Το Κατάρ και ο σιιτικός διάδρομος.


Η κρίση σοβεί εδώ και καιρό στον Κόλπο, αλλά χρειάσθηκε η επίσκεψη του προέδρου Τραμπ στο Ριάντ για να εκδηλωθεί και μάλιστα με αποφασιστικό τρόπο. Η αιτία που προβλήθηκε για να τεθεί το Κατάρ σε καθεστώς διπλωματικής –και φυσικής– καραντίνας είναι η υποστήριξη του εμιράτου σε τζιχαντιστικές οργανώσεις.

Η κατηγορία δεν είναι αβάσιμη, αλλά όσο ισχύει για το Κατάρ άλλο τόσο ισχύει και για τη Σαουδική Αραβία, η οποία πρωτοστατεί σ’ αυτή την κίνηση. Και οι δύο χρηματοδότησαν εμμέσως πλην σαφώς και την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, προκειμένου να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ.

Στο παιχνίδι αυτό συμμετείχε και η Δύση, παραβλέποντας το μέτωπο εναντίον του τζιχαντισμού, προκειμένου να εξυπηρετήσει νεοψυχροπολεμικές σκοπιμότητες. Ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ δεν θα σήμαινε μόνο ότι θα ξεμπέρδευε με ένα μη αρεστό καθεστώς. Θα σήμαινε και εκδίωξη της Ρωσίας από τη Μεσόγειο, δεδομένου οι μόνες βάσεις που διατηρεί στην ευρύτερη περιοχή είναι στη βορειοδυτική Συρία.

Στο ίδιο παιχνίδι έπαιξε δυνατά και η Τουρκία του Ερντογάν. Με τα χρήματα από τις μοναρχίες του Κόλπου εξόπλιζε και προμήθευε τα αναγκαία στους τζιχαντιστές, εξασφάλιζε την ελεύθερη είσοδο-έξοδό τους από τη Συρία, έκανε λαθρεμπόριο πετρελαίου και φρόντιζε για την περίθαλψη των τραυματιών σε τουρκικά νοσοκομεία. Όλα αυτά με τις ευλογίες της Δύσης, η οποία είχε βαφτίσει τους τζιχαντιστές αγωνιστές της δημοκρατίας που πολεμούν εναντίον του τυράννου Άσαντ.

Το σχέδιο, όμως, δεν βγήκε. Με τη βοήθεια ιρανικών πολιτοφυλακών, μαχητών της σιιτικής Χεζμπολά του Λιβάνου και βεβαίως της Ρωσίας, το καθεστώς Άσαντ όχι μόνο άντεξε, αλλά και πέρασε επιτυχώς στην αντεπίθεση. Οι τελετουργικοί αποκεφαλισμοί Δυτικών υποχρέωσαν και τις ΗΠΑ και την Ευρώπη να στραφούν εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και να ασκήσουν πιέσεις και στις μοναρχίες του Κόλπου και στην Άγκυρα να πράξουν το ίδιο.

Αγορά πολιτικής επιρροής

Στο Ριάντ, ο πρόεδρος Τραμπ απαίτησε από τους Σαούντ να κόψουν μαχαίρι τις έμμεσες χρηματοδοτήσεις προς τους τζιχαντιστές. Για να τους δώσει “αμνηστία” για το παρελθόν, μάλιστα, απαίτησε και εξασφάλισε συμβόλαια αφενός για την αγορά αμερικανικών όπλων (πάνω από 100 δισ δολάρια), αφετέρου για την πραγματοποίηση μεγάλων επενδύσεων στις ΗΠΑ (περίπου 200 δισ δολάρια). Ως αντάλλαγμα τους πρόσφερε τη διαβεβαίωση πως δεν πρόκειται να προβεί σε κινήσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο τη σημερινή τάξη πραγμάτων στην αραβική χερσόνησο.

Το Ριάντ δέχθηκε και κατ’ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά αγόρασε ισχυρή πολιτική επιρροή στην Ουάσιγκτον. Έτσι εξασφάλισε ως πρόσθετο αντάλλαγμα το αμερικανικό πράσινο φως για να στριμώξει το Κατάρ. Η επίσημη δικαιολογία είναι η υποστήριξη που ο εμίρης Αλ Θάνι προσφέρει στην ισλαμική τρομοκρατία. Όπως προαναφέραμε, όμως, η μόνη διαφορά του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία αφορά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και όχι το Ισλαμικό Κράτος και την Αλ Κάιντα.

Τόσο το Κατάρ όσο και η Τουρκία υποστηρίζουν ανοικτά τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, κέντρο των οποίων είναι η Αίγυπτος. Η υποστήριξη αυτή εξηγεί την εχθρότητα του καθεστώτος Σίσι προς τις δύο αυτές χώρες. Επειδή η Σαουδική Αραβία διατηρεί καλές σχέσεις με το καθεστώς Σίσι, η Αδελφότητα έχει στραφεί και εναντίον της δυναστείας των Σαούντ. Το Κατάρ και η Τουρκία υποστηρίζουν, επίσης, τη Χαμάς, γεγονός που προκαλεί τη αντίδραση του Ισραήλ.

Ένας δεύτερος λόγος που και το Ριάντ και το Κάιρο είναι εξοργισμένα με το Κατάρ είναι το δίκτυο Αλ Τζαζίρα, το οποίο είναι ιδιοκτησία του εμιράτου. Το Αλ Τζαζίρα έχει εδώ και χρόνια διαμορφώσει μία άλλη τηλεοπτική κουλτούρα στον αραβικό κόσμο.

