Το εθνικό απολυτήριο καταργεί τις γενικές εξετάσεις.
Για πολλοστή φορά στα χρόνια της Μεταπολίτευσης επίκειται ακόμα μια αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ/ΤΕΙ της χώρας. Στο διάστημα των τελευταίων μηνών έχουν δημοσιευτεί συνεντεύξεις και άρθρα τόσο του υπουργού Παιδείας όσο και άλλων αρμοδίων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό.
Από όλα αυτά τα δημοσιεύματα δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί μια καθαρή εικόνα για το τι προτίθεται να κάνει η κυβέρνηση για ένα πρόβλημα που ταλανίζει τόσο την εκπαίδευση όσο και την κοινωνία επί δεκαετίες. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράθεμα από άρθρο του υπουργού Παιδείας στην «Αυγή» της 30.4.17. για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου:
«Η μείωση των μαθημάτων με ταυτόχρονη εμβάθυνση στη διδασκόμενη ύλη και την αύξηση των επιλεγόμενων μαθημάτων αποτελούν στοιχεία των αλλαγών που σχεδιάζονται. Απώτερος στόχος είναι να καταργηθούν σταδιακά οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια και η εισαγωγή να γίνεται με το βαθμό απολυτηρίου».
Από παλαιότερες δηλώσεις και άρθρα τόσο του υπουργού όσο και άλλων αρμοδίων προκύπτει ότι για τους μαθητές της Α’ Λυκείου του σχολικού έτους 2017/18, η τάξη αυτή θα έχει γενικό χαρακτήρα και οι τάξεις Β’ και Γ’ θα καταλήγουν στο εθνικό απολυτήριο.
Εχει μάλιστα αναφερθεί ότι ο βαθμός του εθνικού απολυτηρίου θα ενσωματώνει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους βαθμούς των μαθημάτων της Γ’ Λυκείου που θα εξετάζονται πανελλαδικά και κατά ένα μικρό ποσοστό τους βαθμούς του σχολείου.
Για όσους, όμως, από τους αποφοίτους Λυκείου θελήσουν να εισαχθούν σε ΑΕΙ/ΤΕΙ θα υπάρχουν και γενικές εξετάσεις σε τέσσερα μαθήματα ανάλογα με το τμήμα των ανώτατων ιδρυμάτων στο οποίο επιθυμούν να φοιτήσουν. Τι από όλα αυτά θα αποτελέσει την τελική πρόταση και το νομοσχέδιο που θα παρουσιάσει το υπουργείο Παιδείας τον Ιούνιο είναι αυτή τη στιγμή άγνωστο.
Επειδή είχα την τιμή να πρωτοπροτείνω σε ένα συνέδριο της ΟΛΜΕ το 1994 την καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου ως τίτλου όχι μόνο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ/ΤΕΙ αλλά και για προσλήψεις στο Δημόσιο και ανέλυσα την πρότασή μου αυτή σε ένα μεγάλο άρθρο μου στην «Ελευθεροτυπία» της 29.5.1994, θα ήθελα να κάνω στο σύντομο αυτό άρθρο τις παρακάτω παρατηρήσεις, με την ελπίδα ότι θα ληφθούν υπόψη στην τελική πρόταση του υπουργείου Παιδείας.
(α) Ενα πραγματικό εθνικό απολυτήριο (Ε.Α.) πρέπει να αποτελεί ακαδημαϊκό τίτλο ο οποίος θα αποτυπώνει την επίδοση του κατόχου του στο Λύκειο κατά τρόπο αντικειμενικό.
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, οι βαθμοί που θα λαμβάνονται υπόψη για να εξαχθεί ο γενικός βαθμός του Ε.Α. θα είναι μόνο εκείνοι των μαθημάτων που θα προκύπτουν από τις γραπτές πανελλαδικές εξετάσεις ενός ή δύο μαθημάτων της Β’ Λυκείου και όλων των μαθημάτων της Γ’ Λυκείου, τα οποία δεν πρέπει να είναι πολλά. Αρκετά, όμως, ώστε να έχει ο απόφοιτος του Λυκείου τη γενική εκείνη παιδεία που θα του είναι χρήσιμη σε όλη του τη ζωή.
(β) Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμοί του σχολείου διότι θα προκύψουν προβλήματα που εμφανίστηκαν στο παρελθόν (πλήθος «αριστούχων»), με αποτέλεσμα ο συνυπολογισμός τους, έστω και κατά ένα μικρό ποσοστό, στον γενικό βαθμό του Ε.Α. να αλλοιώνει την αντικειμενικότητά του και, επομένως, το κύρος του ως τίτλου εισαγωγής σε ΑΕΙ/ΤΕΙ ή πρόσληψης στο Δημόσιο. Αντικειμενικότητα η οποία θα στηρίζεται σε βαθμολόγηση των καλυμμένων γραπτών από εκπαιδευμένους βαθμολογητές.
(γ) Εάν καθιερωθεί αμέσως (και όχι σταδιακά) ένα Ε.Α. με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι σαφές ότι δεν πρέπει να υπάρχουν επιπλέον πανελλαδικές εξετάσεις σε τέσσερα μαθήματα των κατόχων του που θέλουν να εισαχθούν σε ΑΕΙ/ΤΕΙ. Το Ε.Α. καθιερώνεται για να καταργηθούν οι γενικές εξετάσεις.
