Το μυθιστόρημα της μεγάλης κυβίστησης.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να φιλοδόξησε με το ελληνικό παράδειγμα να αλλάξει την Ευρώπη, αλλά τα γεγονότα απέδειξαν πως ήταν το ευρωιερατείο που τον υποχρέωσε όχι μόνο να υποταχθεί, αλλά και να αρχίσει να δικαιολογεί τις μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόζει. Παρά τις μεγαλοστομίες του, δεν κατανοούσε τις δυναμικές και τις ισορροπίες στο επίπεδο του ευρωιερατείου. Αυτό είχε φανεί πολύ καθαρά από τις εκλογές του 2012, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε αναδειχθεί δεύτερο κόμμα με μικρή διαφορά από τη ΝΔ.
Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κάποιοι εκ των συνομιλητών του έθεταν τον Τσίπρα αντιμέτωπο με την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που θα αντιμετώπιζε όταν θα κέρδιζε τις εκλογές. Ήταν από τότε προφανές πως οι δανειστές όχι μόνο δεν θα έκαναν πίσω από τις απαιτήσεις τους, επειδή οι Έλληνες θα είχαν ψηφίσει εναντίον του Μνημονίου, αλλά αντιθέτως θα επιδίωκαν να «ξεβρακώσουν» πολιτικά τη νέα κυβέρνηση.
- Πρώτον, για να μη ρηγματωθεί το κυρίαρχο δόγμα της λιτότητας.
- Δεύτερον για να στείλουν ένα αποτρεπτικό μήνυμα στους λαούς κυρίως της ευρωπαϊκής περιφέρειας για το τι τους περιμένει εάν δώσουν την ψήφο τους σε αντισυστημικά κινήματα που αμφισβητούν τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία.
Ο Τσίπρας, όμως, είχε αγκιστρωθεί στην εκτίμηση πως η Ελλάδα είναι συστημικός κίνδυνος. Ως εκ τούτου, πίστευε ότι τα αφεντικά της Ευρωζώνης θα αναγκάζονταν να διαπραγματευθούν με την αποφασισμένη κυβέρνησή του έναν έντιμο συμβιβασμό για να αποτρέψουν ανεπιθύμητους κλυδωνισμούς. Το αξιοσημείωτο είναι πως αυτό δεν ήταν απλώς μία προεκλογική ρητορική για να ξεπεράσει δύσκολα ερωτήματα. Στην πραγματικότητα, ήθελε να πιστεύει όσα έλεγε. Ήταν ένας τρόπος να ξορκίζει τη σκοτεινή προοπτική και να διατηρεί ανέπαφο το όνειρο.
Ευνοημένος από την τύχη
Η τύχη, άλλωστε, τον είχε ευνοήσει σκανδαλωδώς. Από το περιθώριο της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, επειδή τον προώθησε εκεί ο προηγούμενος πρόεδρος του κόμματος Αλέκος Αλαβάνος. Όταν η κρίση μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα μικρό τυπικό κόμμα διαμαρτυρίας σε δεύτερο κόμμα (2012) αυτός έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τέλος, οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 του άνοιξαν την πόρτα για την εξουσία. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψει πως το άστρο του θα τον εγκατέλειπε όταν θα γινόταν πρωθυπουργός;
Δεν ήταν, όμως, μόνο η ψυχολογική του ανάγκη που τροφοδοτούσε τη μετέωρη αισιοδοξία του. Ήταν και ο ιδιότυπα αφελής ευρωπαϊσμός του. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, το κυρίαρχο ρεύμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παραλλήλως με την κριτική που ασκεί, τρέφει μία εξιδανικευμένη εικόνα για τον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015, όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνέντευξή του, αυτός και οι αρμόδιοι υπουργοί του περιορίσθηκαν σε προφορικές υποσχέσεις του Μάριο Ντράγκι και δεν απαίτησαν γραπτή δέσμευση του Eurogroup για τη χρηματοδότηση της Ελλάδας. Κι αυτό παρότι είχε μπροστά της (κατά τη διάρκεια της τετράμηνης μεταβατικής περιόδου από τις αρχές Μαρτίου μέχρι το τέλος Ιουνίου 2015) δανειακές υποχρεώσεις ύψους πάνω από 7,5 δισ ευρώ. Τις πλήρωσε, τρώγοντας τις σάρκες, δηλαδή συγκεντρώνοντας τα αποθεματικά ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Έχοντας συνείδηση της δυσχερούς κατάστασης, στην οποία βρισκόταν η ελληνική οικονομία, το ευρωιερατείο είχε πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 την τάση να θεωρεί σχεδόν δεδομένο ότι μόλις γινόταν πρωθυπουργός ο Τσίπρας θα έκανε γρήγορα την περιβόητη «κωλοτούμπα». Όταν μετά τις εκλογές φάνηκε πως δεν ήταν διατεθειμένος να μπει στο μνημονιακό μονοπάτι, του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Καλλιέργεια κλίματος αβεβαιότητας
Από την επομένη της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου 2015, ο Σόιμπλε και άλλοι σκληροπυρηνικοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, με αλλεπάλληλες δηλώσεις, καλλιέργησαν συστηματικά κλίμα αβεβαιότητας. Με τη σειρά του, το κλίμα αβεβαιότητας προκάλεσε αιμορραγία στο τραπεζικό σύστημα, πάγωσε την αγορά και βεβαίως δεν άφησε κανένα περιθώριο για επενδύσεις. Μπορεί στο πρώτο εξάμηνο του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα να μην έλαβε υφεσιακά μέτρα, αλλά αφέθηκε να παρασυρθεί σε μία φθοροποιό διαπραγματευτική διελκυστίνδα με αποτέλεσμα η οικονομία να υποστεί βαρύτατες βλάβες.
Για τον Τσίπρα, το πρώτο πεντάμηνο της πρωθυπουργίας του ήταν μία συνεχής επώδυνη και συχνά ανώμαλη προσγείωση σ’ ένα πλαίσιο που είχε οριοθετηθεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές του ευρωιερατείου. Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του δήλωναν από πολύ νωρίς πως η επίτευξη συμφωνίας ήταν ζήτημα ημερών, αλλά συνεχώς διαψεύδονταν.
Οι διαβεβαιώσεις εκείνες εξυπηρετούσαν τη σκοπιμότητα καθησυχασμού των καταθετών και αποτροπής τραπεζικού πανικού. Ταυτοχρόνως, όμως, αντανακλούσαν και ψευδαισθήσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αποκαλυπτική η ομολογία του Τσίπρα στη Βουλή πως το σχέδιο συμφωνίας που του παρέδωσε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στα μέσα Ιουνίου 2015 ήταν γι’ αυτόν μία δυσάρεστη έκπληξη.
Βουτηγμένος στις αυταπάτες
Ο Έλληνας πρωθυπουργός έτρεφε αυταπάτες και για το αποτέλεσμα της πολιτικής παρέμβασης των Ευρωπαίων ηγετών στις διαπραγματεύσεις που με τόση επιμονή επιζητούσε. Σωστά θεωρούσε πως όσο η διαπραγμάτευση παρέμενε αποκλειστικά στο επίπεδο των τεχνοκρατών, αυτοί θα επανέρχονταν στα μνημονιακά προαπαιτούμενα της 5ης αξιολόγησης του 2ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχαν περιθώρια για έναν έντιμο συμβιβασμό, όπως τον αντιλαμβανόταν ο Τσίπρας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, έπρεπε να έχει συνείδηση πως οι τεχνοκράτες δεν έκαναν του κεφαλιού τους. Εκτελούσαν εντολές. Στην πραγματικότητα, όλο το προηγούμενο διάστημα οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες κρύβονταν πίσω από τους τεχνοκράτες της Τρόικας. Όταν ο κόμπος έφθασε στο χτένι και οι ίδιοι μπήκαν στο γήπεδο, είδαμε ότι αποδείχθηκαν ακόμα πιο σκληροί.
