Είμαστε αστρόσκονη ζωντανεμένη στο μεγάλο Εργαστήριο της Βιόσφαιρας.

(Ζωή. Το θαύμα της Ύλης, της Ενέργειας, της Βιόσφαιρας και του Εμείς)

«Μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και δεν θα
υπάρξουμε ξανά ποτέ και δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα, αν δεν ζει
φρόνιμα, ηθικά και δίκαια, όπως και δεν μπορεί να ζει φρόνιμα, ηθικά
και δίκαια, αν δεν ζει ευχάριστα».
Επίκουρος[1]

«Όπως έχει αποδειχτεί, η βλάβη στους μετωπιαίους λοβούς του εγκεφάλου
συνεπάγεται τη διάβρωση της επινοητικότητας, το μειωμένο ενδιαφέρον
για το μέλλον, τον ελαττωμένο αυτοέλεγχο, την αναισθησία και την
εμμονική προσκόλληση σε ατελέσφορα μονοπάτια»
Γιώργος Παξινός[2]

«Εάν δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα μάτια μας για να βλέπουμε,
τότε θα τα χρειαστούμε για να κλάψουμε».
Ζαν Πωλ Σαρτρ[3]

Είναι πολύ συνηθισμένη η έκφραση, σύμφωνα με την οποία ‘είμαστε ό,τι τρώμε’, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται τι είναι εκείνοι που δεν έχουν να φάνε, ή εκείνοι που τρώνε ληγμένα, νοθευμένα και ακατάλληλα τρόφιμα και τέλος τι είναι οι ‘αόρατοι’, δηλαδή εκείνοι που τρέφονται από τα αποφάγια που βρίσκουν τα βράδια στα σκουπίδια των μεγαλουπόλεων.
Εκτιμώ ότι θα ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική μια διεπιστημονική έρευνα για τη σχέση μεταξύ ζωής-ψυχής και φαγητού, καθώς επίσης και μεταξύ χόρτασης-υπερσίτισης και πείνας-υποσιτισμού και ασιτίας. Βέβαιο είναι, πάντως, πως υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ φαγητού και ενεργητικότητας, συνείδησης και συμπεριφοράς αυτού που ορίζουμε ως άτομο, άνθρωπο και ατομική προσωπικότητα. Όλοι έχουμε σχετικές εμπειρίες από χορτάτους που είναι γεμάτοι ενέργεια, έχουν καλή διάθεση, είναι αισιόδοξοι και πολύ δραστήριοι, αγαπάνε και δεν χορταίνουν τη ζωή, σε αντίθεση με τους υποσιτιζόμενους και τους νηστικούς που είναι νωχελείς, χωρίς ενεργητικότητα, απαισιόδοξοι μοιρολάτρες που καταριούνται τη ζωή και παρακαλάνε να πεθάνουν. Αυτές οι παρατηρήσεις παραπέμπουν στο γεγονός πως από την κατάσταση του σώματος, η οποία εξαρτάται από τον τρόπο ζωής, την ποιότητα, την ποσότητα και την κανονικότητα λήψης ενέργειας-τροφής και κοινωνικής αναγνώρισης εξαρτάται η ζωή του ανθρώπου, και όχι από σκοταδιστικούς μύθους, τοξικές ιδεολογίες, ανούσιες δουλικές προσευχές και μεθυστικά λιβάνια.
Κάρολος Δαρβίνος  (1808-1882)
Με την ίδια λογική μπορούμε να ισχυριστούμε, και με βάση τις διαπιστώσεις των σχετικών επιστημών, ότι ‘είμαστε ό,τι πιστεύουμε’, με την έννοια ότι η ζωή μας ορίζεται και προσδιορίζεται από το επίπεδο γνώσης, αυτογνωσίας, επίγνωσης και συνείδησης, καθώς επίσης και από τον βαθμό της εξάρτησής μας από ψευδαισθήσεις, νεκρές παραδόσεις και υποτιθέμενες μεταφυσικές δυνάμεις. Δυνάμεις που δεν υπάρχουν, αλλά τις δημιουργήσαμε με τη φαντασία μας ή μας τις επέβαλαν με την παιδεία ως ‘αυτονόητες’ τα σκοταδιστικά και εξουσιαστικά ιερατεία για να μας εξουσιάζουν με όσα αυτή η υποταγή-εξάρτηση-εξουσίαση συνεπάγεται. Ας σκεφτούμε μόνο πως οι θρησκείες υποστηρίζουν ότι ο κόσμος και η ζωή δημιουργήθηκαν από κάποιο απροσδιόριστο θεό πριν από 5-6 χιλιάδες χρόνια, ενώ η επιστήμη απέδειξε ότι ο Γαλαξίας μας, ένα μικρό κύτταρο του αχανούς, μεγαλοπρεπούς και αειυπάρχοντος Σύμπαντος, έχει ηλικία δεκατρεισήμισι δισεκατομμύρια χρόνια. Επίσης, οι θρησκείες υποστηρίζουν ότι ο θεός έπλασε ξεχωριστά κάθε μορφή ζωής, ενώ η επιστήμη, ακόμα από την εποχή του Αριστοτέλη και ιδιαίτερα με τις έρευνες και τη θεωρία του Δαρβίνου[4], απέδειξε, παρά τις κραυγές όσων φανατικών ‘δημιουργιστών’ δεν διάβασαν ποτέ ούτε Αριστοτέλη ούτε και Δαρβίνο, ότι όλες οι μορφές ζωής έχουν κοινή ρίζα, προέρχονται από την ίδια γενετική δεξαμενή, είναι φτιαγμένες με τον ίδιο τρόπο και από τα ίδια υλικά στοιχεία της Φύσης και γι’ αυτό έχουν κατά 98% και πλέον κοινό DNA. Η αποκρυπτογράφηση[5] και η χαρτογράφηση μάλιστα του γενετικού κώδικα απέδειξε ότι τα είδη διαφοροποιούνται, ανάλογα με τις φυσικές συνθήκες και τους όρους ζωής, στην πορεία τους με τη διαδικασία της εξέλιξής τους, κατά το υπόλοιπο 1-1,5%. Τελικά, είμαστε ό,τι μας έμαθαν να σκεφτόμαστε, δηλαδή είμαστε ό,τι πιστεύουμε και συνεπώς είναι σημαντικό να μελετήσουμε την επίδραση της εξουσιαστικής ιδεολογίας, της θρησκευτικής πίστης, της θρησκοληψίας, του θρησκευτικού φανατισμού, της αθεΐας και της α-θρησκευτικότητας στη διαμόρφωση του ανθρωπολογικού τύπου των θρησκευόμενων και μη θρησκευόμενων ανθρώπων. Από μια απλή παρατήρηση μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια πρώτα συμπεράσματα:
  • Ο απλός θρησκευόμενος είναι κατά κανόνα άτομο ηλικιωμένο, φοβικό, συνεσταλμένο, άτολμο, μοιρολάτρης, υποτακτικός, ‘φιλήσυχος’, διακριτικός, απαισιόδοξος, δουλικός. Βλέποντας πως οι συνθήκες της κοινωνικής ανισότητας τον έριξαν στο περιθώριο και δεν του επέτρεψαν να χαρεί και να γεμίσει τη ζωή του με έργα ελεύθερης δημιουργικότητας που θα του εξασφάλιζαν αυτοσεβασμό και ευτυχία, ακολούθησε τον αμαθή ή ημιμαθή επαγγελματία παπά της ενορίας του και προσχώρησε στο πιο κοντινό του θρησκευτικό ποίμνιο με την ελπίδα πως θα έχει μια δεύτερη ευκαιρία για μια δεύτερη διαφορετική ζωή με περιεχόμενο. Η σύγχυσή του είναι τόσο έντονη ώστε να ταυτίζει το θεό, το φετίχ της εξουσίας, με την ίδια την κοσμική εξουσία και να ζητάει από αυτόν, με αντάλλαγμα την πίστη-υποταγή, τα πιο απίθανα ρουσφέτια, αγαθά και υπηρεσίες που όφειλε να του προσφέρει, ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών του η Πολιτεία. Πολιτικά είναι αδιάφορος, αλλά επιλέγει συνήθως συντηρητικά πολιτικά κόμματα με δεσμούς με την Εκκλησία ή το κάθε φορά πλειοψηφικό ρεύμα με την ελπίδα πως ‘αυτή τη φορά’ κάτι θα αλλάξει στη ζωή του. Στην αποφασιστική τους πλειονότητα οι παραδοσιακά θρησκευόμενοι είναι, εξαιτίας του πατριαρχικού χαρακτήρα της κοινωνίας μας, άτομα θυλικού φύλου, χαμηλού εισοδηματικού και μορφωτικού επιπέδου, άτομα τσακισμένα, ανασφαλή και χαμηλής αυτοεκτίμησης που ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν στρούγκα και τσοπάνη για να νιώσουν ασφάλεια, αν και γνωρίζουν πως κάποια μέρα ο τσοπάνης τους θα τους κρεμάσει στο τσιγκέλι κάποιου κατακτητικού, ιμπεριαλιστικού ή εμφύλιου πόλεμου. Χωρίς αυτό το κοινωνικό στρώμα καμιά εξουσία δεν μπορεί να ριζώσει και να ευδοκιμήσει.

  • Ο θρησκόληπτος είναι βασικά ένα κομπλεξικό, ιδιοτελές, πανούργο, καιροσκοπικό και ξενοφοβικό άτομο που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρο εγωισμό, αμυντική επιθετικότητα, πάθος για την πίστη του, εξωστρέφεια, εχθρότητα απέναντι σε αλλόθρησκους και ‘άπιστους’. Πολιτικά συντηρητικό-αντιδραστικό άτομο, με ρατσιστική μέχρι και φασιστική συμπεριφορά. Είναι από υστεροβουλία ‘λάτρης του νόμου και της τάξης’ και ενώ είναι υποτακτικός σε βαθμό δουλικότητας απέναντι στην εκκλησιαστική και στην κοσμική εξουσιαστική ιεραρχία, αντίθετα γίνεται τυραννικός απέναντι στους αδύναμους και ανυπεράσπιστους ‘παρακατιανούς’ και υφισταμένους του. Ανήκει κατά κανόνα σε μικρό-μεσοαστικά στρώματα, με μέση εκπαίδευση και είναι άτομο υστερόβουλο που εξαργυρώνει με όποιο τρόπο μπορεί την ‘πίστη του στο θεό’ και την υποταγή του στους αυτόχριστους εκπροσώπους του, με δουλικότητα αλλά και με συχνή παραβατικότητα.

  • Ο θρησκευτικά φανατισμένος, ο χριστιανός φονταμενταλιστής χθες, ο ισλαμιστής κατά κύριο λόγο σήμερα, είναι η τυπική περίπτωση του φασίστα σαδομαζοχιστή, που θεωρεί τον εαυτό του απόστολο της πίστης του και είναι ικανός κατ’ εντολή των ‘ανωτέρων του’ να σκοτώσει χωρίς τύψεις, αλλά και να σκοτωθεί, γιατί πιστεύει πως θα γίνει μάρτυρας και θα συνομιλεί με τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ, ή με τον λεγόμενο ‘Άγιο Πέτρο’ στον ‘άλλο κόσμο’. Κατά κανόνα πρόκειται για αγράμματους, εξαθλιωμένους και απογοητευμένους φτωχούς ανθρώπους που ακολουθούν σπουδαγμένους στο εξωτερικό νέους αστικών και μικροαστικών οικογενειών, οι οποίοι επιδιώκουν, αποκτώντας οπαδούς και κοινωνικό έρεισμα να γίνουν αποδεκτοί για να στελεχώσουν τους εξουσιαστικούς θεσμούς και να αντικαταστήσουν αυτούς που κυβερνούν. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι επαγγελματίες φονιάδες και αμετανόητοι φασίστες.

  • Ο σκεπτικιστής προβληματίζεται και ψάχνει απαντήσεις, κρατάει, όμως, αποστάσεις ασφαλείας τόσο από τους θρησκευόμενους όσο και από τους άθρησκους, μέχρι ν’ αποφασίσει τελικά ‘τι τον συμφέρει’, να επιστρέψει στο ‘μαντρί’ ή ν’ απαλλαγεί από την εκκρεμότητα και να οργανώσει τη ζωή του χωρίς τον φόβο του θανάτου, του θεού και της εξουσίας. Είναι συνήθως άτομα υποψιασμένα, με αστικοδημοκρατική αντίληψη και με ευαισθησίες που κινούνται στον χώρο των μικρό-μεσαίων εισοδηματικά και μορφωτικά στρωμάτων, με μέση, ανώτερη ή/και ανώτατη εκπαίδευση, αλλά με μικροαστική παιδεία και όνειρο ‘να πιάσουν την καλή’ και να ανεβούν οικονομικά και κοινωνικά, για ‘να σωθούν’, πράγμα που τους επιτρέπει να κινούνται και να μετακινούνται στους χώρους της εκάστοτε εξουσίας και να αφοσιωθούν και να υπηρετήσουν καταστάσεις αντίθετες από τις πεποιθήσεις τους.

