Το σαράκι της δημογραφίας

 

Στην ιστορία των πληθυσμών, η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και  η μείωση της γονιμότητας αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τη σημαντικότερη εξέλιξη. Πράγματι, μελετώντας, για παράδειγμα, τα ιστορικά στοιχεία του δείκτη γονιμότητας στην Ελλάδα, διαπιστώνουμε ότι την περίοδο 1960-1981 είχε μέση τιμή ίση με 2,3 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Την περίοδο 1982-1988 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά. Την περίοδο 1989-1999 είχε μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά. Την περίοδο 2000-2009 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 παιδιά και την περίοδο 2010-2017 έχει μέση τιμή ίση με 1,2 παιδιά.

Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ανέκοψε την αυξητική τάση του δείκτη γονιμότητας. Οι δύο αυτές μεταβολές (προσδόκιμο ζωής και δείκτης γονιμότητας) οδήγησαν αναπόφευκτα στην Ελλάδα (και στην ΕΕ) στην διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, δηλαδή στην αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων στον συνολικό πληθυσμό.



Η δημογραφική γήρανση

Λόγω της χαμηλής γονιμότητας, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από μία αντίστοιχη μεταβολή στις νεαρές και τις ενδιάμεσες ηλικίες (δηλαδή ουσιαστικά από μία αύξηση του συνολικού πληθυσμού). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της δημογραφικής γήρανσης, γεγονός που θα έχει αναπόφευκτη μελλοντική επίπτωση τη μείωση του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ.

Με άλλα λόγια, σε ένα δημογραφικό πρότυπο, όπως αυτό των χωρών της ΕΕ, το οποίο χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα γονιμότητας και από ασθενή αύξηση του συνολικού πληθυσμού, η σταδιακή αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων ατόμων συνδυάζεται με την επιβράδυνση της αύξησης ή και την μείωση του αριθμού των ατόμων που αποτελούν τις δύο άλλες βασικές ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού: τον πληθυσμό των νέων και τον πληθυσμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας.

Έτσι, όσο θα αποχωρούν σταδιακά από την αγορά εργασίας, λόγω συνταξιοδότησης, οι πολυπληθείς γενεές του baby boom, η μείωση του πληθυσμού των παραγωγικών ηλικιών καθίσταται αναπόφευκτη από την κορυφή της ηλικιακής πυραμίδας. Ταυτόχρονα, η χαμηλή γονιμότητα των πρόσφατων δεκαετιών οδηγεί σε όλο και ασθενέστερη εισροή ατόμων από την νεανική στην παραγωγική ηλικία. Αυτό δημιουργεί τις συνθήκες για μείωση του πληθυσμού των παραγωγικών  ηλικιών από την βάση της ηλικιακής πυραμίδας.

Ο πληθυσμός στην Ελλάδα

Στο πλαίσιο αυτών των δυσμενών πληθυσμιακών εξελίξεων (ταυτόχρονες πιέσεις από την κορυφή και την βάση της ηλικιακής πυραμίδας), διαπιστώνουμε ότι το 2016 μειώθηκε ο πληθυσμός στην Ελλάδα κατά 26.000 άτομα (2,5%) καθώς και ο πληθυσμός των παραγωγικών ηλικιών κατά 80.000 άτομα. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τις πρόσφατες (Eurostat, Ιούλιος 2017) προβολές του πληθυσμού στα κράτη-μέλη της ΕΕ, διαπιστώνεται ότι ο πληθυσμός στην Ελλάδα από 10.800.000 άτομα το 2015 θα μειωθεί σε 8.300.000 το 2060 και σε 7.200.000 το 2080.

Πιο συγκεκριμένα, στην κατεύθυνση αυτή ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) εκτιμάται σε 4.450.000 άτομα το 2060 και σε 3.926.000 το 2080 από 6.900.000 άτομα σήμερα. Ο πληθυσμός άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 2.920.000 άτομα το 2060 και σε 2.430.000 άτομα το 2080 από 2.300.000 άτομα σήμερα. Τέλος, ο παιδικός πληθυσμός (0-14 ετών) εκτιμάται σε 923.800 άτομα το 2060 και σε 907.100 χιλιάδες άτομα το 2080 από 1.600.000 άτομα σήμερα.

Οι δυσμενείς αυτές δημογραφικές προοπτικές στην Ελλάδα, σε συνδυασμό και με τη διεθνή και ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, συνηγορούν στην μείωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επίσης, σε χαμηλούς ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ, εξαιτίας της εξάλειψης της δημογραφικής ώθησης (demographic tailwind) που δίνει στις οικονομίες ο μεγάλος πληθυσμός ατόμων νεαρής ηλικίας που είναι στην κορύφωση της παραγωγικότητας τους.

