Χαμένα έργα στη Σικυώνα.
Δεν είναι εύκολο να βρεις σκιά στην αρχαία Σικυώνα τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Πριν φτάσουμε στον αρχαιολογικό χώρο, καταφεύγουμε σε μια συστάδα δέντρα και αρχίζω την ανεπίσημη ξενάγηση στους δύο φίλους. Ο Πατρίκ, καθηγητής της ιατρικής και πρώην πρύτανης στο Άμστερνταμ και η σύζυγός του Μονίκ ενδιαφέρονται να μάθουν για την αρχαία πολιτεία που έχω επιμείνει να τους δείξω στη σύντομη επίσκεψή τους στην Ελλάδα.
Πρώτη φορά ήρθα σε αυτό το οροπέδιο πάνω από τον Κορινθιακό δεκαεννιά χρονών. Πολλά άλλαξαν από τότε, αλλά παραμένει αναλλοίωτο το σημαντικότερο: η ερημιά. Η άτυπη ξενάγηση πρέπει να είναι σύντομη, η ζέστη είναι αβάστακτη. Δεν ήξερε τι έλεγε ο T.S. Eliot, ποιος Απρίλιος! Ο Ιούνιος είναι ο σκληρότερος μήνας εδώ. Κι ας μην έχει πιάσει ακόμα ο καύσωνας, το φως της μεγαλύτερης μέρας δε σε αφήνει να ησυχάσεις. Η υπόσχεση λίγης δροσιάς κάτω από τα δέντρα παραμένει μάλλον απραγματοποίητη.
Αυτή είναι η πόλη του Λύσιππου, ίσως του μεγαλύτερου γλύπτη όλων των εποχών, και πολλών άλλων κορυφαίων δημιουργών. Μπορεί η Αθήνα να είχε το όνομα και να περηφανεύεται για τον Πραξιτέλη και τον Φειδία (που για να τον τιμήσει τον έκλεισε φυλακή), αλλά η αρχαία Αθήνα ήταν κάτι σαν τη Νέα Υόρκη σήμερα. Η αμιγής πόλη των τεχνών, η Φλωρεντία της αρχαιότητας ήταν η Σικυώνα.
Το εργαστήρι του Λύσιππου δημιούργησε περίπου 1500 αγάλματα, και από αυτά περίπου 600 τα έφτιαξε ο ίδιος. Δούλευε σε χαλκό. Από τα 1500 έργα, κανένα πρωτότυπο δε σώθηκε. Ούτε ένα. Εκτός κι αν το χάλκινο άγαλμα του Πυγμάχου των Θερμών, είναι δικό του. Το έργο είχε μεταφερθεί στη Ρώμη και διασώθηκε επειδή κάποιοι το έθαψαν πολύ προσεκτικά. Οι άγνωστοι προστάτες του αγάλματος φαίνεται πως πρόλαβαν να το καταχωνιάσουν λίγο πριν οι Γότθοι του Αλάριχου λεηλατήσουν την Αιώνια Πόλη το 410 μ.Χ. Ίσως να είναι του Λύσιππου, αλλά μάλλον όχι.
Μερικά ονόματα άλλων κορυφαίων της Σικυώνας: Κλέων, Λυσίστρατος, Ευτυχίδης, Κάναχος ο πρεσβύτερος, Κάναχος ο νεότερος. Ίσως και ο Πολύκλειτος του φημισμένου Δορυφόρου, του λεγόμενου και Κανόνα, ήταν από τη Σικυώνα. Κανένα πρωτότυπο έργο δε σώζεται από κανέναν. Στη βάση ενός από τους χαμένους Ζάνες (τα αγάλματα του Δία πριν την είσοδο στο στάδιο της Ολυμπίας) διακρίνει κανείς την επιγραφή «Κλέων Σικυώνιος εποίησεν». Από εκατοντάδες αριστουργήματα, το μόνο πρωτότυπο θραύσμα που απέμεινε είναι μια επιγραφή τριών λέξεων.
Η Σικυώνα πέρασε πολλές καταστροφές, φυσικές και ανθρώπινες. Το 87 π.Χ. λεηλατήθηκε από τον Σύλλα και τα ωραιότερα έργα στάλθηκαν μαζικά στη Ρώμη. Άλλες δηώσεις, σεισμοί, επιδρομές, ίσως βανδαλισμοί φανατικών κι ο χρόνος ολοκλήρωσαν το έργο της συμφοράς. Έχουμε όμως μερικά μαρμάρινα αντίγραφα κάποιων αγαλμάτων. Αντίγραφα ή μάλλον συνηθέστερα αντίγραφα αντιγράφων δεύτερης και τρίτης ποιότητας. Κι όμως, ακόμα και τα αντίγραφα των αντιγράφων που σίγουρα υπολείπονται πολύ από το πρωτότυπα, θεωρούνται σήμερα ό,τι καλύτερο σμίλεψε ποτέ χέρι ανθρώπου και διασώζεται. Τα αντίγραφα του Αποξυόμενου και του Ηρακλή Farnese προκαλούσαν ανέκαθεν δέος. Τα κορυφαία έργα του Μιχαήλ Αγγέλου δύσκολα φαίνονται εφάμιλλα με τα αντίγραφα των αντιγράφων του Λύσιππου. Η αρχαία ελληνική γλυπτική έφτασε κορυφές που δεν ξαναπατήθηκαν.