  • Ο άθεος, μη θρησκευόμενος, αρνητής θεού και θρησκείας είναι συνήθως ένας σκεπτόμενος, μελετημένος, κατασταλαγμένος, ήρεμος άνθρωπος, σχετικά αδιάφορος και αποστασιοποιημένος από παραδοσιακές ιδεολογίες, αλτρουιστής, αισιόδοξος, έντονα πολιτικοποιημένος σοσιαλιστικών, αντικαπιταλιστικών, προοδευτικών πολιτικών πεποιθήσεων και δημιουργικός άνθρωπος. Άθεοι υπάρχουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, κατά κανόνα όμως σε μικροαστικά και πάνω, με καλό μορφωτικό επίπεδο.

  • Ο ουμανιστής είναι από θέση άθεος, άθρησκος και άπιστος, άτομο με βαθιά μόρφωση, ανθρωπιστική παιδεία και πνευματική καλλιέργεια, κατασταλαγμένος και αποστασιοποιημένος από εξουσιαστικές ιδεολογίες και δομές, δεν πιστεύει σε τίποτα μεταφυσικό παρά μόνο στους νόμους της φύσης, στους συνανθρώπου του και στην κοινωνία του, που με τα οράματά τους και τους αγώνες τους οδήγησαν την ανθρωπότητα από τις σπηλιές στον σύγχρονο πολιτισμό και στο διάστημα. Έχει θέσεις και αγωνίζεται για ένα καλύτερο κόσμο[6], είναι κοινωνικός και αισιόδοξος πως κι αυτή τη φορά η ανθρωπότητα θα ξεπεράσει το εμπόδιο, τον καπιταλισμό, που την εμποδίζει να κάνει το επόμενο βήμα προς ένα καλύτερο κόσμο, τον κόσμο της κοινωνικής ισότητας. Είναι ρεαλιστής, δεν κρύβεται, δεν φοβάται, δεν σιωπά, δηλώνει παρών.
Πέρα, όμως, από το τι τρώμε ή δεν τρώμε και το τι σκεφτόμαστε ή δεν σκεφτόμαστε, είμαστε ένας αέναα εξελισσόμενος πολυσύνθετος μηχανισμός της Φύσης, ένας ζωντανός οργανισμός, άθροισμα πολλών συμπληρωματικών οργανικών υποσυστημάτων, η καλή ή κακή λειτουργία των οποίων επηρεάζει θετικά ή αρνητικά τόσο το τι τρώμε και το τι και πώς σκεπτόμαστε, όσο και το πώς αισθανόμαστε και συμπεριφερόμαστε. Έτσι, και ανεξάρτητα από το τι τρώμε και τι πιστεύουμε, η αντικειμενική πραγματικότητα μας λέει ότι ‘πάνω απ’ όλα είμαστε φυσικοχημεία’Είμαστε ένας φυσικός οργανισμός που είναι φτιαγμένος από όλα σχεδόν τα χημικά στοιχεία, από τα οποία αποτελείται το Σύμπαν. Είμαστε, όπως αποκαλύπτει η χημική ανάλυση, υψηλής οργανωτικότητας ζωντανή αστρόσκονη[7] και μ’ αυτήν την έννοια είμαστε μια συμπαντική ύπαρξη που εμφανίστηκε και εξελίχτηκε όταν συνέτρεξαν όλες οι φυσικές προϋποθέσεις, που έθεσαν σε κίνηση τις αναγκαίες φυσικοχημικές διεργασίες στα σπλάχνα, στον πλακούντα για να κυριολεκτήσουμε, της γήινης βιόσφαιρας, οι οποίες κατάληξαν στις πρώτες απλές μορφές ζωής, που στη συνέχεια εξελίχτηκαν σε σύνθετες και πολυσύνθετες μέχρι τις ανώτερες μορφές ζωής στην κορυφή των οποίων βρίσκονται τα ‘ανώτερα θηλαστικά’ και ο άνθρωπος. Υπάρχουν πολλές επιστημονικές και μη θεωρίες για την εμφάνιση της ζωής, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι αν και σε ποιο βαθμό η ανθρώπινη ζωή ως ενεργός παρουσία, συμπεριφορά και συνείδηση, επηρεάζεται και από την καλή ή κακή λειτουργία και την αρμονική συνεργασία των αντίστοιχων οργάνων που ελέγχουν-ρυθμίζουν την αναλογική επάρκεια όλων των αναγκαίων, για ομαλή, δημιουργική και ευτυχισμένη ζωή, χημικών στοιχείων. Υπόθεση της φυσικής, της χημείας και κύρια της βιολογίας είναι η γέννηση, η ανάπτυξη, ο πολλαπλασιασμός, αλλά και ο θάνατος ενός ζωντανού οργανισμού και όχι κάποιας αρχέτυπης ιδέας ή κάποιου ανύπαρκτου θεού.
Ο οργανισμός του ανθρώπου αλλά και κάθε ζωντανός οργανισμός είναι ένα βιοχημικό εργαστήριο, η λειτουργία του οποίου έχει δύο αιτίες αναφοράς, την εξωγενή και την εσωγενή. Η εξωγενής προέρχεται από τις ακτινοβολίες κάθε εποχής, από τις οπτικές εικόνες, από τους ήχους, που δημιουργούν τις σκέψεις, τις πράξεις, τα διάφορα συναισθήματα και φυσικά τις διάφορες αντιδράσεις. Η εξωγενής χημεία προσδιορίζει περισσότερο την υγεία του οργανισμού και την ανάπτυξή του. Παράδειγμα, η βιταμίνη D δημιουργείται με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας, ενώ η καταστροφή της βιταμίνης Α γίνεται απ’ τους θορύβους. Η εξωγενής χημεία του οργανισμού είναι σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η εσωγενής αιτία προκαλείται από τη λήψη των τροφών, ποτών, φαρμάκων και άλλων διάφορων σκευασμάτων. Αυτή είναι η ελεγχόμενη χημεία, αφού είναι στο χέρι μας να δώσουμε στον οργανισμό μας αυτό ή εκείνο το χημικό στοιχείο. Είναι εκείνη που συμπληρώνει ή μειώνει το αποτέλεσμα των εξωτερικών επιδράσεων[8].
Η χημεία του ανθρώπινου οργανισμού στηρίζεται στη λειτουργία οργάνων και συστημάτων που διατηρούν την ομοιοστασία του ανθρώπινου οργανισμού και εγγυώνται την ανθρώπινη υγεία και υποστηρίζουν τη ζωή. Αντίθετα, κάθε διαταραχή, με την έννοια της δυσλειτουργίας των αδένων, του πλεονάσματος ή της έλλειψης ορμονών, δημιουργεί οργανικές ασθένειες, συνειδησιακές διαταραχές, ακόμα και τον θάνατο.
Για καλύτερη κατανόηση της φύσης[9] και της σημασίας της χημείας του οργανισμού μας[10], ας δούμε τους βασικούς αδένες και τις ορμόνες[11], πώς λειτουργούν, τί παράγουν και πώς καθορίζουν την ύπαρξή μας, τη διάθεσή μας και την καθημερινότητά μας[12], μερικές βασικές πληροφορίες, που «θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τι συμβαίνει στο εσωτερικό των ανθρώπων που πέφτουν θύματα του μυστικισμού και της συναισθηματικής πανούκλας»[13]:
▪ Η Επίφυση είναι ένας αδένας στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Ανιχνεύει το φως και εκκρίνει την ορμόνη μελατονίνη, που προκαλεί ένα είδος νάρκης, φυσική αντίδραση στο κρύο του χειμώνα, την ανάγκη για περισσότερη ανάπαυση και ύπνο. Αυξάνεται περισσότερο σε συνθήκες σκότους, κατά την νύκτα και σε συνθήκες έλλειψης υπεριώδους ακτινοβολίας. Εάν διαταραχθεί η έκκριση της μελατονίνης, το άτομο κατά τη διάρκεια της ημέρας έχει ζαλάδες, νευρικότητα, ατονία, κατάθλιψη, μελαγχολία, άγχος, φοβίες κ.ά. Η μελατονίνη εκκρίνεται κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, γι’ αυτό και ο καλύτερος ύπνος είναι στη διάρκεια αυτών των ωρών. Το παρατεταμένο ξενύχτι μειώνει την έκκριση αυτής της ορμόνης.
▪ Η Υπόφυση είναι ένας αδένας[14] που εκκρίνει τη στιμουλίνη για τη λειτουργία άλλων αδένων, τη μελανίνη για το χρώμα του δέρματος, την ορμόνη της ανάπτυξης του σώματος, την ορμόνη διέγερσης του θυρεοειδούς και των επινεφριδίων, την οκυτοκίνη για τη μυϊκή δραστηριότητα, την αντιδιουρητική για την αύξηση ή μείωση της αρτηριακής πίεσης, την προλακτίνη που ρυθμίζει τη διαμόρφωση των μαστών και του γάλακτος στις γυναίκες. Εκκρίνει, επίσης, τις ενδορφίνες που συμβάλλουν στην ομαλή λειτουργία του οργανισμού και στην καλή ψυχολογική μας κατάσταση, καθώς ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα σε καταστάσεις στρες, βοηθούν στην καλύτερη κυκλοφορία του αίματος, έχουν αντιγηραντική δράση και βελτιώνουν τη μνήμη.
▪ Ο Θυρεοειδής αδένας ρυθμίζει την παραγωγή και την αποθήκευση ενέργειας σε όλο το σώμα και λειτουργεί σαν θερμοστάτης για τα κύτταρα του οργανισμού. Παράγει βασικά δύο ορμόνες, τη θυροξίνη (Τ4) και την τριιωδοθυρονίνη (Τ3). Οι δύο αυτές ορμόνες ρυθμίζουν την ωρίμανση του σκελετού και του εγκεφάλου του εμβρύου, την αύξηση του βασικού μεταβολισμού, την αύξηση του ρυθμού και της συσταλτικότητας της καρδιάς, την αύξηση της κινητικότητας του εντέρου, την αύξηση του σακχάρου και την ελάττωση της χοληστερίνης του αίματος.
▪ Οι Παραθυρεοειδείς αδένες εκκρίνουν ορμόνη η οποία ελέγχει το ποσοστό του ασβεστίου στα οστά και τη χρήση του φωσφόρου από το κύτταρο. Η έλλειψή της προκαλεί δυσλειτουργία στο νευρικό και στο μυϊκό σύστημα.
▪ Ο Θύμος αδένας είναι ένα λεμφοεπιθηλιακό όργανο. Εντοπίζεται στο μεσοθωράκιο, πιο συγκεκριμένα στο οπίσθιο μεσοπνευμόνιο. Ανήκει στο λεμφικό σύστημα και αποτελεί πρωτογενές όργανο λεμφοποίησης. Παράγει τη θυμοσίνη, που συμβάλλει στον σχηματισμό αντισωμάτων.
▪ Τα Επινεφρίδια παράγουν την κορτιζόνη, την κορτικοστερόνη που διεγείρει τον σχηματισμό υδατανθράκων, την αλδοστερόνη που ρυθμίζει τη στάθμη των αλάτων, την αδρεναλίνη που προκαλεί άγχος, συναγερμό στον οργανισμό και τη νορεπινεφρίνη που προκαλεί τα αντίστροφα.
▪ Το Πάγκρεας παράγει την ινσουλίνη, που ρυθμίζει το σάκχαρο στο αίμα, και τη γλυκαγόνο.
▪ Οι Ωοθήκες παράγουν τις οιστρογενείς ορμόνες που διατηρούν τη νεότητα των γυναικών και την προγεστερόνη.
▪ Οι Όρχεις παράγουν την τεστοστερόνη και άλλα ανδρογόνα, η μεγάλη ποσότητα των οποίων αυξάνει την ερωτική δραστηριότητα του άνδρα.
▪ Τα ένζυμα είναι οι καταλύτες όλων των βιοχημικών διεργασιών του σώματος συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσης, της αποσύνθεσης, της οξείδωσης, της μεταφοράς και του ισομερισμού των ουσιών. Τα ένζυμα αποσυνθέτουν και μεταφέρουν την τροφή, απομονώνουν τις άχρηστες ουσίες που συσσωρεύονται στο αίμα, αποσυνθέτουν του ιούς που προκαλούν φλεγμονές και κατεβάζουν τη χοληστερίνη στο αίμα για να διατηρήσουν την ισορροπία του pH[15]. Τα ένζυμα, όπως όλοι οι καταλύτες, αλλάζουν τον ρυθμό μιας χημικής αντίδρασης χωρίς να μεταβληθούν τα ίδια και είναι απαραίτητα για τον μεταβολισμό όλων των ζωντανών οργανισμών. Η προμήθεια των ενζύμων από εξωτερικές τροφές ενισχύει την καλή λειτουργία των οργάνων. Τα πρώτα συμπτώματα των χαμηλών ενζυμικών επίπεδων είναι κόπωση, απώλεια συγκέντρωσης, ευαισθησία σε λοιμώξεις, δερματικά προβλήματα, νωθρότητα και δυσλειτουργίες του πεπτικού συστήματος που καταλήγουν σε βλάβες των κυττάρων και των ιστών, οι οποίες οδηγούν αναπόφευκτα σε σοβαρές ασθένειες[16]. Τέλος, ας δούμε ενδεικτικά πόσο απλό και υλικό είναι κατά βάση το πολυσήμαντο και πολύτιμο φαινόμενο της ζωής με μια ακόμα προσέγγιση της σημασίας της λειτουργίας ενός ακόμα υποσυστήματος του οργανισμού.
▪ Πεπτικό σύστημα. Κάθε μικρή ή μεγάλη διαταραχή του πεπτικού συστήματος, δηλαδή, του στομαχιού και των εντέρων, που μετατρέπουν, χάρη στην πολύπλοκη συνεργασία αμέτρητων συστημάτων ενζύμων, οξέων, πεπτιδίων και φιλικών βακτηρίων, τις τροφές σε καύσιμα και θρεπτικά συστατικά για το σώμα, εμφανίζεται ως κάποια ασήμαντη ή σημαντική ασθένεια, η οποία οδηγεί στην ανατροπή της καλής κατάστασης, της υγείας, και όχι σπάνια στο θάνατο του οργανισμού. Στην πραγματικότητα, όλα τα είδη των σύγχρονων ασθενειών, για τις οποίες η ιατρική επιστήμη αναζητά μέσω της έρευνας πρακτικά χρήσιμες απαντήσεις, όπως η ομαλή σωματική ανάπτυξη και η πνευματική εξέλιξη, η γενική δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού, ακόμα και οι συναισθηματικές ή ψυχικές διαταραχές όλων των ειδών, συνδέονται σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό με διαταραχές του πεπτικού συστήματος. Συνηθέστερη αιτία της όποιας διαταραχής του πεπτικού συστήματος είναι, όπως είναι γνωστό, η έλλειψη επαρκούς και ποιοτικά κατάλληλης τροφής ή η κακή διατροφή που συνδέεται άμεσα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζει, δημιουργεί και εργάζεται το κάθε άτομο, πράγμα που παραπέμπει ευθέως στο εκάστοτε κυρίαρχο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα[17], δηλαδή, στον τρόπο παραγωγής και διανομής των αγαθών.
