Η ιστορία πίσω από εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Γιατί απέτυχε η ελληνική βιομηχανία;
Οι βιομηχανικές ζώνες της Ελλάδας μοιάζουν με πόλεις-«φαντάσματα». Εγκαταλειμμένα εργοστάσια που έχουν μαραζώσει, ακολουθούν την πορεία αποσύνθεσης της ελληνικής οικονομίας. Τα άλλοτε καμάρια της εγχώριας βιομηχανίας, κατοικούνται πλέον από αρουραίους και κατσαρίδες. Μοναδικοί τους «ανθρώπινοι» επισκέπτες, κάποιοι άστεγοι που αναζητούν καταφύγιο την νύχτα ή οι αυτοαποκαλούμενοι «κυνηγοί φαντασμάτων» που εξερευνούν εγκαταλειμμένα κτίρια, σε μια προσπάθεια να «πιάσουν» με τα περίπλοκα γκάτζετ τους μια ένδειξη ύπαρξης του υπερφυσικού. Κάποια άλλα έχουν μετατραπεί σε δομές φιλοξενίας προσφύγων.
Πράγματι, αυτά τα κτίρια έχουν μια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Το 2015, ο βραβευμένος φωτογράφος Γιάννης Μπεχράκης ξεκίνησε ένα οδοιπορικό 2.500 χιλιομέτρων από την Αθήνα στην Βόρεια Ελλάδα και στην συνέχεια στην Πελοπόννησο, απαθανατίζοντας τα απομεινάρια της άλλοτε ακμάζουσας ελληνικής βιομηχανίας που την τελευταία εξαετία έχει υποστεί μεγάλα πλήγματα. Σύμφωνα με στοιχεία της ICAP Data Bank, το συνολικό ενεργητικό των βιομηχανικών εταιρειών μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,2% την περίοδο 2008-2014, αν και, την ίδια στιγμή, η ΙΟΒΕ προβλέπει για φέτος μια αύξηση των επενδύσεων στην ελληνική βιομηχανία κατά 35,5%. Όπως είχε δηλώσει πέρυσι τον Μάιο ο διευθύνων σύμβουλος της ICAP, Νικήτας Κωνσταντέλλος, οι ελληνικές επιχειρήσεις λειτουργούν σε ένα ιδιαίτερα δυσμενές περιβάλλον. Εξαίρεση αποτελεί η εξορυκτική βιομηχανία που το 2016 κράτησε τα μερίδιά της στη διεθνή αγορά και πραγματοποίησε για μία ακόμη φορά εξαγωγές που εκτιμάται ότι υπερέβησαν το 1 δισ. ευρώ, παρά την κρίση.
Μπορεί το «τελειωτικό χτύπημα» στην ελληνική βιομηχανία να το έδωσε η οικονομική κρίση του 2008, λόγω του κλίματος αβεβαιότητας, όμως ο «χορός των λουκέτων» άνοιξε την δεκαετία του 1980, ενώ είχε προηγηθεί μια περίοδος ανάπτυξης στον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Οι αιτίες δεν ήταν υπερφυσικές· τα ελληνικά εργοστάσια δεν είναι «καταραμένα», όπως πιστεύουν πολλοί, και η ιστορία τους είχε πορεία που κινήθηκε παράλληλα με την πολιτική ιστορία της χώρας, αλλά και της Ευρώπης. Την δεκαετία του '80 εκτιμάται ότι αποχώρησαν περίπου 3.500 βιοτεχνίες, ενώ μεγάλος είναι και ο αριθμός των βιομηχανιών που έκλεισαν. Σε αρκετές περιπτώσεις το «λουκέτο» μπορεί να μπήκε λίγα χρόνια αργότερα, την δεκαετία του 1990, με τα προβλήματα όμως να έχουν αρχίσει πολύ νωρίτερα.
