And the living is easy.


Τη μουχλιασμένη μυρωδιά από το ατμοσίδερο της γειτόνισσας μαζί με το «πφφφφ» κάθε φορά που πατούσε γιακάδες θυμάμαι πιο έντονα από εκείνο το απόγευμα. Με σαράντα βαθμούς κι εκείνη να φλερτάρει με την αποπληξία για να «τελειώνει να μην τα έχει το Δεκαπενταύγουστο» στο δωματιάκι υπηρεσίας με το ψευτοπαράθυρο και το αραχνιασμένο τούλι. Οι άλλοι, οι φίλοι μου, στις αλάνες να ματώνουν γόνατα κι αγκώνες, κι εγώ στο δωμάτιο με τις τσιμπιές της μάνας μου στα μπούτια να καίνε και τα κουνούπια να αλωνίζουν την άτριχη σάρκα μου.

Καταής, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, τη μεταγλωττισμένη τούρκικη σειρά από το σαλόνι να τριβελίζει το κεφάλι μου, τον ήλιο να με τυραννά με χοντρές λωρίδες ανάμεσα απ’ τα δέντρα. Κι όλα αυτά γιατί λίγο νωρίτερα, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, είχα μια εκπληκτική ιδέα για την εκπληκτική κατηφόρα μπροστά από το σπίτι: Να κυλήσουμε το καρπούζι, να δούμε που θα φτάσει. Και το πετάξαμε. Με δύναμη και γέλια. Κύλησε αρχοντικά μέχρι κάτω, με ένα φανταστικό στριφογύρισμα.

Κι ας το ‘χε ανεβάσει η μάνα μου μαρτυρικά, με τον ήλιο να την τιμωρεί για τη λαιμαργία της εκείνο το στεγνό απ’ αέρα Σάββατο, εμείς το πετάξαμε. Και ξέρασε το μέσα του στην κολώνα του «απαγορεύεται η στροφή», γεμίζοντας τον τόπο κόκκινη σάρκα και χυμούς, και κουκούτσια και πράσινη φλούδα. Και βούτηξαν οι μύγες απ’ τη μυρωδιά να το κατασπαράξουν. Αχόρταγες, σαν να μην είχαν δει καρπούζι ποτέ ξανά. Μείναμε εκεί, ακίνητοι. Θριαμβευτές. Χασκογελούσαμε για το μεγαλείο του κατορθώματός μας.

Έπειτα βγήκε αλαφιασμένη η μάνα μου, να βρει την αιτία για τα γέλια μας. Κι όπως άνοιξε απότομα την πόρτα, ‘λευθέρωσε το λίβα της κουζίνας. Ρούφηξε αχόρταγα κάθε εκδοχή της καταστροφής. Εστίαζε μια στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα μας και μια στο καρπούζι. Κι άρχισε να ουρλιάζει από θυμό και απελπισία. Και, τέλος, ήρθε εκείνη η στιγμή, που για τα δευτερόλεπτα που βαστάει δεν ξεχωρίζεις αν είναι της προετοιμασίας ή της παραίτησης. Αυτή της διαλυτικής σιωπής, που κάνει τον ιδρώτα ποτάμι και τις παλάμες νωπές.

Και μέσα σε κρυστάλλινες κραυγές και αλυχτίσματα σκάλιζε να βρει ποιος το αποφάσισε, ποιος το πέταξε, ποιος είδε την κατηφόρα λάγνη για αταξία. Φώναξε, μοίρασε, έδιωξε τους άλλους στις μάνες τους, κι έστειλε εμένα στο δωμάτιο. Εκείνο το μεσημέρι των 38 βαθμών και της άπνοιας, να υποστώ τις συνέπειες…