Στη συνάντηση των πέντε στο Βερολίνο (Μέρκελ, Ολάντ, Γιούνκερ, Ντράγκι και Λαγκάρντ) την άνοιξη του 2015 ο συμβιβασμός που επήλθε μεταξύ των δανειστών ήταν σε βάρος της Ελλάδας. Το ΔΝΤ υποχώρησε στην απαίτησή του για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, λόγω της άρνησης των Ευρωπαίων. Και οι Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν τη συμπερίληψη στην πρόταση των σκληρών μέτρων του ΔΝΤ. Μόνο η πλευρά Σόιμπλε πήρε δύο στα δύο.
Το σχέδιο των δανειστών δεν πήρε σ’ εκείνη τη φάση τη μορφή τελεσιγράφου. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν. Γι’ αυτό και αντί να εξετάσουν την 47σέλιδη πρόταση της Αθήνας, την πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων και έβαλαν στο τραπέζι τη δική τους πρόταση.
Ο Τσίπρας πίεζε για μία συμφωνία-λύση που θα διέλυε οριστικά το κλίμα αβεβαιότητας και θα αντιμετώπιζε το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους και το ζήτημα μίας αναπτυξιακής προοπτικής. Γι’ αυτό και μετά από πέντε σχεδόν μήνες διαπραγματεύσεων, η ελληνική κυβέρνηση έφθασε ουσιαστικά να αποδεχθεί περίπου το 80% των απαιτήσεων της Τρόικας.
Οι δανειστές, όμως, αρνήθηκαν μέχρι το τέλος να αποδεχθούν κάτι που έστω και να μοιάζει με αυτό που ζητούσε η Αθήνα. Επέμεναν να τα πάρουν όλα, ή σχεδόν όλα. Γι’ αυτό και ουσιαστικά τήρησαν σ’ όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης αδιάλλακτη στάση, ενώ τη ίδια στιγμή αυτοπροβάλλονταν σαν υπόδειγμα ευελιξίας! Γι’ αυτούς αποδεκτή πρόταση ήταν μόνο όποια συνιστούσε περαιτέρω υποχώρηση της Αθήνας και προσαρμογή στις απαιτήσεις τους.
Μερικές ημέρες πριν τελειώσει ο Ιούνιος του 2015 και λήξει η τετράμηνη παράταση, ο Τσίπρας έκανε κι πρόσθετα βήματα πίσω για να γεφυρώσει την απόσταση που τον χώριζε από το σχέδιο των δανειστών. Και οι νέες ελληνικές υποχωρήσεις, όμως, χαρακτηρίσθηκαν ανεπαρκείς. Όταν διαπίστωσε ότι η άλλη πλευρά δεν μετακινείται στο ελάχιστο και βρέθηκε αντιμέτωπος με την επώδυνη πρόταση-τελεσίγραφο του Γιούνκερ, ο Έλληνας πρωθυπουργός έφθασε στα όριά του.
Αναζητώντας διέξοδο με δημοψήφισμα
Μην έχοντας ούτε χρόνο ούτε εναλλακτικές λύσεις, κατέφυγε στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος, ελπίζοντας ότι η επικράτηση του «όχι» θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση του. Κι αυτό παρότι τα μηνύματα που δημοσίως έστελνε το ευρωιερατείο στην Αθήνα ήταν κατά ριπάς και πανομοιότυπα: Εάν δεν αποδεχθεί το σχέδιο των δανειστών η Ελλάδα θα αφεθεί να χρεοκοπήσει.
Πριν ακόμα προκηρυχθεί το δημοψήφισμα, το κλίμα που με δηλώσεις και δηλητηριώδεις διαρροές καλλιεργούσαν οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, δημιούργησε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης επί της κυβέρνησης Τσίπρα. Οι εκροές καταθέσεων διογκώνονταν. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα ήταν ένα μόλις βήμα πριν την εκδήλωση τραπεζικού πανικού.
Η Αθήνα κατήγγειλε μεθοδεύσεις που είχαν σκοπό να την οδηγήσουν σε άνευ όρων παράδοση, αλλά αυτό δεν άλλαξε τη σκληρή πραγματικότητα. Χωρίς την επίτευξη συμφωνίας με τους δανειστές και εξασφάλιση χρηματοδότησης, η Ελλάδα δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει στις 30 Ιουνίου του 2015 τη δόση 1,5 δισ στο ΔΝΤ. Αυτό θα επιβεβαίωνε ότι επέρχεται χρεοκοπία και θα μετέτρεπε την εκροή καταθέσεων σε bank run.
