Γιατί τα βάζει ο Σόιμπλε με τους Έλληνες εφοπλιστές.


 Tο ναυπήγησης 2002 γερμανικό πλοίο ''Cap San Raphael'' που  αγοράστηκε από εταιρεία ελληνικών συμφερόντων.

Την προηγούμενη δεκαετία η Γερμανία έγινε μια από τις χώρες  με τον μεγαλύτερο ιδιόκτητο ναυτικό στόλο στον κόσμο. Συγκεκριμένα ήταν στη 4η θέση μετά την Ελλάδα, την Κίνα και την Ιαπωνία. Ένας από τους λόγους αυτής της επιτυχίας ήταν οι αθρόες εισροές κεφαλαίων στα υπό ναυπήγηση πλοία, διαμέσου του χρηματοδοτικού υποδείγματος που έγινε πολύ δημοφιλές στην Γερμανία την δεκαετία του 1990, αλλά έφθασε στην κορύφωσή του γύρω  στο 2004. 


Η μορφή χρηματοδότησης πλοίων που αναδύθηκε με μεγάλη επιτυχία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ήταν η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης τύπου KG (Kommanditgesellschaften). Μια τέτοια γερμανική εταιρεία αγοράζει ένα πλοίο από το ναυπηγείο (ή τον πλοιοκτήτη) και αποκτά μια χρονοναύλωση.
Η τιμή κτήσης καλύπτεται με τους εξής τρόπους: Πρώτον, μέσω ενός τραπεζικού δανείου, συνήθως 50-70% της συνολικής τιμής. Δεύτερον, με κεφάλαια από Γερμανούς επενδυτές μεγάλης επιφάνειας και από τον γενικό διευθυντή (αυτοί χρηματοδοτούσαν το υπόλοιπο 30-50%).
Μέχρι το 2004, πάνω από 600 πλοία είχαν χρηματοδοτηθεί από εταιρίες KG, με μέση αξία 50-100 εκατομμύρια δολάρια. Στην κορύφωση αυτής της διαδικασίας, περίπου 440.000 επενδυτές είχαν τοποθετήσει τα κεφάλαιά τους, αγοράζοντας μετοχές των εταιριών περιορισμένης ευθύνης, κάθε μία εκ των οποίων ήταν ιδιοκτήτρια ενός πλοίου.
Η αγορά μετοχών έκανε τον επενδυτή μερικό ιδιοκτήτη ενός πλοίου. Είχε δυνατότητα ολοκληρωτικής συμμετοχής στα κέρδη του πλοίου, αλλά και ευθύνη για τα στοιχεία του παθητικού της εταιρείας στο μερίδιο της συμμετοχής τους (§ 171 subsec. 1 German HGB (Commercial Code).

Η περίοδος της άνθησης
Το εταιρικό αυτό σχήμα οφείλει την άνθησή του σε ένα συνδυασμό συνθηκών:
  • Πρώτον, τα γερμανικά ναυπηγεία είχαν πολύ ισχυρή θέση στην αγορά ναυπήγησης πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, υποστηριζόμενα από την πολύ ισχυρή μεσιτική αγορά του Αμβούργου.
  • Δεύτερον, η Γερμανία διέθετε μια δεξαμενή ατόμων υψηλής αξίας που βρίσκονταν αντιμέτωποι με υψηλούς οριακούς συντελεστές φορολόγησης και ένα σύστημα διανομής κεφαλαίων που τα διαχειρίζονταν μικροί επενδυτικοί οίκοι.
  • Τρίτον, οι γερμανικές τράπεζες βρίσκονταν σε επεκτατική φάση και ήταν διατεθειμένες να παρέχουν τα απαιτούμενα δάνεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αποδοτική και φορολογικά συμφέρουσα εταιρία KG απεδείχθη ιδανικό χρηματοδοτικό όχημα. Παρείχε σε ένα γερμανικό ναυτιλιακό όμιλο πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων που βρίσκονταν εκτός ισολογισμού.
Οι ιδιώτες επενδυτές ήταν ικανοποιημένοι με την απόδοση 8% μετά φόρων και γι’ αυτό τα πλοία κατέστησαν η πλέον προσφιλής επένδυση. Το 2003 ο κλάδος αυτός απορρόφησε περίπου το 20% των αντληθέντων ιδιωτικών κεφαλαίων στη Γερμανία.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες  ΚΜ (περιορισμένης ευθύνης) φορολογούνταν με βάση το τονάζ. Με άλλα λόγια, ο φόρος προσδιοριζόταν με ομοιόμορφο συντελεστή και με βάση την χωρητικότητα και όχι την κερδοφορία του πλοίου.
Η ατομική συμμετοχή στο κεφάλαιο ενός πλοίου πρόσφερε φορολογικά πλεονεκτήματα και μηδαμινές υποχρεώσεις του πλοίου. Η πρακτική αυτή, όμως, δεν είναι μια επιτυχημένη επιχειρηματική δράση για κάθε καιρό. Στην πραγματικότητα, όσοι επένδυσαν εκεί έψαχναν για εγγυημένα υψηλότερα έσοδα χωρίς κίνδυνο.

