Διαμαντής Διαμαντόπουλος.


  Πορτρέτα του καλλιτέχνη  

Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στη Μαγνησία του Σιπύλου της Μ. Ασίας το 1914. Οι γονείς του ονομάζονταν Βασιλική και Σοφοκλής και είχε τρία αδέρφια• τον Κίμωνα, τον Ιωακείμ και την Ειρήνη.

Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος φαρμακοποιός στη Μαγνησία, ενώ η μητέρα του ήταν γόνος της πλούσιας οικογένειας Μουράτογλου, που διέθετε αλυσίδα εμπορικών καταστημάτων στη Σμύρνη και τη Μαγνησία. Και οι δύο του γονείς ήταν εξαιρετικά μορφωμένοι. Λέγεται, μάλιστα, πως η Βασιλική υπήρξε Αρσακειάδα. Το 1922, εξαιτίας της μικρασιατικής καραστροφής, όλα τα μέλη της οικογένειας, εκτός από τον πατέρα που χάθηκε, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Αθήνα, αφού πρώτα πέρασαν από την Σμύρνη και την Μυτιλήνη. Λίγο αργότερα πέθανε και ο Κίμωνας, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Παρά τον πρόωρο χαμό του συζύγου και του γιου της, η Βασιλική, μετά την Καταστροφή, ολομόναχη και δίχως πόρους, φρόντισε για την επιμελημένη ανατροφή των παιδιών της και κατάφερε να αποκτήσουν όλα πανεπιστημιακή μόρφωση. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν στον Βύρωνα, σε προσφυγική κατοικία στην οδό Μαιάνδρου 7 (αργότερα η οδός ονομάστηκε «Π. Τσαλδάρη», στη συνέχεια «Τσώρτσιλ» και μετέπειτα «Κύπρου»).

Από τα παιδικά του χρόνια, ο Διαμαντόπουλος, ένιωθε μεγάλη έλξη για τη ζωγραφική και την ποίηση. Τα πρώτα του ζωγραφικά έργα –πορτραίτα κοριτσιών- πάνω σε χαρτόνι καθώς και τα πρώτα του ποιήματα τα δημιούργησε σε ηλικία 7 ετών. Ένα δείγμα από αυτά τα ποιήματα που διατηρήθηκε στη μνήμη του από εκείνα τα χρόνια –όπως μας το παραδίδει η Βεατρίκη Σπηλιάδη στον κατάλογο της ελληνικής συμμετοχής στην 40ή Biennale της Βενετίας- είναι το εξής:

«Το κορμί μου είναι κρέας
και εγώ είμαι μερμίγκι
σαν και μια σακούλα μούστος
η κοιλιά μου κουνιστερή»

Παρόλα αυτά, ο κλάδος που επιθυμούσε να ακολουθήσει ήταν η Βιολογία. Αν και αυτό δεν έγινε πραγματικότητα, εντούτοις, έως και το τέλος της ζωής του το ενδιαφέρον του για τη χημεία, τις βιογενετικές επιστήμες και τα μαθηματικά ήταν συνεχές και αμείωτο.

Το 1927, ο καλλιτέχνης έλαβε μέρος στην κίνηση του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, αρχικά χρησιμοποιώντας το όνομά του. Τον Ιανουάριο του 1928, όμως, ο ίδιος και η αδερφή του Ειρήνη, ήδη πρωτοετής φοιτήτρια της Φιλολογίας, υιοθέτησαν ψευδώνυμα για ενεργότερη δράση στο περιοδικό• εκείνος Ακάμας (γενναίος πολεμιστής του τρωικού κύκλου, γιος του Θησέα και της Φαίδρας), κείνη Ηδύλη (Αθηναία ποιήτρια του 4ου αι. π.Χ.). Ο Ακάμας έστειλε στο περιοδικό δύο κομμάτια• το πρώτο ήταν ένας τούρκικος θρύλος και το δεύτερο είχε τίτλο «Στα σκοτάδια της σκλαβιάς». Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, που έκρινε τα λογοτεχνήματα των νεαρών συνδρομητών, τα χαρακτήρισε «μυστηριώδη» και άτεχνα. Αντίθετα, το κομμάτι της Ηδύλης, η «Χαμένη φιλία», τυπώθηκε και έκανε θετική εντύπωση. Μάλιστα, προκάλεσε τον ενθουσιασμό του Τέλλου Άγρα, που ήταν παλαιός συνδρομητής και συνεργάτης του περιοδικού, αλλά και τακτικός αναγνώστης της Σελίδος Συνεργασίας Συνδρομητών.


