Η Σερβία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η πυραυλική επανάσταση.


Σε προηγούμενα άρθρα  στα «Επίκαιρα» είχαμε αναφερθεί στη γεωπολιτική δυναμική που μπορεί να έχει μια περαιτέρω ενίσχυση των ελληνοσερβικών σχέσεων. Μεταξύ των άλλων είχε ειπωθεί ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να προχωρήσει στη διαμόρφωση ενός «δακτυλίου ασάφειας» με την ίδια στο κέντρο, σημαντικό κομμάτι του οποίου μπορεί και πρέπει να είναι η Σερβία. Οι δύο χώρες σήμερα δεν παρουσιάζουν ανταγωνιστικά στοιχεία παρά μόνο συνέργειες και η ενίσχυση των μεταξύ τους σχέσεων θα δημιουργούσε ένα ισχυρό γεωπολιτικό σύμπλοκο υψηλών δυνατοτήτων.

Όπως έχει επιχειρηματολογήσει στο περιοδικό μας ένας βαθύς γνώστης των διεθνών δρώμενων και της ελληνικής γεωπολιτικής ταυτότητας, που εδώ θα τον αναφέρουμε ως «Ωμέγα», η Σερβία αποτελεί μια πολύ σημαντική ενδιάμεση χώρα για να μπορέσει η Ελλάδα να δημιουργήσει μια υγιή γεωπολιτική σχέση με τη Μόσχα, το Πεκίνο, τα αραβικά κράτη το Ιράν, το Παρίσι, ακόμη και την Ουάσιγκτον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Σε ένα πιο περιορισμένο πλαίσιο, μια σύζευξη Αθηνών – Βελιγραδίου θα έθετε σε ασφυκτικό κλοιό τα Τίρανα, περιορίζοντας τον ολοένα και πιο αχαλίνωτο αλβανικό εθνικισμό και αδρανοποιώντας τη δυνατότητα της Αλβανίας να λειτουργήσει ως εξάρτημα του τουρκικού ιμπεριαλισμού. Επιπροσθέτως, η δραστική ενίσχυση των ελληνοσερβικών σχέσεων θα τοποθετούσε και τα Σκόπια σε ένα περιοριστικό πλαίσιο.

Βέβαια, τα Σκόπια δεν είναι αντίπαλος της Σερβίας, όπως η Αλβανία. Όμως, η ελληνοσερβική προσέγγιση θα μπορούσε να περιορίσει τις προσδοκίες των Σκοπίων να λαμβάνουν άνευ όρων στήριξη από τη Σερβία, με αποτέλεσμα να τα καταστήσει, ενδεχομένως, πιο διαλλακτικά στο ζήτημα της ονομασίας της χώρας και να τα βοηθήσει να απελευθερωθούν από τις μικρόνοες εθνικιστικές – ρατσιστικές εμμονές τους και να οδηγηθούν σε πιο λογικές επιλογές, που θα στοχεύουν στο μέλλον και δεν θα είναι εγκλωβισμένες σε κάποιο φαντασιακό παρελθόν.

Εν παραλλήλω, στο προηγούμενο άρθρο στα «Επίκαιρα», αλλά και σε προηγούμενα, είχαμε εξετάσει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης από την Εθνική Φρουρά και τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις προηγμένων συστημάτων πυροβολικού, ιδιαίτερα δε πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, που θα λειτουργούν, χάρη στο μεγάλο βεληνεκές και την καταστρεπτική τους ικανότητα, ως φθηνό, αξιόπιστο και αποτελεσματικό υποκατάστατο τακτικής αεροπορίας σε αποστολές κρούσης σε περιορισμένους γεωγραφικά χώρους, όπως είναι η Κύπρος ή ο Έβρος ή συστάδες νησιών στο Αιγαίο.

ΟΠΛΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΥΠΡΟ

Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, οι δύο αυτές προσπάθειες μπορούν να συνδυαστούν, δημιουργώντας μια δομή βιομηχανικής – στρατιωτικής συνεργασίας Ελλάδας, Κύπρου και Σερβίας, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως βάση έδρασης μιας ευρύτερης γεωπολιτικής προσέγγισης.

Συγκεκριμένα, η Σερβία δείχνει να έχει απορροφήσει τα διδάγματα της Πυραυλικής Επανάστασης και επενδύει ακριβώς σε συστήματα αυτής της κατηγορίας, προσδοκώντας κυρίως σε εξαγωγές και βιομηχανικές συνεργασίες.


Ήδη έχουμε αναφερθεί στον πρωτοποριακό πύραυλο καθοδηγούμενο με οπτική ίνα ALAS και το σύστημα Kosava, το οποίο τοποθετεί μια αεροπορική βόμβα με «καπέλο» ανεμοπορίας πάνω σε ρουκέτα, και στις δυνατότητες που τα συστήματα αυτά θα μπορούσαν να προσφέρουν στην άμυνα της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και της Ελλάδας.