Την αρχή έκανε η ΤΕΟΚΑΡ, η οποία ιδρύθηκε την δεκαετία του 1970 στον Βόλο και κατασκεύαζε αυτοκίνητα Nissan. Το 1980, το πρώτο αυτοκίνητο είχε βγει απ’ την γραμμή παραγωγής και ακολούθησαν 170.000 ακόμα Ι.Χ και επαγγελματικά οχήματα. Tο εργοστάσιο αυτοκινήτων έκλεισε τον Mάιο του 1995, ενώ δίπλα του είχε φτιαχτεί μια ακόμη μονάδα, που κατασκεύαζε καθίσματα και μεταλλικά μέρη αυτοκινήτων. Το αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθούν στην ανεργία 420 εργαζόμενοι, με τον ιαπωνικό όμιλο να μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Αγγλία. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα μαζικό κλείσιμο μονάδων σε όλη την χώρα, μεταξύ των οποίων η ΒΙΟΑΛ, η ΣΕΞ ΑΠΗΛ, η ΡΟΚΑ, ο Σκαλιστήρης και η IDEALSTANDARD. Ακόμα, περισσότερες από 3.500 βιομηχανίες αποχώρησαν από την χώρα και δραστηριοποιήθηκαν στη Βουλγαρία ή σε άλλες χώρες των Βαλκανίων. Με το κλείσιμο της Πειραϊκής-Πατραϊκής, της Κλωνατέξ και του Tricolan, γράφτηκε ο επίλογος της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας.
Την μεταπολεμική περίοδο η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, είχαν μπει σε μια περίοδο ταχύτατης ανάπτυξης. Στο βιβλίο «Κάποτε, η Ελληνική Βιομηχανία», το οποίο περιέχει κείμενα της δημοσιογράφου Κατερίνας Δασκαλάκη από το περιοδικό «Βιομηχανική Επιθεώρησις», η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται ως μια «ροκ εποχή» για την οικονομία:
«Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η Ευρώπη ολόκληρη, και η Ελλάδα μαζί της, ζούσε μιαν άνθιση. Πάνω στα ερείπια του πολέμου ορθώνονταν καινούργια οικοδομήματα, η ανάπτυξη προχωρούσε με γοργά βήματα και στον τόπο μας τα βήματα αυτά ήσαν, ή τουλάχιστον έδειχναν εντυπωσιακά .(...) Η Ελλάδα διέθετε ελαφριά και βαριά βιομηχανία σε έντονη ανάπτυξη, εξαγωγική σε πολύ μεγάλο βαθμό, και οι πρωτοπόροι ήσαν ακόμη παρόντες, ορισμένοι εν δράσει. Είναι κάποια ονόματα που έρχονται αμέσως στο νου χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξει κανείς σε αρχεία και σε “πηγές”: Οι αδελφοί Αγγελόπουλοι της “Χαλυβουργικής”, με επικεφαλής τον Δημήτριο Αγγελόπουλο – ο οποίος υπήρξε θύμα της βλακωδέστερης τρομοκρατικής βίας που μπορεί κανείς να φανταστεί –, και που τότε αποτελούσαν μια οικογένεια εξαιρετικά δεμένη, απίστευτα σεμνή και διακριτική. Ο Χριστόφορος Κατσάμπας και ο Χριστόφορος Στράτος της “Πειραϊκής-Πατραϊκής”, εργατικοί και αυστηροί “πατριάρχες” που υποχρέωναν τα παιδιά τους να δουλεύουν τα καλοκαίρια στο εργοστάσιο. Ο Παναγιώτης Δράκος ο “παππούς” που ίδρυσε την “Ιζόλα” ξεκινώντας από ένα ημιυπόγειο μαγαζί κάπου στο μετέπειτα «ιστορικό» κέντρο της Αθήνας και ο γιος του Γεώργιος Δράκος, από τους πιο επιτυχημένους προέδρους του τότε Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων».
Όπως εξηγεί στην HuffPost Greece ο καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Οικονομικής Ολοκλήρωσης, Χρήστος Νίκας, από το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, οι παράγοντες που οδήγησαν στις εντυπωσιακές, όπως της χαρακτηρίζει, μακρο-οικονομικές επιδόσεις της συγκεκριμένης περιόδου, είναι τρεις: η αύξηση της σημασίας του δευτερογενούς τομέα, η εξέλιξη των επενδύσεων και οι εξωτερικές οικονομικές σχέσεις.
«Στην περίοδο αυτήν, η μεταποίηση αποτέλεσε τον πιο δυναμικό τομέα της οικονομίας. Ήδη από το 1962 η συμβολή του δευτερογενούς τομέα στο σχηματισμό του Α.Ε.Π. είχε ξεπεράσει αυτήν του πρωτογενούς. Ακόμα, οι επενδύσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν με γρήγορους ρυθμούς. Η αποταμίευση -μέσω των εμβασμάτων- και το ξένο κεφάλαιο, χρηματοδότησαν κατά κύριο λόγο τις επενδύσεις. Οι ιδιωτικές επενδύσεις απετέλεσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών επενδύσεων. Η αύξηση των επενδύσεων οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αύξηση των επενδύσεων στο δευτερογενή τομέα, περισσότερο στις κατασκευές κατοικιών και λιγότερο στη μεταποίηση. Τέλος, η υπογραφή της Συνθήκης Σύνδεσης Ελλάδας ΕΟΚ το 1961, σηματοδότησε το τέλος της ισχυρής δασμολογικής προστασίας και το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές εμπόριο. Σύντομα η βιομηχανία κατέστη ο κύριος εξαγωγικός τομέας της Ελλάδας», εξηγεί.
