Εγκλωβισμένη στον «καταραμένο κύκλο».




Ολόκληρη η διαχείριση της ελληνικής κρίσης από το 2010 μέχρι σήμερα βασίζεται σε υπαιτίως λανθασμένη διάγνωση. Συνέπεια αυτού είναι να εφαρμόζεται εξίσου υπαιτίως λανθασμένη συνταγή. Η Ελλάδα είναι η μοναδική περίπτωση στην υπερχρεωμένη ευρωπαϊκή περιφέρεια, που δεν εξέρχεται από την κρίση. Αντίθετα, βυθίζεται όλο και περισσότερο σ’ αυτήν.

Στο διάστημα της τελευταίας επταετίας, οι κυβερνήσεις αλλάζουν, οι σημαίες και τα χρώματα μεταβάλλονται, αλλά η κατάσταση της χώρας δεν παύει να επιδεινώνεται, αφού η υπαίτια εφαρμοζόμενη συνταγή παραμένει ίδια και απαράλλαχτη.

Γιατί άραγε οι άλλες υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ισπανία), που βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με την Ελλάδα, κατορθώνουν και αποκαθιστούν κάποια σταθερότητα; Γιατί η χώρα μας παραμένει σταθερά στον φαύλο κύκλο της αστάθειας και χωρίς προοπτική εξόδου από αυτήν;

Στο εύλογο αυτό ερώτημα απάντησε πριν πολύ καιρό και χωρίς περιστροφές ο υπερσυντηρητικός Μοχάμεντ Ελ Εριάν, διευθυντικό στέλεχος της μεγαλύτερης αμερικανικής χρηματιστηριακής εταιρείας PIMCO. Όταν η πολιτική της λιτότητας αποσπά υπέρμετρους πόρους από το εσωτερικό της υπερχρεωμένης χώρας υπέρ των δανειστών, αυτό ονομάζεται «καταραμένος κύκλος» (malediction).

Ο «καταραμένος κύκλος» μοιραία εξωθεί την οικονομία σε συνθήκες ασφυξίας. «Για την αδιάκοπη κατολίσθηση της ελληνικής οικονομίας και το συνεχιζόμενο έλλειμμα κάθε προοπτικής απεμπλοκής από αυτήν ευθύνονται τα πιο σκληρά στην ιστορία προγράμματα λιτότητας που εφαρμόζονται σε αυτή τη χώρα κατά την τελευταία εξαετία».

Ο κινητήρας της ανάπτυξης

Σε όλες τις περιπτώσεις υπερχρεωμένων χωρών, ακόμη και στην υπερχρεωμένη Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ελήφθη μέριμνα οι περικοπές δαπανών και εισοδημάτων να μην υπερβούν το 15%. Και μάλιστα να αποκατασταθούν έπειτα από μια τριετία, ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ο κινητήρας της ανάπτυξης, αναγκαίος για τη δημιουργία πρόσθετου νέου εισοδήματος. Έτσι, άλλωστε, μπορεί να εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους, χωρίς η οικονομία να συρρικνώνεται.

Στην Ελλάδα συνέβη το ακριβώς αντίθετο, σε μετωπική σύγκρουση με κάθε οικονομική λογική, με κάθε οικονομική θεωρία και κάθε ιστορική εμπειρία. Ο χρηματιστής συμπληρώνει τη διάγνωσή του, τονίζοντας ότι για την ελληνική περίπτωση δεν αρκεί κάποιο διαφορετικό μείγμα μέτρων, αλλά επιβάλλεται κυρίως «διαφορετικού τύπου προσέγγιση».

Προτεραιότητα πρέπει να είναι η εξασφάλιση της σταθερότητας και η επιστροφή στην ανάπτυξη. Μόνο έτσι θα μπορέσει και το χρέος να αποβεί εξυπηρετήσιμο, έπειτα από την αναγκαία σοβαρή απομείωσή του.

Στην ομοιοπαθή Ισπανία, ο υπερσυντηρητικός πρωθυπουργός Ραχόι αρνήθηκε μέχρι τέλους να εντάξει τη χώρα του σε μνημονιακό πρόγραμμα. Παράλληλα, αντί να μειώσει τις συντάξεις, τις αύξησε κατά 15%, αποδεχόμενος σχετική συμφωνία των κοινωνικών εταίρων. Το παράδειγμά του ακολούθησε και η πρώην συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας, παρά την ένταξή της σε μνημονιακό πρόγραμμα.