Αυτοπροσωπογραφία

Ο Διαμαντόπουλος μετά την πρώτη του αποτυχία έκλεισε το κεφάλαιο της λογοτεχνίας, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες του στη ζωγραφική και το σχέδιο, που αποτέλεσαν εφεξής τη μόνιμη ενασχόλησή του. Στη Διάπλαση άρχισε να στέλνει τακτικά σκίτσα του, που επέσυραν την επιδοκιμασία του Ξενόπουλου, ο οποίος κρατούσε και τη σελίδα αλληλογραφίας με τους συνδρομητές: «Έκαμες πολύ καλά»¨, του απαντάει, «που αποφάσισες να μου γράψεις και προπάντων να μου στείλεις αυτά τα δύο σκίτσα. Μου άρεσαν πολύ. Με λίγες απλούστατες γραμμές λένε πολλά. Και το ότι έχεις ταλέντο μαρτυρεί κι η προτίμησή σου στα σκίτσα του «Θαυμαστού ταξιδιού» (μυθιστορήματος της Σέλμα Λάγκερλεφ που δημοσιευόταν εκείνη τη χρονιά στο περιοδικό), που είναι πράγματι καλλιτεχνικότατα». Στη συνέχεια, ο Ακάμας, έστειλε και νέα σκίτσα του, που επίσης χαρακτηρίστηκαν «πολύ όμορφα» και ζήτησε πληροφορίες για τον ιμπρεσιονισμό, που άρχισε να τον απασχολεί. Η απάντηση ακολουθεί: «Ο Ακάμας μου στέλνει πάλι ένα ωραιότατο σκίτσο του –το Χριστό βαστάζοντα το σταυρό του- και βλέπω πως βαδίζει επί τα ίχνη... του Θέσπιδος». Θέσπις ήταν το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989), του κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερού του, τότε σπουδαστή της Α.Σ.Κ.Τ., με σημαντική καλλιτεχνική δράση στη Διάπλαση.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1928, ο Ακάμας ζήτησε από τον Τσαρούχη να αλληλογραφήσουν. Από το περιοδικό δεν γίνεται εμφανές αν ο Θέσπις ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Διαμαντόπουλου, αλλά η πιθανή του άρνηση, που αναμφίβολα θα τραυμάτισε τον νεώτερο καλλιτέχνη, μπορεί να έδωσε το πρώτο έναυσμα για τη μετέπειτα διατάραξη των σχέσεων των δύο ώριμων πια ζωγράφων.

Το 1928, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ο Διαμαντόπουλος πήρε το θάρρος να δείξει τα σχέδιά του στο ζωγράφο-χαράκτη Δημήτρη Γαλάνη (1879-1966), που είχε έρθει περιστασιακά από το Παρίσι, ο οποίος δέχτηκε τον νεαρό συνάδελφό του με μεγάλη προσήνεια και του είπε: «Ότι έχεις τάλαντο είναι αναμφισβήτητο. Σε συμβουλεύω όμως όταν τελειώσεις το Γυμνάσιο να φύγεις από την Αθήνα και να πας στο Παρίσι».

 Τα καρπούζια (αχρονολόγητο), ελαιογραφία σε πεπιεσμένο ξύλο (νοβοπάν), 
161 εκ. x 209 εκ. Ιδιωτική συλλογή.