Η προκήρυξη δημοψηφίσματος το μόνο που έκανε σ’ αυτό το επίπεδο ήταν να επισπεύσει τον τραπεζικό πανικό κατά τέσσερις ημέρες. Η προοπτική αυτή και τα αναπόφευκτα capital controlς ήταν ο ισχυρότερος μοχλός πίεσης των δανειστών προς την Αθήνα. Πράγματι, με την άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να δώσει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, ο μερικός στραγγαλισμός των προηγούμενων μηνών μετατράπηκε αμέσως μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος σε ολοκληρωτικό στραγγαλισμό.
Δεδομένου πως η κυβέρνηση Τσίπρα δεν είχε την πρόθεση να φύγει από την Ευρωζώνη, δεν είχε προετοιμασθεί για μία ρήξη. Το μόνο διαπραγματευτικό όπλο της ήταν ο φόβος ορισμένων μελών του ευρωιερατείου για τις επιπτώσεις ενός Grexit. Όπως αποδείχθηκε, όμως, αυτό δεν ήταν επαρκές όπλο, δεδομένου ότι η ομάδα Σόιμπλε, όπως αποδείχθηκε και στη συνέχεια, ήταν διατεθειμένη να σπρώξει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν και το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές, ήταν επίσης εξαρχής σαφές πως τόσο η εγχώρια αντιπολίτευση όσο και το ευρωιερατείο θα επιχειρήσουν να μεταθέσουν το δίλημμα από το «ναι» ή «όχι» στο τελεσίγραφο των δανειστών στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Έτσι και έγινε. Η κυβέρνηση Τσίπρα κατηγορήθηκε πως μεθοδεύει την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη. Επίσης κατηγορήθηκε πως με την προκήρυξη δημοψηφίσματος μεταθέτει την ευθύνη της απόφασης στους πολίτες, λες κι αυτό είναι κακό.
Αθροίζοντας τις αντιμνημονιακές ψήφους
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, άλλωστε, είχε από τον Απρίλιο του 2015 εμμέσως προειδοποιήσει πως εάν δεν επιτύχει έναν έντιμο συμβιβασμό με τους δανειστές θα κατέφευγε σε δημοψήφισμα. Το πρώτο πολιτικό πλεονέκτημα μίας τέτοιας κίνησης ήταν ότι το δημοψήφισμα έδινε τη δυνατότητα να αθροισθούν πολιτικά οι αντιμνημονιακές ψήφοι, ενώ οι εκλογές όχι.
Το ερώτημα που ουσιαστικά κλήθηκαν να απαντήσουν οι ψηφοφόροι ήταν εάν αποδέχονται ή όχι την επιστροφή στο μνημονιακό μονοπάτι. Το τελεσίγραφο των δανειστών ήταν δεδομένο πως θα το απέρριπταν κατά κανόνα όχι μόνο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Θα το απέρριπταν κατά κανόνα και οι ψηφοφόροι του ΚΚΕ, μικρότερων αντιμνημονιακών κομμάτων, αλλά και της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, το «όχι» είχε εξαρχής τις προϋποθέσεις να συγκεντρώσει μία μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος παρότι πραγματοποιήθηκε με κλειστές τις τράπεζες και με ουρές στα ΑΤΜ.
Για τον ελληνικό λαό ήταν μία ευκαιρία να απορρίψει όχι μόνο τον εκβιασμό του ευρωιερατείου, αλλά και όλο το παλιό απαξιωμένο πολιτικό προσωπικό και τα κατεστημένα ΜΜΕ που στρατεύθηκαν με πρωτοφανή φανατισμό υπέρ του «ναι». Το δεύτερο πολιτικό πλεονέκτημα που είχε το δημοψήφισμα ήταν η ακύρωση του ισχυρισμού πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων πως ο ελληνικός λαός έπεσε θύμα των λαϊκιστικών και ανεδαφικών προεκλογικών υποσχέσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι απολύτως ενδεικτική η δήλωση ανώτατου Ευρωπαίου αξιωματούχου πριν από τρεις περίπου μήνες πως εάν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ματώσει, λαμβάνοντας μέτρα υψηλού πολιτικού κόστους, όπως το ασφαλιστικό και τα εργασιακά, δεν πρόκειται να πάρει συμφωνία. Το τελεσίγραφο των δανειστών επιβεβαίωσε εκείνη τη δήλωση.