Οι επιστήμες διαπιστώνουν ότι δεν υπάρχει τίποτα στη νευροφυσιολογία που να μας υποχρεώνει να αντιδρούμε βίαια. Σε κανένα ανθρώπινο ον η βία δεν προσφέρει ασφάλεια, επειδή προκαλεί αντιβία και συνεπώς ανασφάλεια. Η επιθετικότητα, ο ατομισμός, ο πόλεμος δεν είναι εκδήλωση βιολογικών ή κληρονομικών παραγόντων, αλλά καταστάσεων που προκαλούνται από την οικονομικοκοινωνική ανισότητα που την επιβάλλουν οι θρησκείες και οι εξουσίες. Το πώς ενεργούμε, διαμορφώνεται από το πώς κοινωνικοποιηθήκαμε και, εκτός από σπάνιες παθολογικές περιπτώσεις, τα γονίδιά μας δεν δημιουργούν άτομα αναγκαστικά προδιατεθειμένα προς τη βία. Η προσπάθεια να αποδοθεί στην ‘ανθρώπινη φύση’, μέγεθος πια κατ’ εξοχήν κοινωνικό-πολιτισμικό, η αλητεία, η απληστία, ο ατομισμός, η ανταγωνιστικότητα, η βία, η εγκληματικότητα, η ανισότητα και ο πόλεμος δεν επιβεβαιώνεται από καμιά επιστήμη και αποσκοπεί στην απόκρυψη της αλήθειας ότι όλα αυτά πηγάζουν από τη βιαιότητα των θεσμών, των δομών και των λειτουργιών των εκμεταλλευτικών συστημάτων, με κυρίαρχη έκφρασή τους τον απάνθρωπο και καταστροφικό καπιταλιστικό τρόπο της άναρχης εμπορευματικής παραγωγής και της ακραίας ανισοκατανομής του κοινωνικού πλούτου.
Αυτές οι ελάχιστες πληροφορίες που πήραμε από την περιληπτική περιγραφή μερικών οργάνων και στοιχείων του ανθρώπινου οργανισμού που προηγήθηκε, πείθουν κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο για το γεγονός ότι δεν είμαστε ένα μεταφυσικό δημιούργημα, αλλά είμαστε υψηλά και πολυσύνθετα οργανωμένη ζωντανή ύλη και ενέργεια, που εξελίσσεται διαρκώς, ως άτομα στο μέτρο του μικρού, του βιολογικού μας κύκλου και ως είδος στο μέτρο του μεγάλου ιστορικού κύκλου. Είμαστε, δηλαδή, φυσικά, υλικά όντα που λειτουργούμε στη βάση φυσικών νόμων, αλλά και κοινωνικών συνθηκών ως άτομα με λογική, αυτογνωσία, συνείδηση και αξιοπρέπεια, που πέρα από τις υλικές τροφές χρειαζόμαστε αγάπη, αναγνώριση, ηρεμία, αίσθημα ασφάλειας και μόρφωση για ομαλή, δημιουργική και ευτυχισμένη ζωή. Ως είδος με τεράστια βιολογική κληρονομιά, βιωματική και ιστορική εμπειρία, αλλά και προοπτική χρειαζόμαστε αρμονική ανασύνδεση με τη βιόσφαιρα, στην οποία αποκλειστικά χρωστάμε την ύπαρξή μας, αποκατάσταση της ενότητας της κοινωνίας, πάνω στη βάση της κοινοκτημοσύνης, της αμεσοδημοκρατικής αυτοδιεύθυνσης, της αλληλεγγύης και της αμοιβαίας συνεργασίας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και οικουμενικό επίπεδο. Διαφορετικά, η ανθρωπότητα δεν θα καταφέρει ν’ απαλλαχθεί από τις σκοταδιστικές θρησκείες και τις εξουσιαστικές ιδεολογίες, με συνέπεια να ολισθαίνει συνεχώς όλο και βαθύτερα προς το ψέμα των εξουσιαστικών θρησκειών και τη βαρβαρότητα του θεού-κεφαλαίου με εργαλείο την ‘αθάνατη ψυχή’ ως φετίχ της ‘ιερής ατομικής ιδιοκτησίας’[18]. Είναι όμως γνωστό, όπως μας πληροφορούν η βιολογία και οι νευροεπιστήμες, ακόμα και η λεγόμενη ψυχολογία και ψυχανάλυση ότι αθάνατη ψυχή δεν υπάρχει παρά ως χρυσοφόρος μύθος και πως το συναισθηματικό και διανοητικό μας κέντρο, ο Νους μας, βρίσκεται στον Εγκέφαλό μας, στο Μυαλό μας, εκεί όπου συγκεντρώνονται και επεξεργάζονται όλες οι πληροφορίες που μεταφέρουν οι αισθήσεις μας και σε συνδυασμό με τη μόρφωση και τις εμπειρίες μας καταλήγουν σε Γνώση, Επίγνωση και Συνείδηση που διαμορφώνουν την συμπεριφορά μας ως άτομα, ως Εγώ, μέσα στο κοινωνικό μας περιβάλλον, μέσα στο Εμείς από το οποίο προερχόμαστε και χάρη σ’ αυτό υπάρχουμε και μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.
Αυτές οι λίγες αναφορές στη διαδικασία σχηματισμού του σώματος, της ζωής και στη λειτουργία των οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού, που ρυθμίζουν τη ζωτικότητα, τη σκέψη, τη διάθεση, τη συμπεριφορά και τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της συνείδησης των ανθρώπων, είναι ενδεικτικές για την υλικότητα της ζωής, αλλά και για τη σοφία, με την έννοια της πολύπλοκης φυσικοχημικής γονιμότητας-δημιουργικότητας, της ασύνειδης, δηλαδή της χωρίς επίγνωση και σκοπιμότητα δρώσας Φύσης. Όπως το ίδιο ενδεικτικές είναι και για την επιμονή και την υπομονή της ζωής στον διαρκή και αέναο αγώνα της για την επιβίωση, την εξέλιξη και τη βελτίωση και δεν αφήνουν περιθώρια για μύθους και μεταφυσικές ψευδαισθήσεις περί ‘θεϊκής και αθάνατης ψυχής’ και περί ‘θεού δημιουργού της ζωής’[19]. Πολύ περισσότερο, δεν αφήνουν περιθώρια για εξουσιαστικές ιδεολογίες που στρέφονται ενάντια στην ίδια τη Φύση, στο συναρπαστικό φαινόμενο της ζωής, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στον αγώνα των δυνάμεων της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού για έναν ακόμα καλύτερο κόσμο[20], για ένα λαμπρότερο μέλλον. Βέβαια, γι’ αυτό χρειάζεται η κατάλληλη παιδεία και γνώση[21] και αντίστοιχη συνείδηση, ικανή ν’ απελευθερώσει όλες τις επιστήμες από τα νύχια της εξουσίας[22] για να μπορέσουν να σταθούν αρωγοί της ζωής και της κοινωνίας, παράγοντας αγαθά για την προστασία της Φύσης, της υγείας και της ζωής και όχι μηχανισμούς και μέσα εξουσίας, όπλα θανάτου και καταστροφής, υπηρεσίες, ανοησίες και ουσίες αποβλάκωσης και υποταγής στις απάνθρωπες και καταστροφικές εξουσίες.
Η αντιπαράθεση του δικαιώματος της υποκειμενικής πίστης στο απροσδιόριστο, στο μεταφυσικό, στο ιδιοτελές και στο παράλογο απέναντι και ενάντια στην αντικειμενική πραγματικότητα, δεν αδικεί την πραγματικότητα, αλλά το υποκείμενο που κρύβεται πίσω από την ‘πίστη του’, η οποία ως δύναμη στασιμότητας και φυγής από την πραγματικότητα στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια της κοινωνίας, της ανθρωπότητας και της επιστήμης για την αξιοπρέπεια και τη ζωή όλων και ανεξάρτητα από την πίστη τους. Γιατί τελικά ο άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ‘θεός’, ούτε θηρίο και συνεπώς δεν είναι μόνο ένα απλό σύνολο υλικών στοιχείων και χημικών συστημάτων, όπως είναι άλλες μορφές ζωής, αλλά για λόγους επιβίωσής του επέλεξε να είναι ένα έλλογο κοινωνικό ον[23], ιδιότητα που τον κατέστησε ικανό να αξιοποιεί τους υλικούς όρους της ύπαρξής του, για να δημιουργεί πνευματικούς πολιτισμούς που εξελίσσονται και συγκλίνουν στην προοπτική του βέλους του χρόνου, από το Εκεί και το Χθες στο Εδώ και στο Σήμερα και από το Εδώ και το Σήμερα στο Εκεί, στο Παντού και στο Αύριο, στο Μέλλον προς έναν Οικουμενικό Ουμανιστικό Πολιτισμό.
[1] Ο Επίκουρος (341-270 παλιάς χρονολόγησης.) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της φιλοσοφίας της ανθρώπινης ευτυχίας.
[2] Ο Γιώργος Παξινός, είναι κορυφαίος Έλληνας νευροεπιστήμονας. Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ της Αυστραλίας, που έγινε παγκόσμια γνωστός από το έργο του της χαρτογράφησης του ανθρώπινου εγκεφάλου.
[3] Ζαν-Πωλ Σαρτρ (1905-1980). Γάλλος φιλόσοφος, λογοτέχνης και κριτικός, γνωστότερος ως εκπρόσωπος της φιλοσοφίας του υπαρξισμού.
[4] Βλέπε Δαρβίνος Κάρολος, Η καταγωγή των ειδών, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, Αθήνα 2006 και Δαρβίνος Κάρολος, Η καταγωγή του ανθρώπου, ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ, Αθήνα 2006.
[5] Βλ. Watson James, Η διπλή έλικα, έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, Αθήνα 2010. Βλ. επίσης Αλαχιώτης Σταμάτης, Η έλικα που ορίζει τη ζωή μας, Το Βήμα, 16.04.2011.
[6]  «Οι μαχητικοί αθεϊστές της εποχής μας τείνουν να υιοθετούν έναν κοσμικό ανθρωπισμό και να τονίζουν την ανάγκη για τη διάδοση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο». Μουζέλης Νίκος, Νεωτερικότητα και θρησκευτικότητα, Αθήνα 2014, σ. 183.
[7] Αυτήν την υλιστική αντίληψη για την προέλευση της ζωής την συναντάμε πολλές φορές σε αρχαίους ελληνικούς μύθους και ευρήματα: «Είμαι παιδί της Γης και του γεμάτου με Αστέρια Ουρανού», αναγράφεται σε φύλλα χρυσού που βρέθηκαν στην αρχαία Ελεύθερνα της Κρήτης, η ίδρυση της οποίας χρονολογείται κατά την περίοδο μεταξύ 970-820 π. Χ. Βλ. Ελεύθερνα, Επιστημονική Επετηρίδα Πανεπιστημίου Κρήτης (επιμέλεια έκδοσης: Καθηγητής Γιώργος Ν. Γαλάνης), Ρέθυμνο 2004.
[8] Κουτούζης Βασίλης, Χημικές διεργασίες είναι η ζωή μας, στο: http://www.koutouzis.gr/
[9] Αναλυτικά για τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος, βλ. Πλέσσας Σ.Τ., Φυσιολογία του Ανθρώπου, εκδ. Φάρμακον Τύπος, Αθήνα 2010, Χανιώτης Φ.Ι, και Χανιώτης Δ., Φυσιολογία του Ανθρώπου, Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα 2009 και Χατζημηνάς Ι.Σ., Επίτομη Φυσιολογία, Επιστημονικές Εκδόσεις Γρηγόριος Κ. Παρρισιάνος, Αθήνα 1987.
[10] Παπαδοδημητράκη Μαρία, Οι ορμόνες που μας κυβερνούν, http://www.vita.gr/ygeia/article/20370/oi-ormones-poy-mas-kybernoyn/
[11] Κουτούζης Βασίλης, Χημικές διεργασίες είναι η ζωή μας, ό.π.
[12] Ράιχ Βίλχελμ, Η βιοπάθεια του καρκίνου, Άκμων, Αθήνα χ.χ., σ. 12.
[13] Λιαρόπουλος Κωνσταντίνος, Τα αδενώματα της υπόφυσης, Ελευθεροτυπία της 12.04.2014.
[14] Λιαρόπουλος Κωνσταντίνος, Τα αδενώματα της υπόφυσης, Ελευθεροτυπία της 12.04.2014.
[15] Το pH, συντομογραφία που προέρχεται από τα αρχικά των λέξεων Potential of Hydrogen, είναι ένας ‘αριθμός’ που μας δείχνει πόσο όξινο ή αλκαλικό είναι ένα διάλυμα.
[16] Ανώνυμου, Το ένζυμο της ζωής. Τα πρωτογενή ένζυμα, οι καταλύτες της ζωής, http://oikoiasisblogspot.gr/2011/12/cni-life-enzyme.html
[17] Βλέπε σχετικά, Gottschall Elaine, Breaking the Vicious Cycle: Intestinal Health Through Diet, Kirkton Press, Ontario 1994 και Gottschall Elaine, Food and the Gut Reaction, Kirkton Press, Ontario 1987.
[18] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Η γέννηση και ο θάνατος της ατομικής ιδιοκτησίας. Η ατομική ιδιοκτησία  ωε μήτρα βίας, εξουσίας, ανισότητας, εγκληματικότητας, σκοταδισμού και ανηθικότητας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2017.
[19] Βλέπε, Λάμπος Κώστας, Θεός και Κεφάλαιο. Δοκίμιο για τη σχέση μεταξύ θρησκείας και εξουσίας, ΚΟΥΚΚΙΔΑ, Αθήνα 2015.
[20] Βλέπε σχετικά, Λάμπος Κώστας, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον ουμανισμό, ΝΗΣΙΔΕΣ, Θεσσαλονίκη 2012.
[21] Αλαχιώτης Ν. Σταμάτης και Καρατζιά-Σταυλιώτη Ελένη, Διαθεματική και βιοπαιδαγωγική θεώρηση της μάθησης και της αξιολόγησης, Λιβάνης, Αθήνα 2009.
[22] «Προορισμός της επιστήμης είναι η αποκάλυψη της αλήθειας και η χωρίς φόβο και πάθος μετάδοσή της στους ανθρώπους. Η επιστήμη μπορεί να συμμαχήσει με τον ‘διάβολο’ μόνο όταν τεθεί στην υπηρεσία της εξουσίας. Αντίθετα, η επιστήμη που αποκαλύπτει την εξουσία και τις μεθόδους της παραμένει ολοκληρωτικά ανθρωπιστική, μοναδική ελπίδα των απροστάτευτων ανθρώπων να απελευθερωθούν από τα χέρια των δυνατών. Και τότε ο επιστημονικός λόγος γίνεται λόγος πολιτικός», Μανωλεδάκης Ιωάννης, Πρόλογος στο: Γρίβας Κλεάνθης, Πλανητική κυριαρχία και ναρκωτικά. Τα ναρκωτικά ως εργαλείο της εσωτερικής και εξωτερικής αμερικανικής πολιτικής, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 18.
[23] «Ο άνθρωπος επικοινωνεί με τη Φύση και τους ομοίους του με τη βοήθεια των αισθήσεων. Ένα ανθρώπινο ον, αποκομμένο ολοκληρωτικά από το κοινωνικό περιβάλλον, δεν θα αποκτούσε καμιά γνώση: οι νοητικές του δυνατότητες θα ατροφούσαν ολοκληρωτικά. Σήμερα έχουμε το δικαίωμα να απορρίψουμε, με βάση τη νευρολογία και τη γνωσιοθεωρία, την ύπαρξη έμφυτων ιδεών», Μπιτσάκης Ευτύχης, Τι είναι φιλοσοφία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.


