεπιφύλακτα την ημιβάρβαρη και ασιατική Τουρκία από την εξίσου ημιβάρβαρη και ασιατική Ρωσία, ο λόγος είναι ότι η πρώτη δεν κάνει επεκτατική πολιτική και δεν επηρεάζει τις κρίσιμες ευρωπαϊκές εξελίξεις. Αντίθετα, μία προώθηση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον συσχετισμό επαναστατικών και αντεπαναστατικών δυνάμεων σε ολόκληρη της Ευρώπη.
Οι επαναστατικές δυνάμεις της Ευρώπης ήταν που ενδιέφεραν τον Μαρξ, και τη Ρωσία την έβλεπε τότε ως μία μεγάλη αντιδραστική και αντεπαναστατική δύναμη που δεν έπρεπε να ενισχυθεί με κανέναν τρόπο. Ήταν, λοιπόν, καχύποπτος με την ελληνική επανάσταση του 1821, επειδή τη θεωρούσε υποκινούμενη από τη Ρωσία για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα.
Αυτό δεν τον εμπόδιζε, βεβαίως, να καταδικάζει τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στους Έλληνες. «Να υποκινούν λαούς τον έναν εναντίον του άλλου κι έτσι να εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της απόλυτης κυριαρχίας τους. Αυτή ήταν η τέχνη και η δουλειά των εξουσιαστών και των διπλωματών τους», έγραφε ο Μαρξ αναφερόμενος στο πώς συμπεριφέρονταν στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις.

Οι τρεις Τουρκίες του Έγκελς

Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι η ανάλυση του Ένγκελς για την Τουρκία στη New York Daily Tribune στις 7 Απριλίου 1853:
«Η Τουρκία συνίσταται από τρία ξέχωρα μέρη: τις υποτελείς ηγεμονίες της Αφρικής, την ασιατική Τουρκία και την ευρωπαϊκή Τουρκία. Η ασιατική Τουρκία είναι η πραγματική έδρα της όποιας ισχύος έχει η αυτοκρατορία… Το πραγματικό επίμαχο σημείο είναι η ευρωπαϊκή Τουρκία… Το θαυμάσιο τούτο έδαφος έχει την ατυχία να κατοικείται από ένα συνονθύλευμα διαφόρων φυλών κι εθνικοτήτων -Σλάβοι, Έλληνες, Βλάχοι, Αρναούτηδες (Αλβανοί).
»Δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι είναι υποταγμένοι σε ένα εκατομμύριο Τούρκους, και ίσα με μια πρόσφατη ακόμα περίοδο φαινόταν ενδεχόμενο ότι από όλες τούτες τις φυλές οι Τούρκοι ήσαν οι ικανότεροι για να ασκήσουν την κυριαρχία… Όταν όμως βλέπουμε πόσο αξιοθρήνητα απέτυχαν όλες οι εκπολιτιστικές προσπάθειες των τουρκικών αρχών και πώς ο ισλαμικός φανατισμός, στηριζόμενος κυρίως στον τουρκικό όχλο λίγων μεγαλουπόλεων, χρησιμοποίησε πάντοτε τη βοήθεια της Αυστρίας και της Ρωσίας για να αποκτήσει και πάλι ισχύ και να ανατρέψει όποια πρόοδο είχε