Δύο χρόνια αργότερα, επειδή οι βιοποριστικές του ανάγκες ήταν μεγάλες, παρουσίασε στην «Λέσχη Καλλιτεχνών» ή «Ατελιέ» τα πρώτα του ζωγραφικά έργα με τέμπερα, δύο από τα οποία, το «Να'ναι όλοι έτσι...» ή «Εικονογράφηση» και «Τετράδια», είχε πρωτοδημοσιεύσει το περιοδικό Πρωτοπορία, όπου ο Φ. Γιοφύλλης είχε γράψει για τον Διαμαντόπουλο: «... η Πρωτοπορία παρουσιάζει στο φιλότεχνο κοινό ένα νέο τολμηρό πρωτοπόρο μα νεώτατο ζωγράφο. Είναι ο κ. Διαμαντής Διαμαντόπουλος, που μια ζωγραφιά του δημοσιεύουμε σε τούτο το φυλλάδιο. Το παιδί αυτό έχει μια ζωγραφική αντίληψη ξεχωριστά δική του. Χωρίς να ζυμωθεί μέσα στα μεγάλα ζωγραφικά κέντρα, είναι ένας μετακυβικός ζωγράφος με χαρακτήρα. Νοιώθει τη σύνθεση με δικές του ισορροπίες κι αρμονίζει τα χρώματα σε κλίμακες νέας αρμονίας. Ο νέος αυτός ανοίγεται με μεγάλα φτερά. Ας ιδούμε...».

Την ίδια περίπου περίοδο εξέθεσε έργα του, καθώς και φωτογραφίες έργων Γάλλων καλλιτεχνών που τον είχαν επηρεάσει, στην αίθουσα του Λυκείου Ελληνίδων, που τότε βρισκόταν στην λεωφόρο Συγγρού. Την έκθεση αυτή, μάλιστα, επισκέφθηκε και ο Γιάννης Τσαρούχης και εκεί πρωτογνώρισε τον Διαμαντόπουλο. Την άνοιξη του 1931, παρουσίασε 35 έργα του (τέμπερες) στο «Άσυλον Τέχνης», τα οποία είχε δουλέψει ενώ ήταν ακόμα μαθητής του Γυμνασίου.

Η δουλειά του αυτή κίνησε το ενδιαφέρον του Κ. Παρθένη, ο οποίος τον παρότρυνε να γραφτεί στην Α.Σ.Κ.Τ., ενώ και πάλι ο Φ. Γιοφύλλης έγραψε στην Πρωτοπορία: «Ο νεώτατος ζωγράφος κ. Διαμαντόπουλος, που η «Πρωτοπορία» τον πρωτοπαρουσίασε στο κοινό, άνοιξε μιαν έκθεση των πρώτων έργων του. Μπροστά σ' αυτά ξαφνίστηκαν οι ανίδεοι. Ωστόσο ο κ. Διαμαντόπουλος είχε την αξιοσύνη και την τύχη να αρχίσει από την μετακυβιστική εποχή. Δεν εμολύνθηκε από το ρεαλισμό και τις φωτογραφικές στάμπες. Βέβαια έχει στην εργασία του αυτή την επίδραση του κυβισμού. Ωστόσο τελευταία απελευθερώνεται. Το στήσιμο των όγκων και η κίνηση στον πριμιτιβίστικο κόσμο του είναι πράγματα σημαντικά και αξιοσημείωτα. Μα κυριώτατα το χρώμα του, οι πρωτότυπες αρμονίες του δείχνουν ένα ζωγράφο με ταλέντο συγχρονισμένο και πλούσιο. Πρέπει ακόμα ο κ. Διαμαντόπουλος να εργασθεί επίμονα, να προσπαθήση πολύ, μα με βεβαιότητα πως απ' αυτόν θα βγει κάτι που θα βαρύνει σημαντικά στην αυριανή τέχνη. Έχει ένα γερό και ελεύθερο ταλέντο».

Εγκωμιαστική υπήρξε και η κριτική του Δημήτρη Πικιώνη στην εφημερίδα Πρωΐα: «Εις το Άσυλον Τέχνης έχει ανοίξει προ ολίγων ημερών της έκθεσίν του ένας νέος, ο ζωγράφος κ. Διαμαντόπουλος. Όσοι ξέρουν τους αγώνας που εχρειάσθη η νέα τέχνη για να απελευθερωθή από παντός είδους συμβατικότητες, εκείνοι μονάχα μπορούν να εκτιμήσουν και να χαρούν και το αποτέλεσμά των».