Βiblionet - ΛΑΜΠΟΣ ΚΩΣΤΑΣ 
Κώστας Λάμπος
5/7/2017


                  ΣΧΕΤΙΚΑ                 

 Πίστη καὶ Ἐπιστήμη 
στὴν Ὀρθόδοξη Γνωσιολογία καὶ Μεθοδολογία

ΤΟ 8ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
 ΣΧΕΣΕΙΣ & ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ π. Γ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ

Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παράδοσης θὰ ἐπιχειρηθεῖ στὴ συνέχεια ἡ προσέγγιση τοῦ θέματος αὐτοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἀνοίγει μία ἱστορικο-πνευματικὴ προοπτική, ποὺ φανερώνει συνάμα τὴν ἑτερότητα καὶ διαφορότητα τοῦ κόσμου, στὸν ὁποῖο ἑκούσια ἐνταχθήκαμε, ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ρωμαίικης (ἑλληνορθόδοξης) παράδοσής μας.

α. Πρόβλημα ἢ ψευδοπρόβλημα;

Ἡ ἀντίθεση καὶ κατὰ συνέπεια ἡ σύγκρουση πίστης καὶ ἐπιστήμης συνιστᾶ πρόβλημα μὲν γιὰ τὴ δυτικὴ (φράγκο-λατινική) σκέψη καὶ ψευδοπρόβλημα γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση. Ἡ ἐπισήμανση αὐτὴ θεμελιώνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα τῶν δυὸ χώρων.

Ἡ διλημματικὴ (δῆθεν) σχέση «πίστη ἢ ἐπιστήμη» ἐμφανίζεται στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τὸ 17ο αἰ. συγχρόνως μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τότε περίπου ἀρχίζουν καὶ οἱ πρῶτες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις στὸ θέμα. Εἶναι δὲ γεγονὸς ὅτι ὅλες οἱ ἐξελίξεις στὴ Δύση γίνονται πιὰ ἐρήμην τῆς Ὀρθοδοξίας. Στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἔχει συντελεσθεῖ ἡ πνευματικὴ διαφοροποίηση τῆς Δύσης ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, πράγμα ποὺ σημαίνει τὴν ἀπο-ορθοδοξοποίηση καὶ ἀπο-εκκλησιοποίηση τοῦ δυτικοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, μὲ τὴν ἐκφιλοσόφηση καὶ ἐκνομίκευση τῆς πίστης καὶ τελικὰ τὴ θρησκειοποίησή της (γιὰ τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, Ἀθήνα 1992). Ἔτσι, ἡ Ὀρθοδοξία μένει ἱστορικὰ ἀμέτοχη στὴ γένεση τοῦ σημερινοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο» σὲ σχέση μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.

Σταθμοὶ στὴν ἀλλοτριωτικὴ πορεία τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης εἶναι: ὁ σχολαστικισμὸς (13ος αἰ.), ὁ νομιναλισμὸς (14ος αἰ.), ὁ οὐμανισμός/ἀναγέννηση (15ος αἰ.), ἡ μεταρρύθμιση (16ος αἰ.) καὶ ὁ διαφωτισμὸς (17ος αἰ.). Πρόκειται γιὰ σειρὰ ἐπαναστάσεων καὶ συγχρόνως ρηγμάτων στὸν ἱστὸ τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴ διαλεκτικὴ σχέση τῶν ρευμάτων αὐτῶν.

Ὁ σχολαστικισμὸς ἐρείδεται γνωσιολογικὰ στὴν ἀποδοχὴ τῶν πλατωνικῶν ἀρχετύπων εἰδῶν (realia).Ὁ κόσμος μας νοεῖται ὡς ἀπεικόνιση τῶν ὑπερβατικῶν ἀρχετύπων (ρεαλισμός). Ὄργανο τῆς γνώσης εἶναι ἡ διάνοια-λογική. Ἡ γνώση -καὶ τοῦ Θεοῦ-συντελεῖται μὲ τὴ διείσδυση τοῦ λογικοῦ στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Πρόκειται γιὰ θεμελίωση τῆς μεταφυσικῆς θεολόγησης, ποὺ προϋποθέτει, τὴν analogiam entis (ἀναλογία τοῦ ὄντος), τὴν ὀντολογικὴ κατὰ συνέπεια σχέση Θεοῦ καὶ κόσμου.

Ὁ νομιναλισμὸς (ὀνοματοκρατία) δέχεται, ὅτι τὰ ὑπερβατικὰ ἀρχέτυπα (universalia) εἶναι ἁπλὰ ὀνόματα καὶ ὄχι ὀντότητες, ὅπως στὸ ρεαλισμό. Πρόκειται γιὰ διαπάλη πλατωνισμοῦ καὶ ἀριστοτελισμοῦ στὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη. Ὁ νομιναλισμὸς ὅμως ἀπέβη κατὰ κάποιο τρόπο τὸ DNA τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ δυαλισμὸς (φιλοσοφικά) καὶ ὁ ἀτομισμὸς (ὠφελιμισμός) κοινωνικά. Ἡ εὐδαιμονία θὰ ἀποβεῖ τὸ βασικὸ αἴτημα τοῦ εὐρωπαίου ἀνθρώπου, θεμελιωμένη θεολογικὰ στὴ σχολαστικὴ θεολογία τοῦ μεσαίωνα. Ὁ νομιναλισμὸς (δυαλισμὸς δηλαδή) εἶναι τὸ ὑπόβαθρο τῆς ἐπιστημονικῆς ἀνάπτυξης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ κόσμου, τῶν θετικῶν δηλαδὴ ἐπιστημῶν.

Ἡ «καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή» (ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ρωμανίας ἢ αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης) εἶχε ἄλλη πνευματικὴ ἐξέλιξη. Στὰ πρόσωπα τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν της (Ἁγίων) - καὶ ὅσων τοὺς ἀκολουθοῦσαν- ἔμεινε πιστὴ στὴν προφητική- ἀποστολική-πατερικὴ παράδοση, ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ ὅλων τῶν ἱστορικοπνευματικῶν ἐξελίξεων τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Στὴν Ἀνατολὴ ἐπικρατεῖ πάντα ὁ ἡσυχασμὸς (ἡ ραχοκοκαλιὰ τῆς πατερικῆς παράδοσης), δηλαδὴ ἡ ἀσκητική-ἐμπειρικὴ μετοχὴ στὴν Ἀλήθεια, ὡς κοινωνία μὲ τὸ Ἄκτιστο. Διατηρεῖται ἡ πίστη στὴ δυνατότητα ἕνωσης Θεοῦ καὶ κόσμου (ἄκτιστου καὶ κτιστοῦ), ἐνδοϊστορικά. Αὐτὸ ὅμως σημαίνει ἀπόρριψη κάθε εἴδους δυαλισμοῦ. Μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἀναπτύχθηκαν οἱ ἐπιστῆμες στὸ «Βυζάντιο»/ Ρωμανία, στὸ βαθμὸ φυσικὰ ποὺ ἀναπτύχθηκαν.

Ἡ ἐπιστημονικὴ ἐπανάσταση τοῦ 17ου αἰῶνα στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη συνέβαλε στὴ διάσταση τῶν χώρων πίστης καὶ γνώσης, μὲ ἀπόληξη τὴν ἀκόλουθη ἀξιωματικὴ ἀρχή: ἀπὸ τὴ νέα φιλοσοφία (θετική) γίνονται δεκτὲς μόνο οἱ ἀλήθειες ποὺ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, τὴν ἀπολυτοποιημένη πιὰ αὐθεντία τῆς δυτικῆς σκέψης (νοησιαρχία). Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι: Ἡ ὕπαρξη Θεοῦ, ψυχῆς, ἀρετῆς, ἀθανασίας, κρίσης. Ἡ ἀποδοχή τους, βέβαια, ἔχει χώρα μόνο στὸ θεϊστικὸ διαφωτισμό, ἀφοῦ ὑπάρχει παράλληλα καὶ ὁ ἀθεϊσμός, ὡς δομικὸ στοιχεῖο τῆς νεώτερης σκέψης. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὅμως δόγματα ἀπορρίπτονται λογικὰ (π.χ. τριαδικότητα Θεοῦ, ἐνσάρκωση, «ἐν Χριστῷ» σωτηρία κ.τ.ὅ.). Πρόκειται γιὰ τὴ «φυσικὴ» (λογικὴ) θρησκεία, ποὺ ἀπὸ πλευρᾶς πατερικότητας ὄχι μόνο δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ χειρότερη μορφή της. Ἡ ἀπόρριψη τῆς «πίστης» εἶναι λιγότερο ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴ διαστρέβλωσή της.