«Άκου εκεί να πετάξουν το καρπούζι», μουρμούριζε το απόγευμα στις διαφημίσεις ανάμεσα στο σήριαλ για να γεμίσει το κενό πριν ξαναρχίσει η Αϊσέ να μυξοκλαίει, μαζί με ‘μένα, αλλά αυτή στα πλουμιστά τούρκικα στούντιο και για άλλους λόγους, μάλλον. Τα λέγε και τα ξανάλεγε, να τις φύγουνε οι τύψεις που με κλειδαμπάρωσε και για να κρατάει τον πατέρα μου μακριά από το ενδεχόμενο να με αμολήσει να πάω να βρω τους άλλους, για να καταλήξουμε στο ποιος έφαγε το πιο πολύ ξύλο. Κι εκείνος, χαμένος και κρυμμένος πίσω από τους μεταγλωττισμένους συμπρωταγωνιστές της Τουρκάλας ντίβας μουγκάνιζε ψιλοσυγκαταβατικά, πίνοντας χλιαρή μπύρα.

«Να κάτσει τώρα μέσα να καταλάβει το σκατόπαιδο, να μάθει να σέβεται» συμπλήρωσε, και μετά βόλεψε το πρησμένο γόνατο στο ντιβάνι έτοιμη να μοιραστεί τους ανεκπλήρωτους έρωτες της αλλοδαπής κοπέλας.

Ξάπλωσα στο κρεβάτι, φάτσα στο ταβάνι. Η πλάτη μου πότιζε ιδρώτα το τσαλακωμένο σεντόνι. Ατμοσίδερο, έντομα σε άτακτες πτήσεις, καθημερινά προβλήματα Τούρκων πλουσίων, και ένα ριγέ σαμιαμίδι στα φύλλα του μισοσφαλισμένου πατζουριού να με κοιτάει κατάματα. Έπεσα στα πλάγια κοιτώντας τα ρυάκια λαδομπογιάς στην πόρτα.

Ένα ασθενικό περπάτημα τάραξε τη μιζέρια. Έπειτα ο πατέρας μου άνοιξε συνωμοτικά την πόρτα. «Κάτσε λίγο ακόμη και βλέπουμε» ψιθύρισε μέσα απ’ τα δόντια αφήνοντας «συμβολικά» την πόρτα μισάνοιχτη: Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα, ένα μεγάλο για να πάω να κάνω νέες αηδίες με τους άλλους.

Κι έτσι όπως ξεκόλησα τα λασπωμένα μαλλιά από το μαξιλάρι και κοίταξα στο σαλόνι, έμοιαζε κι η μάνα μου να είναι τιμωρία. Στο ντιβάνι, παραδωμένη στην κατά πολύ νεώτερη τηλεοπτική φίλη της. Και τον πατέρα σιωπηλό. Θύτης; Θύμα; Δεν μαρτυρούσε η σιωπή.

Μια εικόνα τόσο επίμονα ίδια. Κι εκείνος κι εκείνη, αδιάφοροι για ζωή, σιωπηλοί, σα σφουγγάρια σε βυθούς τιρκουάζ θαλασσών παραδομένα σε μονότονα κύματα. Καρικατούρες φυσιολογικών ανθρώπων με ατελείωτες σιωπές να κατασπαράζουν σα μύγες τα χρόνια τους. Τα καλοκαίρια κυρίως. Το ‘χει άλλωστε αυτή η εποχή να ξεγυμνώνει τις αδυναμίες. Οι μεγάλες μέρες ζητάνε γέμισμα.

Έσβησε κι η ψευδαίσθηση πως όλα θα ήταν αγέραστα, αναλλοίωτα. Πως όλα θα ‘μεναν καλά ή καλύτερα. Κι έτσι τα καλοκαίρια έγιναν βαριές τιμωρίες για τις μικρές και τις άλλες επιλογές. Τουλάχιστον ρίχνει και από καμιά μπόρα να γίνεται κουβέντα, να χαλάμε τη ραστώνη.

 Μάρκος Πετρόπουλος
 Έκτακτη Συνεργασία  

* Γεννήθηκε το 1979 στη Νέα Σμύρνη. Στα 35 του εγκατέλειψε την Αθήνα και πλέον ζει και εργάζεται μόνιμα στην Καστοριά. Από το 2001 εργάζεται σε εφημερίδες και περιοδικά.

  16 Αυγούστου 2017