Να λερώσει τα χέρια του με “αίμα”
Στο ευρωιερατείο θεωρούσαν δικαιολογημένα πως εάν υποχρέωναν τον Τσίπρα να λερώσει τα χέρια του με «αίμα», θα έχανε το ηθικό πλεονέκτημά του. Για την ακρίβεια, θα υποχρεωνόταν να υπερασπίσει τις επιλογές του, γεγονός που με τη σειρά του θα τον εξωθούσε να αλλάξει συμμαχίες και στην εσωτερική πολιτική σκηνή.
Κυνηγώντας όλο το προηγούμενο διάστημα τη συμφωνία, ο πρωθυπουργός έκανε αλλεπάλληλες μονομερείς υποχωρήσεις για να προσεγγίσει τις απαιτήσεις των δανειστών. Κυβερνητικό στέλεχος ομολογεί ότι από ένα χρονικό σημείο και πέρα ο Τσίπρας βρέθηκε υπό την επήρεια αρχικά του Γιούνκερ και στη συνέχεια και της Μέρκελ. Για την ακρίβεια, πείστηκε πως και αυτοί επεδίωκαν συμφωνία.
Συνέπλευσε μαζί τους για να παραμερίσει τον Σόιμπλε που επεδίωκε Grexit και κατ’ επέκτασιν για να δρομολογηθεί μία εποικοδομητική πολιτική διαπραγμάτευση με αμοιβαία πρόθεση τη γεφύρωση των διαφορών. Παρά τις διαδοχικές συναντήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, όμως, πραγματική πολιτική διαπραγμάτευση έγινε μόνο στην πολύωρη σύνοδο κορυφής την Κυριακή 12 Ιουλίου του 2015.
Οι του ευρωιερατείου εξαρχής αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα με αρνητικό τρόπο. Οι μετριοπαθείς την αντιμετώπισαν σαν πολιτική ανορθογραφία, την οποία πρέπει να διορθώσουν, ρυμουλκώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην όχθη της τυπικής σοσιαλδημοκρατίας. Τα γεράκια, με πρώτο τον Σόιμπλε, αντιμετώπισαν την κυβέρνηση Τσίπρα σαν έναν μολυσματικό πολιτικό ιό που απειλεί την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη. Γι’ αυτό έπρεπε ή να εξευτελισθεί πολιτικά, ή να ανατραπεί μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.
Η τακτική του Σόιμπλε ήταν ακριβώς να τορπιλίσει τη σύναψη συμφωνίας (εγείροντας ολοένα και μεγαλύτερες απαιτήσεις) με σκοπό να φέρει την Ελλάδα στην αθέτηση πληρωμών. Σωστά εκτιμούσε πως μόλις δεν θα πληρωνόταν μία δόση, οι καταθέτες δικαιολογημένα θα θεωρούσαν πως επέρχεται χρεοκοπία και θα έτρεχαν να σηκώσουν τα χρήματά τους. Ο τραπεζικός πανικός θα καθιστούσε αναπόφευκτη την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα προκαλούσαν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και θα είχαν τις αρνητικές για την κυβέρνηση πολιτικές συνέπειες.