συντελεστεί, όταν βλέπουμε την κεντρική τουρκική εξουσία να εξασθενίζει χρόνο με το χρόνο εξαιτίας εξεγέρσεων στις χριστιανικές περιοχές… όταν βλέπουμε την Ελλάδα να αποκτά την ανεξαρτησία της και τη Ρωσία να κατακτά τμήματα της Αρμενίας (ενώ Μολδαβία, Σερβία, Βλαχία διαδοχικά γίνονται προτεκτοράτα της), τότε θα υποχρεωθούμε να παραδεχθούμε ότι η παρουσία των Τούρκων στην Ευρώπη αποτελεί πραγματικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Θρακοιλλυρικής χερσονήσου».
Στη συνέχεια του άρθρου αυτού, ο Ένγκελς αναφέρεται και στους λαούς της γειτονιάς μας. «Στη Βοσνία και στην Ερζεγοβίνη οι ευγενείς που είναι σλαβικής καταγωγής, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, ενώ η μάζα του λαού παραμένουν ραγιάδες, δηλαδή χριστιανοί… Η κύρια δύναμη του τουρκικού πληθυσμού στην Ευρώπη έγκειται στον όχλο της Κωνσταντινούπολης και λίγων άλλων μεγάλων πόλεων. Ο όχλος αυτός είναι κατά βάση τουρκικός και κερδίζει το ψωμί του δουλεύοντας για Χριστιανούς κεφαλαιοκράτες, ωστόσο προασπίζει με ζήλο την φανταστική επιρροή του Ισλάμ».
Η γνώμη του για τους Αλβανούς γείτονες της μετεπαναστατικής Ελλάδας σήμερα θα κινδύνευε να θεωρηθεί ρατσιστική:
«Όσο για τις άλλες εθνότητες, πολύ λίγα λόγια χρειάζεται να πούμε για τους Αρναούτηδες. Ένα σκληροτράχηλο και αρχέγονο ορεσίβιο λαό… Εν μέρει είναι χριστιανοί, εν μέρει μουσουλμάνοι και σύμφωνα με όσα ξέρουμε για αυτούς, ίσαμε τώρα, απροετοίμαστοι για τον πολιτισμό. Οι ληστρικές τους συνήθειες θα αναγκάσουν την οποιαδήποτε γειτονική κυβέρνηση να τους κρατήσει κάτω από σφιχτό στρατιωτικό ζυγό, ώσπου η βιομηχανική πρόοδος στις γύρω περιοχές να τους δώσει απασχόληση με την ιδιότητα του ξυλοκόπου ή προμηθευτή νερού».
Αλλά και για τους Έλληνες, σε μία παράγραφο του ίδιου άρθρου, δείχνει να αμφισβητεί την «ελληνικότητά» τους: «Οι Έλληνες της Τουρκίας είναι ως επί το πλείστον σλαβικής καταγωγής, όμως υιοθέτησαν την σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Με εξαίρεση λίγες οικογένειες της Κωνσταντινούπολης και της Τραπεζούντας, είναι τώρα γενικά αποδεκτό ότι πολύ λίγο καθαρό ελληνικό αίμα υπάρχει ακόμα και στην Ελλάδα».
Ο μαρξιστής φιλόσοφος Κονδύλης έχει εξηγήσει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς «ακολουθώντας τον Fallmerayer, του οποίου το έργο υπολήπτονται, πιστεύουν ότι ο σύγχρονός τους ελληνικός πληθυσμός είναι σλαβικής καταγωγής».