Στο θάλαμο, π. 1937 - 1949 Τέμπερα σε χαρτί , 
24 x 33,5 εκ., Εθνική Πινακοθήκη, Μουσείο Αλ. Σούτζου

Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο με πολλές στερήσεις –ο ίδιος είχε πει: «... η μαθητική μου ζωή έχει τόσες ομοιότητες με τη ζωή του Γκόρκυ...»- σπούδασε για πέντε χρόνια στην Α.Σ.Κ.Τ. (1931-1936), όπου είχε δασκάλους τον Δ. Μπισκίνη –προκαταρκτικό τμήμα- και τον Κ. Παρθένη –εργαστήρια ζωγραφικής-. Στη συνέχεια εργάστηκε για τέσσερα χρόνια στο καλλιτεχνικό εργαστήριο του τελευταίου, όπου συναναστράφηκε από κοντά και έγινε φίλος με τον Γιάννη Τσαρούχη, του μίλησε για τη μοντέρνα τέχνη και για τον Matisse και του αποκάλυψε τον Klee και τα τελευταία κινήματα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.

Ο Τσαρούχης έγραψε χαρακτηριστικά για τη γνωριμία αυτή: «Τον Διαμαντόπουλο τον γνώρισα στο εργαστήριο του Παρθένη αλλά τον ήξερα ως ζωγράφο πολύ πριν. Είχε εκθέσει στου Βέλμου και αυτός έργα που εντυπωσίασαν κριτικούς και φιλότεχνους. Ήταν ήδη ένας γνωστός, εκτιμώμενος ζωγράφος, ενώ εγώ άρχιζα ακόμα δειλά δειλά τις δοκιμές μου. Ο Διαμαντόπουλος συμπλήρωσε με τέλειο τρόπο όσα μου χε μάθει ήδη ο Πικιώνης για τη Μοντέρνα Τέχνη. Μιλούσε με κατανόηση και σαφήνεια για τους σπουδαιότερους μοντέρνους, σαν να είχε ταξιδέψει πάρα πολύ έξω. Ο Διαμαντόπουλος δυνάμωσε τις αμφιβολίες μου για το αλάθητο του Κόντογλου και συνετέλεσε στο να πάψω να είμαι βοηθός του...».

Το 1934, μετά από ένα ταξίδι στην Πελοπόννησο, άρχισε να τον απασχολεί η λαϊκή κληρονομιά και παράδοση και η μελέτη της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης. Μια σειρά με λαϊκές ενδυμασίες σε σχέδια, με μολύβι σε χαρτί, ήταν ο καρπός των βαθύτερων μελετών του πάνω στην παράδοση. Την ίδια χρονιά, ενώ ακόμη σπούδαζε στη Σχολή, σχεδίασε και εκτέλεσε τα σκηνικά και τα κουστούμια για την «Άλκηστη» του Ευριπίδη που ανέβασε ο Κάρολος Κουν στη Λαϊκή Σκηνή. Ο Κουν είχε, μάλιστα, αναφέρει σε συζήτηση με τον Α. Μπαχαριάν: «... ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για μένα. Και το χάρηκα ιδιαίτερα. Όλα ήτανε ζωγραφική».

Έως το 1937, συνέχισε τα ταξίδια του στην Ελλάδα και επισκέφτηκε την Σπάρτη, την Αρκαδία, την Μονεμβασιά, τα Ιωάννινα και τις Σπέτσες «προς μελέτην της ελληνικής λαϊκής τέχνης», όπως δήλωσε ο ίδιος σε ιδιόχειρο κείμενο που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως υπήρξε συνειδητός εκφραστής του πνεύματος περί ελληνικότητας που εμφορούσε ολόκληρη τη γενιά του '30 και στόχευε στη σύζευξη του λαϊκού με το λόγιο.