β. Διπλὴ γνωσιολογία

Εἰπώθηκε ὅμως, ὅτι στὴν Ἀνατολὴ ἡ ἀντίθεση πίστης - ἐπιστήμης εἶναι ψευδοπρόβλημα. Γιατί; Διότι ἡ γνωσιολογία στὴν Ἀνατολὴ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸ γνωριζόμενο «ἀντικείμενο», τὸ ὁποῖο εἶναι διπλό: ἄχτιστο καὶ κτιστό. Ἄκτιστο εἶναι (μόνο) ὁ Τριαδικὸς Θεός, τοῦ ὁποίου ἡ τριαδικότητα δὲν ὁρίζεται μεταφυσικά, ἀλλὰ γνωρίζεται ἐμπειρικά. Κτιστὸ εἶναι τὸ σύμπαν (ἢ τὰ «σύμπαντα»), στὸ ὁποῖο πραγματώνεται ἡ ὕπαρξή μας. Πίστη εἶναι ἡ γνώση τοῦ ἀκτίστου καὶ ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τοῦ κτιστοῦ. Πρόκειται, συνεπῶς, γιὰ δυὸ διαφορετικὲς γνώσεις, κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποίες ἔχει τὴ μέθοδο καὶ τὸ ὄργανό της.

Ὁ πιστός, κινούμενος στὸ χῶρο τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσης ἢ γνώσης τοῦ ἀκτίστου, δὲν καλεῖται νὰ μάθει κάτι (μεταφυσικά) ἢ νὰ ἀποδεχθεῖ κάτι (λογικά), ἀλλὰ νὰ «πάθει» κάτι, κοινωνώντας μαζί του. Αὐτὸ συντελεῖται μὲ τὴν ἔνταξή του σ᾿ ἕναν τρόπο ζωῆς (μέθοδος), ποὺ ὁδηγεῖ στὴ θεία γνώση. Ἐδῶ, ἀκριβῶς, τεκμηριώνεται ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώματος Χριστοῦ, ὁ λόγος ὕπαρξής της στὸν κόσμο. Ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ, ὅτι ἂν ἐμφανιζόταν γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ἐποχή μας, θὰ ἔπαιρνε τὴ μορφὴ ἑνὸς θεραπευτηρίου/νοσοκομείου γιὰ τὴν ἀπο-κατάσταση τῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὡς ψυχοσωματικοῦ ὄντος. Γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἰ. Χρυσόστομος «ἰατρεῖον πνευματικόν» (πνευματικὸ νοσοκομεῖο). Ἡ ὑπερφυσική-θεολογικὴ γνώση νοεῖται ὀρθόδοξα ὡς πάθος/πάθημα, ὡς μετοχή-κοινωνία μὲ τὴν ὑπερβατικὴ μέν, ἀλλ᾿ ὄχι ἀπρόσιτη, προσωπικὴ Ἀλήθεια, τὸ Ἄκτιστο, καὶ ὄχι, ὡς μάθημα. Ἡ χριστιανικὴ πίστη, ἔτσι, δὲν εἶναι ἀφηρημένη (θεωρητική) παραδοχὴ «μεταφυσικῶν ἀληθειῶν», ἀλλ᾿ ἐμπειρικὴ θέα τοῦ «ὄντως Ὄντος», τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος. Ἔτσι ὅμως γίνεται κατανοητό, γιατί στὴν Ὀρθοδοξία αὐθεντία εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς μετοχῆς στὸ Ἄκτιστο, ὡς θέα τοῦ Ἀκτίστου (θέωση-δοξασμός) καὶ ὄχι τὰ κείμενα, οἱ Γραφὲς (τὸ δόγμα sola scriptura εἶναι προτεσταντικό, δηλαδὴ δυτικό). Ἡ πρόταξη τῶν κειμένων - δεῖγμα θρησκειοποίησης τῆς πίστης- ὁδηγεῖ στὴν ἰδεολογικοποίησή τους καὶ κατ᾿ οὐσίαν στὴν εἰδωλοποίηση τῶν κειμένων, δηλαδὴ τὴν ἀπολυτοποίησή τους (Funtamentalismus) μὲ ὅλες τὶς εὐνόητες συνέπειες.

Προϋπόθεση τῆς λειτουργίας τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ ἀπόρριψη κάθε «ἀναλογίας» (entis ἢ fidei) στὴ συνάντηση καὶ σχέση κτιστοῦ-Ἀκτίστου. Κατὰ τὸν Ἰ. Δαμασκηνό, ποὺ συνοψίζει καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὴν προηγούμενη πατερικὴ παράδοση: «Ἀδύνατον εὑρεθῆναι ἐν τῇ κτίσει εἰκόνα ἀπαραλλάκτως ἐν ἑαυτῇ τὸν τρόπον τῆς ἁγίας Τριάδος παραδεικνύουσαν. Τὸ γὰρ κτιστόν, καὶ σύνθετον καὶ ρευστὸν καὶ περιγραπτὸν καὶ σχῆμα ἔχον καὶ φθαρτόν, πῶς σαφῶς δηλώσει τὴν πάντων τούτων ἀπηλλαγμένην ὑπερούσιον θείαν οὐσίαν». (ΡG 94, 821/24).

Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γίνεται φανερό, γιατί ἡ παιδεία (σχολική) καὶ ἡ φιλοσοφία, εἰδικότερα, δὲν συνιστοῦν στὴν πατερικὴ παράδοση προϋπόθεση τῆς θεογνωσίας. Δίπλα στὸν πανεπιστήμονα Μέγα Βασίλειο (†379) τιμᾶται ὡς Μέγας καὶ ἕνας ἄσοφος (κατὰ κόσμο), ἀλλ᾿ ἐξίσου κάτοχος τῆς «ἄνω» (θείας) σοφίας (γνώσης τοῦ Ἀκτίστου), Ἀντώνιος (†350). Παρέκκλιση (ὀδυνηρὴ γιὰ τὴ Δύση) στὸ σημεῖο αὐτὸ συνιστᾶ ὁ Ἱερὸς Αὐγουστῖνος (†430), ἀγνοώντας τὴ γραφικὴ καὶ πατερικὴ γνωσιολογία καὶ νεοπλατωνικὸς στὴν οὐσία. Μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ «credo, ut intelligam» (πιστεύω, γιὰ νὰ κατανοήσω) ἔθεσε τὴν ἀρχή, ὅτι μὲ τὴν πίστη ὁδηγεῖται ὁ ἄνθρωπος στὴ λογικὴ σύλληψη τῆς Ἀποκάλυψης.

Ἔτσι ὅμως δίνεται προτεραιότητα στὴ διάνοια, ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς γνωστικὸ ὄργανο τόσο στὴ φυσική, ὅσο καὶ στὴν ὑπερφυσικὴ γνώση. Ὁ Θεὸς νοεῖται ὡς «ἀντικείμενο» γνωστικό, ποὺ «συλλαμβάνεται», ἀπὸ τὴ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συλλαμβάνεται τὸ φυσικὸ γνωστικὸ ἀντικείμενό της. Μετὰ τὸν Αὐγουστίνο τὸ ἑπόμενο βῆμα (μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (†1274), θὰ κάνει ὁ Καρτέσιος (†1650) μὲ τὸ δικό του ἀξίωμα: cogito, ergo sum (σκέπτομαι, ἄρα ὑπάρχω), μὲ τὸ ὁποῖο διακηρύσσεται ἡ διάνοια ὡς κύριο συστατικὸ τῆς ὕπαρξης.

γ. Οἱ δυὸ γνώσεις

Ἡ ἄρση τῆς (φαινομενικῆς) ἀντινομίας στὸ χῶρο τῆς γνωσιολογίας ἐπιτυγχάνεται ἁγιογραφικὰ-πατερικὰ μὲ τὴ σαφῆ διάκριση δυὸ γνώσεων/σοφιῶν, τῆς «θείας» ἢ «ἄνω» καὶ τῆς «κάτω» ἢ «θύραθεν». Ἡ πρώτη εἶναι ὑπερφυσική, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἡ φυσικὴ γνώση, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴ σαφῆ διάκριση Ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, Θεοῦ καὶ κτίσης. Οἱ δυὸ αὐτὲς γνώσεις ἀπαιτοῦν καὶ δυὸ γνωστικὲς μεθόδους.

Μέθοδος τῆς θείας σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ καρδιακὴ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ὁποία συντελεῖται μὲ τὴν παρουσία τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά. Μέθοδος τῆς ἐνδοκοσμικῆς σοφίας-γνώσης εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ μὲ τὴν ἄσκηση τῆς διανοητικῆς/λογικῆς δύναμης τοῦ ἀνθρώπου. Ὀρθόδοξα οἱ δυὸ γνώσεις καὶ οἱ μέθοδοί τους ἱεραρχοῦνται.

Ἡ μέθοδος τῆς ὑπερφυσικῆς γνωσιολογίας ὀνομάζεται στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡσυχασμὸς καὶ ταυτίζεται μὲ τὴ νήψη-κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Ὁ ἡσυχασμὸς ταυτίζεται μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ὀρθοδοξία ἔξω ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ πράξη εἶναι πατερικὰ ἀδιανόητη. Ὁ ἡσυχασμὸς στὴν οὐσία του εἶναι ἀσκητική-θεραπευτικὴ ἀγωγή, κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη γιὰ τὴν ἀναζωπύρηση τῆς νοερῆς λειτουργίας μέσα στὴν καρδιά. Πρέπει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ἡ μέθοδος τοῦ ἡσυχασμοῦ ὡς θεραπευτικὴ ἀγωγὴ εἶναι καθαρὰ ἐπιστημονική-θετική. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία ὑπὸ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις, ἀνήκει στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες (π. Ι. Ρωμανίδης). Ἡ κατάταξή της πανεπιστημιακά, ἀπὸ τὸ 12ο αἰ. στὶς θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, ὀφείλεται στὴ μεταβολὴ τῆς θεολογίας στὴ Δύση σὲ μεταφυσική. Ὅσοι, συνεπῶς, ἀνατολικοὶ ἀπορρίπτουν τὴ θεολογία, φανερώνουν τὸν ἐκδυτικισμό τους, διότι στὴν οὐσία καταδικάζουν καὶ ἀπορρίπτουν ἕνα παραμόρφωμα (καρικατούρα), ποὺ ἐκλαμβάνεται ὡς θεολογία. Ποιὰ ὅμως εἶναι πατερικὰ ἡ θεολογικὴ λειτουργία; Ἤδη στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει ἡ διάκριση πνεύματος (τοῦ ἀνθρώπου) καὶ διανοίας (λόγου). Τὸ πνεῦμα (πρβλ. «πνευματικὸς» ἄνθρωπος) πατερικὰ ὀνομάζεται νοῦς γιὰ τὴ διάκρισή του ἀπὸ τὸ (ἅγιο) Πνεῦμα. Τὸ πνεῦμα, ὁ νοῦς, εἶναι ὁ «ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς» (πρβλ. Ματθ. 6.22 ἔ.).

Πτώση, χριστιανικά, θεωρεῖται ἡ ἀδρανοποίηση τῆς λειτουργίας τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος στὴ φυσική του κατάσταση βρίσκεται μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι πλήρης χάριτος (ἄκτιστης ἐνέργειας) καὶ λέγεται γι᾿ αὐτὸ «ναὸς Θεοῦ», διότι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται ἀδιάλειπτα μέσα σ᾿ αὐτὸν («ἀέναη μνήμη» τοῦ Θεοῦ). Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θέωσης (δοξασμοῦ). (Γιὰ τὴ σημασία αὐτῶν τῶν ὅρων καὶ τὴ λειτουργία τους στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση βλ. τὸ σπουδαῖο βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου - Μητροπ. Ναυπάκτου- Μικρὰ εἴσοδος στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα, Ἀθήνα 1992).

«Νοερὴ λειτουργία» ὀνομάζεται ἡ λειτουργία τοῦ νοῦ μέσα στὴν καρδιὰ καὶ εἶναι ἡ πνευματικὴ λειτουργία τῆς καρδιᾶς, παράλληλα μὲ τὴ φυσική της λειτουργία (ἀντλία αἵματος). (Εἰδικὴ ἀνάλυση ὅλων αὐτῶν βλ. στὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, στὸ βιβλίο τοῦ π. Ἱεροθέου Βλάχου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Ἔδεσσα 1986 καὶ στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη, Τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, Ἀθήνα 1989).

«Νοερὴ λειτουργία» εἶναι ἕνα μνημονικὸ σύστημα, ποὺ ὑπάρχει παράλληλα μὲ τὸ κυτταρικὸ καὶ τὸ ἐγκεφαλικό. Τὰ δυὸ τελευταῖα εἶναι γνωστὰ καὶ ἀνιχνεύσιμα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, τὸ πρῶτο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει. Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος στὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ναὸς Θεοῦ), μεταβάλλεται ἡ «ψιλή»- ἐξωτερικὴ πίστη (πιστότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ) σὲ «ἐνδιάθετη» - ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀφοῦ ὁ Θεὸς (ἡ ἄκτιστη Ἐνέργειά Του) ὀρᾶται (θεοπτία). Τότε μεταβάλλεται καὶ ἡ ἰδιοτελὴς ἀγάπη σὲ ἀνιδιοτελῆ καὶ γίνεται δυνατὴ ἡ δόμηση ἀληθινῶν κοινωνικῶν σχέσεων, ἐρειδομένων στὴν ἀνιδιοτελῆ ἀμοιβαιότητα (θυσία γιὰ τὸν ἄλλο) καὶ ὄχι στὴν ἰδιοτελῆ διεκδίκηση «ἀτομικῶν δικαιωμάτων», κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς κοινωνίας.

