Φωτιές στον Κόλπο ανάβει ο Τραμπ
Η θέση των Αλ Θάνι για ανεξάρτητο Κατάρ ενισχύθηκε με την ανακάλυψη τεράστιου υποθαλάσσιου κοιτάσματος φυσικού αερίου, το οποίο μοιράζεται με το σιιτικό Ιράν.
Σαν να μην έφταναν η διένεξη Ισραήλ - Αράβων για το Παλαιστινιακό και οι πόλεμοι Σουνιτών - Σιιτών σε Ιράκ, Συρία και Υεμένη, η εβδομάδα που πέρασε ήρθε να προσθέσει άλλο ένα θερμό μέτωπο στη Μέση Ανατολή. Λόγος γίνεται για την άκρως σουρεαλιστική, σε πρώτη ματιά, σύγκρουση ανάμεσα σε δύο «αδελφά», αραβικά και σουνιτικά κράτη, τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ.
Την περασμένη Δευτέρα, η μοναρχία των Σαούντ, συνεπικουρούμενη από την Αίγυπτο του στρατηγού Σίσι και ελάσσονες συμμάχους των δύο ισχυρών αραβικών κρατών, επέβαλε καθολικό εμπάργκο στο «άτακτο» εμιράτο – μια μικρή χερσόνησο στον Περσικό Κόλπο, με τη μισή έκταση της Πελοποννήσου, αλλά με το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον πλανήτη. Αν και ο πανικός στα σούπερ μάρκετ κράτησε μόνο ένα εικοσιτετράωρο, ο κίνδυνος μιας σοβαρής οικονομικής αποδιοργάνωσης παραμένει στην ημερήσια διάταξη. Και δεν είναι ο μόνος. Στον διεθνή Τύπο κυκλοφορούν ήδη σενάρια για εισβολή στρατευμάτων της Σαουδικής Αραβίας στο Κατάρ ή για ανακτορικό πραξικόπημα που θα ανατρέψει τον σεΐχη Ταμίμ μπιν Χαμάντ αλ Θάνι, εάν δεν αλλάξει πολιτική, πειθαρχώντας στη βούληση του Ριάντ.
Οι ρίζες
Η επίσημη δικαιολογία των Σαούντ, ότι δηλαδή το Κατάρ «στηρίζει την τρομοκρατία» δεν πείθει πολλούς στη Δύση. Από τους 19 αεροπειρατές της 11ης Σεπτεμβρίου, 15 ήταν Σαουδάραβες, δύο Αιγύπτιοι, ένας από τα Εμιράτα και ουδείς Καταριανός. Ριάντ και Ντόχα υποστηρίζουν τις ίδιες ισλαμικές ένοπλες ομάδες, που έχουν κατηγορηθεί για τρομοκρατία, εναντίον του Ασαντ στη Συρία. Αλλού πρέπει να αναζητήσει κανείς τις ρίζες αυτής της διένεξης, η οποία, για όσους έχουν στοιχειώδη επαφή με την περιοχή, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Το Κατάρ ήταν πάντα ατίθασος παίκτης στο σκηνικό του Κόλπου, καθώς αρνήθηκε να ενταχθεί στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα το 1971, προτιμώντας τον δρόμο της ανεξαρτησίας. Η θέση των Αλ Θάνι ενισχύθηκε με την ανακάλυψη τεράστιου υποθαλάσσιου κοιτάσματος φυσικού αερίου, το οποίο μοιράζεται με το σιιτικό Ιράν, τον βασικό γεωπολιτικό αντίπαλο της σουνιτικής Σαουδικής Αραβίας στον Κόλπο.
Η γεωγραφία και η γεωλογία επέβαλαν στο πλούσιο εμιράτο να μη βάζει όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι. Αν και φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αεροπορική βάση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, με 11.000 άνδρες, διατηρεί σταθερά καλές σχέσεις με το Ιράν, κάτι που δεν το εμπόδισε να υποστηρίξει το Ριάντ, εναντίον της Τεχεράνης, στον εμφύλιο της Υεμένης. Η Ντόχα άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με Ισραηλινούς αξιωματούχους, ενώ ταυτόχρονα φιλοξενούσε ηγέτες της παλαιστινιακής Χαμάς. Επέτρεψε στους Ταλιμπάν να ανοίξουν γραφείο, αναλαμβάνοντας ρόλο μεσολαβητή με τις ΗΠΑ για την ειρήνευση στο Αφγανιστάν. Εν ολίγοις, επέμενε να είναι για το Ριάντ κάτι ανάλογο με αυτό που ήταν για την Ουάσιγκτον η Γαλλία του ντε Γκωλ ή για τη Μόσχα η Γιουγκοσλαβία του Τίτο.