Με άλλα λόγια, όπως έχω ήδη προαναφέρει, η ίδια περίπου κατάσταση θα προέκυπτε ακόμα κι αν δεν είχε προκηρυχθεί δημοψήφισμα, εφόσον βεβαίως ο Τσίπρας δεν θα είχε υπογράψει ό,τι του ζητούσαν. Ενδεικτικό του κλίματος ήταν ότι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έφθασαν στο σημείο να δηλώνουν πως όρος για να σταματήσουν τον στραγγαλισμό της Ελλάδας ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το κυβερνητικό επιτελείο είχε την αφέλεια να θεωρήσει πως η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στις αγορές, γεγονός που θα υποχρέωνε τους δανειστές να συνάψουν συμφωνία ή πριν στηθούν οι κάλπες ή αμέσως μετά την αναμενόμενη επικράτηση του «όχι». Υποτίμησαν κραυγαλέα όχι μόνο τους μηχανισμούς πρόσκαιρης χειραγώγησης των διεθνών αγορών, προκειμένου να αποτραπεί αναταραχή, αλλά και την αντίδραση του ευρωιερατείου. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την αυταπάτη των κυβερνώντων πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα συνέχιζε να δίνει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και οι τράπεζες θα έμεναν ανοικτές;
Η υπαρξιακή ανάγκη αντίστασης
Παρότι το «όχι» δέχθηκε πανταχόθεν πυρά και δεν πρόσφερε φερέγγυα πολιτική προοπτική σάρωσε. Ο κύριος λόγος είναι ότι εξέφρασε την υπαρξιακή ανάγκη της πλειοψηφίας των Ελλήνων να αντιδράσουν στον στραγγαλισμό της χώρας και να μην υπογράψουν με την ψήφο τους την εκβιαστική υπαγωγή της ελληνικής κοινωνίας σε μία πρόσθετη εξοντωτική λιτότητα. Όσοι απέχουν από τον γκρεμό κατά κανόνα ψήφισαν «ναι», φοβούμενοι το ενδεχόμενο πρόκλησης χάους. Αντιθέτως, τα τμήματα του πληθυσμού που έχουν πέσει στον γκρεμό ή είναι κοντά στο χείλος του ψήφισαν κατά κανόνα «όχι». Το ίδιο και οι νέοι.
Το 61,3% που πήρε το «όχι» έστειλε ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Υπογράμμισε κατά αναμφισβήτητο τρόπο ότι οι Έλληνες δεν θέλουν εξοντωτική λιτότητα και ευαισθητοποίησε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Δεν άλλαξε, όμως, τον συσχετισμό δυνάμεων. Δεδομένου ότι τη στρόφιγγα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών την ελέγχει η ΕΚΤ, οι του ευρωιερατείου έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν έμφραγμα στην ελληνική οικονομία και το έπραξαν. Από εγγυητής των ελληνικών τραπεζών, η ΕΚΤ έχει μετατραπεί σε εργαλείο στραγγαλισμού τους και κατ’ επέκτασιν στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως τα αφεντικά της Ευρωζώνης έχουν τη δυνατότητα να στρέψουν (αργά ή γρήγορα) τους απεγνωσμένους πολίτες εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης και κατ’ αυτό τον τρόπο να προκαλέσουν την αποσταθεροποίηση και ανατροπή της. Το γεγονός, μάλιστα, πως σύσσωμες οι εγχώριες άρχουσες ελίτ και μία σημαντική μερίδα των Ελλήνων είναι ιδεολογικοπολιτικά στη γραμμή «πάση θυσία ευρώ» διευκολύνει πολύ την επιτυχή διεκπεραίωση του μεταμοντέρνου αυτού πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε όχι με τανκς αλλά με ΑΤΜ χωρίς ευρώ.
Οι τελευταίες εξελίξεις κατέστησαν εξόφθαλμο πως στην Ευρωζώνη η θεμελιώδης έννοια της λαϊκής κυριαρχίας έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ακυρωθεί. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η Ελλάδα και ειδικότερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνιστά κατάφορη παραβίαση του πνεύματος των ιδρυτικών συνθηκών. Συνιστά και μία αρνητική κληρονομιά για τον τρόπο που οι ευρωπαϊκοί λαοί, αλλά και οι υπόλοιποι λαοί αντιλαμβάνονται την ΕΕ και το ευρώ. Μ’ αυτή την έννοια, η ταπεινωτική συμφωνία που επέβαλε το ευρωιερατείο στον Τσίπρα συνιστά κατά μία έννοια πύρρειο νίκη στο μεσοπρόθεσμο πολιτικό επίπεδο.