Ἔτσι κατανοοῦνται κάποια σημαντικὰ συνακόλουθα:

Κατ᾿ ἀρχάς, ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του εἶναι ὑπέρβαση τῆς θρησκείας καὶ κάθε ἔννοιας θρησκευτικῆς καθηκοντολογίας. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξάλλου, δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ἀποδοχὴ κάποιων ἀρχῶν-ἀληθειῶν, ἄνωθεν ἐπιβαλλομένων. Αὐτὴ εἶναι ἡ μὴ ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῶν δογμάτων (ἀπόλυτες ἀρχές-ἀλήθειες ἐπιβαλλόμενες). Τὰ νοήματα στὴν Ὀρθοδοξία ἐλέγχονται μὲ τὴν ἐμπειρικὴ ἐπακρίβωσή τους (παρατήρηση-πείραμα). Ὁ διαλεκτικός-νοησιαρχικὸς στοχασμὸς περὶ θεολογίας, ὅπως καὶ ὁ δογματισμός, εἶναι ξένα στὴν αὐθεντικὴ ὀρθόδοξη παράδοση.

Γι᾿ αὐτὸ ἐλέχθη, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι κάτι ἀντίστοιχο πρὸς τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Διότι καὶ σ᾿ αὐτὴν ἡ προτεραιότητα δὲν δίνεται στὰ κείμενα-βιβλία, ἀλλὰ στὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα. Πείραμα εἶναι ἡ διαδικασία τῆς νήψης (πνευματικὴ ζωή) καὶ παρατήρηση ἡ θέα, διὰ τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ δοξασμοῦ (θέωσης).

Ὁ ἐπιστήμων-καθηγητὴς τῆς γνώσης τοῦ Ἀκτίστου εἶναι στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση ὁ Γέροντας-πνευματικὸς καθηγητὴς (πρβλ. τὴ φράση «καθηγητὴς τῆς ἐρήμου» γιὰ τοὺς μεγάλους ἀσκητές). Ἡ καταγραφὴ τῆς γνώσης -καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις- προϋποθέτει τὴν ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ φαινομένου. Στὸ σημεῖο δὲ αὐτὸ θεμελιώνεται, ἡ ὀρθοδοξοπατερικὴ ἑρμηνευτική. Οἱ Ἅγιοι, (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) γίνονται ἑρμηνευτὲς αὐθεντικοὶ τῆς Γραφῆς (δηλαδὴ τῶν ἐμπειριῶν τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Ἀποστόλων), διότι εἶναι ἐξίσου μὲ αὐτοὺς «θεόπνευστοι», μέτοχοι τῶν ἴδιων μὲ αὐτοὺς ἐμπειριῶν. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, μόνο ὁ εἰδικὸς κατανοεῖ τὶς ἔρευνες ἄλλων εἰδικῶν τοῦ ἴδιου χώρου. Ἡ ἀποδοχὴ τῶν πορισμάτων ἑνὸς ἐπιστημονικοῦ κλάδου ἀπὸ τοὺς μὴ εἰδικούς (=τους μὴ δυναμένους νὰ ἐλέγξουν πειραματικὰ τὴν ἔρευνα τῶν εἰδικῶν) γίνεται μὲ βάση τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀξιοπιστία τῶν εἰδικῶν.

Διαφορετικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴν ἐπιστήμη. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν «ἐπιστήμη» τῆς πίστης. Μὲ τὴν ἴδια ἐμπιστοσύνη γίνεται καὶ ἐκεῖ δεκτὴ ἡ ἐμπειρικὴ γνώση τῶν Ἁγίων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων καὶ Μητέρων ὅλων τῶν αἰώνων). Μὲ βάση αὐτὴ τὴν ἀποδείξιμη ἐμπειρία, λειτουργοῦν ἡ ἁγιοπατερικὴ παράδοση καὶ οἱ Σύνοδοι (οἰκουμενικές) τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς «θεουμένους» (θεόπτες) δὲν ὑπάρχει οἰκουμενικὴ σύνοδος. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση προκύπτει ἡ (ὀρθόδοξη) σημασία τοῦ δόγματος. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη εἶναι τόσο δογματικὴ ὅσο καὶ ἡ ἐπιστήμη.

Καὶ ὅσοι κάνουν λόγο γιὰ «προκατάληψη» στὸ χῶρο τῆς πίστης, δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονοῦν τὸ λόγο τοῦ Marc Bloch, ὅτι καὶ κάθε ἐπιστημονικὴ ἔρευνα εἶναι ἐξ ἀρχῆς «προκατειλημμένη», διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἔρευνα. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ πίστη.

Ἡ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων (σοφιῶν), τῶν μεθόδων καὶ τῶν ὀργάνων τους, ἀποφεύγει κάθε σύγχυση μεταξύ τους, ἀλλὰ καὶ κάθε σύγκρουση.

Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχουν χαθεῖ οἱ προϋποθέσεις καὶ ἡ οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ, μένει ἀνοικτὸς ὁ δρόμος πρὸς τὴ σύγχυση καὶ τὴ σύγκρουση. Ὀρθόδοξα ὅμως λειτουργοῦν καὶ κάποιες «παράλογες» ἀναλογίες, ὅπως λ.χ. ἡ δυνατότητα νὰ εἶναι κανεὶς κορυφὴ ἐπιστημονικὰ καὶ νήπιος πνευματικὰ (στὴ Θεία γνώση). Ἢ τὸ ἀντίστροφο· νὰ εἶναι μέγας στὴ Θεία γνώση καὶ τελείως ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία (Μ. Ἀντώνιος κ.ἄ.). Τίποτε δὲν ἀποκλείει ὅμως τὴ δυνατότητα κατοχῆς καὶ τῶν δυὸ σοφιῶν-γνώσεων, ὅπως συμβαίνει στοὺς Μεγάλους Πατέρες (καὶ Μητέρες) τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία (25 Νοεμβρίου) γιὰ τὴ μεγάλη μαθηματικὸ τοῦ 3ου αἰ. ἁγία Αἰκατερίνη, τὴ «σοφή», ὡς κάτοχο καὶ τῶν δυὸ γνώσεων: «Τὴν ἐκ Θεοῦ σοφίαν λαβοῦσα παιδιόθεν ἡ Μάρτυς, καὶ τὴν ἔξω καλῶς σοφίαν πᾶσαν μεμάθηκε...».

δ. Διαλεκτικὴ θεανθρώπινη

Ἔτσι, ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς βιώνει στὴ συσχέτιση τῶν δυὸ γνώσεων-σοφιῶν μία διαλεκτικὴ θεανθρώπινη. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴ χριστολογικὴ ὁρολογία, «ἑκάστη γνῶσις τελεῖ τὰ ἑαυτῆς», κινούμενη «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῆς ὅροις τε καὶ λόγοις». Κάθε γνώση δηλαδὴ (πρέπει νά) μένει καὶ νὰ κινεῖται στὰ ὅριά της. Τίθεται δηλαδὴ πρόβλημα ὁρίων γιὰ κάθε γνώση. Ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων αὐτῶν ὁδηγεῖ στὴ σύγχυση τῶν λειτουργιῶν τους καὶ τελικὰ στὴ σύγκρουσή τους. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπεραμύνονται τῆς (ὀρθῆς, σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω) χρήσης τῆς ἐπιστήμης καὶ παιδείας. Λέει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «οὐκοῦν ἀτιμαστέον τὴν παίδευση, ἐπεὶ οὕτω δοκεῖ τισιν...». Ὁ ἴδιος ὅμως στὸ Β´ θεολογικὸ Λόγο του δίνει καὶ τὰ ὅρια κάθε σοφίας. Ὁ ἀρχαῖος σοφὸς (=Πλάτων στὸν «Τίμαιο») -δηλώνει ὁ Γρηγόριος- ἔλεγε: «θεὸν νοῆσαι μὲν χαλεπόν, φρᾶσαι δὲ ἀδύνατον». Ὁ χριστιανὸς ὅμως Ἕλληνας (ὁ Γρηγόριος) κατανοεῖ ὅτι: «θεὸν φρᾶσαι μὲν ἀδύνατον, νοῆσαι δὲ ἀδυνατώτερον». Ἤδη, δηλαδή, ὁ Πλάτων ἐπισημαίνει τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπινου λόγου καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει «ρασιοναλισμός» στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ὁ ἀναγεννημένος ὅμως στὴν ἄκτιστη θεία Χάρη Γρηγόριος διατρανώνει τὴν ἀδυναμία ὑπέρβασης αὐτῶν τωνορίων καὶ τὴ σύλληψη τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὴ βοήθεια τῶν ὀργάνων γνώσης καὶ ἔκφρασης τοῦ κτιστοῦ.

Τὴ διάκριση καὶ ἱεράρχηση συγχρόνως τῶν δυὸ γνώσεων ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μ. Βασίλειος: «Πίστις ἡγείσθω τῶν περὶ Θεοῦ λόγων πίστις καὶ μὴ ἀπόδειξις. Πίστις, ἡ ὑπὲρ τὰς λογικὰς μεθόδους τὴν ψυχὴν εἰς συγκατάθεσιν ἕλκουσα, πίστις, οὐχ ἡ γεωμετρικαῖς ἀνάγκαις, ἀλλ᾿ ἡ ταῖς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείαις ἐγγινομένη [...] Καὶ ὅλως, εἰ ἡ πίστις ἐλπιζομένων ἐστὶν ὑπόστασις πραγμάτων καὶ ἔλεγχος οὐ βλεπομένων, μὴ φιλονείκει ἰδεῖν ἤδη τὰ μακρὰν ἀποκείμενα, μηδὲ τὰ ἐλπιζόμενα ἀμφίβολα καταστήσῃς, διὰ τὸ μήπως αὐτῶν δύνασθαι κατὰ τὴν γνῶσιν ἐξάπτεσθαι» (PG 30.104 Β/105 Β).

Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Βασίλειος δίνει στὴν «Ἑξαήμερό» του (ΡG 29. 3-208) κλασσικὸ παράδειγμα ὀρθόδοξης χρήσης τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων. Ἀποκρούει τὶς κοσμολογικὲς θεωρίες τῶν φιλοσόφων (περὶ αἰωνιότητας καὶ αὐθύπαρκτου τοῦ κόσμου), προχωρεῖ δὲ στὴ σύνθεση τῶν βιβλικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέσῳ μιᾶς συνεχοῦς ὑπέρβασης τῆς ἐπιστήμης. Ἀναιρώντας δὲ τὶς ὑλιστικὲς θεωρίες καὶ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, περνᾶ στὴ θεολογικὴ (ἀλλ᾿ ὄχι μεταφυσική) ἑρμηνεία. Κεντρικὸ μήνυμα τοῦ ἔργου εἶναι, ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ λογικὴ στήριξη τοῦ δόγματος (ἐπιστημοφάνεια). Τὸ δόγμα ἀνήκει σὲ ἄλλη σφαίρα, εἶναι ὑπέρλογο. «Ἐπιστημονικό» στὰ ὅρια μιᾶς ἄλλης γνώσης. Ἡ χρήση τοῦ «δόγματος» στὴν ἐνδοκοσμικὴ γνώση ὁδηγεῖ στὴ μεταβολὴ τῆς ἐπιστήμης σὲ μεταφυσική, ἐνῷ ἡ χρήση τῆς λογικῆς στὸ χῶρο τῆς πίστης ἀποδεικνύει τὴν ἀδυναμία καὶ σχετικότητά της. Δὲν ὑπάρχει, συνεπῶς, κανένα «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα» στὴν ὀρθόδοξη γνωσιολογία, ἀλλὰ κάθε γνωστικὸς χῶρος ἐρευνᾶται μὲ τὶς δικές του- ἐπιστημονικὲς καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις-προϋποθέσεις.

Ἡ τραγικότερη ἔκφραση τῆς ἀλλοτριωμένης χριστιανοσύνης εἶναι ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀντιμετώπιση στὴ Δύση τοῦ Γαλιλαίου· θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ ἡ περίπτωση ὡς ὑπέρβαση ὁρίων δικαιοδοσίας, ἂν δὲν ἦταν κάτι σοβαρότερο: σύγχυση τῶν ὁρίων τῶν γνώσεων καὶ σύγκρουσή τους. Γεγονὸς ὅμως εἶναι, ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς «ἄνω» σοφίας στὴ Δύση καὶ τοῦ τρόπου ἀπόκτησής της, μετέβαλε τὴ διάνοια σὲ ὄργανο θείας καὶ ἀνθρώπινης σοφίας. Χρησιμοποιούμενη δὲ ἡ διάνοια στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν ἀπόρριψη τοῦ ὑπερφυσικοῦ, ὡς ἀκατανόητου, ἡ χρήση της δὲ στὸ χῶρο τῆς «πίστης» εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπορρίψει τὴν ἐπιστήμη, ὅταν θεωρεῖται ἀντίθετη πρὸς τὴν «πίστη». Τὴν ἴδια νοοτροπία, βέβαια, προδίδει ἡ ἀπόρριψη τοῦ κοπερνίκειου συστήματος στὴν καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολὴ (1794-1821) καὶ τὴν ἴδια ἀπώλεια τῶν κριτηρίων.