Η κρίση του 2007

Όταν η αγορά είναι ψηλά, αυτός ο τρόπος χρηματοδότησης δεν δημιουργεί πρόβλημα. Τα υψηλά ναύλα και ο χαμηλός σταθερός φορολογικός συντελεστής μετά την αφαίρεση του κόστους προσδιόριζε πάντα θετικά έσοδα. Επίσης, τα υψηλά ναύλα σήμαιναν ότι το πλοίο διατηρεί ή και αυξάνει την αξία του στην ναυτιλιακή αγορά.
Με τη ναυτιλιακή κρίση του 2007 το εταιρικό σχήμα αυτού του τύπου (KG) έδειξε ότι δεν ήταν στέρεο. Πριν από το 2007 το 26% των παγκοσμίων παραγγελιών με βάση το τονάζ ερχόταν από τη Γερμανία και με εταιρείες ενός πλοίου τύπου KG. Μετά την κρίση το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 2%.
Μόνο την περίοδο 2008-9 180 τέτοιες εταιρείες είχαν πτωχεύσει και τα πλοία είχαν αποσυρθεί από την αγορά. Τα περισσότερα από αυτά πωλήθηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές σε ξένους ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων και σε Έλληνες.
Αναφέρω ένα παράδειγμα που αφορά αγορά από εταιρεία ελληνικών συμφερόντων. Η εισηγμένη στο Νasdaq “Diana Containerships” αγόρασε δύο πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων γερμανικής ναυτιλιακής σε μια περίοδο (Δεκέμβρης 2011), κατά την οποία οι ναύλοι και οι αξίες των πλοίων είχαν πιεστεί δραματικά.
Η τιμή αγοράς –σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς– είχε τότε κριθεί υψηλή. Συγκεκριμένα, η ναυτιλιακή εταιρεία συμφερόντων του Έλληνα εφοπλιστή Συμεών Παλιού αγόρασε δύο boxships τύπου panamax από την Hamburg-Sud και ταυτόχρονα ανακοίνωσε την εξασφάλιση δανείου από την Royal Bank of Scotland ύψους 150 εκατομμυρίων δολαρίων.