Έχει σπάσει τον κρατικό έλεγχο στην ενημέρωση που ήταν ο κανόνας στα καθεστώτα της περιοχής, ανεξαρτήτως των μεταξύ τους διαφορών. Επηρεάζει την αραβική κοινή γνώμη, υπερβαίνοντας τα καθεστώτα. Αυτός είναι ο λόγος που το θεωρούν παράγοντα υπονόμευσής τους. Δεν μπορούσαν, όμως, να επικαλεσθούν αυτό ως επίσημη αιτιολογία της καραντίνας.

Η αυτονόμηση του Κατάρ

Ο τρίτος λόγος είναι γεωπολιτικός. Μετά την ανεξαρτητοποίησή του το 1971, το Κατάρ ήταν στην πραγματικότητα προτεκτοράτο της Σαουδικής Αραβίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, όμως, όταν η εκμετάλλευση γιγαντιαίων κοιτασμάτων φυσικού αερίου έδωσε στο εμιράτο τεράστια οικονομική ισχύ, η οικογένεια Αλ Θάνι απογαλακτίσθηκε πολιτικά από το Ριάντ. Το ίδιο συνέβη με το Κουβέιτ και το Ομάν.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι το Κατάρ μοιράζεται ένα γιγαντιαίο κοίτασμα με το Ιράν, ώθησε τους Αλ Θάνι να ακολουθήσουν μία πολιτική ισορροπιών μεταξύ του Ριάντ και της Τεχεράνης. Για την ακρίβεια, η Ντόχα δεν συμμετείχε στην ψυχροπολεμική εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας για την απομόνωση του Ιράν. Υπενθυμίζουμε ότι έχει διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με την Τεχεράνη από το 2016.

Το Ιράν έχει σπεύσει να καλύψει το κενό που δημιούργησε η καραντίνα στην τροφοδοσία του εμιράτου με τρόφιμα και άλλα αναγκαία. Δικαιολογημένα θεωρεί πως θα είναι γεωπολιτική απώλεια εάν το Κατάρ υποκύψει και επανέλθει σε καθεστώς δορυφόρου της Σαουδικής Αραβίας.

Η προσπάθεια των Αλ Θάνι να τηρήσουν ισορροπίες με την Τεχεράνη είναι ένας πρόσθετος λόγος που στοχοποιήθηκαν. Ωθούμενος και από το εβραϊκό λόμπι, ο πρόεδρος Τραμπ έχει επαναφέρει τις αμερικανοϊρανικές σχέσεις στον αστερισμό της έντασης.

Ο σιιτικός διάδρομος

Το Ισραήλ έχει τους δικούς του λόγους να επιδιώκει την απομόνωση του Ιράν. Θέλει με κάθε τρόπο να σπάσει τον σιιτικό διάδρομο που από το Ιράν φθάνει στη Χεζμπολά του Λιβάνου μέσω νότιου Ιράκ και Συρίας.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε τον κρίσιμο ρόλο της ισχυρής σιιτικής παραστρατιωτικής οργάνωσης PMU (διαθέτει περίπου 100.000 ενόπλους). Η PMU έχει –με τη σύμφωνη γνώμη της Βαγδάτης– καταλάβει από το Ισλαμικό Κράτος εκτεταμένες περιοχές του δυτικού Ιράκ. Έχει φθάσει προς Βορρά στα όρια του άτυπου κουρδικού κρατιδίου του Μπαρζανί, προς βορειοδυτικά στα όρια περιοχής που ελέγχουν Γεζίντι του PKK και προς νοτιοδυτικά θα έλθουν σε επαφή με τις δυνάμεις του Άσαντ.

Με αυτό τον τρόπο θα ανοίξει και ο εδαφικός διάδρομος από Ιράν προς Χεζμπολά και Μεσόγειο. Αυτό είναι που οι Ισραηλινοί θέλουν να αποτρέψουν. Επειδή είναι η πρώτη προτεραιότητά τους, όπως και ανώτατοι Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν ομολογήσει, θεωρούν χρήσιμη την παρουσία των τζιχαντιστών στη Συρία.

Υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την ισραηλινή αντίληψη για τη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος Τραμπ έχει διακηρύξει την πρόθεσή του να απομονώσει το Ιράν. Γι’ αυτό και άναψε το πράσινο φως για την καραντίνα του Κατάρ. Από την άλλη πλευρά, το εμιράτο έχει μεγάλης κλίμακας επενδύσεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παίζει σημαντικό ρόλο, μάλιστα, στον κλάδο του real estate, ο οποίος είναι γήπεδο του Τραμπ.

Εκτός αυτού, φιλοξενεί στο έδαφός του τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στην περιοχή και μαζί την Κεντρική Διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων (11.000 στρατιωτικοί). Αυτές μεταφέρθηκαν από τη Σαουδική Αραβία στο Κατάρ το 2003 (τότε έγινε η δεύτερη εισβολή στο Ιράκ).

Τα δύο αυτά στοιχεία θέτουν εκ των πραγμάτων κάποια όρια στην πίεση που ασκείται στη Ντόχα. Αυτό φάνηκε καθαρά και από την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον, η οποία κατέστησε δημοσίως σαφές πως δεν θα επιτρέψει η πίεση να καταστεί ασφυκτική.