Ο εμφύλιος πόλεμος ως ιδέα και ως ιστορία.


 «Καίσαρ» (1875), έργο του Adolphe Yvon, που απεικονίζει τον Ιούλιο Καίσαρα να διαβαίνει τον Ρουβίκωνα για να συγκρουστεί με τον Πομπήιο.

Ο καθηγητής της Ιστορίας David Armitage  μας δείχνει την καθολικότητα της εμπειρίας του εμφυλίου στην ιστορία της ανθρωπότητας. 

Ο David Armitage , καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Harvard, είναι σήμερα ένας από τους πρωταγωνιστές της συγγραφής μιας νέας μορφής «παγκόσμιας ιστορίας», δηλαδή της δημιουργίας ιστορικών αφηγήσεων που να διακρίνονται από καθολικότητα, υπερβαίνοντας την καθήλωση μέσα στα εθνικά όρια που επέβαλλε μια συμβατικότερη ιστοριογραφική αντίληψη. Η νέα «παγκόσμια ιστορία» (global history) με την επιδίωξη της ανασύστασης της συνολικής εικόνας διακρίνεται με αρκετή σαφήνεια από την παλαιότερη αντίληψη της παγκόσμιας ιστορίας, η οποία δεν ήταν άλλο παρά η παράλληλη αφήγηση εθνικών ιστοριών καταταγμένων κατά χρονολογικές περιόδους.

Πρότυπο της νέου τύπου παγκόσμιας ιστορίας είναι το τελευταίο βιβλίο του David Armitage   για την ανέλιξη της ιδέας του εμφυλίου πολέμου μέσα στον ιστορικό χρόνο. Πρόκειται για έργο πραγματικά εντυπωσιακό για το εύρος της ιστορικής του οπτικής και την έκταση της έρευνας. 

Η αφήγηση δοκιμάζει και επιτυγχάνει να ανασύρει από τη λήθη και να ανασυστήσει ως συνεχή ιστορία τις χρήσεις του όρου εμφύλιος πόλεμος από την αρχαία Ρώμη του 1ου αιώνα π.Χ. ως τις πρωτεϊκές εκδηλώσεις της βίας στη χαραυγή του 21ου αιώνα. Η καθολική ιστορία του όρου και της ιδέας του εμφυλίου πολέμου αρχίζει στην αρχαία Ρώμη, όπου παρατηρείται η πρώτη ρητή διατύπωση του όρου από τον Κικέρωνα: πόλεμος μεταξύ συμπολιτών, αυτό σημαίνει ο όρος bellum civile, που λίγο αργότερα θα καθίστατο ήδη από την αρχαιότητα διάσημος στον τίτλο του έργου του Ιουλίου Καίσαρα για τους πολέμους του με τον Πομπήιο.

Ο συγγραφέας δεν ξεχνά την πρωτοποριακή ελληνική συμβολή στον σχολιασμό των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ συμπολιτών: μνημονεύει τις συγκλονιστικές σελίδες του Θουκυδίδη για τον εμφύλιο στην Κέρκυρα το 427 π.Χ. και τις διεισδυτικές αναλύσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά Ε' και Στ', όπου χρησιμοποιείται ο όρος στάσις για τις εσωτερικές διενέξεις στις ελληνικές πόλεις. Ωστόσο ας προσθέσουμε εδώ ότι ο πραγματικός πατέρας του όρου εμφύλιος πόλεμος δεν είναι ούτε ο Κικέρων ούτε ο Θουκυδίδης ή ο Αριστοτέλης, αλλά ο πατέρας της ιστορίας, ο Ηρόδοτος, ο οποίος στο όγδοο βιβλίο των Ιστοριών λέγει ρητά:
Στάσις γαρ έμφυλος πολέμου ομοφρονέοντος
τοσούτω κάκιόν εστι όσω πόλεμος ειρήνης.

