Μετάλλαξη και παρακμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Τώρα που η εκλογική σκόνη έχει κατακαθίσει, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως ο καταποντισμός του κυβερνώντος γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές δεν είναι ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η πτώση να προσέλαβε δραματικές διαστάσεις, αλλά εντάσσεται σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο και αντανακλά μία ευρύτερη τάση. Μερικές εβδομάδες πριν, άλλωστε, αντίστοιχο εκλογικό καταποντισμό είχε υποστεί και η υπό τον Ντάισελμπλουμ ολλανδική σοσιαλδημοκρατία.
Το ιστορικό κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν, που για δεκαετίες πρωταγωνίστησε στην πολιτική ζωή της Γαλλίας έλαβε το εξευτελιστικό ποσοστό του 6%. Ο υποψήφιός του Μπενουά Αμόν εισέπραξε τις εκλογικές επιπτώσεις της θητείας του προέδρου Ολάντ. Ο Ολάντ θα γραφτεί στην ιστορία ως ο πρώτος εν ενεργεία πρόεδρος που δεν διεκδίκησε δεύτερη θητεία. Πώς, όμως, να το τολμήσει, όταν οι δημοσκοπήσεις τον έδειχναν σε μονοψήφιο ποσοστό;
Ο Αμόν εκπροσωπεί την αριστερή τάση του κόμματος. Είχε επιτεθεί με σφοδρότητα στην πολιτική λιτότητας της καγκελαρίου Μέρκελ, γεγονός που προκάλεσε την αποπομπή του από την κυβέρνηση Ολάντ. Δημοφιλής στη βάση του κόμματος (αυτή που έχει απομείνει) κέρδισε στις εσωκομματικές εκλογές το φαβορί Μάνουελ Βαλς.
Ο Βαλς, ο «Σαρκοζί της Αριστεράς» όπως τον αποκαλούν οι άσπονδοι φίλοι του, δήλωσε πρόσφατα ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει πεθάνει. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως ο ίδιος -και όχι μόνο- έχει ανοίξει πανιά για τον εκλεγέντα πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν.
Παρά την αριστερή στροφή των Γάλλων Σοσιαλιστών, η εκλογική επίδοσή τους ήρθε να επιβεβαιώσει την αδυναμία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η περίπτωση του ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν στη Βρετανία μπορεί να είναι διαφορετική, αλλά -αν κρίνουμε τουλάχιστον από τις δημοσκοπήσεις- επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα. Ο Κόρμπιν, ιστορική φιγούρα του αντιπολεμικού κινήματος, με πλούσια ακτιβιστική δράση, μπορεί να ελπίζει μόνο σε μία αξιοπρεπή ήττα στις εκλογές του Ιουνίου.
Θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί ως δικαιολογία ότι και ο Αμόν και ο Κόρμπιν αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν πόλεμο από το ίδιο τους το κόμμα. Είναι ακριβές και οπωσδήποτε έχει παίξει ρόλο. Δεν είναι, όμως, η κύρια αιτία.
Πόλεμο δέχτηκε και ο Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατάφερε, όμως, να εκλεγεί πρόεδρος, παρότι δεν διέθετε δικό του κομματικό μηχανισμό ή τουλάχιστον ισχυρά ερείσματα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Άγγιξε, όμως, την ψυχή της «βαθιάς Αμερικής«.
Η αιτία για την παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, λοιπόν, είναι βαθύτερη. Δεν έχει να κάνει μόνο με τα πρόσωπα ή με εσωκομμματικές διαδικασίες, οι οποίες ελάχιστους πλέον απασχολούν στην κοινωνία. Ποιος ενδιαφέρεται π.χ. για την επανεκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην προεδρία της Σοσιαλιστικής Διεθνούς; Μοιάζει περισσότερο με κακόγουστο ανέκδοτο.
