Το τέλος του «τουρκικού μοντέλου».


  Recep Tayyip Erdogan & Bashar al-Assad

 Mε δύο ανοικτά μέτωπα με τους Ευρωπαίους ηγέτες, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιδιώκει να εδραιώσει την εξουσία του στο εσωτερικό της χώρας, προσεγγίζει τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία. Ο επαναπροσδιορισμός αυτός μαρτυρεί τη λεπτή θέση της Τουρκίας στο περιφερειακό περιβάλλον της. Η εποχή που η χώρα εμφανιζόταν ανάμεσα στους μεγάλους ωφελημένους της «αραβικής άνοιξης» μοιάζει πολύ μακρινή.
Από το 2014, η Τουρκία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να αναπροσαρμόσει την εξωτερική πολιτική της, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της σύγκρουσης στη Συρία, αλλά και την κατάσταση στο εσωτερικό της. Την εποχή της «αραβικής άνοιξης», το 2011, το πρωτόγνωρο πείραμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), του ισλαμο-συντηρητικού κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002, αποτελούσε δημοκρατικό παράδειγμα για την ευρύτερη περιοχή. Η διπλωματία καλής γειτονίας που τέθηκε σε εφαρμογή από τον υπουργό Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, καθώς και ο δυναμισμός της αναδυόμενης τουρκικής οικονομίας, συνετέλεσαν στη διαμόρφωση θετικής εικόνας για τη χώρα της Μέσης Ανατολής.
Κι όμως! Η αμφιλεγόμενη στάση της Άγκυρας απέναντι στα τζιχαντιστικά κινήματα που δρουν στη Συρία, η σύμπλευσή της με τις ισλαμιστικές κυβερνήσεις που προέκυψαν από τη συνεχιζόμενη –αλλά αμφισβητούμενη– πολιτική μετάβαση σε Αίγυπτο και Τυνησία και, τέλος, η βίαιη καταστολή των λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στην καταστροφή του πάρκου Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, την άνοιξη του 2013, θάμπωσαν το άστρο της Τουρκίας. Από το 2015, η γειτονική χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με την άμεση ανάμειξη της Ρωσίας στη συριακή διένεξη, την ώρα μάλιστα που οι δυνάμεις του Κόμματος Δημοκρατικής Ένωσης (PYD), μιας οργάνωσης των Κούρδων της Συρίας που συνδέεται με το Κόμμα Κούρδων Εργατών (ΡΚΚ), καταλάμβαναν την πλεονεκτική θέση των κατ’ εξοχήν αντιπάλων του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ). Ο πολλαπλασιασμός των επιθέσεων –και από τζιχαντιστές και από Κούρδους– στο έδαφος της Τουρκίας μοιάζει να είναι το τίμημα των ριψοκίνδυνων κινήσεων που κάνει στα νότια σύνορά της και της άρνησής της να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του κουρδικού πληθυσμού.
Οι παραπάνω παράγοντες ωθούν την Άγκυρα στην επανεξέταση της διπλωματικής και γεωστρατηγικής τοποθέτησής της. Και όλα αυτά μέσα σε μια συγκυρία εσωτερικού μετασχηματισμού, όπου ο Ερντογάν επιχειρεί να εδραιώσει τα προνόμιά του και τον ρόλο του ως προέδρου. Η νέα τουρκική διπλωματία, την οποία ο Τούρκος πρωθυπουργός Μπιναλί Γιλντιρίμ χαρακτήρισε ως «πολιτική “περισσότερων φίλων παρά εχθρών”», δηλώνει πραγματιστική. Ωστόσο, παραμένει ευαίσθητη απέναντι σε διάφορες πηγές αβεβαιότητας, σε μια εποχή όπου η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύει να κλονίσει λίγο περισσότερο τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες της ευρύτερης περιοχής.