Διάσωση τραπεζών και χρέος

Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν ότι έπειτα από μια αποσταθεροποιητική τριετία, οι δύο χώρες της Ιβηρικής εμφάνισαν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επίσης, ο Ραχόι επέμεινε μέχρι τέλους στον διαχωρισμό ανάμεσα στο τραπεζικό και το καθαρά δημόσιο χρέος.

Αντίθετα, στη χώρα μας η βοήθεια που δόθηκε στις ελληνικές τράπεζες από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) συνεχίζει να διέρχεται από το ελληνικό κράτος και να προστίθεται έτσι στο δημόσιο χρέος. Εάν παρόμοιος διαχωρισμός χρεών εφαρμοζόταν και στην ελληνική περίπτωση, τότε το ελληνικό δημόσιο χρέος από περίπου 180% του ΑΕΠ, που είναι σήμερα, θα περιοριζόταν σε επίπεδα κατώτερα του 100%.

Στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό που περιέγραφε στο παρελθόν η βρετανική εφημερίδα Independent: οι τράπεζες, αφού απέσπασαν κάθε είδους στήριξη από το κράτος, προκειμένου να σταθεροποιηθούν, στη συνέχεια το κατηγόρησαν σαν «σπάταλο και διεφθαρμένο».

Φυσικά, οι κατηγορίες ήσαν ακριβείς, αφού οι μεταφορές πόρων από την οικονομία προς τις τράπεζες πραγματοποιήθηκαν πάντοτε και χωρίς εξαίρεση υπό συνθήκες «σπατάλης και διαφθοράς». Ωστόσο, μολονότι ακριβείς, παραμένουν ανειλικρινείς, καθότι αποκρύπτουν ότι οι από τη σπατάλη και διαφθορά επωφελήθηκαν οι ίδιοι οι κατήγοροι.

Χωρίς όφελος για την οικονομία

Στην Ελλάδα, οι «διασώσεις» τραπεζών δεν περίμεναν τα μνημονιακά προγράμματα για να ενεργοποιηθούν. Εμφανίστηκαν ήδη από το 2009, επί υπουργίας Αλογοσκούφη. Μέχρι σήμερα, έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον τέσσερις ανακεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες συμποσούνται σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ.

Οι ανακεφαλαιοποιήσεις θεωρήθηκαν «επιτυχείς», παρότι η οικονομία δεν επωφελείται, έστω και κατ’ ελάχιστον, από την υποθετική σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος. Οι τράπεζες έχουν παύσει να χρηματοδοτούν την οικονομία, είτε την κατανάλωση των νοικοκυριών είτε τις επιχειρήσεις.

Επικαλούνται δικαιολογημένα τον υψηλό κίνδυνο χρηματοδοτήσεων σε συνθήκες «χρεοκοπημένης οικονομίας». Ωστόσο, εάν η ελληνική οικονομία εξωθείται σήμερα σε συνθήκες χρεοκοπίας, αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις τεράστιες αφαιμάξεις ρευστότητας που συνεχίζει να υφίσταται με αιτιολογία τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματός της.

Βεβαίως, οι ανακεφαλαιοποιήσεις δεν πραγματοποιούνται μόνον με ελληνικό χρήμα που αφαιρείται από την ήδη ανεπαρκή ρευστότητα της ελληνικής αγοράς. Χρηματοδοτείται και με ευρωπαϊκό χρήμα, το οποίο όμως προστίθεται και επιβαρύνει όλο και περισσότερο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο δεν παύει να συρρικνώνεται, έστω και οριακά.

Παγιδευμένη οικονομία

Σε κάθε περίπτωση, η προτεραιότητα στις ανακεφαλαιοποιήσεις αποβαίνει μοιραία για την οικονομία: είτε με ελληνικό χρήμα, είτε με ευρωπαϊκό, αποδυναμώνουν την οικονομία, επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος, δηλαδή αποδυναμώνουν δύο φορές την οικονομία. Η χώρα βρίσκεται πλέον παγιδευμένη σε ένα χωρίς τέλος «καταραμένο κύκλο».

Η κατάσταση αυτή επιτρέπει στους εξ αυτού επωφελούμενους να ενοχοποιούν τα θύματά τους και να τα επιβαρύνουν με τις δικές τους ευθύνες για τη σημερινή κρίση. Επικαλούνται τις χρόνιες από το απώτερο παρελθόν παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, προκειμένου να συγκαλύπτουν τις σημερινές, από τις οποίες οι σημερινοί τιμητές είναι και οι επωφελούμενοι.