Κοινωνικές μετατοπίσεις
Η σοσιαλδημοκρατία ιστορικά στην Ευρώπη ήταν ο εκπρόσωπος της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Στρατηγική της ήταν η μεταρρύθμιση (όχι η ανατροπή) του καπιταλιστικού συστήματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η σοσιαλδημοκρατία επέκτεινε τα δίχτυα κοινωνικής προστασίας και την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Εκείνα τα χρόνια ήταν η περίοδος της ακμής της.
Ακολούθησε η πετρελαϊκή κρίση του 1973, ο πληθωρισμός και η αποβιομηχανοποίηση με τη μεταφορά παραγωγικών μονάδων σε τρίτες χώρες, όπου το εργατικό κόστος είναι χαμηλό. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και η ανάπτυξη του κλάδου των υπηρεσιών οδήγησε σε συρρίκνωση τη βιομηχανική εργατική τάξη.
Με την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και τον θρίαμβο του οικονομικού φιλελευθερισμού, η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να απομακρύνεται από τις ιδεολογικές της ρίζες. Για να διατηρήσει την εκλογική επιρροή της άρχισε να εκφράζει πιο δυναμικά τα μεσαία στρώματα.
Υιοθέτησε πολιτική λιτότητας και άρχισε δια της διολισθήσεως να αποδομεί το Κοινωνικό Κράτος που η ίδια είχε δημιουργήσει. Οι περιπτώσεις των Νέων Εργατικών του Τόνι Μπλερ και του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ είναι εμβληματικές.
Για να εξισορροπήσει την προσχώρησή της στον οικονομικό φιλελευθερισμό έγινε περισσότερο «δημοκρατική». Έγινε σημαιοφόρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των μεταναστών, των ομοφυλόφιλων κ.α. Τα κομματικά στελέχη της συγχρωτίστηκαν με τις άρχουσες ελίτ και άρχισαν να αποκτούν τις συνήθειες που συναντούσες στα κεντροδεξιά κόμματα. Με τη φόρα του νεοφώτιστου, μάλιστα, ενεπλάκησαν σε σωρεία οικονομικών σκανδάλων.
Η μεγάλη οικονομική κρίση έδωσε καίριο πλήγμα στους σοσιαλδημοκράτες. Παρόλο που δικαίωσε τις ιδεολογικές τους καταβολές και ειδικότερα τις αντιλήψεις του Κέινς για την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, τα κεντροαριστερά κόμματα δείχνουν ανήμπορα να εκφράσουν τα ρεύματα που αναπτύσσονται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Για τους νέους, η σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπεί ένα διεφθαρμένο, γερασμένο και παρασιτικό κομματικό μηχανισμό. Τα μεσαία στρώματα φτωχοποιούνται και στρέφονται προς την Ακροδεξιά, λιγότερο προς την Αριστερά και πολλοί στην αποχή και στην παραίτηση.
Το πολυπολιτιστικό μοντέλο που υποστήριζαν παραδοσιακά οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες έχει μετατραπεί σε πολιτικό μπούμεραγκ. Φρόντισαν γι’ αυτό αφενός η ισλαμική τρομοκρατία, αφετέρου η μαζική μετανάστευση που αμφότερες προσέλαβαν μεγάλες διαστάσεις λόγω του πολέμου στη Συρία.
Οι έννοιες του έθνους, της ταυτότητας και των συνόρων επανέρχονται με ορμή στο προσκήνιο και τις αξιοποιούν πολιτικά-εκλογικά η εθνικιστική και ακραία Δεξιά, με την Κεντροδεξιά να τρέχει από πίσω. Και η εργατική τάξη; Αν δούμε την επιρροή της Λεπέν στις άλλοτε «κόκκινες» προλεταριακές περιοχές της Γαλλίας, είναι προφανές πως σε μεγάλο βαθμό έχει στρέψει την πλάτη στην επαγγελία του «σοσιαλιστικού παραδείσου».
Γιώργος Λυκοκάπης
15/5/2017