Λέγεται ότι ο χρόνος επιφέρει δικαιοσύνη, ότι αναδεικνύει το καλύτερο, ότι η ποιότητα τελικά επικρατεί πάνω στην προστυχιά και στη μετριότητα και διασώζεται. Δεν δείχνει αναγκαστικά κάτι τέτοιο η ανάγνωση της ιστορίας. Έχω δει ενοχλητικά συχνά ανάξιους να πηγαίνουν μπροστά και άξιους να περιθωριοποιούνται και να συντρίβονται μαζί με το έργο τους. Σε τέχνη, επιστήμη, πολιτική, η ανάδειξη, διατήρηση, διαιώνιση της μετριότητας είναι συχνή. Το άριστο μπορεί και να εξαφανιστεί πλήρως. Ίσως διατηρείται μια μνεία ότι υπήρχε κάποτε, μια φήμη, μια αναπόληση, μια θλίψη για την απώλεια που δεν αποσιωπήθηκε τελείως, τρεις λέξεις.
Στην περίπτωση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται ακόμα περισσότερο. Εδώ στη Σικυώνα έδρασαν οι πλέον αξιόλογοι ζωγράφοι. Επί πολλά χρόνια δούλεψε εδώ ο Απελλής. Ήταν ένας από τους τρεις σημαντικότερους ζωγράφους της αρχαιότητας μαζί με τον Ζεύξι από την Ηράκλεια και τον Παράσσιο τον Εφέσιο. Δε σώθηκε τίποτε από το έργο του.
Για τη ζωγραφική, δεν έχουμε ούτε καν αντίγραφα με την πρόθεση της πιστότητας. Απλώς ελάχιστα έργα έχουν περιγραφεί από συγγραφείς. Με βάση την περιγραφή του Λουκιανού, ο Μποτιτσέλλι επιχείρησε να αναπαραστήσει τη θεματολογία της Συκοφαντίας του Απελλή. Ο πίνακας είναι στην Πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Η Συκοφαντία τραβολογάει ένα νέο μπροστά στο βασιλιά Μίδα που στα μεγάλα γαϊδουρίσια αυτιά του μιλάνε η Καχυποψία και η Άγνοια, μόνιμα διορισμένοι σύμβουλοι των ηλίθιων κυβερνητών της ανθρωπότητας. Μπροστά από τη Συκοφαντία οδηγός προεξάρχει ο Φθόνος και μαζί της η Μοχθηρία και η Απάτη, αέναες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ακόμα πιο πίσω σκεπασμένη με μαύρο πέπλο η Μετάνοια και τελευταία, σε απόσταση, η γυμνή Αλήθεια.
Η Αλήθεια δεν προλαβαίνει να φτάσει στην ώρα της σχεδόν ποτέ. Το ωραίο, το άξιο, το σημαντικό καταστρέφεται ταχύτατα. Από την αρχαία ελληνική ζωγραφική, κανένα έργο κορυφαίου δεν έχει διασωθεί. Όσα σώζονται, για παράδειγμα οι τόσο ελκυστικές τοιχογραφίες της Πομπηίας, είναι κυρίως προϊόντα μιας κατοπινής εποχής, όταν η τέχνη είχε υποχωρήσει σημαντικά. Η τόσο όμορφη ζωγραφική στα πήλινα αγγεία, είναι έργο ασήμαντων δημιουργών που ποτέ δε θεώρησαν τους εαυτούς τους αστέρες της υψηλής τέχνης. Ήταν χειροτέχνες που μοχθούσαν προς το ζειν. Αν τα έργα του Ζωγράφου του Βερολίνου, του Ζωγράφου του Αχιλλέα, του Ζωγράφου του Μαρσύα και τόσων άλλων ανώνυμων ταπεινών διακοσμητών που έγραψαν ευγενικές μορφές πάνω στον πηλό είναι τόσο υψηλής ποιότητας, μπορούμε να φανταστούμε σε τι ύψη είχε φτάσει η αρχαία ζωγραφική πρώτης γραμμής των κορυφαίων δημιουργών; Ύψη άγνωστα, χαμένα - όπως και το χαμένο βιβλίο του Απελλή για την τέχνη της ζωγραφικής.