Τὴ revanche τῆς καταδίκης τοῦ Γαλιλαίου θὰ πάρει ἡ ἐπιστήμη στὸ πρόσωπο τοῦ Δαρβίνου μὲ τὴ θεωρία τῆς ἐξελίξεως.

ε. «Μετακένωση» τοῦ δυτικοῦ προβληματισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή

Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Διαφωτισμοῦ στὴ Δύση, κλονίσθηκαν τὰ θεμέλια τοῦ ἀμετάβλητου στὴ μεταφυσικὴ ὀντολογία. Διότι ἡ ἐπιστήμη βεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τὸ ἀμετάβλητο δὲν ὑπάρχει (βλ. Παν. Κονδύλη, Ἡ κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς στὴ νεότερη σκέψη. Ἀπὸ τὸν ὄψιμο Μεσαίωνα ὡς τὸ τέλος τοῦ Διαφωτισμοῦ, Ἀθήνα 1983). Μὲ τὴν πτώση δὲ τῆς Μεταφυσικῆς ἔπεσε καὶ ἡ ἠθική, ἀφοῦ διαλύθηκαν τὰ δῆθεν μεταφυσικὰ θεμέλιά της. Δὲν ὑπάρχουν, ἄλλωστε, ἀποδείξεις ἢ ἐνδείξεις γιὰ ὕπαρξη ἀμετάβλητων κριτηρίων τοῦ νόμου καὶ τῆς ἠθικῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία γι᾿ αὐτὸ δὲν μιλᾶ γιὰ «ἠθική», προσαρμογὴ δηλαδὴ σὲ νομικούς-ἠθικοὺς κανόνες, ἀλλὰ γιὰ «ἦθος», ὡς καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν ἄνθρωπο (Γαλ. 5, 22 ε.). Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς συνιστᾶ πάλη ἐμπειρισμοῦ καὶ μεταφυσικῆς (ἀριστοτελικῆς). Οἱ διαφωτιστὲς εἶναι philosophes, ἀλλὰ καὶ rationalistes.

Οἱ Ἕλληνες διαφωτιστές, μὲ πρῶτο τὸν πατριάρχη τους Ἀδ. Κοραῆ, ἦσαν στὴ θεολογία μεταφυσικοὶ καὶ μετέφεραν τὴ σύγκρουση ἐμπειριστῶν-μεταφυσικῶν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἡσυχαστὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ Κολλυβάδες, παρέμεναν στὴ θεολογική τους μέθοδο ἐμπειριστές. Στὸν Κοραῆ κυρίως ὀφείλεται ἡ εἰσαγωγὴ τῆς μεταφυσικῆς (του στοχασμοῦ) στὴ θεολογία, λαϊκὴ καὶ Ἀκαδημαϊκή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κοραὴς ἔγινε ἡ αὐθεντία τόσο τῶν Ἀκαδημαϊκῶν θεολόγων μας, ὅσο καὶ τῶν εὐσεβιστικῶν λαϊκῶν κινημάτων. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἔπαυσε ἡ νήψη (κάθαρση) νὰ θεωρεῖται προϋπόθεση τῆς θεολόγησης, τὴ θέση της δὲ ἔλαβε ἡ σχολαστικὴ παιδεία. Οἱ Πατέρες θεωροῦνται ἔτσι φιλόσοφοι (κυρίως νεοπλατωνικοί, ὅπως ὁ Αὐγουστίνος) μὲ κοινωνικὴ δράση. Αὐτὸ ἔγινε τὸ πρότυπο τῶν εὐσεβιστῶν τοῦ χώρου μας· ὁ ἡσυχασμὸς ἀπορρίπτεται ὡς σκοταδισμός! Ἡ δῆθεν προοδευτικότητα τοῦ Κοραῆ συνίσταται στὸ ὅτι ἦταν ὑποστηρικτὴς τῆς καλβινικῆς χρήσης τῆς μεταφυσικῆς καὶ ὄχι τῆς παπικῆς. Στὰ θεολογικά του ἔργα εἶναι ἔντονος ὁ καλβινικὸς εὐσεβισμός (ἠθικισμός) του.

Ἡ πατερικὴ ὅμως Ὀρθοδοξία εἶναι ἀντιμεταφυσική, διότι ἀναζητεῖ συνεχῶς τὴν ἐμπειρικὴ «βεβαιότητα», μὲ τὴ χρήση τῆς ἡσυχαστικῆς μεθόδου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἡσυχασμὸς τῶν Κολλυβάδων εἶναι ἐμπειρικός-ἐπιστημονικός. Ὀρθὸς λόγος γιὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη εἶναι ὁ ἐμπειρικὸς λόγος. Δὲν πρέπει γι᾿ αὐτὸ νὰ παραπλανᾶ ἡ ἀπολογητικὴ μέθοδός τους, ποὺ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τους καὶ ἐμφανίζει τὰ μειονεκτήματα τοῦ μεταφυσικοῦ φουνταμενταλισμοῦ. Τὸ Συμβουλευτικὸ Ἐγχειρίδιο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὅπως καὶ τὰ κηρυγματικὰ κείμενα τοῦ Παρίου, μὲ κορύφωση τὴ Φιλοκαλία (γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ὁποίας συνεργάστηκαν οἱ κορυφαῖοι Κολλυβάδες: Μακάριος Νοταρᾶς, Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ Ἀθανάσιος Πάριος), φανερώνουν τὴν ἡσυχαστικὴ φιλοκαλικὴ συνείδησή τους καὶ τὴν ἀσκητικὴ βιωτή τους.

Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς τῶν Κολλυβάδων-ἡσυχαστῶν τοῦ 18ου αἰώνα εἶναι ἐμφανεῖς στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο δέχονται τὴν ἐπιστημονικὴ πρόοδο τῆς Δύσης. Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης εἶναι μὲν κριτικός, ἀλλὰ γενικὰ ἀνοικτὸς στὴν ἐπιστήμη καὶ θετικός, μὲ πατερικὴ διάθεση. Οἱ Κολλυβάδες ἀποδέχονται ἐπιστημονικὲς θέσεις (π.χ. τὶς νεώτερες θεωρίες περὶ λειτουργίας τῆς καρδιᾶς ὁ Νικόδημος στὸ Συμβουλευτικό του Ἐγχειρίδιο). Ὁ Ἀθανάσιος Πάριος δὲν πολεμάει τὴν ἐπιστήμη καθαυτή, ἀλλὰ τὴ χρήση της ἀπὸ τοὺς δυτικόπληκτους διαφωτιστὲς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου. Τὴν ἐπιστήμη θεωροῦν ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς ζωῆς του. Ἡ χρήση ὅμως τῆς ἐπιστήμης σὲ μία μεταφυσικὴ πολεμικὴ κατὰ τῆς πίστης, ὅπως ἔγινε στὴ Δύση καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀνατολή, ὀρθὰ πολεμεῖται ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς θεολόγους μας τὸ 18ο καὶ 19ο αἰώνα. Τὸ λάθος δέ, ἔγκειται στὴν πλευρὰ τῶν Ἑλλήνων διαφωτιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὴ ἔχοντας σχέση μὲ τὴν πατερικὴ θεώρηση τῆς γνώσης, μολονότι κληρικοὶ οἱ περισσότεροι ἢ μοναχοί, μεταφέρουν στὸ χῶρο μας τὴν ἐνδοευρωπαΐκη σύγκρουση μεταφυσικῶν-ἐμπειριστῶν, φθάνοντας νὰ ὁμιλοῦν περὶ «ἀνορθολογικῆς θρησκείας», ἐνῷ ἡ πατερικὴ Ὀρθοδοξία, κάνοντας διάκριση τῶν δυὸ γνώσεων, διακρίνει συνάμα τὸ λογικὸ ἀπὸ τὸ ὑπέρλογο.

Τὸ πρόβλημα τῆς σύγκρουσης πίστης καὶ ἐπιστήμης πέρα ἀπὸ τὴ σύγχυση τῶν γνώσεων, ἔχει ὡς αἰτία καὶ τὴν ἰδεολογικοποίηση τῶν δυὸ ὄψεων τῆς γνώσης. Χριστιανικὰ προέκυψε, ἔτσι, μιὰ νοσηρὴ ἀπολογητικὴ (Ἕλληνας καθηγητὴς τῆς Ἀπολογητικῆς προέτεινε πρὶν ἀπὸ χρόνια «μαθηματικὴ ἀπόδειξη περὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ»!). Κάποτε λησμονεῖται ὁ ἀξιωματικὸς λόγος, ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐγκλωβισμένη στὰ ὅρια τῆς φθορᾶς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴ λογικὴ τῆς φθορᾶς. Ἡ ἔπαρση τῶν ἐπιστημόνων (ὁ κ. Κ. Ζουράρις ἔχει πεῖ πολὺ ὀρθά, ὅτι «ἡ ἐπιστήμη εἶναι ὁ παιδισμὸς τῶν ἐνήλικων») ὁδηγεῖ στὸ «θετικισμὸ» καὶ τὸν «οἰκονομισμό», ἀπολυτοποιημένα μεγέθη. Ὀρθόδοξα ὅμως, αὐτὸς ὁ δυαλισμὸς δὲν εἶναι αὐτονόητος. Τίποτε δὲν ἀποκλείει τὴ συνύπαρξη πίστης καὶ ἐπιστήμης, ὅταν ἡ πίστη δὲν εἶναι φαντασιώδης μεταφυσικὴ καὶ ἡ Ἐπιστήμη δὲν νοθεύει τὸ θετικό της χαρακτήρα μὲ τὴ χρήση τῆς μεταφυσικῆς.

Στὴν ἀλληλοκατανόηση ἐπιστήμης καὶ πίστης βοηθᾶ καὶ ἡ σημερινὴ ἐπιστημονικὴ γλώσσα. Ἡ γλώσσα τῆς θεολογίας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της εἰκονολογική, ἀφοῦ εἶναι ἀδύνατη ἡ ταύτιση σημαίνοντος καὶ σημαινόμενου (ἀποφατισμός). Ἡ ἐπιστήμη, ἐξ ἄλλου, (σύγχρονη φυσική) λειτουργεῖ ἀποφατικά: ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας (ἀποφατισμὸς τῆς ἐπιστήμης). Ἡ ἐπιστροφή, συνεπῶς, στὴν πατερικότητα βοηθᾶ στὴν ὑπέρβαση τῆς σύγκρουσης (βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Περιεχόμενο καὶ ἔργο τῆς Ἀπολογητικῆς σήμερα, Ἀθήνα 1975).

Ἡ ἀναγνώριση τῶν ὁρίων τῶν δυὸ γνώσεων (κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου) καὶ ἡ χρήση τοῦ κατάλληλου γιὰ τὴν καθεμία ἀπὸ αὐτὲς ὀργάνου εἶναι στοιχεῖο τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία ἱεραρχεῖ τὴν «κάτω» ἢ «ἔξω» σοφία στὴν «ἄνω» ἢ «θεία» γνώση. Ἀντίθετα, ἡ σύγχυσή τους διαιωνίζει τὶς ἑκατέρωθεν παρερμηνεῖες καὶ συντηρεῖ τὴ σύγκρουσή τους. Μιὰ «Ἐκκλησία», ποὺ ἐπιμένει στὴ μεταφυσικὴ θεολόγηση, θὰ ἀναγκάζεται νὰ ἀποκαθιστᾶ συνεχῶς κάποιο Γαλιλαῖο, ἀλλὰ καὶ μία «Ἐπιστήμη», ποὺ ἀγνοεῖ τὰ ὅριά της, θὰ ἀλλοτριώνεται σὲ μεταφυσικὴ καὶ θὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ ἢ τὴν ἀπόρριψη τοῦ Μὰρξ - Μαρξισμός.

π. Γεώργιος Μεταλληνός  

http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/gewrgios_metallhnos/faith_and_science_greek.htm



 Περί της λεγομένης «επιστημονικής αθεΐας»


 Ενα από τα πολλά «φρούτα» που παράγει ο γνωστός από παλιά «αγρός» της αθεΐας είναι και η λεγόμενη «επιστημονική αθεΐα», που αποτελεί «καρπό» μιας καινούργιας «ποικιλίας», η οποία προέρχεται από τη «γενετική μετάλλαξη» της επιστήμης. «Γενετιστές καλλιεργητές» αυτής της «ποικιλίας», αλλά και «έμποροι» των «μεταλλαγμένων φρούτων» της είναι δύο Αμερικανοί επιστήμονες, ο νομπελίστας φυσικός Στίβεν Γουάινμπεργκ και ο επίσης φυσικός Βίκτορ Στέιντζερ, οι οποίοι μέσα από τους κόλπους του κινήματος της «επιστημονικής αθεΐας» που δημιούργησαν προβάλλουν ως «απόστολοι» ή «ευαγγελιστές» αυτής. Η πεμπτουσία της «κηρύγματός» τους συνοψίζεται στη σκέψη ότι, «όπως αποδεικνύεται επιστημονικά (!), ο Θεός είναι ένας μύθος, που τον επινόησαν και τον συντήρησαν κάποιοι επιτήδειοι, για να βαυκαλίζουν τους αγράμματους και να εκμεταλλεύονται τους αφελείς».