Εκείνο που κυρίως ερέθισε τον οίκο των Σαούντ και τους Αιγύπτιους στρατηγούς ήταν η υποστήριξη της Αραβικής Ανοιξης και των Αδελφών Μουσουλμάνων το 2011 από το Κατάρ και από το τηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera – το «πυρηνικό όπλο» της καταριανής διπλωματίας στον αραβικό κόσμο. Οσο βρισκόταν στον Λευκό Οίκο ο Μπαράκ Ομπάμα, αυτή η «αιρετική», για τα δεδομένα των αυταρχικών αραβικών κρατών, γραμμή απολάμβανε την ανοχή, αν όχι και στήριξη της Ουάσιγκτον: μήπως δεν ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα που εγκωμίαζε την Αραβική Ανοιξη, είδε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους μια, έστω αμφίβολη, δύναμη εκδημοκρατισμού και κυρίως προχώρησε στο ιστορικό άνοιγμα προς το Ιράν, με τη συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα;
Η ανατροπή
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ανέτρεψε άρδην τα δεδομένα. Στην πρόσφατη περιοδεία του στη Μέση Ανατολή, ο νέος πρόεδρος ταυτίστηκε με τις αδιάλλακτα αντι-ιρανικές θέσεις του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας, γεγονός που ενθάρρυνε το Ριάντ να «βάλει στη θέση του» το απείθαρχο εμιράτο. Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η άρνηση του Κατάρ, στη σύνοδο των αραβικών χωρών του Κόλπου (GCC) που προηγήθηκε της επίσκεψης Τραμπ, να δώσει το «πράσινο φως» για ένα μεγάλο πρόγραμμα αγοράς αμερικανικών όπλων, με αντάλλαγμα επενδύσεις των αραβικών κρατών στις ΗΠΑ. Το Κατάρ απέφυγε να μπει σε αυτό το πρόγραμμα για πολιτικούς λόγους, λόγω της ξεκάθαρα αντι- ιρανικής αιχμής του, αλλά και γιατί δεν το είχε πραγματικά ανάγκη. Εχοντας υπογράψει ανάλογη συμφωνία με τη Γαλλία ήδη από το 1998, αγόρασε 24 Rafale, αξίας 6,3 δισ. ευρώ προ διετίας. Σε αντάλλαγμα, πραγματοποίησε τεράστιες επενδύσεις στη χώρα με ευνοϊκούς φορολογικούς όρους –η εξαγορά της Παρί Σεν Ζερμέν είναι η πιο γνωστή στους ποδοσφαιρόφιλους– ενώ υπέγραψε με τη Γαλλία αμυντική συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας σε περίπτωση επίθεσης.
Ο ρόλος του Ιράν και της Τουρκίας
Είναι νωρίς για να εκτιμήσει κανείς αν ο πολιτικός εκβιασμός του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία αποδειχθεί αποτελεσματικός. Από τη σκοπιά της Δύσης, πάντως, πρόκειται για παιχνίδι υψηλού ρίσκου.
Ο πρώτος κίνδυνος είναι να εξωθηθεί το Κατάρ στην αγκαλιά της Τουρκίας και του Ιράν. Ηδη η Αγκυρα –στο ίδιο μήκος κύματος με την Ντόχα ύστερα από την εκδήλωση της Αραβικής Ανοιξης– αλλά και η Τεχεράνη προσφέρθηκαν να τροφοδοτήσουν το Κατάρ με τρόφιμα και νερό, ενώ η τουρκική Βουλή επέσπευσε την εγκατάσταση 3.000 στρατιωτών στο εμιράτο, όπου υπάρχει τουρκική βάση από το 2014. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει έναν επιπρόσθετο λόγο να θέλει να μπει στο μάτι του Ντόναλντ Τραμπ αυτή την περίοδο, ύστερα από την απόφαση του Αμερικανού προέδρου να εξοπλίσει άμεσα τους Κούρδους αντάρτες για τη μάχη της Ράκα, στη Συρία, που ήδη ξεκίνησε.
Ο δεύτερος, ακόμη, μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να εξωθηθεί το Ιράν σε ακόμη ισχυρότερη εμπλοκή στους φονικούς πολέμους της Συρίας και της Υεμένης, πεδία αναμέτρησής του με τη Σαουδική Αραβία για την ηγεμονία στην περιοχή. Τον κίνδυνο αυτό ενίσχυσαν οι θεαματικές τρομοκρατικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους στην Τεχεράνη, την περασμένη Τετάρτη, για την οποία οι Φρουροί της Επανάστασης κατηγόρησαν ευθέως τη Σαουδική Αραβία και τον πρόεδρο Τραμπ – χωρίς, πάντως, να προσφέρουν αποδείξεις. Μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα εμποδίσει την ειρήνευση σε Συρία και Υεμένη, αλλά θα προκαλέσει και νέα μεταναστευτικά κύματα, που θα φτάσουν αναπόφευκτα και στην Ευρώπη. Ισως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Ζίγκμαρ Γκάμπριελ καυτηρίασε την «τραμποποίηση» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, αναφορικά με τους χειρισμούς του Ντόναλντ Τραμπ στο πρόβλημα του Κατάρ.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
11/6/2017