Αξίζει δε να σημειωθεί πως το ALAS έχει επιλεγεί και από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τα οποία διαλέγουν τα οπλικά τους συστήματα με κυρίαρχο κριτήριο την ποιότητα και τις επιχειρησιακές δυνατότητες και όχι το κόστος. Ακόμη περισσότερο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φαίνεται πως επενδύουν σημαντικά στη σερβική πολεμική βιομηχανία αναγνωρίζοντας την ποιότητα και την εξαγωγική δυναμική της.

Στο σημείο αυτό πρέπει να προβούμε σε μια αναγκαία διόρθωση. Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε αναφέρει ότι ο πύραυλος ALAS επιτυγχάνει βεληνεκές 25 χλμ. Αυτό ισχύει για την έκδοση A του πυραύλου, που είναι εδάφους – εδάφους.

Η επίσης εδάφους – εδάφους έκδοση ALAS – B εμφανίζεται να επιτυγχάνει βεληνεκές 60 χλμ, ενώ η έκδοση ALAS – C, που αναπτύσσεται σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στοχεύει στην προσβολή θαλάσσιων στόχων και το βεληνεκές της είναι 25 χλμ με προοπτική να φθάσει τα 50 χλμ.

Την τελευταία εβδομάδα του Ιουνίου, λοιπόν, διεξήχθη στο Βελιγράδι η έκθεση αμυντικού υλικού Partner 2017, την οποία είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω. Εκεί παρουσιάστηκαν όπλα και πυρομαχικά που εντάσσονται στη λογική των πυραυλικών συστημάτων μικρού κόστους και μεγάλων επιχειρησιακών ικανοτήτων, που θα μπορούσαν να προσφέρουν σοβαρές λύσεις για τις ελλαδικές και κυπριακές ένοπλες δυνάμεις.

Το πιο σημαντικό οπλικό σύστημα που πρωτοπαρουσιάστηκε στην έκθεση ήταν ο πολλαπλός εκτοξευτής ρουκετών Sumadija με βεληνεκές, ούτε λίγο ούτε πολύ, 285 χλμ. Συγκεκριμένα, το σύστημα διατίθεται με δύο τύπους ρουκετών, την Jerina 2 με βεληνεκές 75 χλμ και τη Jerina 1 με το πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές των 285 χλμ. Όπως επιχειρηματολόγησα στο προηγούμενο άρθρο μου, παρόμοια συστήματα, για τα περιορισμένα γεωγραφικά δεδομένα της Κύπρου, είναι υποστρατηγικών, αν μη τι άλλο, εφαρμογών.

Δηλαδή, μπορούν να προσβάλουν με σαρωτικά πλήγματα στόχους σε όλο το εύρος και βάθος του χώρου επιχειρήσεων και ενταγμένα σε αποκεντρωτικά μοντέλα μάχης, που θα αποσκοπούν στην άμεση εκμετάλλευση των ευκαιριών στοχοποίησης, είναι σε θέση να αποτελέσουν αποφασιστικούς παράγοντες διαμόρφωσης του αποτελέσματος σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρησης (‘game changers’), μετατρέποντας σε ευάλωτους στόχους τα πολυάριθμα στρατεύματα που έχει σωρεύσει η Τουρκία εκεί.


Η σερβική πολεμική βιομηχανία παρουσίασε επίσης το πολλά υποσχόμενο τροχοφόρο 8 x 8 αυτοκινούμενο πυροβόλο Aleksandar, διαμετρήματος 155 / 52 χιλιοστών, που ουσιαστικά αποτελεί εξέλιξη του παλαιότερου NORA.

Το νέο σερβικό πυροβόλο διαθέτει αυτόματο σύστημα γέμισης με δώδεκα βλήματα έτοιμα για βολή και άλλα δώδεκα σε αποθήκη οπλισμού για επαναγέμιση και χάρη στην μεγάλη του κινητικότητα μπορεί να αποτελέσει μια εξαιρετικά πολύτιμη πλατφόρμα εκπομπής πυρών πυροβολικού σε βεληνεκή που θα ξεπερνούν τα πενήντα χλμ με τη χρήση βλημάτων VLAP (very long range artillery projectile), επίσης σερβικής κατασκευής.

Τα βλήματα αυτά χρησιμοποιούν συνδυασμό υποβοήθησης με πυραυλοκινητήρα και μονάδα καιόμενης βάσης (rocket assisted – base bleed / RA / BB). Και αυτά τα βλήματα θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντική αναβάθμιση των ικανοτήτων του ελληνικού πυροβολικού.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι στην έκθεση παρουσιάζονταν μια σειρά από αυτοκινούμενα τροχοφόρα πυροβόλα, τα οποία συνδύαζαν παλαιότερα πυροβόλα των 105 και 155 χιλιοστών πάνω σε τροποποιημένα φορτηγά και αναρωτιέται κανείς πόσο δύσκολο θα ήταν παρόμοια συστήματα να κατασκευαστούν στην Ελλάδα.