1. Προσέγγιση με τους Σαουδάραβες
Η διπλωματική στροφή περιλαμβάνει την προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία και την αποστασιοποίηση από το Ιράν. Ένα από τα πρώτα καθαρά σημάδια φάνηκε τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο Ερντογάν διέκοψε περιοδεία του στην Αφρική για να παραστεί στην κηδεία του βασιλιά Αμπντάλα στο Ριάντ, αφού πρώτα κήρυξε μονοήμερο εθνικό πένθος. Η στροφή του Ερντογάν, που συνάντησε αντιδράσεις στην Τουρκία, κυρίως από την κοσμική αντιπολίτευση και από το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) (2), δεν διαψεύστηκε στη συνέχεια. Την άνοιξη του 2015, ο Τούρκος πρόεδρος πρόσφερε ανοικτή υποστήριξη στη στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, κατηγορώντας το Ιράν ότι θέλει να «κυριαρχήσει» στη Μέση Ανατολή (3). Και, τον Ιανουάριο του 2016, επιστρέφοντας από επίσκεψη στο ουαχαμπιτικό βασίλειο, αρνήθηκε να καταδικάσει την εκτέλεση του σιίτη κληρικού και αντικαθεστωτικού Νιμρ Μπακρ Αλ-Νιμρ από τις σαουδαραβικές αρχές, ενέργεια που προκάλεσε τη διάρρηξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης.
Η σύγκλιση Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας προκαλεί έκπληξη στο μέτρο που η τουρκική κυβέρνηση δεν υιοθετούσε, μέχρι τώρα, τη λογική της αντιπαράθεσης μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Τον Μάρτιο του 2011, η Άγκυρα επέκρινε την καταστολή της εξέγερσης στο Μπαχρέιν (στην οποία συμμετείχαν σιίτες, αλλά όχι μόνο) από τα στρατεύματα του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (GCC). Λίγο καιρό αργότερα, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Ιράκ, ο Ερντογάν προκαλούσε αίσθηση με την ενέργειά του να προσευχηθεί στη Νατζάφ, στο μαυσωλείο του Αλί (γαμπρού του Προφήτη και προσώπου που οι σιίτες αντιμετωπίζουν με θρησκευτική λατρεία) και τις προειδοποιήσεις κατά των θρησκευτικών διαιρέσεων που απηύθυνε προς τον μουσουλμανικό κόσμο.
Η τουρκική επανατοποθέτηση απέναντι στην όλο και εντονότερη αντιπαλότητα Σαουδικής Αραβίας-Ιράν δεν υπαγορεύεται μόνο από θρησκευτικές ανησυχίες. Αποσκοπεί επίσης στην ευκολότερη επιστροφή της Άγκυρας στο πεδίο της συριακής διένεξης: το κύριο θέμα συζήτησης στις συναντήσεις Τούρκων και Σαουδαράβων αξιωματούχων είναι η υποστήριξη ενός μέρους των ένοπλων οργανώσεων στη Συρία. Και μάλιστα την εποχή που οι Τούρκοι προσπαθούν να πείσουν τους Αμερικανούς να υποστηρίξουν περισσότερο τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό (FSA), ο οποίος μάχεται κατά του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ-Άσαντ από τον Ιούλιο του 2011 και προσπαθεί να έχει διακριτή δράση από τις τζιχαντιστικές τακφιριστικές ομάδες (4).
Εξάλλου, για να είναι πλήρως αξιόπιστη η στροφή που επιχειρεί, η τουρκική κυβέρνηση θα πρέπει να απαλλαγεί από την ελάχιστα κολακευτική εικόνα του συμμάχου του Ισλαμικού Κράτους, η οποία την ακολουθεί από την πολιορκία της συριακής πόλης Κομπάνι από τους τζιχαντιστές, τον Σεπτέμβριο του 2014. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης μάχης, ενώ οι κουρδικές δυνάμεις των Μονάδων Λαϊκής Προστασίας (YPG, ένοπλη πτέρυγα του PYD) και του ΡΚΚ υπερασπίζονταν την πόλη με τη βοήθεια της αεροπορίας των Δυτικών, ο τουρκικός στρατός δεν επέτρεψε να περάσει πάρα μόνο μία μικρή αυτοκινητοπομπή Κούρδων μαχητών πεσμεργκά, οι οποίοι έφτασαν ως ενισχύσεις από το Ιράκ. Ωστόσο, μετά την επίθεση στην τουρκική συνοριακή πόλη Σουρούτς (που αποδόθηκε στο ΙΚ), στις 20 Ιουλίου 2015, η Τουρκία επέτρεψε τη χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ από τη διεθνή συμμαχία κατά των στρατευμάτων του «χαλιφάτου». Η συγκεκριμένη επανατοποθέτηση υπήρξε το σημείο εκκίνησης μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να δώσει στον τουρκικό στρατό τη δυνατότητα να επιβληθεί ως ο πιο αποφασισμένος εχθρός του Ισλαμικού Κράτους.