Η έμφυλος στάσις λοιπόν είναι τόσο χειρότερο δεινό από τον ίδιο τον πόλεμο όσο ο πόλεμος από την ειρήνη. Ο ιστορικός της πραγματικής σύγκρουσης των πολιτισμών της Ευρώπης και της Ασίας λοιπόν αποδεικνύεται και ο πρώτος ειρηνιστής στοχαστής.

Ας επανέλθουμε στην εξαιρετική αφήγηση του David Armitage. Ομολογώ ότι για λόγους καθαρά προσωπικών προτιμήσεων βρήκα ιδιαιτέρως συναρπαστικά τα δύο κεφάλαια που αφιερώνει στην επεξεργασία της έννοιας του εμφυλίου στην αρχαία ρωμαϊκή ιστοριογραφία, η οποία εκτείνεται από την εποχή του Κικέρωνα και του Καίσαρα έως τους ιστορικούς της όψιμης αρχαιότητας. Εξαίρετη είναι η παρουσίαση της συμβολής του ιερού Αυγουστίνου, του οποίου το αριστούργημα, η Πόλις του Θεού, αντιπαραθέτει τη μέλλουσα πόλη της σωτηρίας προς τα δεινά του αλληλοσπαραγμού των ανθρώπων στην επίγεια πόλη όπου επενεργεί κυρίως το κακό.

Μετά την αναπαράσταση των αρχαίων καταβολών, η αφήγηση μας οδηγεί στις δύσβατες ατραπούς της νεωτερικότητας για να μας δείξει την καθολικότητα της εμπειρίας του εμφυλίου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπάρχουν ιστορικές καμπές κατά τις οποίες φαίνεται ότι η ιστορία της ανθρωπότητας συμπίπτει ουσιαστικά με την ιστορία των εμφυλίων. Μέσα σε αυτό το κλίμα ανατέλλει η νεωτερικότητα. Υπό το κράτος των εντυπώσεων από τους θρησκευτικούς πολέμους ο Michel de Montaigne διαπιστώνει ότι «ένας εξωτερικός πόλεμος δεν αποτελεί τόσο επικίνδυνη επιδημία όσο ένας εμφύλιος».

Η ίδια εκτίμηση οδηγεί τον μέγιστο πολιτικό στοχαστή της νεωτερικότητας, τον Thomas Hobbes, στην επίμονη παραίνεση ότι για να διασφαλιστεί η πολιτισμένη επιβίωση των ανθρώπων πρέπει πάση θυσία να τίθενται υπό έλεγχο οι προδιαθέσεις προς τις εμφύλιες συρράξεις, που μόνον η απολυταρχία μπορεί να αποσοβήσει.

Ετσι ο προβληματισμός περί εμφυλίου αποκαθίσταται ως κεντρική έννοια στην πολιτική θεωρία και κατ' επέκταση και στη θεωρία του δικαίου όπως φαίνεται από το έργο του ελβετού νομικού Emer de Vattel περί του Δικαίου των εθνών. Η εποχή των επαναστάσεων η οποία σηματοδοτείται το 1776 από την Αμερικανική και το 1789 από τη Γαλλική Επανάσταση ξαναθέτει πιεστικά τα προβλήματα που πηγάζουν τόσο από την έννοια όσο και από την αδιάλειπτη εμπειρία των εμφυλίων. Τι ήταν οι μεγάλες αυτές επαναστατικές εκρήξεις που καθόρισαν με τόσους τρόπους την πορεία της ανθρωπότητας, επαναστατικές ανατροπές ή εμφύλιοι πόλεμοι; Ο σχετικός προβληματισμός είναι σύνθετος, συχνά προκλητικός και οι αναπτύξεις του συγγραφέα εμβάλλουν τον αναγνώστη σε στοχασμό για τις δυνατότητες εναλλακτικών θεωρήσεων πολλών συμβατικών παραδοχών.

