Το οικόπεδο του γείτονα.

  

Π​​ολλοί Νεοέλληνες αντιλαμβάνονται την αρχαιολογία όχι ως την επιστήμη, που αποκαλύπτει, μελετά και ανασυνθέτει το πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν τους, αλλά ως έναν αστυνομικού τύπου μηχανισμό, που τους εμποδίζει να οικοδομήσουν. Οι αρχαιότητες δεν αποτελούν αγαθό που τους ανήκει, τους εκπαιδεύει, τους ψυχαγωγεί, αλλά «κατάρα» που τους ταλαιπωρεί και εμποδίζει την οικονομική τους ανάπτυξη εξαιτίας θεσμικών αναγκαιοτήτων και γραφειοκρατικών αγκυλώσεων.

Οταν όμως τα αρχαία αποκαλυφθούν στο οικόπεδο του γείτονα, τα πράγματα αλλάζουν άρδην. Τότε, το προς ανέγερση κτίριο δεν θα κόβει τη θέα του ακινήτου μας. Ακόμη και αν επιτραπεί να οικοδομήσει ο γείτονας, ουδόλως πειράζει να του επιβληθεί, έναντι οποιουδήποτε κόστους, η διατήρηση κατά χώραν των ευρημάτων. Τα αρχαία θα αποτελούν αντικείμενο τέρψης και θα προσδίδουν υπεραξία στο ακίνητό μας. Αν τα ευρήματα ανήκουν στους –κοινώς λεγόμενους– καλούς χρόνους της αρχαιότητας, τότε η αξία τους –άρα και του ακινήτου μας– αυξάνεται. Αν ο γείτονας δεν είναι συμπαθής, δεν βλάπτει να ταλαιπωρηθεί παραπάνω. Μια προσφυγή εναντίον της απόφασης, που του επιτρέπει ολική ή μερική οικοδόμηση, δεν είναι κακή ιδέα. Οι κοινωνικές σχέσεις –η τιμωρία του γείτονα– συνδέονται με μια ιδιάζουσα αναφορά στο πολιτιστικό απόθεμα της χώρας.

Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στους ιδιώτες. Η ανεύρεση αρχαιοτήτων χρησιμοποιείται από ποικίλες ομάδες, με όχι πάντα ανιδιοτελείς σκοπούς ή στερούμενες πολιτικών κινήτρων, για την ακύρωση, τη διακοπή ή την καθυστέρηση δημοσίων έργων κοινής ωφέλειας.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Μουσείου Ακροπόλεως. Η χωροθέτηση στου Μακρυγιάννη προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις: Ηταν η συγκεκριμένη θέση η καταλληλότερη για τη χωροθέτηση; Η αρχιτεκτονική μορφή και ο όγκος του κτιρίου προσβάλλουν την Ακρόπολη; Εντάσσεται το οικοδόμημα στο αστικό τοπίο; Ομως, η αποκάλυψη αρχαιοτήτων ήταν το βασικό επιχείρημα όσων –λυσσωδώς– εναντιώθηκαν στην κατασκευή του.

Βεβαίως, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, ούτε αμελητέο το κόστος τροποποίησης των χαράξεων έργων υποδομής, όπως της Εγνατίας, της ΠΑΘΕ, της Αττικής Οδού, προκειμένου να διασωθούν και να αναδειχθούν σημαντικές αρχαιότητες που αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια κατασκευής τους. Κορυφαία παραδείγματα, η ματαίωση της διέλευσης του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου υπό τον Κεραμεικό, και η αλλαγή πορείας του τραμ, ώστε να αποφευχθεί ο βρόγχος των γραμμών πέριξ του Ολυμπιείου και της Πύλης του Αδριανού.