Προτείνω να πάμε στον αρχαιολογικό χώρο. Προειδοποιώ τους φίλους μου ότι δε θα πρέπει να περιμένουν να δουν πολλά με τα μάτια. Η αρχαϊκή και κλασική πόλη έχει εξαφανιστεί, καταστράφηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή και ξανακτίστηκε παραδίπλα. Πιθανόν η πόλη να είχε πάνω από δέκα ναούς και ιερά, αλλά τώρα φαίνονται μόνο τα θεμέλια ενός. Η Παλαίστρα, το Γυμνάσιο, το Βουλευτήριο, μια Στοά και το αρχαίο θέατρο που έχει ανασκαφεί μόνο μερικώς. Στον αρχαιολογικό χώρο δε φαίνεται ψυχή. Δε μου κάνει εντύπωση αυτό. Όσες φορές έχω έρθει, ο χώρος είναι λίγο-πολύ έρημος. Η νεολαία της Ευρώπης αποχαυνώνεται μαζικά σε τουριστικά γκέτο μπαρ. Άλλα πλήθη συναγωνίζονται σε ύβρι επίδειξης στη Μύκονο. Η Σικυώνα, η πρωτεύουσα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, δεν ενδιαφέρει σύγχρονα μπουλούκια μέθυσων ή ρηχούς νεόπλουτους.
Όμως σήμερα ο αρχαιολογικός χώρος είναι έρημος για άλλο λόγο. Στην είσοδο βρίσκουμε ένα διπλό λουκέτο. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, το μικρό μουσείο στο χώρο του ρωμαϊκού βαλανείου είναι κλειστό επίσης. Μια πινακίδα ανακοινώνει την έλλειψη προσωπικού. Φωνάζουμε «είναι κανείς εδώ;» κι εμφανίζεται ένας φρουρός. Μας εξηγεί ότι είναι μόνος, με απόσπαση από τον Ακροκόρινθο. Το μουσείο και ο χώρος χρειάζονται τουλάχιστον 4 για να λειτουργήσουν. Λέμε ότι ήρθαμε από την άκρη του κόσμου, αλλά οι οδηγίες που έχει είναι σαφείς. Να μην ανοίξει σε κανέναν.
Η ζέστη είναι αφόρητη. Ρωτάω τους φίλους αν θέλουν να δούμε ό,τι φαίνεται έξω από τον φράκτη. Για παράδειγμα, το αρχαίο στάδιο. Πορευόμαστε μέσα στις αγριάδες. Το αρχαίο στάδιο, όπως και τα έργα του Λύσιππου και του Απελλή, πρέπει να το φανταστείς. Δεν έχει ανασκαφεί κανονικά. Αλλά φτάνοντας εκεί, συναισθάνεσαι από την διαμόρφωση του εδάφους και τα λίγα επιφανειακά ερείπια πού βρίσκεται - πού βρισκόταν. Με τους σεισμούς, ένα τμήμα έχει κυρτωθεί και ανηφορίζει.
Συνεχίζουμε στην ανηφοριά, μπαίνουμε μέσα στα χωράφια και στους αμπελώνες, φτάνουμε μέχρι τον φράκτη πάνω από το θέατρο. Όλο το θέατρο βρίσκεται κάτω από τα πόδια μας, πίσω από το συρματόπλεγμα. Η χαμένη Σικυώνα απλώνεται μπροστά μας. Δείχνω στους φίλους αδρά την έκταση της πολιτείας. Πρέπει να δουν πολύ πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο, μια έκταση πολύ εκτενέστερη που κατηφορίζει μέχρι τον Κορινθιακό, να φανταστούν την «ευρύχωρο» πόλη, όπως την αποκαλούσε ο Όμηρος. Να φανταστούν αυτό που δεν υπάρχει. Το οικιστικό κέντρο βάρους έχει μετακινηθεί πολλές φορές από τον αιγιαλό («Αιγιαλεία») προς τα ενδότερα και πάλι προς την παραλία. Μονάχα αν φανταστείς μια μεγάλη πολιτεία, μια πόλη που δεν υπάρχει, δικαιολογείς το τεράστιο μέγεθος του θεάτρου που μόλις υποφαίνεται.
Κάπου εκεί πέρα πρέπει να ήταν και το σπίτι του Λύσιππου με το φημισμένο χάλκινο άγαλμα του Καιρού, της ευκαιρίας που είναι τόσο δύσκολο να αρπάξει κανείς απ' τα μαλλιά. Ένα μέτριο αντίγραφο σε ανάγλυφο βρίσκεται στο Τορίνο. Δεν ξέρουμε με βεβαιότητα τι ήθελε να πει αυτό το αλληγορικό έργο. Έγιναν πολλές προσπάθειες επεξήγησης κατά καιρούς, ξεκινώντας από τον Ποσείδιππο που ανέλυσε με μακροσκελές επίγραμμα την αλληγορία. Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Πρέπει να επιστρέψουμε. Μάλλον δε θα καταλάβουμε ποτέ πραγματικά τι ήθελε να πει. Οι άνθρωποι σπάνια καταλαβαίνουμε τις ευκαιρίες όταν εμφανίζονται. Τις αφήνουμε να χαθούν.
Ιωάννης Ιωαννίδης
Καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας, Πολιτικής Υγείας και Στατιστικής Πανεπιστημίου Stanford
3/7/2017
ΣΧΕΤΙΚΑ