Με το πιστόλι στον κρόταφο, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να συνυπογράψει την καταδίκη της σ’ έναν αργό οικονομικό θάνατο. Από την άλλη πλευρά, όμως, η εκβιαστική ωμότητα των Μέρκελ-Σόιμπλε προκάλεσε ένα κύμα αντίδρασης σ’ όλη τη Γηραιά Ήπειρο κι όχι μόνο. Η δημόσια εικόνα της Γερμανίας έχει υποστεί ανήκεστο βλάβη, γεγονός που αναπόφευκτα της προκαλεί πολιτικό κόστος και εφεξής θα δυσκολέψει την προσπάθειά της να εδραιώσει τον ηγεμονικό ρόλο της στην Ευρώπη.
Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ
Από την άλλη πλευρά, βαρύτατο είναι το πολιτικό κόστος που πληρώνει ο Τσίπρας. Το ρήγμα που αμέσως είχε προκληθεί στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν βαθύ και μετεξελίχθηκε σε διάσπαση. Η στάση των διαφωνούντων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν εμπόδισε την ψήφιση του 3ου Μνημονίου από τη Βουλή, επειδή τρία κόμματα της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι) τα υπερψήφισαν. Δημιούργησε, όμως, μία αντιφατική πραγματικότητα, η οποία δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Ο Τσίπρας πήγε τον Σεπτέμβριο σε εκλογές για να εκκαθαρίσει το εσωκομματικό τοπίο και να αποσπάσει την ψήφο πριν αρχίσει να έρχεται σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου.
Το 3ο Μνημόνιο έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια την υφέρπουσα εσωκομματική αντίθεση που σοβούσε στον ΣΥΡΙΖΑ. Όσο οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα, η εν λόγω αντίθεση μπορούσε να επικαλύπτεται. Από τη στιγμή, όμως, που ο Τσίπρας αποδέχθηκε με βαριά καρδιά τις απαιτήσεις των δανειστών για να αποτρέψει την έξοδο από την Ευρωζώνη, η αντίθεση αυτή εκδηλώθηκε με ορμή.
Το σαρωτικό «όχι» ερμηνεύθηκε από την εσωκομματική αριστερή αντιπολίτευση ως πολιτική αφετηρία για να διεκδικήσει η Αθήνα μία συμφωνία χωρίς επώδυνα μέτρα λιτότητας. Επειδή, βεβαίως, είχαν επίγνωση πως οι δανειστές ούτε καν θα συζητούσαν σ’ αυτή τη βάση, εκτιμούσαν πως υποχρεωτικά ο πρωθυπουργός θα προσανατολιζόταν σε κινήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα άνοιγαν τον δρόμο για την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Ο Τσίπρας, όμως, είχε αποκλείσει την επιλογή της ρήξης και του Grexit. Για να διευκολύνει, μάλιστα, την επίτευξη συμφωνίας μετά το ηχηρό «όχι» απομάκρυνε τον Γιάνη Βαρουφάκη από το υπουργείο Οικονομικών και ζήτησε από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών να συμφωνήσουν σε μία ανακοίνωση, η οποία αποτύπωνε την εθνική θέση. Με αυτά πήγε στις Βρυξέλλες.
Το ηχηρό «όχι» ήταν πολιτικός κόλαφος όχι μόνο για τις εγχώριες άρχουσες ελίτ και για το παλαιό πολιτικό κατεστημένο, αλλά και για το σύνολο σχεδόν των Ευρωπαίων ιθυνόντων, οι οποίοι επίσης άσκησαν ρητορικούς εκβιασμούς για να πριμοδοτήσουν το «ναι». Μη θέλοντας, βεβαίως, να δείξει ότι υπό το βάρος του ελληνικού δημοψηφίσματος αλλάζει στάση, το ευρωιερατείο δρομολόγησε μία τελική διαδικασία με σκοπό ή την επίτευξη συμφωνίας, ή τη μεθόδευση του Grexit. Ήταν αλήθεια ή μπλόφα; Δεν υπάρχει κατηγορηματική απάντηση. Ο Τσίπρας, πάντως, θεώρησε πως δεν είχε άλλα περιθώρια διαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και αποδέχθηκε τον δρόμο που του άνοιξε ο Ολάντ.