2. Εμμονή με τις κουρδικές επιτυχίες
Στην αρχή, η επανατοποθέτηση της Τουρκίας δεν έπειθε ιδιαίτερα, καθώς οι τουρκικές δυνάμεις έπλητταν τις δυνάμεις του ΡΚΚ στο βόρειο Ιράκ ή του PYD στη Συρία (από το φθινόπωρο) πολύ συχνότερα απ’ όσο τα στρατεύματα του Ισλαμικού Κράτους. Ωστόσο, η Τουρκία έγινε, στο τέλος του 2015, και ιδιαίτερα το 2016, ένας από τους κύριους στόχους του ΙΚ. Η εξέλιξη αυτή ώθησε την Άγκυρα να αντιδράσει στο εσωτερικό, με τη μαζική εξάρθρωση πυρήνων τζιχαντιστών από την αστυνομία, αλλά και στο εξωτερικό πεδίο. Αρκετοί μήνες σποραδικών ρίψεων ρουκετών Κατιούσα από το πυροβολικό του ΙΚ στην τουρκική συνοριακή επαρχία του Κιλίς έδωσαν στην Άγκυρα, στις αρχές Μαΐου του 2016, το πρόσχημα για μια πρώτη εισβολή των στρατευμάτων της στο συριακό έδαφος.
Η υπόθεση πήρε τελείως διαφορετική τροπή στις 24 Αυγούστου 2016, όταν ο τουρκικός στρατός, προκειμένου να υποστηρίξει τους Άραβες Σύρους αντάρτες που εκπαίδευε από την προηγούμενη χρονιά, διέσχισε ξανά τα σύνορα με την ευκαιρία της επιχείρησης «Ασπίδα του Ευφράτη» και κατέλαβε την πόλη Τζαραμπλούς, στη δυτική όχθη του ποταμού. Αυτή τη φορά, ο πόλεμος είχε κηρυχθεί. Όμως, η αντιτζιχαντιστική στάση της Άγκυρας ακόμη δεν έπειθε, καθώς σκοπός της εισβολής ταυτόχρονα ήταν να παρεμποδίσει τη συνένωση των κουρδικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην πόλη Μανμπίζ (ανατολικά) και στον θύλακα Αφρίν (δυτικά).
Η Τουρκία, σύμμαχος από το 2007 της περιφερειακής κυβέρνησης του ιρακινού Κουρδιστάν (KRG), είχε αντιμετωπίσει με ανησυχία την ανάδυση παρόμοιας κουρδικής ζώνης στη βόρεια Συρία (στη Ροζάβα), καθώς η συγκεκριμένη περιοχή βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του PYD, που πρόσκειται στο ΡΚΚ. Ωστόσο, η ιδέα της σύναψης σχέσεων με τη Ροζάβα ανάλογων με εκείνες προς το ιρακινό Κουρδιστάν βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη το 2013 όταν, στο εσωτερικό μέτωπο, η τουρκική κυβέρνηση διαπραγματευόταν ειρηνευτική συμφωνία με το ΡΚΚ. Δύο φορές μέσα στο καλοκαίρι του 2013, ο ηγέτης του PYD Σάλεχ Μουσλίμ μετέβη ανεπίσημα στην Τουρκία, και μάλιστα έκανε λόγο για εγκατάσταση αντιπροσωπείας της οργάνωσής του στην Άγκυρα. Η στρατηγική του ΑΚΡ στόχευε τότε στην ενσωμάτωση των Κούρδων της Τουρκίας στο εθνικό πολιτικό σύστημα και στην εφαρμογή πολιτικής καλής γειτονίας με τους Κούρδους του Ιράκ, ακόμη και της Συρίας. Οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις έθεσαν σε αμφισβήτηση το συγκεκριμένο σχέδιο και ώθησαν την τουρκική κυβέρνηση να αλλάξει την προσέγγισή της στο κουρδικό ζήτημα.