Το 1937 άρχισε η μεγάλη περίοδος της στράτευσής του, που διήρκησε περίπου τέσσετα χρόνια, με μικρά διαστήματα διακοπών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τα βιοποριστικά προβλήματα έδρασαν ανασταλτικά για τον καλλιτέχνη. Όταν, λοιπόν, το 1942 και το 1943 έλαβε μέρος στην επαγγελματική καλλιτεχνική Έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου, έντεκα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση και έχοντας πίσω του ένα έργο γεμάτο κατακτήσεις, ξεχασμένος από την πολύχρονη απουσία, αντιμετωπίστηκε ως «νέα εμφάνιση». Ο Μ. Καλλιγάς έγραφε στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα: «Ο Διαμαντόπουλος έχει όχι μόνον μια σωστή κατανόηση για το κάθε χρώμα αλλά και ξέρει και αισθάνεται τη σχέση των χρωμάτων, δίνει μια χρωματική ενότητα με σωστή αντίληψη γενικού τόνου και τοπικού χρώματος. Τον Διαμαντόπουλο τον ενδιαφέρει προπάντων το χρώμα και θεληματικά παραγνωρίζει τις γραμμές που το περιβάλλουν. Διακρίνεται όμως η θεληματική αυτή αμέλεια και αυτό τραβά την προσοχή του θεατή ενώ δεν ήταν αυτή η πρόθεση του καλλιτέχνη. Ο ζωγράφος θέλησε να δώσει προπάντων και κυρίως μια χρωματική εντύπωση και γενικά πέτυχε τον σκοπό του. Από την ειλικρίνεια του Διαμαντόπουλου περιμένει κανείς μια ευτυχή καλλιτεχνική εξέλιξη».

Το 1944, μετά από μία επιδρομή των Γερμανών στην αθηναϊκή συνοικία όπου κατοικούσε, συνελήφθη μαζί με τον αδερφό του Ιωακείμ και πολλούς άλλους, λόγω συμμετοχής στην Εθνική Αντίσταση, και φυλακίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου. Αποφυλακίστηκε μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ενώ ο αδερφός του είχε αφεθεί ελεύθερος νωρίτερα. Η περίοδος του εκλεισμού του πρέπει να του προκάλεσε μεγάλο ψυχικό πλήγμα και ιδιαίτερα από τη στιγμή που αποφυλακίστηκε ο Ιωακείμ και έμεινε μόνος του στη φυλακή.

Ήδη κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε διοριστεί καθηγητής του σχεδίου σε διάφορα Γυμνάσια των Αθηνών (Δ΄ Θηλέων, Παγκράτι), αλλά και της επαρχίας. Το 1946 συμμετείχε μαζί με τους Κανέλλη, Παπαλουκά, Σεμερτζίδη και Χατζηκυριάκο-Γκίκα, με τρία έργα («Κεφάλι γυναίκας», «Κουρείο» και «Γυναίκα που διαβάζει») στην έκθεση «Ελληνική τέχνη από το 3000π.Χ. ως το 1945μ.Χ.» που διοργάνωσε η Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου, με εισήγηση της Εθνικής Ένωσης Ελλήνων της Μεγάλης Βρετανίας, «...σαν μνημείο στους άντρες της Ελλάδας, της Βρετανίας, και των κτήσεων, που πολέμησαν και πέθαναν για την υπόθεση της Ελευθερίας στην Ελλάδα και στις ελληνικές θάλασσες», όπως γράφτηκε στην πρώτη σελίδα του καταλόγου της έκθεσης.

Την ίδια περίπου περίοδο συμμετείχε με 25 έργα (λάδια, τέμπερες, σχέδια) στην έκθεση «Έξι σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι», που διοργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο στον Ελληνικό Οίκο του Λονδίνου, με τους Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κόντογλου, Παπαλουκά, Σεμερτζίδη, Βακαλό. Η επιλογή των έργων έγινε από αντιπρόσωπο του Βρετανικού Συμβουλίου και οι συμμετέχοντες θεωρήθηκαν οι πιο αντιπροσωπευτικοί της ελληνικής ζωγραφικής.

