Το αδιέξοδο της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή




Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις επιτίθενται στις θέσεις των Κούρδων της Συρίας που προελαύνουν για να απελευθερώσουν τη Ράκα, το πρώην προπύργιο του Ισλαμικού Κράτους. Όλο  και περισσότερο απομονωμένη, με μόνο οδηγό το αντικουρδικό της αίσθημα, η Άγκυρα γίνεται ακόμη πιο επιθετική. 

Από την περασμένη Δευτέρα τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης συγχαίρουν «το τουρκικό πυροβολικό (που) σφυροκοπά στη Συρία τις θέσεις των αυτονομιστών τρομοκρατών της YPG» (η κουρδική πολιτοφυλακή, «Μονάδες προστασίας του λαού»). Η επισήμανσή τους ότι ο τουρκικός στρατός απαντά στις επιθέσεις που δέχεται από την YPG, διαψεύδεται από τον Σαλίχ Μουσλίμ, συμπρόεδρο του αριστερού κουρδικού Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας, PYD: «Εμείς δεν έχουμε ρίξει ούτε μια σφαίρα εναντίον τους. Αυτοί όμως, ενεργούν σα στρατός κατοχής στη Συρία και γίνονται ολοένα και πιο επιθετικοί, βλέποντας πως η απελευθέρωση της Ράκα δεν είναι μακριά. Οι επιθέσεις τους εναντίον μας έχουν στόχο να καθυστερήσουν την ήττα του Ισλαμικού Κράτους», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Η Τουρκία βυθίζεται στο τέλμα του πολέμου στη Μέση Ανατολή χωρίς κανένα σχέδιο» υποστηρίζει ο ειδικός στο μεσανατολικό ζήτημα, Φεχίμ Ταστεκίν. «Δεν γνωρίζουμε καλά τον αραβικό κόσμο», παραδέχεται ο Γιασάρ Γιακίς, πρώην υπουργός Εξωτερικών της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του ΑΚΡ» (το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν, που βρίσκεται στην εξουσία από το 2002). «Στην πραγματικότητα, αυτή τη στιγμή στην Τουρκία δε διαθέτουμε παρά δύο πρέσβεις που μιλούν αραβικά, ενώ στη χώρα δεν υπάρχει ούτε ένα Ινστιτούτο Αραβικού Κόσμου». «Πρέπει», προσθέτει, «να λειτουργήσουμε θεωρώντας δεδομένη την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους στο μέλλον».

Εδώ και καιρό, ο Πρόεδρος Ερντογάν επιμένει. «Δε θα επιτρέψουμε ποτέ τη δημιουργία ενός κράτους στα νότια σύνορά μας», δηλώνει, αναφερόμενος προφανώς στη Συρία, καθώς το Ιρακινό Κουρδιστάν αποτελεί ήδη ομοσπονδιακά αναγνωρισμένη ημιαυτόνομη περιοχή στο Ιράκ. Εντός Τουρκίας, συνεχίζει να πραγματοποιεί στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν, PKK, που από το 1984 διεξάγει ένοπλο αγώνα ενάντια στο τουρκικό κράτος για τα δικαιώματα των Κούρδων.

Το πρόβλημα είναι, ότι υπό την ηγεσία του Ερντογάν, η Άγκυρα αποτυγχάνει διαρκώς στη Μέση Ανατολή από την Αραβική Άνοιξη κι έπειτα. Ο τουρκικός στρατός θέλησε μεν να συμμετάσχει στο συνασπισμό για τον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, αλλά  τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Τραμπ προτίμησαν να συνεργαστούν με τους Κούρδους της Συρίας. Η Άγκυρα επεδίωξε να ενισχύσει τους δεσμούς της με τη Μόσχα, αλλά ο Πούτιν επέλεξε επίσης να συμπορευθεί με τους Κούρδους της Συρίας στον αγώνα κατά των τζιχαντιστικών οργανώσεων που μάχονται τον Άσαντ. Απομονωμένη και παγιδευμένη, η Τουρκία είναι πλέον ολομόναχη στην περιοχή.

Μόσχα και Ουάσινγκτον, αλλά και ορισμένοι Τούρκοι και Κούρδοι δημοσιογράφοι, κατέχουν αποδείξεις σε μορφή κειμένου και εικόνας για τη μεταφορά και διάθεση όπλων και πυρομαχικών στους τζιχαντιστές της Συρίας. Η YPG ανακάλυψε κρυψώνες του Ισλαμικού Κράτους όπου φυλάσσονταν όπλα τουρκικής προέλευσης.