Την άνοιξη του 2013, η ειρηνευτική διαδικασία με το ΡΚΚ τέθηκε στο δεύτερο πλάνο της πολιτικής επικαιρότητας από το κίνημα διαμαρτυρίας στο πάρκο Γκεζί. Στη συνέχεια, η διαδικασία βρέθηκε σε τέλμα, κυρίως επειδή έπεσε θύμα ενός φορτωμένου εκλογικού προγράμματος για το 2014 (δημοτικές και προεδρικές εκλογές) και το 2015 (βουλευτικές εκλογές). Στο Ιράκ και στη Συρία, η επίθεση του Ισλαμικού Κράτους είχε ξαναμοιράσει την τράπουλα και είχε αποκαλύψει τη διφορούμενη τουρκική στάση. Τον Φεβρουάριο του 2015, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις βουλευτικές εκλογές, χάθηκε μία ακόμη ευκαιρία προσέγγισης με το PYD. Η κάλυψη που πρόσφεραν οι δυνάμεις των Κούρδων της Συρίας στην αποχώρηση του περικυκλωμένου από το Ισλαμικό Κράτος τουρκικού στρατού από τον θύλακα του Σουλεϊμάν Σαχ θα μπορούσε να είχε επιτρέψει την επανέναρξη του διαλόγου. Την ίδια στιγμή όμως, ο Ερντογάν εμπόδιζε την προσπάθεια του πρωθυπουργού του Νταβούτογλου για επανέναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας με το ΡΚΚ. Τελικά, τον Ιούνιο του 2015, η εκλογική επιτυχία του HDP, η οποία του εξασφάλισε άνετη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και στέρησε την αυτοδυναμία από το ΑΚΡ, έπεισε τον Τούρκο πρόεδρο να υιοθετήσει στρατηγική αναχαίτισης της κουρδικής ενίσχυσης. Μολονότι το HDP κατόρθωσε να διατηρήσει τη θέση του στο Κοινοβούλιο κατά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2015, υπέστη συστηματική περιθωριοποίηση και καταστολή.
Στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, πολύ μεγάλος αριθμός βουλευτών αυτού του προοδευτικού κόμματος, και ιδιαίτερα οι δύο συμπρόεδροί του Σελαχατίν Ντεμιρτάς και Φιγκέν Γιουκσεγκντάγκ, βρέθηκαν στη φυλακή και κινδυνεύουν με ισόβια κάθειρξη για «συνεργασία με τρομοκρατική οργάνωση».
3. Σύγκλιση με τη Ρωσία
Τον Σεπτέμβριο του 2015, η ισχυρή υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας στις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος και του Ιράν, που επιχειρούσαν στα νότια σύνορά της, εξόργισε την Άγκυρα, την ώρα που οι δυτικοί σύμμαχοί της, μερικοί από τους οποίους είχαν δεχθεί ισχυρά πλήγματα (όπως η Γαλλία), έκαναν λόγο για σύγκλιση με τη Μόσχα προκειμένου να καταπολεμηθεί η τζιχαντιστική τρομοκρατία (5). Στις 24 Νοεμβρίου 2015, η κατάρριψη ενός ρωσικού αεροσκάφους Su-24 από τουρκικά F-16 και η υποστήριξη που έλαβε τελικά η Άγκυρα από την Ουάσιγκτον, ήρθαν να σπάσουν την αυξανόμενη τουρκική απομόνωση. Το επεισόδιο προκάλεσε έξι μήνες έντασης με τη Ρωσία. Χωρίς αμφιβολία, η βαρύτητα των οικονομικών συνεπειών μιας τέτοιας διαμάχης εξηγεί τη σπουδή για τη γρήγορη εξομάλυνση των διμερών σχέσεων.