Η επιστροφή του επιχειρηματικού ρίσκου

Κλειδί για το deal που οδήγησε δύο γερμανικά καράβια σε ελληνικά χέρια έναντι 66 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν η ανάγκη της γερμανικής ναυτιλιακής για μετρητά, τα οποία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει από τις εξουθενωμένες γερμανικές τράπεζες και η δελεαστική για τον Έλληνα αγοραστή μακροχρόνια ναυλομίσθωση των δύο πλοίων.
Εάν τα δύο πλοία (το ναυπήγησης 2001 San Marco και το ναυπήγησης 2002 Cap San Raphael) δεν είχαν ναυλοσύμφωνα δεν θα έπιαναν ούτε 26 εκατομμύρια δολάρια. Όμως, η γερμανική επιχείρηση παρείχε συμβόλαια για 36 μήνες, γεγονός που σήμαινε για την αγοράστρια Diana έσοδα 47,5 εκατομμυρίων δολαρίων για τα τρία αυτά χρόνια. Ουσιαστικά, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να πραγματοποιήσουν ένα παράδοξο “για την στεριά” sale and leaseback, προκειμένου να ενισχύσουν το ταμείο τους.
Επανήλθαν έτσι στο προσκήνιο οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις που λειτουργούν με βάση την αντίληψη του επιχειρηματικού ρίσκου. Μεταξύ αυτών είναι και τα private equity investors, πολλά εκ των οποίων είναι από τις ΗΠΑ (π.χ. εταιρεία Oaktree).
Δυστυχώς, οι Γερμανοί «εφοπλιστές» στην περίπτωση αυτή δεν ακολούθησαν την γερμανική παροιμία που  αφορά στη ναυτιλία: «Risiko ist die Bugwelle des Erfolges», ή μεταφραζόμενο στα ελληνικά: «Ο κίνδυνος είναι το κύμα επιτυχίας στην πλώρη του πλοίου».
Δεν είναι, όμως, μόνο οι εξαγορές γερμανικών πλοίων από Έλληνες και άλλους ξένους εφοπλιστές που προκαλούν τη μήνη του Σόιμπλε. Είναι και η μείωση των εργασιών των γερμανικών ναυπηγείων που κατασκευάζουν αυτού του είδους τα πλοία. Οι παραγγελίες ολοένα και περισσότερο στρέφονται προς τα κινέζικα και νοτιοκορεάτικα ναυπηγεία.
7/6/2017

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ  


Το σύμπλεγμα του κ. Σόιμπλε με την Ελλάδα.

Η πρόσφατη επίθεση του γερμανού εναντίον των Ελλήνων εφοπλιστών τεκμηριώνει την εμπάθεια του – ενώ η ναυτιλία, ο τουρισμός και η ποιοτική γεωργία αρκούν για να γίνει η Ελλάδα η πλουσιότερη χώρα στον πλανήτη, αρκεί να ληφθούν τα σωστά μέτρα και να πάψουμε να έχουμε ιδεοληψίες.