Από την ίδρυσή του το νεοελληνικό κράτος χρησιμοποίησε την πολιτιστική κληρονομιά για να διαμορφώσει εθνική συνείδηση και ιδεολογία, την ελληνική ταυτότητα και κουλτούρα. Το πολιτιστικό απόθεμα, κυρίως της αρχαιότητας, λειτούργησε –και λειτουργεί– ως εργαλείο στήριξης των λεγομένων εθνικών ζητημάτων. Η προγονική δόξα χρησιμοποιείται για να καλύπτει σύγχρονες αδυναμίες. Ενίοτε θεωρούμε τους εαυτούς μας εκλεκτούς και δυνάμει ανώτερους άλλων πληθυσμιακών ομάδων. Η εικόνα του οπαδού της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, που πανηγύριζε τη νίκη, ενδεδυμένος την κυανόλευκη και με υβριδική περικεφαλαία με στοιχεία από κράνη αρχαιοελληνικά, ρωμαϊκά, την περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη και χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, είναι χαρακτηριστική. Τέτοιες συμπεριφορές παρουσιάζουν έντονες αντιφάσεις με την εικόνα της πρώτης παραγράφου, όπου το μείζον ζήτημα είναι οι κανόνες που διέπουν την έγγειο ιδιοκτησία και τις χρήσεις γης. Ομως σε μια κοινωνία, που η ταυτότητά της διέρχεται του προγονικού πολιτισμού, είναι εφικτό να καλλιεργηθεί η υπέρβαση αυτής της φαινομενικής αντίθεσης.

Η ελληνική κοινωνία προκειμένου να εξελιχθεί ισόρροπα και δυναμικά οφείλει να επενδύσει στην πολιτιστική παιδεία. Το παρόν δεν εμφανίζεται ξαφνικά. Το μέλλον δεν δημιουργείται χωρίς παρελθόν. Το παρελθόν δεν νοείται, ως αξία, αν δεν εντάσσεται στην καθημερινότητα των πολιτών. Με υπόστρωμα το παρελθόν, το παρόν γεννά νέες μορφές και ιδέες. Το μέλλον τις αφομοιώνει και τις προάγει. Ετσι, δημιουργείται μια δυναμική και αέναη εξελικτική πορεία.

Σήμερα, οι ανισότητες στην πολιτιστική παιδεία, στην πρόσβαση στη δημιουργία, στο πώς ο καθένας απολαμβάνει, συμμετέχει και δημιουργεί πολιτισμό, διευρύνονται. Σε μια πολυφωνική κοινωνία η πολιτιστική δράση είναι δικαίωμα όλων. Κοινωνίες ανοιχτές και ανεκτικές είναι κοινωνίες συνεκτικές. Μόνον έτσι μπορούν να ανταποκρίνονται σε ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες οικονομίες. Στον αντίποδα βρίσκονται κοινωνίες αυτιστικές στερούμενες μέλλοντος και προοπτικής.

Υποχρέωση της Πολιτείας είναι να προστατεύει το πολιτιστικό απόθεμα. Η σύγχρονη έννοια της ολοκληρωμένης προστασίας των πολιτιστικών αγαθών επιβάλλει την κοινωνικοποίηση των μνημείων, την ένταξή τους στην καθημερινή ζωή. Επιβάλλει τη συγκροτημένη ανάπτυξη της ιστορικής και καλλιτεχνικής παιδείας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η Πολιτεία οφείλει να χαράσσει πολιτικές παιδείας και πολιτισμού. Να δημιουργεί, να ενισχύει συνέργειες και συμπράξεις εντός και εκτός συνόρων. Να αξιοποιεί με διαφάνεια και συνέπεια τις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Να διασφαλίζει αξιοκρατία στις προσλήψεις, διαρκή αξιολόγηση και κατάρτιση των διαχειριστών του πολιτιστικού πλούτου – έτσι θα ξεπεραστούν και οι γραφειοκρατικές στρεβλώσεις. Να επενδύσει χωρίς ιδεοληψίες στην ώσμωση του κοινωνικού συνόλου με την κληρονομιά του.

Αλλιώς, θα συνεχίσομε να αντιλαμβανόμαστε την πολιτιστική κληρονομιά ως τροχοπέδη. Θα είμαστε ευτυχείς, να αποκαλύπτονται αρχαία στο οικόπεδο του γείτονα. Θα διαιωνίζομε τον μύθο μας, ότι, όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, άλλοι έτρωγαν βελανίδια.

 Λίνα Μενδώνη,
 δρ αρχαιολόγος στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού.


14/5/2017