Τον Ιανουάριο του 1949, στην γκαλερί «Ρόμβος» διοργανώθηκε η δεύτερη ατομική του έκθεση, η οποία, λόγω του μικρού χώρου και του μεγάλου αριθμού των έργων, παρουσιάστηκε σε δύο διαδοχικές περιόδους. Στην έκθεση αυτή παρουσίασε συνολικά 101 εκθέματα: ζωγραφική, έργα γλυπτικής από τσιμέντο βαμμένο και ζωγραφισμένο και μερικά διακοσμητικά κεραμεικά πιάτα. Στην πρώτη περίοδο παρουσιάστηκαν μικρότεροι πίνακες, ενώ στη δεύτερη μεγαλύτερες συνθέσεις. Οι κριτικοί έγραψαν εγκωμιαστικά σημειώματα για τον πραγματικά πρωτοπόρο ζωγράφο που η ζωγραφική του κατείχε ισάξια θέση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κινήματα, που ερμήνευε με προσωπικό τρόπο την πραγματικότητα και επισήμαινε τα καίρια σημειά της τέχνης και της τεχνικής του.



Ένα χρόνο αργότερα, ο Διαμαντόπουλος εργάστηκε ως καθηγητής Τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη και την ίδια χρονιά αποφάσισε να απομονωθεί και να αφιερωθεί αποκλειστικά στο έργο του. Άλλωστε μετά την ήττα της δημοκρατικής αριστεράς ο βίος εκείνων που είχαν πάρει μέρος επί κατοχής στην Εθνική αντίσταση είχε γίνει αβίωτος. Ύστερα από πολλές και ποικίλες δυσκολίες, κατάφερε το 1952 να επισκεφθεί το Παρίσι, την Ρώμη και την Νάπολη, και να γνωρίσει την τέχνη της Αναγέννησης, του Ιμπρεσιονισμού και των άλλων ευρωπαϊκών ρευμάτων των αρχών του 20ού αιώνα.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από την επιλογή του να ακολουθήσει το δρόμο της απομόνωσης. Μαθημένος στη βιοπάλη και τις στερήσεις αποφάσισε να ανεξαρτητοποιηθεί από τη ζωγραφική ως επάγγελμα, με την πρόφαση ότι μέσω της εμπορικής δοσοληψίας ο πραγματικός στόχος του έργου τέχνης παραβιάζεται και επηρεάζεται δυσμενώς ο δημιουργός του.

Το 1975, ο Ασαντούρ Μπαχαριάν τον έπεισε να επιστρέψει στον κόσμο των εκθέσεων, να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ώρα» στην Αθήνα, και να καταγράψει τις απόψεις του στο Χρονικό της «Ώρας». Η έκθεση αυτή έκανε και πάλι γνωστό τον ζωγράφο στο ευρύ κοινό. Το 1977, συμμετείχε σε δύο ομαδικές εκθέσεις στο Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Την επόμενη χρονιά (1978), η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση στην οποία παρουσιάστηκαν 311 έργα του. Ακολούθησαν άλλη μία έκθεση στο Δουβλίνο (1979) και δύο εκθέσεις πάλι στο κέντρο «Ώρα» (1980 και 1982). Μία σειρά έργων με τίτλο Οικοδόμοι, την παραχώρησε στην εφημερίδα Αυγή για ημερολόγιο που εξέδωσε η εφημερίδα το έτος 1981. Το 1982 συμμετείχε στην έκθεση Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, και το 1983 συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου του 1995. Κηδεύτηκε την επομένη στο Νεκροταφείο του Βύρωνα, συνοδευόμενος στο στερνό του ταξίδι από ελάχιστους φίλους. Λίγα χρόνια αργότερα, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε τον ζωγράφο με έκθεση τριάντα έργων του (2001). Το 2007, έγινε στην Αθήνα έκθεση έργων του Διαμαντόπουλου που συμπεριλαμβάνονται στην συλλογή Πορταλάκη.