Όμως, στην αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο γειτόνων συνετέλεσε και η επιδείνωση των σχέσεων της Άγκυρας με την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα. Οι Τούρκοι επέκριναν τους Αμερικανούς επειδή αφαίρεσαν το PYD από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων και κατέστησαν τους Κούρδους «υπεύθυνους εταίρους». Μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2016, ο Πούτιν είχε διεισδύσει στο κενό, αφού αποδέχθηκε τη «συγγνώμη» της Τουρκίας. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, κατά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Πούτιν υπήρξε ο πρώτος που παρείχε υποστήριξη στον Τούρκο ομόλογό του.
Αντίθετα, οι Αμερικανοί σύμμαχοι, με την καθυστερημένη αντίδρασή τους και την άρνησή τους να εκδώσουν τον Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο Ερντογάν υπέδειξε ως «εγκέφαλο» του πραξικοπήματος, έμοιαζαν όλο και πιο ύποπτοι. «Ευχαριστούμε τις ρωσικές αρχές και ιδιαίτερα τον πρόεδρο Πούτιν. Η Ρωσία μάς παρείχε υποστήριξη άνευ όρων, σε αντίθεση με άλλες χώρες», δήλωνε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου (6).
Τον Αύγουστο του 2016, ο Ερντογάν μετέβη στη Μόσχα για να σφραγίσει την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων. Η προσέγγιση έφτασε στο απόγειό της τον Ιανουάριο του 2017, όταν Ρώσοι και Τούρκοι, αφού κατάφεραν να επιβάλουν κατάπαυση του πυρός στο Χαλέπι, οργάνωσαν από κοινού με το Ιράν διάσκεψη στην Αστάνα του Καζακστάν. Για μια στιγμή, η διευθέτηση της συριακής διένεξης που, με την κίνηση αυτή τέθηκε κάτω από την αιγίδα μιας ευρασιατικής σύμπραξης, φάνηκε να ξεφεύγει από τον έλεγχο των Δυτικών.
Βέβαια, οι ρωσο-τουρκικές σχέσεις, ακόμη και μετά την αποκατάστασή τους, δεν είναι και πολύ αξιόπιστες. Η διαδικασία της Αστάνα δεν οδήγησε στην υπέρβαση ούτε της αντιπαλότητας Τουρκίας-Ιράν ούτε των ρωσοτουρκικών διαφορών γύρω από τη συριακή κρίση. Σύντομα φάνηκε ότι, ενώ η Μόσχα ενδιαφερόταν να βρει λύση στη διένεξη, η Άγκυρα επιθυμούσε να περιοριστεί, σε πρώτη φάση, στην επιβολή του σεβασμού της παύσης των εχθροπραξιών μεταξύ των πρωταγωνιστών. Εξάλλου, μολονότι η Ρωσία έδωσε την έγκρισή της για την τουρκική επιχείρηση «Ασπίδα του Ευφράτη», στη συνέχεια ο πυρήνας της στρατηγικής της ήταν να παρεμποδίσει την επέκταση της τουρκικής επέμβασης προς τον νότο και τη Ράκα, την αυτόκλητη «πρωτεύουσα» του Ισλαμικού Κράτους, ώστε να αποφύγει τον κίνδυνο σύγκρουσης μεταξύ Τούρκων και Κούρδων (7).
Στο μεταξύ, η τουρκική κυβέρνηση δηλώνει διαρκώς την ικανοποίησή της για την πολιτική αλλαγή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι πρώτες επαφές με τον Τραμπ, πάντως, δεν κατέληξαν σε χειροπιαστά αποτελέσματα όσον αφορά την έκδοση του Γκιουλέν ή τη διακοπή των αμερικανικών σχέσεων με το PYD. Εν όψει της επίθεσης στη Ράκα, η Άγκυρα επιχείρησε να πείσει την Ουάσινγκτον να γυρίσει την πλάτη στους Κούρδους της Συρίας και να προτιμήσει τους αντάρτες που η ίδια υποστηρίζει. Φαίνεται όμως ότι το επεισόδιο της κοπιώδους κατάληψης της πόλης Αλ-Μπαμπ (8) από τις συγκεκριμένες ομάδες ανταρτών δεν έχει πείσει την αμερικανική κυβέρνηση για την αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας επιλογής, η οποία θα συναντούσε ακόμη περισσότερα εμπόδια στον Νότο, λόγω της συνεργασίας μεταξύ των στρατευμάτων της Δαμασκού και του PYD, με τις ευλογίες της Μόσχας.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να υπολογίζουν στον ρόλο που οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (συμμαχία του PYD με άλλες «κοσμικές» συριακές αντάρτικες ομάδες) θα μπορούσαν να παίξουν κατά την τελική επίθεση εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (9). Σε μια τέτοια προοπτική, είναι πιθανό η νέα αμερικανική κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, να προσπαθήσουν να συμφιλιώσουν τις ορισμένες φορές ανταγωνιστικές φιλοδοξίες των συμμάχων τους (Τούρκων, Κούρδων και FSA), αποφεύγοντας ταυτόχρονα τη σύγκρουσή τους με τις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος, που υποστηρίζονται από τη Ρωσία.