ΑΠΟΨΗ

Ο κ. Σόιμπλε έχει θέμα με την Ελλάδα, σύμπλεγμα, ψυχικό τραύμα κατά κάποιον τρόπο, αφού δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να επιτίθεται στους Έλληνες, να τους προσβάλλει και να προσπαθεί να τους εξευτελίσει διεθνώς – μία συμπεριφορά που δεν υιοθετεί απέναντι σε άλλα κράτη, παρά το ότι έχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά με την πατρίδα μας όπως η Γαλλία, βιώνουν μία ακόμη μεγαλύτερη κρίση όπως η Ιταλία, έχουν ένα πολύ περισσότερο συνολικό  χρέος όπως η Ιρλανδία, πολύ υψηλά ελλείμματα όπως η Ισπανία ή είναι θύματα του ευρώ όπως η Φινλανδία.
Τελευταία επίθεση του ήταν εναντίον των Ελλήνων εφοπλιστών, ισχυριζόμενος πως η κυβέρνηση δεν κατήργησε τα φορολογικά τους προνόμια, παρά το ότι δεσμεύτηκε να το κάνει – προφανώς επειδή ζηλεύει το ότι η ελληνική ναυτιλία κατέχει την πρώτη θέση στον πλανήτη, ενώ εκπροσωπεί το τεράστιο για μία μικρή χώρα ποσοστό του 50% της ΕΕ (η ΕΕ το 43% της παγκόσμιας λόγω της Ελλάδας), χωρίς να έχει το ευνοϊκό καθεστώς που διέπει τη γερμανική ναυτιλία.
Επίσης λόγω του ότι η ελληνική ναυτιλία είναι πολύ πιο ανταγωνιστική από τη γερμανική, παρά τις προσπάθειες του κ. Σόιμπλε να την στηρίξει – αν και οι Γερμανοί αγόρασαν μεγάλο μέρος του στόλου τους από τους Έλληνες, έχοντας επί πλέον δημιουργήσει το καλύτερο φορολογικό πλαίσιο για τη ναυτιλία στην Ευρώπη. Όλοι όμως γνωρίζουν το ανέκδοτο του γερμανού καπετάνιου – όπως το ότι οι Έλληνες εφοπλιστές έκαναν πάρτι αγοράζοντας για ένα κομμάτι ψωμί πολλά από τα πλοία που έβγαλαν στο σφυρί οι Γερμανικές τράπεζες.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς πως ο ελληνικός φόρος χωρητικότητας πλοίων είναι τρεις φορές μεγαλύτερος από το δεύτερο υψηλότερο της ΕΕ ή δέκα φορές από τον αντίστοιχο της Μάλτας, ενώ ένας Έλληνας πλοιοκτήτης καταβάλλει φόρο 66.770 € για ένα δεξαμενόπλοιο χωρητικότητας 51.000 τόνων, όταν ο Γερμανός συνάδελφός του μόλις 22.037 €, θα κατανοήσει την αυθαιρεσία των δηλώσεων του κ. Σόιμπλε – εάν όχι την κακεντρεχή και κακοπροαίρετη συμπεριφορά του.
Πόσο μάλλον εάν λάβει υπ’ όψιν του το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την ελληνική ναυτιλία που συνεχίζει να μεγεθύνεται και να εκσυγχρονίζεται, η γερμανική μειώνεται για τρίτη συνεχή χρονιά – ενώ πολλά από τα πλοία που πούλησαν οι Γερμανοί αγοράσθηκαν από Έλληνες που γνωρίζουν πολύ καλά πότε πρέπει να πουλούν και πότε να αγοράζουν. Την ίδια στιγμή οι Έλληνες εφοπλιστές έχουν ελάχιστα δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες, χρηματοδοτούμενοι από τις διεθνείς αγορές – ενώ οι Γερμανοί είχαν λάβει μόνο το 2004 το ποσόν των 100 δις € μόνο από τις δικές τους τράπεζες.
Περαιτέρω, η ελληνική ναυτιλία συνεισφέρει σε ποσοστό 7% στο ΑΕΠ της χώρας μας, απασχολεί περί τα 200.000 άτομα, ενώ καλύπτει το 30% του εμπορικού μας ελλείμματος – παραμένοντας στην πρώτη θέση διεθνώς, με άνοδο 22% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Εν τούτοις, θα μπορούσε να προσφέρει πολύ περισσότερα στην πατρίδα μας, βοηθώντας την να ξεφύγει από την κρίση και να μη λεηλατηθεί από τους πιστωτές της – κάτι που ελπίζουμε να το καταλάβουν κάποια στιγμή οι εφοπλιστές, οι οποίοι δεν πρέπει να επιτρέπουν στον κ. Σόιμπλε τέτοιου είδους προσβολές και επιθέσεις, ούτε να τοποθετούν το προσωπικό τους συμφέρον τόσο πιο πάνω από αυτό της χώρας τους.
Άλλωστε η ναυτιλία, ο τουρισμός και η ποιοτική γεωργία αρκούν με το παραπάνω για να γίνει η Ελλάδα η πλουσιότερη χώρα στον πλανήτη, παρά τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει σήμερα (ανάλυση) – ενώ οι εφοπλιστές θα μπορούσαν να συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό, παύοντας να ισχυρίζονται πως δεν τους επιτρέπεται κάτι τέτοιο από την πολιτική της χώρας, από την οποία είναι ασφαλώς πολύ πιο ισχυροί.
Από την άλλη πλευρά είναι ντροπή να στηρίζουν άλλα κράτη, όπως τη Βρετανία, ή να προσφέρουν δωρεές σε ξένα πανεπιστήμια που προφανώς έχουν λιγότερες ανάγκες από τα ελληνικά – ενώ είναι υποτιμητικό να ανέχονται αμυνόμενοι τις δηλώσεις του κ. Σόιμπλε αντί να επιτίθενται, στηρίζοντας τη χώρα που τους βοήθησε να κατακτήσουν την πρώτη θέση στον πλανήτη.
Συνεχίζοντας είμαστε απολύτως σίγουροι ότι, η Ελλάδα όχι μόνο μπορεί να βγει από την κρίση, αλλά να μεγαλουργήσει είτε με ευρώ, είτε με δραχμή – αρκεί να ληφθούν τα σωστά οικονομικά μέτρα και να πάψει να έχει ιδεοληψίες. Πιστεύουμε δε πως πρέπει να διαγραφεί ονομαστικά μέρος του δημοσίου χρέους της όχι επειδή είναι επαχθές, αλλά κυρίως λόγω του ότι οι ζημίες άνω του 1 τρις € που της προξένησε τεκμηριωμένα η επιβολή των μνημονίων από τη γερμανική Τρόικα οφείλουν να πληρωθούν από την ίδια (ανάλυση).
Μία από τις ιδεοληψίες αυτές είναι το ότι, η αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας οφείλεται στο ευρώ – παρά το ότι ο κατωτέρω πίνακας που τα περιγράφει φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως το τεκμηριώνει.