Σύμφωνα με τον Μ. Στεφανίδη, "η ζωγραφική του Διαμαντή Διαμαντόπουλου χαρακτηρίζεται από μία συνεχή εξέλιξη του ύφους του και της τεχνοτροπίας που εφαρμόζει. Έτσι, στα πρωτόλεια έργα του (1930-1937 περίπου) κυριαρχούν οι κυβιστικές προσπάθειες και η πειραματική εικονογραφία της μεταφυσικής ζωγραφικής. Μετά το 1937, αποκτά ένα πιο ώριμο ύφος, όπου ο Matisse εμπλέκεται με μία μεταφυσική αισθητική. Στα έργα της περιόδου του εγκλεισμού του (1949-1978) παρατηρούμε μία διάχυση του στυλ της ζωγραφικής του με κυρίαρχη τάση την «επιστροφή στο σώμα» που χαρακτηρίζει άλλωστε όλους τους εκπροσώπους της γενιάς του '30. Μετά την έξοδό του από την απομόνωση, που σηματοδότησε κατά κύριο λόγο η μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Ε.Π.Μ.Α.Σ., επιστρέφει στην παραληρηματική αφήγηση και στις μορφές-ανδρείκελα μέσα από σειρές έργων όπως Μηχανές και ήλιοι και Συνθέσεις".

Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, μια από τις πιο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης ελληνικής τέχνης και θα μείνει στην ιστορία ως μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού. 

Βιβλιογραφία

Στεφανίδης Εμμανουήλ, Το έργο του ζωγράφου Διαμαντή Διαμαντόπουλου και το κοινωνικό και αισθητικό του πλαίσιο, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2003.

17 Δεκεμβρίου 2012 

http://www.artmag.gr/art-history/artists-faces/item/4142-diamantis-diamantopoulos



 Μια από τις πιο χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης τέχνης μας, που έμεινε στην ιστορία ως μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού που αποσύρθηκε επί πολλά χρόνια και κλείστηκε στον εαυτό του, τιμά η Ακαδημία Αθηνών. Πρόκειται για τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο ­«περίπτωση Διαμαντόπουλου»­ έργα του οποίου θα εκτίθενται από τις 13 Μαρτίου έως τις 6 Απριλίου στην ανατολική αίθουσα του Μεγάρου της Ακαδημίας. Για την καλλιτεχνική του πορεία θα μιλήσουν την Τρίτη 13 Μαρτίου, ώρα 7.30 μ.μ., ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, την Τετάρτη 21 Μαρτίου ο τέως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης Δημήτριος Παπαστάμος και μία εβδομάδα μετά ο ακαδημαϊκός Τάσος Αθανασιάδης.
Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος γεννήθηκε το 1914 στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, προέρχεται δηλαδή όπως και άλλοι σημαντικοί δημιουργοί μας, ο Παρθένης, ο Μαλέας, ο Κόντογλου και ο Γουναρόπουλος, από την ελληνική περιφέρεια. Με τη Μικρασιατική καταστροφή χάνει τον πατέρα του και από το 1922 βρίσκεται μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα. Από το 1929 συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων», όπου δημοσιεύονται σκίτσα του με το ψευδώνυμο Ακάμας. Για την περίοδο των γυμνασιακών του σπουδών πολύτιμες πληροφορίες μάς δίνει ο Τάσος Αθανασιάδης ­λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και στενός φίλος του­ ο οποίος μας πληροφορεί και για τη σύγκρουσή του με τον Τσαρούχη. Το 1930 παρουσιάζει έργα του στον Φώτο Γιοφύλλη, τέμπερες με κυβιστικό περισσότερο λεξιλόγιο, που θα τα εκθέσει στην Αίθουσα Καλλιτεχνικών Ατελιέ, και εκτός των άλλων θα προκαλέσουν την προσοχή του Γουναρόπουλου.

Ακολουθούν ευνοϊκές κριτικές για τα έργα του από τον Πικιώνη και τον Αγγελο Τερζάκη. Το 1931 μπαίνει στην Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Μπισκίνη και τον Παρθένη. Το 1934 ταξιδεύει στην Πελοπόννησο με το γλύπτη Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και φαίνεται ότι ενδιαφέρεται για τη λαϊκή παράδοση. Ακολουθούν εκθέσεις του στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο Λονδίνο, και το 1947 παρουσιάζονται έργα του στο Ρόμβο, μαζί με αυτά των Γουναρόπουλου, Κανέλη, Μόραλη, Βακαλό, Αστεριάδη. Το 1950 συνεργάζεται ως καθηγητής τεχνικών στο «Ελληνικό Σπίτι» της Αγγελικής Χατζημιχάλη και την ίδια χρονιά αποφασίζει να απομονωθεί και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο έργο του. «Τότε αποφασίζει να μη διαθέτει έργα του στο εμπόριο επειδή είναι κατά της όλο και μεγαλύτερης εμπορευματοποίησης της τέχνης», συνεχίζει ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου.

