Τι θα κάνει η Άγκυρα μετά την "απογοήτευση" από τον Trump;
Προτού ο Τούρκος πρόεδρος αναχωρήσει για την Ουάσιγκτον, συνεργάτες του περιέγραφαν την συνάντηση που θα είχε ο Tayyip Erdogan με τον Donald Trump ως "σημείο καμπής" -υπονοώντας ότι είτε ο ένοικος του Λευκού Οίκου θα έδειχνε κατανόηση, είτε το ρήγμα στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις θα μεγάλωνε.
Προϋπέθετε η αντίληψη αυτή πως οι "σκιές" οφείλονταν στο ότι η κυβερνητική αλλαγή δεν έχει ολοκληρωθεί σε όλο το βάθος του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού, όπου ακόμη έχουν καθοριστικό ρόλο στελέχη της εποχής Obama, και πως η άμεση επαφή με τον Αμερικανό πρόεδρο θα αποκαθιστούσε την διμερή συνεννόηση.
Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις που προκύπτουν από την συνάντηση που είχαν την Τρίτη οι Donald Trump και Tayyip Erdogan είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν έλαβε παρά φραστική υποστήριξη στα ζητήματα ενδιαφέροντός του και αναχώρησε άπρακτος. Καθόλου τυχαία, η αμερικανική πλευρά δεν ανέμενε την πραγματοποίηση της επίσκεψης Erdogan για να ανακοινώσει την απόφαση αποστολής οπλισμού στους μαχητές του PYD (αδελφής οργάνωσης του ΡΚΚ στη Συρία), τους οποίους προκρίνει ως κύρια χερσαία δύναμη για την επιχείρηση κατάληψης της Ράκκα. Συνεπώς, το νόημα της συνάντησης ήταν για την αμερικανική πλευρά εμφανώς το "χρύσωμα του χαπιού" και όχι η αλλαγή στάσης.
Εναπόκειται λοιπόν στην τουρκική πλευρά να αξιολογήσει πλέον κατά πόσον και πώς μπορεί να υλοποιήσει τις απειλές της περί ρήγματος. Ήδη πριν από το ραντεβού στον Λευκό Οίκο ο Τούρκος πρωθυπουργός Binali Yidirim διαμήνυε ότι αν η Άγκυρα δεν λάβει τις απαραίτητες εγγυήσεις θα προχωρήσει στις αναγκαίες κινήσεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας εντός και εκτός των συνόρων της -δηλ. σε επιχειρήσεις κατά του PYD. Το ότι πλέον οι Κούρδοι μαχητές πλαισιώνονται από Αμερικανούς κομάντος εκπαιδευτές και ότι προηγούμενες τουρκικές επιθετικές ενέργειες μάλλον επέσπευσαν τις αποφάσεις των ΗΠΑ για την αποστολή οπλισμού στο PYD δεν είναι κάτι το οποίο η Άγκυρα δείχνει δημοσίως να λαμβάνει υπόψη της.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι η ατζέντα των συνομιλιών στον Λευκό Οίκο ήταν περιορισμένη στο θέμα του PYD, στην διεκδίκηση έκδοσης στην Τουρκία του εγκατεστημένου στην Πενσιλβάνια ιεροκήρυκα και φερόμενου ως πρωτεργάτη της απόπειρας πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου, Fethulah Gulen, καθώς και στο αίτημα για απελευθέρωση του κρατούμενου στις ΗΠΑ τουρκο-ιρανού επιχειρηματία Reza Zarrab και του αντιπροέδρου της τουρκικής Halkbank, Mehmet Hakan Atilla, που κατηγορούνται για παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν.
Και μόνο το τελευταίο αίτημα δείχνει από ποια θέση αδυναμίας προσήλθε στη συνάντηση ο Erdogan, εφόσον η υπόθεση του Zarrab αποτελεί κοινό μυστικό ότι παραπέμπει σε ισχυρό δίκτυο διαφθοράς που ακουμπά την οικογένεια του Τούρκου προέδρου. Το δε ενδεχόμενο έκδοσης του Gulen (το οποίο θα μπορούσε, κατά τις ελπίδες ορισμένων στην Άγκυρα, να λειτουργήσει αντισταθμιστικά προς τις διαφωνίες επί του κουρδικού ζητήματος), συγκεντρώνει απειροελάχιστες πιθανότητες υλοποίησης, με βάση την αμερικανική θεσμική και πολιτική πραγματικότητα (και το γεγονός ότι ο Τούρκος ιεροκήρυκας υπήρξε ένας προστατευόμενος της CIA).
Εξάλλου, σε μία συγκυρία κατά την οποία καλλιεργείται το έδαφος στις ΗΠΑ για να κινηθεί διαδικασία ανάκλησης του Trump, με την κατηγορία ότι αποκάλυψε απόρρητες πληροφορίες κατά τη συνάντησή του με τον Ρώσος υπουργό Εξωτερικών Sergei Lavrov, είναι εκτός πραγματικότητας να αναμένει κανείς περισσότερο προχωρημένες συνεννοήσεις με την τουρκική πλευρά.
Το μέγα ερώτημα είναι πάντως αν η υποστήριξη των ΗΠΑ προς το PYD έχει τακτικά ή στρατηγικά χαρακτηριστικά. Αν ισχύει το πρώτο, οι Κούρδοι μαχητές προορίζονται να εγκαταλειφθούν μετά την κατάληψη της Ράκα και οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις να προχωρήσουν. Αν ισχύει το δεύτερο, ο χάρτης της περιοχής θα αλλάξει και η Τουρκία είναι πραγματικά παγιδευμένη.
Του Κώστα Ράπτη
17/5/2017