Από τότε στο χρηματιστήριο

Οι Μαρξ και Ένγκελς, όμως, δεν χαρίζονταν σε κανέναν. Μέσα από τα άρθρα τους είχαν ασκήσει έντονη κριτική στον δυτικό Τύπο, στο ρόλο που έπαιξε και στα συμφέροντα που εξυπηρέτησε -ανάμεσα στα άλλα- και για το Ανατολικό Ζήτημα. Είναι ενδιαφέρουσα η κριτική που ασκεί ο Μαρξ στον Τύπο του Λονδίνο και ειδικά στους Times, μέσα από άρθρο του στη New York Daily Tribune της 11ης Απριλίου 1853:
«Στην αρχαία Ελλάδα έλεγαν για όποιον ρήτορα πληρωνόταν για να σωπάσει, ότι έχει ένα βόδι πάνω στην γλώσσα του: το βόδι, ας το διευκρινίσουμε, ήταν ένα ασημένιο νόμισμα φερμένο από την Αίγυπτο. Μπορούμε να πούμε αναφορικά με τους Times ότι σε ολόκληρη την περίοδο της αναζωπύρωσης του Ανατολικού Ζητήματος είχαν ένα βόδι πάνω στη γλώσσα τους».
Δεν έχει άμεση σχέση με την επανάσταση του 1821 αλλά δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει την αναφορά του Ένγκελς το 1853 που δείχνει ότι η έφεση των Ελλήνων για το χρηματιστήριο κρατάει από πολύ παλιά:
«Υπάρχει όμως κι άλλος ένας σπουδαίος κλάδος του εμπορίου που κι αυτός διεξάγεται από τη Μαύρη Θάλασσα… Το πόση σπουδαιότητα αποκτά αυτό το εμπόριο, και το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας γενικά, το βλέπει κανείς στο χρηματιστήριο του Μάντσεστερ, όπου οι μελαχρινοί Έλληνες αγοραστές αυξάνουν σε αριθμό και σε σημασία κι όπου τα ελληνικά και οι νοτιοσλαβικές διάλεκτοι ακούγονται παράλληλα με τα γερμανικά και τα αγγλικά».
Για την ελληνική επανάσταση ο Μαρξ και ο Ενγκελς αναφέρουν ρητά ότι υποκινήθηκε από Ρώσους πράκτορες που υποστήριξαν τους Έλληνες, «προκειμένου η Ρωσία να διαβρώσει την Ευρωπαϊκή Τουρκία». Ακόμα και όσα ακούγονται την περίοδο εκείνη περί «τουρκικής βαρβαρότητας» και «ελληνικού πολιτισμού» πιστεύουν ότι «είναι συνθήματα που διαδίδει η Ρωσία».
Γράφει στη New York Daily Tribune της 19ης Απριλίου 1853 ο Ένγκελς: «Η σερβική εξέγερση του 1804 και ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821 υποκινήθηκαν λίγο-πολύ άμεσα από ρωσικό χρυσάφι και ρωσική επιρροή».
«Ποιος έκρινε τον αγώνα όταν εξεγέρθηκαν οι Έλληνες; Όχι βέβαια οι συνομωσίες και οι ξεσηκωμοί του Αλή πασά στα Γιάννενα, όχι βέβαια η ναυμαχία του Ναβαρίνου, όχι βέβαια η παρουσία του γαλλικού στρατού στο Μοριά, ούτε οι συνδιασκέψεις και τα πρωτόκολλα του Λονδίνου, παρά ο Ντίμπιτς που προέλασε με τον ρωσικό στρατό μέχρι την κοιλάδα της Μαρίτσας, περνώντας τον Αίμο».

Στενά δυτική ματιά

Την ελπίδα πολλών Ελλήνων, στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου κράτους, να αναστήσουν το Βυζάντιο, ο Ένγκελς την αποκαλούσε «ονειροφαντασία».
«Οι Έλληνες του λεγόμενου Ελληνικού Βασιλείου, καθώς και όσοι ζούνε στα νησιά υπό βρετανική κυριαρχία, θεωρούν ως εθνική αποστολή να εκδιώξουν τους Τούρκους απ’ όλα τα μέρη όπου μιλιέται η ελληνική γλώσσα… Φτάνουν μάλιστα να ονειρεύονται και την παλινόρθωση του Βυζαντίου, μολονότι γενικά είναι λαός αρκετά ξύπνιος για να μην πιστεύει σε τέτοια ονειροφαντασία».
Ο Μαρξ, με την κατεξοχήν δυτική ιδιοσυγκρασία του, μας θυμίζει πολύ τους ξένους διπλωμάτες της Εσπερίας, κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθούν με κάποιο ελληνικό ζήτημα. Έτσι και εκείνος, μέσα από τα γραπτά του, μοιάζει να πελαγώνει κάθε φορά που πρέπει να ασχοληθεί με τους Έλληνες και καταφεύγει στον μεθοδικότερο και ψυχραιμότερο Ενγκελς. Στις 3/5/1854 ο Μαρξ, με επιστολή του στον Έγκελς, του ζητούσε υλικό για να γράψει στην Tribune.
«Θα με βόλευε πολύ αν έπαιρνα από σένα κάμποσον ανεφοδιασμό για την Tribune, γιατί ασχολούμαι πολύ με αυτό το βάσανο, την ιστορία του νεοελληνικού κράτους και μαζί τον βασιλιά Όθωνα. Όμως, θα μπορέσω να παρουσιάσω το αποτέλεσμα μόλις σε δύο εβδομάδες, ίσως σε μια σειρά άρθρων. Ο Μεταξάς που ήταν Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη και συνωμοτούσε εκεί, ήταν κύριο όργανο του περιβόητου Καποδίστρια».
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
12/5/2017