Η καθολικότητα των εμφυλίων ως συστατικών της νεωτερικότητας και ιδίως, στη μεταπολεμική εποχή της «μακράς ειρήνης» με τη δραματική μείωση των πολέμων μεταξύ των κρατών, η γενίκευσή τους ως κυρίαρχης μορφής άσκησης μαζικής βίας θέτει και το ζήτημα του «εκπολιτισμού» τους, της υπαγωγής τους δηλαδή σε κανόνες δικαίου. Οι εμφύλιοι σήμερα, μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, έχουν γίνει σε μεγάλο ποσοστό ζήτημα χρήσης των λέξεων και της γλώσσας. 

Παραμένουν συνάμα και μάλιστα σε μαζική κλίμακα στην Ασία και την Αφρική και τραγικά απάνθρωπο βίωμα πολλών κοινωνιών, ενώ με τη μορφή τρομοκρατίας απειλούν την αίσθηση της ασφάλειας και της συνοχής που χρειάζονται οι κοινωνίες για να επιζήσουν. Ολους αυτούς τους προβληματισμούς θέτει αριστοτεχνικά ενώπιον της πολιτικής συνείδησης της εποχής μας ο David Armitage με το έργο του.

 Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης,
ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

09/07/2017 




Η «γενεαλογία» των εμφυλίων πολέμων

«Η αλήθεια είναι, λένε, το πρώτο θύμα των πολέμων. Η γλώσσα ίσως να είναι το πρώτο θύμα των εμφυλίων πολέμων». Με αφετηρία αυτήν τη σκέψη, και επιλέγοντας ως επίκαιρο παράδειγμα την περίπτωση της Συρίας, ο Ντέιβιντ Αρμιτάζ, καθηγητής Ιστορίας  και πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο αμερικανικό πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, παρουσιάζει το συμβολικό και πολιτικό παιχνίδι της γλώσσας για να χαρακτηριστεί ή όχι μια σύγκρουση ως «εμφύλιος πόλεμος». Το συγκεκριμένο άρθρο παραπέμπει στο βιβλίο του με τίτλο Civil Wars: A History in Ideas, που θα εκδοθεί το 2017 στις ΗΠΑ.

Οι συγκρούσεις στη Συρία διανύουν τον έκτο χρόνο τους, έχουν κοστίσει 250.000 ζωές, έχουν εκτοπίσει τον μισό πληθυσμό της χώρας, έχουν στείλει περί τα πέντε εκατομμύρια πρόσφυγες σε αναζήτηση ασφαλών καταφυγίων, και κατέστρεψαν πόλεις όπως το Χαλέπι και η Χομς αλλά και τα ερείπια της αρχαίας Παλμύρας. Αυτή η φρίκη είναι διεθνώς γνωστή ως ο εμφύλιος πόλεμος της Συρίας, και ως τέτοιον τον έχουν γνωρίσει οι κάτοικοι της Συρίας σχεδόν από το ξεκίνημά του.

Για τα θύματα του Άσαντ, αυτό που συνέβαινε ξεπερνούσε τα όρια της αντίστασης ενάντια στην καταπίεση. Ήταν μια πολύπλευρη και αγωνιώδης πάλη για να απαλλαγεί το κράτος από τον πρόεδρο και τα πρωτοπαλίκαρά του, που είχαν γραπωθεί από την εξουσία με κάθε κόστος. Ήταν με δυο λόγια ένας εμφύλιος πόλεμος. Παρ´ όλα αυτά χρειάστηκε να φτάσουμε μέχρι τον Ιούλιο του 2012 για να επιβεβαιώσει η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού ότι αυτό που συνέβαινε εκεί ήταν πράγματι μια ένοπλη σύγκρουση χωρίς διεθνή χαρακτήρα: αυτή είναι η επίσημη νομική διατύπωση για εκείνο που αποκαλείται κοινώς «εμφύλιος πόλεμος». Κι οι άνθρωποι που έπεσαν μέσα σ’ αυτό το χρόνιο χάσμα ανάμεσα στη νομική ορολογία και στο κοινώς κατανοητό, έφτασαν τους 17.000. Το πώς λοιπόν θα πρέπει να προσδιοριστούν συγκρούσεις σαν αυτές της Συρίας είναι ζήτημα που ξεπερνά το σημασιολογικό επίπεδο. Μπορεί να γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου για χιλιάδες ανθρώπους.

Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα των πολέμων, λένε. Η γλώσσα ίσως να είναι το πρώτο θύμα των εμφυλίων πολέμων. Είναι περίφημα τα όσα έγραψε ο Θουκυδίδης στην τρομακτική περιγραφή του για τη «στάσι» στην Κέρκυρα. Μια εσωτερική σύγκρουση μετέτρεψε το νόημα των λέξεων από δεδομένο σε αυθαίρετο. Η απερισκεψία έγινε θάρρος, η μετριοπάθεια ονομάστηκε δειλία και η σοφία παρουσιάστηκε ως οκνηρία. Δυόμιση χιλιάδες χρόνια αργότερα, ένας σύγχρονος παρατηρητής περιέγραψε κάτι ανάλογο, σημειώνοντας πως ο εμφύλιος πόλεμος «είναι ένα φαινόμενο ευεπίφορο σε σοβαρή σημασιολογική σύγχυση, ακόμα και σε αμφισβήτηση. Η περιγραφή μιας σύγκρουσης ως εμφυλίου πολέμου έχει συμβολικό και πολιτικό βάρος από τη στιγμή που αυτός ο όρος μπορεί να προσδώσει ή να αρνηθεί τη νομιμοποίηση σε κάποια από τις εμπόλεμες ομάδες».

Η περιγραφή των συγκρούσεων στη Συρία ως εμφυλίου πολέμου –ή ως  «ένοπλης σύγκρουσης χωρίς διεθνή χαρακτήρα»– είχε συνέπειες ως προς την εφαρμογή της Συνθήκης της Γενεύης, και στην κατάλληλη στιγμή θα έχει συνέπειες και ως προς την πιθανότητα να δικαστεί ο Άσαντ για εγκλήματα πολέμου, εάν φυσικά τελειώσει ποτέ η αιματοχυσία. Σε τέτοιες συγκρούσεις, η γλώσσα παίζει ρόλο στο εδώ και τώρα. Ωστόσο οι αλληλοσυγκρουόμενες γλώσσες του εμφύλιου πολέμου έχουν μια πολύ πιο μακρά ιστορία, που πάει πέρα από δυο χιλιάδες χρόνια πίσω. Η σύγχυση και οι διαξιφισμοί για το Tι είναι, και τι είναι Τώρα, ένας εμφύλιος πόλεμος, αποτελούν προϊόν αυτής της μακράς και διαμφισβητούμενης ιστορίας.

Ολοκλήρωσα μόλις ένα βιβλίο που καλύπτει αυτές τις δύο χιλιετίες και ιχνηλατεί τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μάθαμε να μιλάμε για τον εμφύλιο πόλεμο και για τις δριμύτατες μάχες που ανέκαθεν έδιναν οι άνθρωποι για το τι μετρά και τι δεν μετρά ως εμφύλιος. Το αποκαλώ αυτό μια «γενεαλογία» του εμφυλίου πολέμου, με την έννοια που έδινε στη γενεαλογία ο Νίτσε, όταν έγραφε τη δική του Γενεαλογία της Ηθικής. Εκεί σημείωνε πως οτιδήποτε υπαρκτό που με κάποιον τρόπο έχει συμβεί, επανερμηνεύεται διαρκώς από την αρχή, επαναδιεκδικείται, μετασχηματίζεται και επαναπροσανατολίζεται προς έναν καινούργιο σκοπό από μια δύναμη ανώτερη από αυτό.

Ο εμφύλιος πόλεμος, από τότε τουλάχιστον που οι Ρωμαίοι εφηύραν τον όρο –bellum civile – κατά τον 1o π.Χ. αιώνα, δεν έπαψε ποτέ να επανερμηνεύεται, να αναπτύσσεται εκ νέου, να μετασχηματίζεται προς το συμφέρον και προς όφελος της εξουσίας. Συγκρούσεις όπως αυτές στη Συρία και, πριν από εκεί,  στον Δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου έδειξαν τι διακυβεύεται στον 21o αιώνα μεταξύ των ανταγωνιστικών εννοιών του εμφυλίου πολέμου.

