«Στην Εποχή Τραμπ, Οι Χρηματοοικονομικές Δυνάμεις Είναι Πάλι Ελεύθερες Να Κάνουν Κι Άλλο Κακό».


Η 9η Αυγούστου μπορεί να θεωρηθεί ως το επετειακό ορόσημο για την έναρξη μίας από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις στην Ιστορία της ανθρωπότητας, της πρώτης σοβαρής στον 21ο αιώνα. 

Ο ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica στην Ουάσιγκτον Φεντερίκο Ραμπίνι προσφέρει στο σημερινό φύλλο της μία ανάλυση για τα αποτελέσματα κι ένα ιστορικό της κρίσης υπό το πρίσμα της ενστώσας πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ, διαπιστώνοντας πως παρά την κάποια ισορροπία που αποκαταστάθηκε, οι συνθήκες για μία επανάληψή της βρίσκονται πάντοτε παρούσες, κι εκφράζει τον φόβο πως υπό την παρούσα κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, που ανοίγει τον δρόμο για μία νέα απορρύθμιση, ένα νέο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό επεισόδιο είναι πάντοτε ορατό. 

“Πριν από δέκα χρόνια”, γράφει ο Ραμπίνι, “τα προειδοποιητικά σημάδια για την κατάρρευση των ενυπόθηκων δανείων subprime είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά: ήταν η απαρχή της Μεγάλης Ύφεσης. Είναι μια ιστορία, την οποία ακόμη δεν έχουμε ξεπεράσει πραγματικά, καθώς τα βαθύτερα αίτια αυτού του γεγονότος ουδέποτε έχουν θεραπευτεί. Και ουδείς μπορεί να αποκλείσει άλλο ένα άλλο σοκ, που ίσως ενεργοποιηθεί από μία άλλη εστία. 

Η οικονομία κυριαρχεί σ’ολάκερον τον κόσμο περισσότερο από ποτέ, μεταξύ άλλων χάρις σε μια σιδηρά συμμαχία ανάμεσα στους γίγαντες των ψηφιακών τεχνολογιών. Επιπλέον, η Μεγάλη Ύφεση μας έχει αφήσει μια σημαντική κληρονομία υπό τη μορφή μιας ανήκουστης πολιτικής ανακατάταξης. Ο Ντόναλντ Τραμπ ουδέποτε θα περνούσε το κατώφλι του Λευκού Οίκου, εάν η υπέρμετρη ύφεση δεν είχε δημιουργήσι οικονομικές καταστροφές, κοινωνική δυστυχία, μια βαθιά αίσθηση αδικίας, η οποία αναμιγνύεται με το αίσθημα της γενικευμένης δυσαρέσκεια, που ο λαϊκισμός της δεξιάς εκμεταλλεύτηκε αποτελεσματικά στο έπακρο.

 Ποιό μπορεί να υπήρξε το υπόβαθρο για όλα τούτα; η ανάπτυξη στις ΗΠΑ είχε ήδη επισημανθεί ότι στηρίζεται και διέπεται από βαθηές κοινωνικές ανισότητες (μια κατάσταση που συνεχώς επιδεινώνεται για 30 χρόνια). Η εργατική τάξη, όπως και η μεσαία τάξη αγωνίζοντα σκληρά για τη διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου. Το τραπεζικό σύστημα «θεραπεύσε» αυτές οι ανισορροπίες τον δικό του τρόπο: κερδοσκοπώντας ακόμη περισσότερο. Η Ουόλ Στριτ διευκόλυνε τα στεγαστικά δάνεια με ριψοκίνδυνο τρόπο. Δάνεια υψηλού κινδύνου χορηγήθηκαν σε δανειολήπτες που βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση, που με το πρώτο οικονομικό σοκ θα καθίσταντο αφερέγγυοι. 