Τα επόμενα χρόνια δεν παρουσιάζει έργα του· μόνο το 1964 μετέχει σε μεγάλη έκθεση που γίνεται στην Κύπρο με ένα από τα έργα του που έχει εκθέσει και στο Ρόμβο το 1949. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1975, πείθεται από τον Ασαντούρ Μπαχαριάν να παρουσιάσει έργα του στο καλλιτεχνικό και πνευματικό κέντρο «Ωρα».

Η έκθεσή του αυτή αποτέλεσε μια αποκάλυψη και υμνήθηκε από την κριτική, ενώ αγαπήθηκε από το κοινό η ζωγραφική του. Δύο χρόνια αργότερα πήρε μέρος σε δύο εκθέσεις στο εξωτερικό, το 1977, τις δυο στο Βελιγράδι, ενώ το 1978 οργανώθηκε μεγάλη αναδρομική του έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη με 311 έργα του που έδειξαν όλο το χαρακτήρα και τον πλούτο της εκφραστικής του γλώσσας. Σε μια άλλη έκθεση στην «Ωρα» ξεχωρίζουν τα έργα της σειράς «Οικοδόμοι», που παραχωρεί για το ημερολόγιο της εφημερίδας «Αυγή», το 1981. Το 1982 συμμετέχει στα Ευρωπάλια και το 1983 στην Μπιενάλε της Βενετίας. Στις 6 Ιουνίου του 1995, ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος πεθαίνει και συνοδεύεται στην τελευταία του κατοικία από πολύ λίγους φίλους.

Ο Διαμαντής Διαμαντόπουλος, σύμφωνα με τον κ. Χρήστου, «ενδιαφέρεται για τη λιτότητα του μορφοπλαστικού λεξιλογίου και το μελετημένο πρωτογονισμό των μορφών του, την έμφαση στα τεκτονικά χαρακτηριστικά και την εκφραστική δύναμη των χρωμάτων του, την αποφυγή κάθε ανεκδοτολογικού και παραπληρωματικού τύπου και τη μνημειακοποίηση. Σε επαφή με την ευγένεια και την περισσότερο ποιητική γλώσσα τού Ματίς και τον κυβισμό του Λεζέρ, τον καθαρά μουσικό χαρακτήρα των έργων του Κλε, τη βιαιότητα των δημιουργών του νεοπραγματισμού και της κοινωνικής κριτικής, το κλίμα των μεταμορφώσεων του Πικάσο, θαυμαστής της ζωγραφικής του Σεζάν. Μένει μόνος με τον εαυτό του και αναζητεί να εκφράσει τις προσωπικές συναντήσεις του με τον κόσμο και τη ζωή».

Η εθελούσια απομόνωσή του επί είκοσι πέντε χρόνια, η άρνησή του να συμβιβαστεί με ένα περιβάλλον που εμπορευματοποιούσε τα πάντα, η αγάπη του για την ελληνική λαογραφία, η ανθρωπιστική προσέγγιση των θεμάτων του και η ηθική του στάση απέναντι στον κόσμο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του χαρισματικού καλλιτέχνη που δημιούργησε μια μορφική ισορροπία με καθαρότητα. «Στην ιστορία του βίου των καλλιτεχνών μας, η περίπτωση Διαμαντόπουλου είναι μοναδική και δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς τα συμφραζόμενά της», γράφει ο καθηγητής Μιλτιάδης Παπανικολάου, στην «Ιστορία της Τέχνης στην Ελλάδα», εκδόσεις «Αδάμ».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΟΥΣΗΣ

13/2/2001




  1.  

 ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΥ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ
 Δ. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟ 1978 ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ Δ. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ  


Ντοκιμαντέρ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ




 3. 

Ε Ρ Γ Α