Στη Γαλλία, όπου υπάρχει διαβάθμιση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σε ορισμένα από αυτά (ΕΝΑ, Grandes Ecoles και άλλα), εκτός από το Baccalaureate, οι υποψήφιοι δίνουν επιπλέον εξετάσεις. Στη χώρα μας όμως, δεν υπάρχουν (ευτυχώς) τέτοιες διαβαθμίσεις, εκτός από τη διάκριση ΑΕΙ-ΤΕΙ (που υπάρχει και στη Γαλλία).
Η καθιέρωση, ωστόσο, ενός Ε.Α., όπως σκιαγραφήθηκε πιο πάνω, απαιτεί αφενός το αναγκαίο και ικανοποιητικά αμειβόμενο διδακτικό προσωπικό και αφετέρου Λύκεια κτιριακά επαρκή και με κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή. Προϋποθέσεις που, δυστυχώς, δεν υπήρχαν στο παρελθόν και, πολύ περισσότερο, δεν υπάρχουν στο «μνημονιακό» παρόν. Κατά συνέπεια, ταυτόχρονα με την υιοθέτηση του Ε.Α., πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την έστω και μερική στελέχωση και εξοπλισμό των Λυκείων.
Τέλος, προκειμένου να βοηθηθούν τα παιδιά που ζουν και φοιτούν σε περιοχές της χώρας με χαμηλό εισόδημα και κοινωνικά προβλήματα πρέπει να υπηρετούν εκπαιδευτικοί με πείρα και το κράτος να τους παρέχει τα μέσα ώστε να προσφέρουν στα παιδιά αυτά τη βοήθεια που τους χρειάζεται ώστε να παίρνουν ένα Ε.Α. που θα τους δίνει τη δυνατότητα να εισαχθούν σε ΑΕΙ/ΤΕΙ.
18.05.2017
Μανόλης Γ. Δρεττάκης,
πρώην αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Το άνεργο επιστημονικό προλεταριάτο.
Η πρώτη μείωση του αριθμού των εισακτέων στα ελληνικά πανεπιστήμια αποφασίσθηκε επί υπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, στην κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου, την περίοδο 1930-1932. Η αιτία ήταν ο περιορισμός του «άνεργου επιστημονικού προλεταριάτου».
Η ιστορική έκδοση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων (σε χαρτί το οποίο φέρει την πατίνα του χρόνου) που έπεσε στα χέρια μου, διαπίστωνε ότι «η Ελλάς πάσχει από πληθωρισμόν αποφοίτων των Πανεπιστημίων». Γι’ αυτό καθιερώθηκαν οι εισιτήριες εξετάσεις «διά τας οποίας ελήφθη πρόνοια όπως καταστώσιν αυστηρότεραι και δικαιότεροι», ενώ «προς συμπλήρωσιν του μέτρου τούτου απεφασίσθη και ο καθορισμός εκ των προτέρων περιορισμένου αριθμού εισαγομένων φοιτητών κατ’ έτος εις εκάστην Σχολήν (numerus clausus)». Οι εισακτέοι στη Νομική Αθηνών και στη Νομική Θεσσαλονίκης ορίσθηκαν σε 500 και 200 αντίστοιχα, ενώ 200 ήταν οι εισακτέοι στην Ιατρική και 50 στην Οδοντιατρική. Σύμφωνα με την έκδοση, η κυβέρνηση χαρακτήριζε σημαντική μεταρρύθμιση τη μείωση του αριθμού των εισακτέων, αφού «σύνθημα της Πανεπιστημιακής πολιτικής της Κυβερνήσεως υπήρξε ο περιορισμός του ποσού και η βελτίωσις της ποιότητος». Μάλιστα, η κυβέρνηση σκόπευε με τον νέο Οργανισμό του Πανεπιστημίου που ψήφισε στη Βουλή, σε «ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις, εγγυώμεναι την βελτίωσιν της ποιοτικής του αποδόσεως».
Η αποτροπή δημιουργίας ενός «άνεργου επιστημονικού προλεταριάτου» κατά την ορολογία της έκδοσης δεν αποτελεί μέλημα των τελευταίων κυβερνήσεων της χώρας. Αντιθέτως, είναι εντυπωσιακό ότι ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου, παρότι αποφάσισε φέτος «ψαλίδι» σε εισακτέους περιζήτητων σχολών (π.χ. Ιατρικές), πριμοδότησε με επιπλέον σπουδαστές τις εκκλησιαστικές σχολές, τα οικονομικά τμήματα μικρού επιστημονικού βεληνεκούς, τις σχολές λογιστών και κλωστοϋφαντουργών, ενώ το τμήμα ΤΕΙ στη Ζάκυνθο, που πέρυσι είχε τελικά μόνο 9 πρωτοετείς εισακτέους, «εισέπραξε» αύξηση θέσεων (πέρυσι του δόθηκαν 120 θέσεις, φέτος 130 θέσεις). Ποιος πλήττεται από αυτές τις επιλογές, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λόγω των προβλημάτων του ενισχύει τον ταξικό του χαρακτήρα; Κατά κύριο λόγο τα παιδιά των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, που δεν έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν την εκπαίδευσή τους ώστε να διεκδικήσουν κάτι καλύτερο. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται στρατιές άνεργου επιστημονικού προλεταριάτου, ενώ η Ελλάδα θα όφειλε να αναζητεί, μέσω και των ΑΕΙ, νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Βενιζέλος - Παπανδρέου, Τσίπρας - Γαβρόγλου απέχουν (μόλις) 85 χρόνια...
18/5/2017
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ
http://www.kathimerini.gr/910050/opinion/epikairothta/politikh/to-anergo-episthmoniko-proletariato