Δεν θα μπούμε στη λογική των αριθμών, για να δούμε πόσο αγράμματοι ή αφελείς είναι τα εκατομμύρια λαμπρών επιστημόνων που πιστεύουν στον Θεό σε όλο τον κόσμο και πόσα Νόμπελ πρέπει να βάλει κάποιος από την άλλη μεριά της «ζυγαριάς» για να «αντισταθμίσει» τους Τρεις Ιεράρχες, που είχαν σπουδάσει όλες τις επιστήμες. Είναι, όμως, απαραίτητο να υποβάλουμε σε κριτική βάσανο τον «αποστολικό» λόγο των προαναφερθέντων «ευαγγελιστών», για να γίνει σαφές τι ακριβώς υποστηρίζουν και πόσο πειστικά είναι τα κηρύγματά τους.

Η επιστήμη ως «ψευδομάρτυρας» της αθεΐας

Κατ’ αρχάς ένας από τους «αφελείς», στους οποίους συγκαταλέγεται και η ελαχιστότητά μου, νομιμοποιείται, νομίζω, να επισημάνει ότι η βάση επάνω στην οποία στηρίζεται η «διδασκαλία» της «επιστημονικής αθεΐας» είναι ένα τεράστιο ψέμα, αφού εμφανίζει την επιστήμη να έχει λόγο σε θέματα για τα οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να μιλήσει. Εμφανίζει, δηλαδή, την επιστήμη να εισέρχεται στον χώρο της μεταφυσικής, για να μας αποκαλύψει τα μυστήρια που αυτή κρύβει και, προπαντός, να μας αποδείξει ότι ο Θρόνος του Θεού είναι άδειος. Είναι, όμως, γνωστό στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» ότι η επιστήμη και η μεταφυσική ανήκουν σε διαφορετικές σφαίρες και καμία από αυτές δεν μπορεί να εισέλθει στην «τροχιά» της άλλης, για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει το αντικείμενο αυτής. Όσο πειστικός είναι ο ισχυρισμός κάποιου ότι η Σελήνη ενώθηκε με τη Γη, ώστε μετά την ένωση των δύο αυτών πλανητών να μπορούμε πια να κάνουμε ταξίδια στη μέχρι τώρα αθέατη πλευρά της Σελήνης, για να δούμε τι κρύβεται πίσω από αυτήν, άλλο τόσο μπορεί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός των «αποστόλων» της «επιστημονικής αθεΐας» ότι «γεφυρώθηκαν» επιτέλους το «εντεύθεν» με το «επέκεινα», το βατό με το υπερβατό, και, συνεπώς, μπορούμε να μεταβαίνουμε ελεύθερα από το ένα στο άλλο.

Αποδειξιμότητα εναντίον ενοραματικότητας

Και πέραν αυτού. Η επιστήμη οφείλει σε κάθε περίπτωση να αποδεικνύει την αλήθεια των προτάσεών της, για να έχουν ισχύ οι παραδοχές της. Αντίθετα, η μεταφυσική δεν χρωστά να μας αποδείξει κανένα από τα μυστήρια που κρύβει μέσα της. Μας τα δείχνει απλά. Και αν μπορούμε να τα δούμε ή να τα βιώσουμε, έχει καλώς. Αν όμως δεν μπορούμε, θα είναι λάθος να πούμε ότι δεν υπάρχουν, επειδή εμείς δεν τα βλέπουμε. Είναι το ίδιο λάθος που κάνει εκείνος ο οποίος, επειδή δεν μπορεί να δει με γυμνό μάτι κάποια ουράνια σώματα, λέει ότι δεν υπάρχουν.

Επομένως, αυτός που περιδιαβάζει τον χώρο της μεταφυσικής δεν υποχρεούται να μου αποδείξει τίποτε από όσα ενοράται. Και αυτός που μου λέει ότι βλέπει τον Θεό δεν είναι υποχρεωμένος να μου το αποδείξει. Μα, κι αν επιχειρήσει να το κάνει, δεν θα τον πιστέψω, διότι θα μου λείπει το μέσο της παρατήρησης και της επαλήθευσης. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο πράγμα με τον ιατρό ερευνητή που μου λέει ότι κάτι βλέπει στο μικροσκόπιο. Αν θελήσω να διαπιστώσω την αλήθεια ή το ψεύδος του ισχυρισμού του, δεν έχω παρά να κοιτάξω μέσα από τον μεγεθυντικό φακό του μικροσκοπίου και τότε θα δω με τα ίδια μου τα μάτια τι συμβαίνει, αν δηλαδή μου λέει αλήθεια ή ψέματα ότι κάτι βρήκε. Μπορώ, όμως, να το κάνω αυτό και σε εκείνον που μου λέει ότι βλέπει τον Θεό; Να του πω, δηλαδή, «δείξε μου τι βλέπεις, αλλιώς δεν σε πιστεύω»;

Τα «μάτια» του νου και τα «μάτια» της καρδιάς

Εξάλλου, η επιστήμη εργάζεται με το μυαλό, ενώ η μεταφυσική με την καρδιά, με την πίστη. Επομένως, πώς είναι δυνατόν να δει κάποιος με τα «μάτια του νου» τον Θεό, ο οποίος μόνο με τα «μάτια της καρδιάς» μπορεί να ιδωθεί, όπως, άλλωστε, τόνισε και ο Κύριος επάνω στο Όρος, όταν μακάριζε εκείνους που έχουν καθαρή καρδιά, διότι μόνον αυτοί θα δουν τον Θεό (Ματθ. ε΄ 8);

Επομένως, αν πω σε κάποιον ότι βλέπω τον Θεό, που δεν τον βλέπει εκείνος, και τα γυαλιά μου να του δώσω ακόμη, δεν θα μπορέσει να δει τον Θεό. Και το ίδιο θα γίνει ασφαλώς, ακόμα κι αν του δώσω τα μάτια μου. Θα βλέπει χωρίς την καρδιά μου, άρα δεν θα βλέπει τίποτε.

Ενώ, λοιπόν, το δόγμα το δέχεσαι, αν το πιστεύεις, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για την επιστημονική γνώση. Δεν μπορείς δηλαδή να πεις ότι εγώ πιστεύω ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι 240 μοίρες, κι ας λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν. Διότι θα έρθει η γεωμετρία, θα βάλει κάτω τους κανόνες και τους τύπους της και θα σου δείξει το μέγεθος της πλάνης σου.

Αν, όμως, πεις ότι εγώ πιστεύω στην Ανάσταση των Νεκρών, διότι είδα αναστημένο Εκείνον, ο οποίος πριν από την δική Του Ανάσταση είχε αναστήσει πολλούς άλλους, δεν μπορεί να σου βρει κανένας ψεγάδι γι’ αυτό που λες, διότι απλούστατα δεν μπορεί να σου αποδείξει ότι πλανάσαι. Το αντίθετο μπορεί να γίνει, όπως είπαμε και πιο πάνω, αν τύχει και εσύ έχεις το εσωτερικό αισθητήριο που λείπει από τον συνομιλητή σου.

Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού. Μόνο για τα δικά της γνωστικά αντικείμενα μπορεί να μιλήσει, άσχετα αν κάποιοι, έχοντας τη σχετική προδιάθεση, παρερμηνεύουν πολλές φορές ορισμένες επιστημονικές απόψεις και τις συνδέουν εξ αντιδιαστολής αρνητικά με τον Θεό. Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα, που χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση.

Τι επιδιώκουν οι «νεκροθάφτες» του Θεού

Όσοι εμφανίστηκαν κατά καιρούς ως «νεκροθάφτες» του Θεού δεν άφησαν άδειο τον «Θρόνο» Του. Ανέβασαν κάτι άλλο επάνω σε αυτόν.

Ο Νίτσε, π.χ., αφού διακήρυξε με σαρκασμό ότι «ο Θεός είναι νεκρός» («Gott ist tot»), ανέβασε στον Θρόνο του Θεού τον Υπεράνθρωπό του. Πήρε, λοιπόν, τις «ευλογίες» αυτού του «Θεού» ο Χίτλερ και τις έκανε πράξη. Και είδαμε τα αποτελέσματα αυτής της πράξης. Πνίγηκε ο κόσμος στο αίμα και στα δάκρυα του ολέθρου.

Ο Στάλιν, από τη μεριά του, βρήκε τη σύριγγα με την «οπιούχο ένεση» που του είχαν παρασκευάσει ο Μαρξ και ο Λένιν (ας μη λησμονούμε ότι οι δύο αυτοί θεμελιωτές του κομμουνισμού θεωρούσαν τη θρησκεία «όπιο του λαού») και επιχείρησε να «σκοτώσει» με αυτήν τον Θεό. Δεν άφησε, όμως, και ο «πατερούλης» άδειο τον Θρόνο του Θεού. Ανέβασε επάνω σε αυτόν τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή έμμεσα τη δική του δικτατορία και όσων ήλεγχαν το προλεταριάτο στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στις χώρες-δορυφόρους της. Όταν, όμως, το προλεταριάτο ξύπνησε από τον λήθαργο και τη φενάκη της εξουσίας που του είχαν δημιουργήσει, τα πήρε όλα σβάρνα και δεν άφησε τίποτε όρθιο.

Οι ιθύνοντες της παγκοσμιοποίησης προβάλλουν ως κοινή θεότητα όλου του κόσμου την κυριαρχία της Νέας Τάξης, η οποία απεργάζεται τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας με ανθρώπους χωρίς πίστη στον Θεό και χωρίς συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας ή της ιστορικής τους καταγωγής.

Αργυρώνητα, λοιπόν, όργανα της παγκοσμιοποίησης είναι οι περίφημοι «απόστολοι της επιστημονικής αθεΐας», εφόσον βάζουν ανεπίτρεπτα την επιστήμη να διεμβολίσει τη μεταφυσική, για να συντάξουν επάνω σε ψευδεπίγραφες επιστημονικές περγαμηνές τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Θεού. Η περίπτωση των εν λόγω «ψευδαποστόλων» προβάλλει με ιδιαίτερη σαφήνεια τη διαπιστωμένη εμπειρία που μας δείχνει πόση ζημιά μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι οι οποίοι παρουσιάζουν μια κραυγαλέα αντινομία: γιγαντισμό του μυαλού και νανισμό του ήθους τους.

Η πίστη στον Θεό είναι πίστη στον άνθρωπο

Αν μελετήσουμε βαθύτερα όλες τις ιστορικά βεβαιωμένες προσπάθειες εγκαθίδρυσης αθεϊστικής κοινωνίας (εθνικοσοσιαλισμός, υπαρκτός σοσιαλισμός κ.λπ.), αλλά και τις σημερινές επιδιώξεις της παγκοσμιοποίησης, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν σε ένα σημείο: στη χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου για την επιτυχία του συστήματος.

Έτσι μπορούμε, νομίζω, βάσιμα να πούμε ότι κοινωνία χωρίς πίστη στον Θεό είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνία χωρίς πίστη στον άνθρωπο, αφού ο Θεός, στη χριστιανική τουλάχιστον θρησκεία, αγαπιέται μέσω του ανθρώπου. Δεν μπορείς δηλ. να πεις ότι αγαπάς τον Θεό, αν δεν έχεις αγαπήσει προηγουμένως τον άνθρωπο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος στην άθεη κοινωνία γίνεται χρηστικό μέσο που υπηρετεί, ενώ στην ένθεη κοινωνία είναι σκοπός που υπηρετείται, αποτελεί δηλαδή το «σκαλοπάτι» για να πλησιάσουμε τον Θεό.

Επειδή δε η κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο είναι κλήση ελευθερίας, όπως το βλέπουμε αυτό χαρακτηριστικά στο «όστις θέλει» του Χριστού, τότε ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, και ιδιαίτερα στον Χριστό, είναι ελεύθερος. Και ένας ελεύθερος άνθρωπος είναι οπλισμένος με τη δύναμη της αντίστασης απέναντι σε καθετί που θα επιχειρούσε να του στερήσει την ελευθερία του.

Γι’ αυτό χτυπάνε σήμερα την πίστη λυσσαλέα οι «εργολάβοι» της παγκοσμιοποίησης με τα διάφορα όργανά τους. Διότι θέλουν να παραμερίσουν όλα τα εμπόδια, που θα μπορούσαν να συναντήσουν στον δρόμο τους για την αλλοτρίωση των λαών. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να «καλλιεργήσουν» το νέο «φρούτο» του ανθρώπου, για να το βάλουν στη συνέχεια ανεμπόδιστα στο «μίξερ» της παγκοσμιοποίησης και να φτιάξουν με αυτό τον «πολτό» που θέλουν;

Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας ,
 Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του   Max Ernst .

πηγή: http://ikivotos.gr/post/5235/peri-ths-legomenhs-episthmonikhs-athe-as

http://www.anixneuseis.gr/?p=170767

5/7/2017