Αν αποκαλέσεις μια σύγκρουση «εμφύλιο πόλεμο», υπαινίσσεσαι ότι εκτυλίσσεται στο επίπεδο της «πόλεως»,  μεταξύ των μελών της ίδιας κοινωνίας ή κοινότητας και ότι πρόκειται για πόλεμο: ότι δηλαδή είναι κάτι πιο επίσημο και πιο φοβερό από μια απλή αναταραχή, μια ανταρσία ή μια εξέγερση. Αν αποκαλέσεις έναν εμφύλιο πόλεμο «επανάσταση», τον μετατρέπεις από κάτι επαίσχυντο ακόμη και αταβιστικό, σε ένα κίνημα ζωογόνο και προσανατολισμένο προς το μέλλον. Αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν σήμερα «η Αμερικανική Επανάσταση», στα πρώτα του στάδια είχε βαφτιστεί «Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος» μεταξύ Βρετανών συμπατριωτών στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Φίλοι και εχθροί της Γαλλικής Επανάστασης θεωρούσαν πως μέχρι να επιτύχει και να βαφτιστεί «επανάσταση» της άξιζε να αποκαλείται «εμφύλιος πόλεμος». Και οι ιστορικοί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τους εμφύλιους πολέμους της Βρετανίας κατά τον 17o αιώνα, και τους βάφτισαν «Αγγλική Επανάσταση» μονάχα έπειτα από τη θριαμβευτική της έκβαση…

Άραγε, μια αποτυχημένη επανάσταση είναι μονάχα ένας εμφύλιος πόλεμος, άσκοπος και καταστροφικός; Άραγε ένας επιτυχημένος εμφύλιος πόλεμος είναι πάντα μια επανάσταση με προοπτική και ουτοπική διάσταση; Σε αντίθεση με τις επαναστάσεις που ξεδιπλώθηκαν παγκοσμίως σε μια απελευθερωτική αλληλουχία κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, οι εμφύλιοι πόλεμοι για πολύ καιρό αντιμετωπίζονταν ως γεγονότα τοπικά, οριοθετημένα στο χρόνο και στην Ιστορία, που άφησαν ουλές  στη μνήμη της κοινότητας. Κι όμως οι εμφύλιοι πόλεμοι έχουν μια πολύ πιο μακριά ιστορία, η οποία εκτείνεται από τη ρεπουμπλικανική Ρώμη (αν όχι από τον Πελοποννησιακό πόλεμο) μέχρι τον παρόντα χρόνο.

Οι συγκρούσεις που αποκαλούνται εμφύλιοι πόλεμοι εκτυλίχθηκαν σε όλες τις ηπείρους στη διάρκεια των αιώνων. Κατά τη γνώμη πολλών παρατηρητών, σήμερα που οι διακρατικές συγκρούσεις σπανίζουν ή και έχουν εκλείψει, ο εμφύλιος πόλεμος μοιάζει να είναι η πιο χαρακτηριστική μορφή σύγκρουσης στην ανθρωπότητα. Οι εμπειρίες του εμφυλίου πολέμου και οι παραπλανητικές  λέξεις που χρησιμοποιούμε όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν και τσακωνόμαστε γι’ αυτόν,  έχουν μια βαθιά και διαμφισβητούμενη ιστορία. Το να ανασκάπτουμε τις σκληρές διαμάχες γύρω από την έννοια του εμφυλίου πολέμου, μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε την έννοια της σύγκρουσης στις μέρες μας και στο μέλλον.

  David Armitage* ,
καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

13 Μάιος, 2016 


(Πηγή: www.chronosmag.euετάφραση: commonality.gr )

* Προσκεκλημένος από το Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας, ο David Armitage έδωσε διάλεξη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 10/5/2016, με θέμα «Τρεις έννοιες του εμφυλίου πολέμου».