Παράλληλα, η διεισδυτικότητα της άρχουσας ιδεολογίας οδηγεί τα εκατομμύρια των θυμάτων στην αυτομαστίγωση. Με το υποκριτικό αφήγημα του υπερκαταναλωτισμού για την οκταετία που προηγήθηκε της κρίσης, ενοχοποιούνται οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, συγκαλύπτεται ο καθοριστικός ρόλος των τραπεζών και των διαπλεκόμενων βουλιμικών κεφαλαίων στο μεγάλο πάρτι που έλαβε χώρα.

Η μεγάλη αντιστροφή

Στη διάρκεια της οκταετίας 2001-2008, με την οικονομία να καταγράφει μέση ετήσια αύξηση 4,2%, οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων δεν αυξήθηκαν παρά μόνον με 1,74% μέσο ετήσιο ρυθμό. Αντιστοίχως, τα κέρδη του κεφαλαίου εκτινάχθηκαν με μέση ετήσια προσαύξηση 8%.

Κατά την ίδια περίοδο, η συνολική εθνική κατανάλωση, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν αυξήθηκε. Αντίθετα, συμπιέστηκε από 63% σε 60%. Παράλληλα, οι ξέφρενες επενδύσεις σε κεφαλαιακούς εξοπλισμούς εκτινάχθηκαν από 19,8% του ΑΕΠ το 2000 σε 26% το 2008.

Στο επίμαχο διάστημα, η Ελλάδα αναδείχτηκε πρώτη χώρα στην Ευρωζώνη όχι σε υπερκαταναλωτισμό, αλλά σε επενδύσεις, με ρυθμό 3,5 φορές ανώτερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης. Κατά την κρίσιμη περίοδο που προηγήθηκε της σημερινής κρίσης, η Ελλάδα δεν υπήρξε καθόλου θύμα κάποιου υποθετικού υπερκαταναλωτισμού, Υπήρξε κυρίως θύμα μιας «άγριας, αρπακτικής και αναρχούμενης» κεφαλαιοποίησης. Στη συνέχεια, βεβαίως, βρέθηκε απρόσμενα στο κενό με το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης από το φθινόπωρο του 2008.

Οι βουλιμικοί επενδυτές

Η ένταξη της χώρας στο ευρώ δεν ήταν η αρχή της καταστροφής της. Αντίθετα, δημιούργησε την εντύπωση ενός νέου Ελντοράντο για τα επιθετικά και διαπλεκόμενα κεφάλαια. Προσέλκυσε υπερβολικό όγκο επενδύσεων.

Αυτό, άλλωστε, συνέβη σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, λόγω του χαμηλότερου εργασιακού κόστους και της άμεσης γειτνίασης με τις αγορές του ευρωπαϊκού κέντρου.

Με την κρίση μετά το 2008 διαψεύστηκαν όχι τόσο οι προσδοκίες των καταναλωτών, όσο κυρίως των βουλιμικών επενδυτών. Σε αυτό δεν ευθύνεται το ευρώ, αλλά η διεθνής κρίση και η γερμανική διαχείρισή της. Διασώζει τις γερμανικές τράπεζες, επιρρίπτοντας το κόστος αποκλειστικά στις οφειλέτριες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Με την κρίση, η Ευρωζώνη δεν βγαίνει ενισχυμένη, αλλά αντίθετα αποδυναμωμένη, με μειωμένη αξιοπιστία, αφού οι επενδύσεις στην περιοχή της έχουν σήμερα συνολικά μειωθεί κατά 12%. Παράλληλα, αυτοί που εξώθησαν την ελληνική οικονομία στην άβυσσο κατορθώνουν μέχρι σήμερα να μεταθέτουν στα θύματά τους την ευθύνη και το κόστος της κρίσης τους, απαλλάσσοντας εαυτούς από κάθε συνέπεια.

Η άρχουσα ιδεολογία αποβαίνει κυρίαρχη όταν υιοθετείται από τα θύματά της. Ιδίως όταν τα θύματα εκτίθενται έρμαια στο πέλαγος του υποθετικού «τέλους όλων των ιδεολογιών» και στη μάταιη αναζήτηση του αποϊδεολογικοποιημένου ατόμου.

 21 Ιουλίου 2017 
 Κώστας Βεργόπουλος (*) 

  (*) Ο Κώστας Βεργόπουλος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στη Σορβόννη. Διδάκτωρ οικονομικών επιστημών (Doctorat d' Etat) του πανεπιστημίου της Σορβόννης. Καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πάντειο πανεπιστήμιο και στο πανεπιστήμιο Paris VIII. Επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Αμερικής. Διεθνής εμπειρογνώμων στον ΟΗΕ και στην ΕΕ. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί και διδάσκονται σε δέκα γλώσσες.