ΜΙΑ ΥΠΕΡ – ΡΟΥΚΕΤΑ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΣ

Ωστόσο, η πιο σημαντική, πιθανώς, προσθήκη σέρβικου πολεμικού υλικού στο οπλοστάσιο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και της Εθνικής Φρουράς θα μπορούσε να είναι η επαυξημένων δυνατοτήτων ρουκέτα για τα συστήματα M–77 Oganj των 128 χιλιοστών, η οποία φθάνει σε βεληνεκές τα 50 χλμ.

Με βάση μια αρχική εκτίμηση, παρόμοια συστήματα θα ήταν μάλλον εύκολο να αντικαταστήσουν κάποιους από τους εκτοξευτές των 122 χιλιοστών που διαθέτουν οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών RM –70, τσεχοσλοβακικής κατασκευής που διαθέτει ο Ελληνικός Στρατός.

Εφοδιασμένα με ρουκέτες βεληνεκούς 50 χλμ, τα RM–70 θα καθίστανται άκρως επικίνδυνα για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις τόσο στον Έβρο, όσο και στα νησιά στο πλαίσιο αρχιπελαγικών πλεγμάτων κρούσης, ικανών να προσφέρουν πυρά υποστήριξης από το ένα νησί στο άλλο, αλλά και με ικανότητες προβολής ισχύος στις μικρασιατικές ακτές, ακόμη και από νησιά «δεύτερης γραμμής», πίσω από αυτά που γειτνιάζουν άμεσα με τη Μικρά Ασία. Και όλα αυτά απλώς με την προσθήκη μιας φθηνής ρουκέτας στο ελληνικό οπλοστάσιο, η οποία θα μπορούσε να συμπαραχθεί από ελληνικές βιομηχανίες.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχουν μόνο «μαγικά» πολεμικά τεχνουργήματα, όπως υπερεξελιγμένα μαχητικά αεροσκάφη ενώ η ενίσχυση των αμυντικών και αποτρεπτικών ικανοτήτων μιας χώρας θα πρέπει να διαμορφώνεται από κάτω προς τα πάνω και όχι το ανάποδο, επενδύοντας αρχικά σε «ταπεινά» αλλά υψηλών δυνατοτήτων συστήματα, προσαρμοσμένων στις ιδιαιτερότητες του γεωσυστήματος όπου λειτουργούν οι ένοπλες δυνάμεις.

Επίσης, θα πρέπει κάποια στιγμή να κατανοήσουμε ότι δεν είναι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Δυτική Ευρώπη και η Ρωσία που παράγουν οπλικά συστήματα. Μάλιστα, για χώρες όπως η Σερβία, η συνεργασία στον αμυντικό τομέα μπορεί έχει ένα δυσανάλογα μεγάλο γεωπολιτικό δυναμικό, έστω και αν περιορίζεται σε πιο μετριοπαθείς αγορές, λόγω του μικρότερου μεγέθους της χώρας και της βιομηχανίας της σε σχέση με τους κολοσσούς της πολεμικής βιομηχανίας.

Φυσικά όλα τα ανωτέρω συστήματα και τεχνολογίες είναι απλώς ενδεικτικά των δυνατοτήτων της συνεργασίας των δύο χωρών. Η πολύ σοβαρή τεχνογνωσία που ήδη κατέχει η Σερβία στον χώρο των πυραυλικών συστημάτων, ιδιαίτερα δε των πυραυλοκινητήρων και αναμένεται να εξελίξει ακόμη περισσότερο, μπορεί να συνδυαστεί με ελληνικές τεχνολογίες ώστε να μπορέσουν να αναπτυχθούν πρωτοποριακά και χαμηλού κόστους εγχώρια συστήματα.

Για παράδειγμα ρουκέτες μεγάλου βεληνεκούς με θερμοκατευθυνόμενους ερευνητές, ραντάρ χιλιοστομετρικού κύματος ή συνδυασμό των δύο, που θα είναι ικανές να εντοπίζουν από μόνες τους εναέριους, επίγειους και θαλάσσιους στόχους θα μπορούσαν να επιτρέψουν στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία να δημιουργήσουν τις δικές της «φυσαλίδες» αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2 / AD ‘bubbles’), μετατρέποντας την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου σε παγίδα θανάτου για τις Τουρκικές Δυνάμεις.

Φυσικά, για να έχουν νόημα παρόμοιες αναζητήσεις, απαιτείται η επένδυση στο θεμελιώδες και πρωταρχικό οπλικό σύστημα, που δεν είναι άλλο από την εγχώρια, εθνική, στρατιωτική σκέψη. Εάν αυτή πράγματι αρχίσει να δημιουργείται τότε θα δούμε πως υπάρχουν λύσεις για τη δραστική ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων της χώρας, ακόμη και αυτές τις εποχές των ισχνότατων αγελάδων, χωρίς να χρειάζεται να εμπλακούμε σε έναν παραλυτικό για την οικονομία αγώνα εξοπλισμών, προωθώντας ταυτοχρόνως την ελληνική βιομηχανία.

  Κωνσταντίνος Γρίβας,
Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.


27/7/2017