Τώρα, με την κατηγορία ότι αποτελούν συριακό σκέλος του ΡΚΚ, ο Ερντογάν πραγματοποιεί επιθέσεις κατά των Κούρδων της Συρίας που πολιτικά και στρατιωτικά τελούν υπό την προστασία των δύο υπερδυνάμεων.

Η τυφλή εχθρότητα εναντίον των Κούρδων δεν αποτελεί ίδιο του Ερντογάν. Στο όνομα της σχέσης έθνους-κράτους, της εθνικής ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας, η Άγκυρα καταπιέζει τον κουρδικό πληθυσμό της Τουρκίας από το 1925 και μετά. Η επίσημη  τουρκική άποψη προπαγανδίζει ότι το PKK υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία, την Κούβα, τη Νότια Αφρική...

Κατά γενική ομολογία, η τουρκική διπλωματία κατάφερε να δημιουργήσει μέτωπα εναντίον της λίγο-πολύ παντού. Το αντικουρδικό αίσθημα της Άγκυρας έκανε Ουάσινγκτον και Μόσχα να συνταχτούν με τους Κούρδους της Συρίας.

Περιττό να αναφερθεί, ότι το PYD δεν είναι μόνο το πιο σημαντικό και το πιο μεγάλο πολιτικό κόμμα των Κούρδων στη Συρία. Είναι επίσης, ο αρχιτέκτονας μιας νέας σύγχρονης κοινωνίας. Σε αυτήν, οι γυναίκες κατέχουν εξέχουσα θέση σε όλους τους τομείς της διοίκησης κι η οικολογία γίνεται σεβαστή. Στα τρία κουρδικά καντόνια της τουρκο-συριακής περιοχής του βόρειου τμήματος της Συρίας, ενθαρρύνεται η συμμετοχή στις Λαϊκές Συνελεύσεις όλων των θρησκευτικών, εθνοτικών και εθνικών ομάδων.

Ασφαλώς, Τεχεράνη, Βαγδάτη και Δαμασκός τάσσονται υπέρ της Άγκυρας και εναντίον των κουρδικών «πρωτοβουλιών για αυτονομία ή ανεξαρτησία». Επίσης, Μόσχα και Ουάσιγκτον δε βλέπουν με καλό μάτι τα βήματα που γίνονται προς την κατεύθυνση της ίδρυσης μιας πραγματικής δημοκρατίας εν μέσω μιας περιοχής που κυριαρχείται από βασιλιάδες, εμίρηδες και σεΐχηδες.

Η Μέση Ανατολή είναι μια περιοχή όπου οι πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες μπορούν να συναφθούν και να ανατραπούν  σε λιγότερο από 24 ώρες.  Η απελευθέρωση πρώτα της Ράκα και μετά της Μοσούλης, καθώς και η εδραίωση «νέων αφεντικών» στις δύο αυτές εστίες του Ισλαμικού Κράτους μπορούν να μας προσφέρουν, βραχυπρόθεσμα βέβαια, νέες ειδήσεις και νέα οπτική σχετικά με την τύχη των Κούρδων και της ευρύτερης περιοχής.

Ραγκίπ Ντουράν*

* Ο δημοσιογράφος Ραγκίπ Ντουράν, με ρεπορτάζ και αναλύσεις, καταγράφει κάθε Σαββατοκύριακο στο Tvxs.gr,  τις εξελίξεις στη Τουρκία. 

[Μετάφραση: Νίκος Λεγάκης]


1/7/2017



Η σκακιέρα της Μέσης Ανατολής και η ελπίδα του Ταγίπ.

Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που κυριαρχούν σε οποιαδήποτε συζήτηση έχει ως αναφορά το μέλλον της Τουρκίας με αναφορά κυρίως το κουρδικό στοιχείο και την αντιμετώπιση που αυτό θα λάβει από τις μεγάλες δυνάμεις και κυρίως από τις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής και την Ρωσία.
Είναι φανερό ότι η ηθική υποχρέωση των ισχυρών παικτών του συριακού δράματος απέναντι στους Κούρδους της Συρίας επιτάσσει την αναγνώριση της αυτονομίας του κουρδικού στοιχείου στην περιοχή της Συρίας και του Ιράκ. Η αυτονομία αυτή θα λάβει σάρκα και οστά μετά το πέρας της αποστολης των Κούρδων στην Συρία, που δεν είναι άλλη από την πλήρη διάλυση του ισλαμικού κράτους.
Την αγωνία της Τουρκίας, που σχηματοποιείται στην για πολλούς αλλοπρόσαλλη πολιτική του Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στα φλέγοντα ζητήματα της Μέσης Ανατολής, έρχεται να εντείνει η πολιτική του Αμερικάνου Προέδρου Ντόναλτ Τραμπ, που σύμφωνα με αναλυτές της δεξαμενής σκέψης Stratfor, είναι η δημιουργία ενός συνασπισμού χωρών που θα εξυπηρετούν τις επιδιώξεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στο πεδίο της αντιμετώπισης της Ισλαμικής τρομοκρατίας με αντάλλαγμα την παροχή «λευκής επιταγής» στις χώρες της Μέσης Ανατολής, για να επιλύσουν τις εσωτερικές τους διαφορές με τον τρόπο που αυτές νομίζουν ότι θα είναι πιο αποδοτικός για τα συμφέροντα των χωρών τους.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, με την έτι περαιτέρω αποσταθεροποίηση της περιοχής και την ανάδυση στην επιφάνεια διαχρονικών αντιπαραθέσεων που ήταν θαμμένες κάτω από το χαλί προδικάζουν την αποτυχία της. Πέρα από τη σύγκρουση των δύο γιγάντων της Μέσης Ανατολής, Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, η μακροημέρευση αυτής της συμμαχίας τίθεται εν αμφιβόλω λόγω του ότι ο μόνος συνδετικός κρίκος των χωρών που έχουν συνασπιστεί σε αυτήν την ανεπίσημη συμμαχία, είναι η αντιπάθεια για το Ιράν. Σε όλα τα άλλα τα ζητήματα διαφέρουν. Και κυρίως διαφέρουν στο ότι ο καθένας θέλει να διατηρήσει για τον εαυτό του τη θέση του ηγέτη της Μέσης Ανατολής, βλέπει Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που έχουν μεν κοινό εχθρό, το Ιράν, αλλά διαφορετικό στόχο για το μέλλον της περιοχής. Στόχος που ενδέχεται να υπερβεί την ανάγκη αντιμετώπισης του κοινού εχθρού.
Η προσπάθεια που καταβάλλει η Τουρκία τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την κρίση στο Κατάρ, να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της στον Μουσουλμανικό Κόσμο και να καταστεί ο επίσημος προστάτης της ασφάλειας και της άμυνας στο Κατάρ είναι αμφίβολο αν θα αποφέρει τα αποτελέσματα που αναμένει ο Τούρκος Πρόεδρος. Συγκεκριμένα, αν θα στείλει το ευκρινές μήνυμα στις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Ρωσία, ότι πρέπει ακόμη να την αντιμετωπίζουν ως χώρα με δύναμη και εκτόπισμα στη δύσκολη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής. Έχοντας την ελπίδα ότι κατά αυτό τον τρόπο αυξάνει την διαπραγματευτική του ισχύ και για την ημέρα που θα τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η επίλυση του Κουρδικού ζητήματος.
Πέρα όμως από το αμφίβολο αποτέλεσμα της στρατηγικής αυτής του Τούρκου Προέδρου, που έχει να αντιμετωπίσει και την καχυποψία των άλλων χωρών της Μέσης Ανατολής από την εποχή της στήριξης που προσέφερε ο Ταγιπ Ερντογάν στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, κυρίως στην Αίγυπτο, η Τουρκία έχει να αντιμετωπίσει και μια συνεχόμενη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, που συνοδεύεται πέρα από ανασφάλεια και από έναν αποδεκατισμό του κρατικού μηχανισμού σε όλους τους τομείς, από την παιδεία και τη δικαιοσύνη μέχρι και το βαθύ κράτος της αστυνομίας και του στρατού, αποδεκατισμός που αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την διαπραγματευτική ισχύ της γειτονικής μας χώρας. Για τον απλούστατο λόγο ότι χώρα με λαβωμένο ή μη ελεγχόμενο απόλυτα κρατικό μηχανισμό δεν μπορεί να κάτσει με άνεση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, πόσο μάλλον να αποκτήσει και ηγετικό ρόλο.
 Χρήστος Λουτράδης  
Αρθρογράφος/ συνεργάτης στη Hurriyet Daily News
10/6/2017