Ωστόσο, όπως φαίνεται, η χώρα μας δεν ήταν προετοιμασμένη και δεν προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες. Η ένταξη στην ΕΟΚ σήμαινε και ένταξη σε ένα καθεστώς εμπορικού και οικονομικού φιλελευθερισμού, με τον ανταγωνισμό να αυξάνεται σημαντικά. Η Ελλάδα είχε δείξει ότι είχε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα στον τριτογενή τομέα παραγωγής, δηλαδή στην παροχή υπηρεσιών, όμως έδειχνε να μην μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονταν στον δευτερογενή τομέα.
«Για μια ακόμα φορά οι ελληνικές αρχές, έδειξαν να μην αντιλαμβάνονται τις νέες συνθήκες που δημιουργούσε για την ελληνική οικονομία η συμμετοχή της στην Ε.Κ. Έτσι, τίποτα σχεδόν δεν έγινε για να προετοιμαστεί η χώρα για την ομαλή μετάβασή της από το καθεστώς της προστατευόμενης και παρεμβατικής οικονομίας στο καθεστώς του εμπορικού και οικονομικού φιλελευθερισμού και του έντονου ανταγωνισμού που εξ ορισμού συνεπάγεται η συμμετοχή στην Ε.Κ.», τονίζει ο κ. Νίκας, προσθέτοντας:
«Παρά το ότι είχε ήδη καταστεί εμφανές ότι ο μόνος τομέας στον οποίο η Ελλάδα διατηρούσε κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών-μελών ήταν ο τριτογενής και ότι η χώρα αποβιομηχανιζόταν ραγδαία -άσχετα με το αν ποτέ δεν εκβιομηχανίστηκε πλήρως-, η εμμονή στο δευτερογενή τομέα παρέμεινε. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η χώρα έδινε την εικόνα του ξένου σώματος στην Ε.Κ., απροετοίμαστη να ανταποκριθεί σε εξελίξεις, όπως η ενιαία αγορά, και ανίκανη να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονταν».
Τα όρια του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτα προς το τέλος της δεκαετίας του 1970
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, τα όρια του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα άρχισαν να γίνονται δυσδιάκριτα προς το τέλος της δεκαετίας του 1970, λόγω του φαινομένου των προβληματικών επιχειρήσεων. Το ελληνικό δημόσιο μετατράπηκε στον... βασικό τραπεζίτη της χώρας και έδινε «γενναίες» χρηματοδοτήσεις στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάτι που από μόνο του δεν ήταν αρνητικό. Μόνο που για να αποδώσει αυτή η κίνηση, θα έπρεπε τα κέρδη που προέκυψαν να επανεπενδυθούν, κάτι που όμως δεν έγινε. Πολλές επιχειρήσεις έφτασαν να έχουν χρέη και, προκειμένου να υπάρξουν απολύσεις, το ελληνικό δημόσιο, εκτός από τραπεζίτης, έγινε και βασικός βιομήχανος της χώρας. Με την είσοδο στην ΕΟΚ, η προστασία των επιχειρήσεων δεν μπορούσε να συνεχιστεί και το κράτος εθνικοποίησε αρκετές από τις επιχειρήσεις, μια λύση που, ενώ βρήκε σύμφωνη μια μεγάλη μερίδα των πολιτών, αποδείχτηκε καταστροφική. Ανάμεσα στις επιχειρήσεις που εθνικοποιήθηκαν ήταν η ΛΑΡΚΟ, η ΠΥΡΚΑΛ, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, η Πειραϊκή-Πατραϊκή και η ΕΣΣΟ-Πάππας.
«Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως εξής: Αρχικά το ελληνικό δημόσιο έφτασε να είναι ο βασικός τραπεζίτης της χώρας, αποκτώντας τον έλεγχο της Εμπορικής Τράπεζας που μαζί με την -ανέκαθεν κρατική- Εθνική και άλλες μικρότερες τράπεζες, οι οποίες ήταν υπό τον κρατικό έλεγχο, ακολούθησαν πολιτική γενναιόδωρης -και άφρονος όπως αποδείχθηκε με βάση τη βιωσιμότητά τους- χρηματοδότησης προς τις ιδιωτικές, μεταποιητικές κυρίως επιχειρήσεις. Αυτό προκάλεσε ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ των κερδών. Η εξέλιξη αυτή δεν θα ήταν απαραίτητα αρνητική, υπό την προϋπόθεση ότι τα κέρδη αυτά θα επανεπενδύονταν. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε», εξηγεί στην HuffPost Greece ο κ. Νίκας.