Εισαγωγικά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι ίσο με τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, μείον τις αντίστοιχες εισαγωγές, συν το καθαρό εισόδημα από το εξωτερικό, συν τις μεταβιβάσεις (ΙΤΣ = [ΕΞ-ΕΙΣ] + ΚΕΞ + ΚΜ). Είναι επίσης ίσο με τις εγχώριες αποταμιεύσεις μείον τις εγχώριες επενδύσεις – όπου εάν οι εγχώριες αποταμιεύσεις είναι υψηλότερες από τις εγχώριες επενδύσεις, τότε είναι πλεονασματικό όπως συμβαίνει με τη Γερμανία.
Το άθροισμα τώρα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών με το ισοζύγιο κεφαλαίων και με το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι ίσο με το μηδέν (ΙΤΣ + ΙΚ + ΙΧΣ = 0) – οπότε όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πλεονασματικό, τότε ένα από τα δύο άλλα ή και τα δύο είναι ελλειμματικά, όπως συμπεραίνεται από την εξίσωση. Ακριβώς για το λόγο αυτό η Γερμανία έχει θετικό μεν ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά αρνητικό κεφαλαιακό – κάτι που θα κληθεί κάποια στιγμή να πληρώσει, όταν υπάρξουν μαζικές αθετήσεις πληρωμών εκ μέρους κυρίως των υπερχρεωμένων εταίρων της που η ίδια τους οδήγησε σε αυτήν τη θέση, με την πολιτική της (ανάλυση).
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, η πολιτική μισθολογικού dumping της Γερμανίας ζημίωσε κυρίως τους άμεσους ανταγωνιστές της στα παρόμοια προϊόντα που παράγουν – όπως την Ιταλία και τη Γαλλία στα αυτοκίνητα ή στα διάφορα μηχανήματα. Αντίθετα, χώρες όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία οδηγήθηκαν στην κρίση από τις δικές τους υπερβολές κυρίως στην αγορά ακίνητης περιουσίας – οι οποίες προκάλεσαν αντίστοιχες τραπεζικές κρίσεις.
Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για την Ελλάδα, η οικονομία της οποίας είναι διαφορετική από αυτήν της Γερμανίας – ενώ οι ζημίες που προκλήθηκαν στον παραγωγικό της ιστό ήταν κυρίως το αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, με την είσοδο στον καπιταλισμό των χωρών φθηνού εργατικού δυναμικού, όπως της Ανατολικής Ευρώπης και της Κίνας, στην παραγωγή αγαθών όπως τα ρούχα, τα παπούτσια κλπ.