Δύο δημογραφικές ταχύτητες

Παράλληλα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τις ίδιες προβολές του πληθυσμού (Eurostat, Ιούλιος 2017) των κρατών-μελών, διαπιστώνεται η διαμόρφωση μίας Ευρώπης των δύο πληθυσμιακών ταχυτήτων. Στις χώρες της Ανατολικής και Μεσογειακής Ευρώπης ο πληθυσμός μειώνεται. Αντίθετα, αυξάνεται ο πληθυσμός στις χώρες-μέλη της (παλαιάς) Ευρώπης. Εξαίρεση αποτελεί η Γερμανία, η οποία προβλέπεται το 2080 να έχει πληθυσμό 77.800.000 άτομα από 81.200.000 άτομα το 2015, λόγω του υψηλού επιπέδου υπογεννητικότητας.

Ο δημογραφικός αυτός διχασμός της Ευρώπης και ειδικότερα οι παρατηρούμενες δυσμενείς πληθυσμιακές εξελίξεις σε μία συγκεκριμένη ομάδα χωρών της ΕΕ, οφείλεται κατά βάση στους εξής λόγους: Στο επίπεδο μείωσης των γεννήσεων σε σχέση με το επίπεδο αύξησης των θανάτων και στην γήρανση του πληθυσμού.

Επίσης, οφείλεται στα περιορισμένα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ανατολική και Μεσογειακή Ευρώπη σε σχέση με την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων από αυτές τις χώρες-μέλη της ΕΕ (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ιταλία, Βαλτικές χώρες, κ.λ.π.) προς τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Σκανδιναβικές χώρες και άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Ευρωπαϊκή πρόκληση

Είναι προφανές ότι οι ουσιαστικοί λόγοι των δυσμενών αυτών δημογραφικών εξελίξεων στις συγκεκριμένες χώρες αναφέρονται, κυρίως, στην ύφεση ή την στασιμότητα, στο υψηλό παρατεταμένο επίπεδο της ανεργίας, στην μείωση των εισοδημάτων, στην διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και στην αυξημένη μετανάστευση από τα προαναφερόμενα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν ότι οι γεννήσεις και οι θάνατοι αποτελούν τις δύο βασικές και φυσικές συνιστώσες που είναι ικανές και αναγκαίες για να προσδώσουν δυναμική στις μεταβολές του πληθυσμού. Η καθαρή μετανάστευση (διαφορά μεταξύ μεταναστευτικών εισροών και εκροών) σ’ αυτά τα κράτη-μέλη της ΕΕ εκτιμάται ως αρνητική.

Η ανάδειξη της αύξησης των γεννήσεων, ως μείζον ζήτημα της ανανέωσης του πληθυσμού και του εργατικού δυναμικού στην Ελλάδα και την ΕΕ, μετατοπίζει, μεταξύ των άλλων, το κέντρο βάρους των ασκούμενων πολιτικών προς την κατεύθυνση της οικονομίας, της αγοράς εργασίας, της απασχόλησης, των εισοδημάτων, της κοινωνικής πολιτικής και δημογραφίας.

Με άλλα λόγια οδηγεί αντικειμενικά στην αναγκαιότητα σχεδιασμού και υλοποίησης μίας νέας (ολιστικής) ολοκληρωμένης και μακρόπνοης κοινωνικοοικονομικής και δημογραφικής πολιτικής. Για να αντιμετωπισθεί αυτή η ευρωπαϊκή, κατά βάση, πρόκληση πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εθνικά Κοινοβούλια, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Επιστημονικοί και Κοινωνικοί φορείς, κ.λ.π.) σε επίπεδο σχεδιασμού, χρηματοδότησης και διαμόρφωσης πλαισίου πολιτικών. Έτσι μόνο μπορούν να αποτραπούν οι δυσμενείς δημογραφικές και πληθυσμιακές εξελίξεις και ως εκ τούτου ο πληθυσμός να καταστεί κινητήρια δύναμη και όχι τροχοπέδη της αναπτυξιακής διαδικασίας στην Ευρώπη.


 [Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου. Γεννήθηκε και ζει στην Καισαριανή. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο αγοριών. Τελείωσε το 7ο Νυχτερινό Γυμνάσιο–Λύκειο Παγκρατίου. Είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών και κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (D.E.S.) του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (Paris I). Διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών (Thèse d’ Etat) του Πανεπιστημίου των Παρισίων (Paris IX). Γνωρίζει Γαλλικά και Αγγλικά. Είναι συγγραφέας βιβλίων, άρθρων και επιστημονικών εργασιών σχετικών με τα ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. 

Ο Βασίλης Μπέτσης είναι πτυχιούχος του Τμήματος Στατιστικής Επιστήμης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στα Χρηματοοικονομικά και Αναλογιστικά Μαθηματικά (M.Sc.) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται ως σύμβουλος αναλογιστής και είναι υποψήφιος Διδάκτορας του τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.]


28/7/2017