«Η συνέχιση της χρηματοδότησης και της δανειακής επιβάρυνσης με βασικό πρόσχημα να μην χαθούν θέσεις εργασίας διατήρησε τεχνητά στη ζωή ένα μεγάλο αριθμό μη βιώσιμων, μεταποιητικών κυρίως, επιχειρήσεων που έφτασαν να έχουν χρέη προς τις τράπεζες που ξεπερνούσαν την αξία του ενεργητικού τους. Έτσι, έμμεσα το ελληνικό δημόσιο, εκτός από κύριος τραπεζίτης έφτασε να είναι και ο εν δυνάμει βασικός βιομήχανος της χώρας, αφού οι τράπεζες θα μπορούσαν εύκολα να προχωρήσουν σε κατασχέσεις. Οι προβληματικές βιομηχανίες της περιόδου αυτής ήταν εκείνες που στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαπενταετίας είχαν κατορθώσει να αυξήσουν εντυπωσιακά τις εξαγωγές τους. Το γεγονός ότι περιήλθαν στη δεινή αυτή θέση είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να μηδενιστούν οι εξαγωγές τους, αλλά να επιβαρυνθεί υπέρμετρα και η υπόλοιπη οικονομία», προσθέτει και συνεχίζει:
«Με τον τρόπο αυτόν τα χρέη του ιδιωτικού τομέα μετακυλίστηκαν μέσω των τραπεζών στο δημόσιο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν, οδήγησε σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και, τελικά, σε υψηλό πληθωρισμό».
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε να διαχειριστεί 44 προβληματικές επιχειρήσεις
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχε να διαχειριστεί, σύμφωνα με τον καθηγητή, 44 προβληματικές επιχειρήσεις, οι οποίες αντιπροσώπευαν ποσοστό άνω του 10% του βιομηχανικού προϊόντος της χώρας. Οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις ανήκαν στους κλάδους της υφαντουργίας, του σιδηρομεταλλεύματος και του χαρτιού και είχαν απορροφήσει τις μισές κρατικές επιδοτήσεις και ενισχύσεις και το 1/5 των τραπεζικών πιστώσεων.
«Κάτω από την πίεση της συμμετοχής στην Ε.Κ. και του γεγονότος ότι με τη λήξη των μεταβατικών περιόδων η προστασία των επιχειρήσεων αυτών δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά και της πίεσης από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για διασφάλιση των εργαζομένων, υιοθετήθηκε μια λύση, η οποία, όμως, αποδείχθηκε καταστροφική», συνεχίζει ο κ. Νίκας.
«Το κράτος ουσιαστικά εθνικοποίησε τις επιχειρήσεις αυτές, μέσω των κρατικών τραπεζών και του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (Ο.Α.Ε.) που δημιουργήθηκε προκειμένου να τις εξυγιάνει και να τις καταστήσει ανταγωνιστικές, κυρίως, όμως, για να αποφύγει την έξαρση της ανεργίας που θα προκαλούσε το κλείσιμο τους. Οι επιχειρήσεις αυτές, όμως, συνέχισαν και υπό τον κρατικό έλεγχο να συσσωρεύουν ζημίες και να επιβαρύνουν το έλλειμμα του δημοσίου τομέα», καταλήγει.
Και κάπως έτσι ήρθε ο επίλογος στην βραχυπρόθεσμη πορεία μερικών από τις βιομηχανίες που άρχισαν να ξεπηδούν την μεταπολεμική περίοδο πάνω στα ερείπια του πολέμου και, με μερικές εξαιρέσεις, έκλεισαν μερικά χρόνια αργότερα. Φυσικά, ο καθένας, ανάλογα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, θα καταδείξει διαφορετικές αιτίες για τα «λουκέτα» στις ελληνικές βιομηχανίες, όμως οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν σε ένα πράγμα: η ιστορία των ελληνικών βιομηχανιών συνδέεται με την ιστορία της προσπάθειας σύνδεσης δύο κόσμων: μιας Ελλάδας με ισχυρό κράτος και μιας φιλελεύθερης Ευρώπης.
Μαριαλένα Περπιράκη