Φυσικά η ισχυρή ισοτιμία του ευρώ λόγω κυρίως της Γερμανίας έπαιξε το ρόλο της, αλλά δεν ήταν το σημαντικότερο – όσο η υπερβολική αύξηση των μισθών των Ελλήνων παρά την πτώση της παραγωγικότητας τους, ιδίως μετά το 2004 (γράφημα), ειδικά σε σύγκριση την ύπουλη μείωση των πραγματικών αμοιβών των Γερμανών, η οποία έδωσε τη χαριστική βολή στην ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Την ίδια εποχή ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας και των Πολιτών της ήταν φθηνός και εύκολος, λόγω του ότι ήταν μέλος της Ευρωζώνης – όπου όμως οι κυβερνήσεις αντί να εκμεταλλευτούν τα χαμηλά επιτόκια για να μειώσουν το δημόσιο χρέος, δανειζόταν επί πλέον χρήματα όχι για να επενδύσουν, αλλά για να συντηρήσουν το πελατειακό κράτος που συνεχώς διογκωνόταν, ενώ οι Έλληνες για να αυξήσουν το βιοτικό τους επίπεδο όχι με επενδύσεις και με την εργασία τους, αλλά με δανεικά.
Έτσι οι εισροές χρημάτων στη χώρα ήταν πολύ υψηλότερες των εκροών, ενώ εισάγονταν περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες από όσα εξάγονταν – με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ελλείμματα όχι λόγω του ευρώ, αλλά εξαιτίας των συγκεκριμένων λαθών μας. Σε αντίθεση λοιπόν με τους Γερμανούς που προκάλεσαν ζημίες στην Ευρωζώνη επειδή κατανάλωναν πολύ λιγότερα από όσα παρήγαγαν, κάτι που δυστυχώς συνεχίζεται, οι Έλληνες κατανάλωναν πολύ περισσότερα από όσα παρήγαγαν – οπότε τόσο η μία χώρα όσο και η άλλη κατηγορούνται για τη συμπεριφορά τους ως τα δύο παράσιτα της ευρωπαϊκής οικογένειας (ανάλυση).
Ολοκληρώνοντας, η ανεπανόρθωτη ζημία προκλήθηκε στην Ελλάδα όταν ξεκίνησε η μαζική εκροή κεφαλαίων, ιδίως μετά την υπαγωγή της στο ΔΝΤ – το οποίο δεν έκανε αυτό που εφάρμοζε ανέκαθεν σε όλες τις άλλες χώρες που το καλούσαν: την άμεση επιβολή ελέγχων κεφαλαίων έτσι ώστε να σταματήσει η αιμορραγία, κάτι που τελικά δρομολογήθηκε όταν πια ήταν εντελώς αχρείαστο αφού είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τα ξένα κεφάλαια και εγχώριες καταθέσεις άνω των 120 δις €.
Μόνο και μόνο για αυτό το τεράστιο λάθος του, το οποίο κατέστρεψε κυριολεκτικά την Ελλάδα, θα έπρεπε να πληρώσει – κάτι που προφανώς γνωρίζει, προσπαθώντας σήμερα να αποδεσμευθεί για να μην κληθεί να επανορθώσει τα τρομακτικά σφάλματα του.
Σε κάθε περίπτωση, ασφαλώς έχει ευθύνη η Γερμανία για τα προβλήματα της Ευρωζώνης και της Ελλάδας, ασφαλώς η νομισματική ένωση είναι προβληματική επειδή δεν διαθέτει μηχανισμούς αντιμετώπισης κρίσεων, όπως η υποτίμηση του νομίσματος ή η παροχή ρευστότητας για τη στήριξη της ζήτησης από εθνικές κεντρικές τράπεζες, αλλά επίσης ασφαλώς έχουμε και εμείς μεγάλες ευθύνες.
Πολλές από αυτές δεν οφείλονται στο ευρώ, αλλά στην καταστροφική οικονομική πολιτική που ακολουθήσαμε μετά την υιοθέτηση του, χωρίς να συνειδητοποιήσουμε πως άλλαξαν οι συνθήκες. Για παράδειγμα, το ότι δεν μπορούσαμε πλέον να αυξάνουμε τους μισθούς πάνω από την παραγωγικότητα των εργαζομένων προσβλέποντας στην υποτίμηση του νομίσματος, να συντηρούμε ένα συνεχώς μεγαλύτερο πελατειακό κράτος, να δανειζόμαστε για κατανάλωση και όχι για επενδύσεις κοκ.



4/6/2017