Η Τουρκία από την πλευρά της, την ώρα που το ΝΑΤΟ μοιάζει να επιβιώνει από την πολιτική αλλαγή στην Ουάσινγκτον και που η διαδικασία της Αστάνα έχει δείξει τα όριά της, δύσκολα θα μπορέσει να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη σχέση της με τη Ρωσία ως μέσο πίεσης απέναντι στους Αμερικανούς συμμάχους της, όπως κατόρθωσε προς το τέλος της θητείας Ομπάμα. Μια σύγκλιση Ρωσίας-ΗΠΑ στη Συρία θα κινδύνευε μάλιστα να εδραιώσει την αυτονομία των Κούρδων του PYD. Η διπλή σχέση με Μόσχα και Ουάσινγκτον θα μπορούσε, αντί για πλεονέκτημα, να εξελιχθεί σε αγκάθι για την Άγκυρα (10). Και όλα αυτά, αναμένοντας να φανεί εάν η πρόσφατη ένταση μεταξύ της Τουρκίας και ορισμένων από τους Ευρωπαίους εταίρους της, όπως η Γερμανία, θα έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
  1. Βλ. Sami Kohen, «“Daha çok dost, daha az düᶊman” nasil olacak?» (Πώς να αντιληφθούμε το “περισσότεροι φίλοι παρά εχθροί”;»), «Milliyet», Κωνσταντινούπολη, 27 Μαΐου 2016.
  2. Βλ. Selahattin Demirtaᶊ, «L’homme qui se prend pour un sultan», «Le Monde diplomatique», Ιούλιος 2016.
  3. Βλ. Mohammad-Reza Djalili και Thierry Kellner, «Άγκυρα και Τεχεράνη, σύμμαχοι ή ανταγωνιστές;», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 5 Μαρτίου 2017, http://monde-diplomatique.gr/?p=1955
  4. Βλ. Bachir El-Khoury, «Ποιοι είναι οι Σύριοι αντάρτες;», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 5 Φεβρουαρίου 2017, http://monde-diplomatique.gr/?p=1866
  5. Βλ. Jacques Lévesque, «Quitte ou double de la Russie à Alep», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2016.
  6. Συνέντευξη στο τηλεοπτικό κανάλι «Haberturk», 25 Ιουλίου 2016.
  7. Βλ. Murat Yetkin, «Kurdish autonomy in Syria via Russian hands?», Hürriyet Daily News, Κωνσταντινούπολη, 4 Μαρτίου 2017.
  8. Βλ. Cengiz Çandar, «What’s really happening in Syria’s Al–Bab?», «Al-Monitor», Ουάσινγκτον, 21 Φεβρουαρίου 2017.
  9. Amberin Zaman, «Turkey, Kurds project confidence as Pentagon plans next Syria moves», «Al-Monitor», 23 Φεβρουαρίου 2017.
  10. Βλ. Cengiz Çandar, «Erdogan caught between Trump, Putin in Syria war», «Al-Monitor», 13 Φεβρουαρίου 2017.
 Jean Marcou,
  Καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών της Γκρενόμπλ, υπεύθυνος του μεταπτυχιακού τμήματος Μεσόγειος-Μέση Ανατολή, ερευνητής στο Institut Français d’études anatoliennes (IFEA) της Κωνσταντινούπολης.
Πηγή: Monde Diplomatique / Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος
12/6/2017