Άμεσος ή αργός “θάνατος”;
Αναμφίβολα ξενίζει το γεγονός πως η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε ένα δημοσιονομικό πακέτο, το οποίο σε ορισμένα θέματα ήταν βαρύτερο από την πρόταση Γιούνκερ, την οποία είχε απορρίψει με 61,3% ο ελληνικός λαός. Όπως επίσης ξενίζει το γεγονός ότι άρχισε να προβάλει τα θετικά του 3ου Μνημονίου, επαναλαμβάνοντας κατά εντυπωσιακό τρόπο την επιχειρηματολογία των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Το μόνο βάσιμο επιχείρημα του πρωθυπουργού είναι ότι επιδίωξε δίπλα σ’ αυτό το πακέτο να υπάρχει μία δέσμευση του ευρωιερατείου για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Το ζήτημα της αναδιάρθρωσης άνοιξε και μάλιστα κατά τρόπο που δεν μπορεί να κλείσει. Και γι’ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, έστω κι αν αυτό δεν ομολογείται.
Την αναδιάρθρωση δεν την θέτει στο τραπέζι μόνο το ΔΝΤ. Είναι και η Ουάσιγκτον, αλλά και κορυφαία στελέχη του ευρωιερατείου. Το καταδεικνύουν οι σχετικές δηλώσεις και η τότε συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για την Ελλάδα. Ακόμα και ο Σόιμπλε υποχρεώθηκε να ομολογήσει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, αφήνοντας ανοικτή την προοπτική της αναδιάρθρωσης με τη μορφή της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων.
Η εξέλιξη αυτή έδωσε ένα επιχείρημα στον Τσίπρα για να πουλήσει πολιτικά στην ελληνική κοινωνία το 3ο Μνημόνιο. Ο κύριος λόγος, όμως, που ο πρωθυπουργός φαίνεται να εξασφαλίζει συναίνεση όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στην κοινωνία, είναι η διάχυτη πεποίθηση πως η οικονομία είχε βρεθεί στο χείλος του γκρεμού και πως χωρίς συμφωνία θα κατέρρεε.
Ο Τσίπρας δεν είχε άδικο που ερμήνευσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ως απόρριψη των εκβιαστικών πιέσεων και όχι ως παρότρυνση για ρήξη. Τουλάχιστον εκείνη τη χρονική στιγμή στην ελληνική κοινωνία κυριαρχούσε η επιθυμία για συμφωνία. Έστω και με ένα νέο επώδυνο Μνημόνιο, η πλειονότητα των Ελλήνων έθετε ως πρώτη προτεραιότητα την σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και τη σταδιακή επιστροφή στην ομαλότητα.
Το δίλημμα που στην πραγματικότητα της είχε τεθεί ήταν άμεσος ή αργός “θάνατος”. Και, βεβαίως, εκείνες τις ημέρες προτιμούσε τον αργό “θάνατο”. Η ευθύνη βαρύνει τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του που άφησαν τα πράγματα να φθάσουν σ’ αυτό το δίλημμα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ
6/5/2017
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο λείπει από την πολιτική αντιπαράθεση
(5-5-2017)
Όπως κι αν «βαφτίζουν» μέτρα και αντίμετρα της συμφωνίας αξιολόγησης κυβέρνηση και αντιπολίτευση, που από το 3ο μνημόνιο και μετά βαδίζουν όλοι τους στο μονόδρομο των μνημονίων, οι ελιγμοί είναι ελάχιστοι, οπότε το ερώτημα είναι αν υπάρχει εθνικό σχέδιο εξόδου από αυτό τον κυκεώνα , είπε στον 9.84 ο Σταύρος Λυγερός αναφερόμενος και στις αναλύσεις επί του θέματος , στο site που συντονίζει το www.stavroslygeros.gr . Ο ίδιος μίλησε και για τις Γαλλικές εκλογές της Κυριακής, σημειώνοντας με νόημα ότι η πολιτική ατζέντα Λεπέν, ανεξάρτητα από την πιθανολογούμενη νίκη Μακρόν, έχει μπει για τα καλά στη πολιτική σκηνή επηρεάζοντας όλο τον ευρωπαϊκό χώρο .