Οι τραπεζίτες αδιαφορούσαν για τις τεράστιες επισφάλειες που είχαν συσσωρευτεί, μάλιστα τις διέχυσαν στην αγορά, κρύβοντάς τες πίσω από ένα πολύπλοκες πλέγμα δομημένων τίτλων. Και στο βάθος υπήρχαν κι άλλες αιτίες μακροοικονομικών ανισορροπιών: η υπερβολική αποταμίευση στις κύριες χώρες εξαγωγής, όπως η Κίνα και η Γερμανία, που τις καθιστούσε πρωταγωνιστές μίας τεράστιας «ανακύκλωσης» εμπορικών πλεονασμάτων. Επίσης, υπήρξαν διάφορα επεισόδια υπερπληθωρισμού των πρώτων υλών. Εν μέσω μιας τέτοιας ζοφερής ατμόσφαιρας, με ανεπαρκείς ελέγχους και με πολλαπλές συγκρούσεις συμφερόντων, αναπόφευκτα ήρθε η Dies Irae (οργή Θεού): πρώτα συντριβή κάποιων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων BNP (9 Αυγούστου 2007), λίγους μήνες μετά η πτώχευση της Bear Stearns, ένα χρόνο μετά η κατάρρευση της Lehman . Μια δίνη πανικού, που ακολουθήθηκε από τη μόλυνση στην πραγματική οικονομία σε ολόκληρη τη Δύση. Η μόνη που διασώθηκε ήταν η Κίνα, και τούτο χάρις στην έγκυρη ενίσχυση του κράτικού προστατευτισμού. 

Δέκα χρόνια αργότερα, το τοπίο φαίνεται αγνώριστο. Η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε όγδοη συνεχόμενη χρονιά ανάπτυξης, η επίτευξη της πλήρους απασχόλησης μοιάζει κοντινή. Ωστόσο, στις 8 Νοεμβρίου του ’16, επικράτησε το trump-ικό αφήγημα σε μια χώρα βυθισμένη στο χάος. Ο πιο καταστροφικός υποψήφιος στην Ιστορία κέρδισε τις ψήφους των εργαζομένων στη βαριά βιομηχανία, των οποίων οι θέσεις εργασίας είχαν σωθεί όμως από τον Μπαράκ Ομπάμα. Μόλις ανέβηκεστην εξουσία, ο Τραμπ γέμισε τον Λευκό Οίκο με στελέχη (ανάμεσά τους μία γυναίκα) της Goldman Sachs. Κι εργάζεται πυρετωδώς για να διαλύσει τους ελέγχους στην Ουόλ Στριτ, μέσω των δικλείδων που είχε θεσπίσει ο προκάτοχός του, τον νόμο Dodd-Frank. Οι τράπεζες ανακτούν τμηματικά την ελευθερία να προκαλούν κακό. Όχι ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών είχαν παραμείνει φρόνιμες. Παρά τα δισεκατομμύρια σε πρόστιμα εις βάρος τους, η τάση τους να διαπράξουν κάποιο “οικονομικό έγκλημα” δεν είχε μειωθεί στο ελάχιστο: μερικά από τα πιο σοβαρά σκάνδαλα (όπως ο χειρισμός του Libor του Λονδίνου) πραγματοποιήθηκαν αρκετά χρόνια μετά το 2007. Αν λάβουμε δε κι υπ’ όψη τις άλλες υποθέσεις όπου εμπλέκονται τράπεζες, από την Deutsche, στην Banca Popolare di Vicenza, ή την Banca Εtruria, κι η Ευρώπη δεν μπορούμε να πούμε πως συμπεριφέρθηκε καλύτερα. Βέβαια, κάποιες αστοχίες του συστήματος έχουν καλυφθεί και οι απαιτήσεις για κεφαλαιοποίηση των τραπεζών έχουν γίνει πιο αυστηρές. 

Αλλά ο Ομπάμα χρειάσθηκε να παραδεχθεί ότι «κανένας τραπεζίτης δεν πήγε φυλακή» για τις καταστροφές του 2009, και υπέδειξε ως λόγους για την αμέλεια τούτη τους ανεπαρκείς, ή λάθος, νόμους, οι οποίοι εξ υπαρχής είναι συνδεδεμένοι προς τα συμφέροντα των διάφορων λόμπι. Όμως κι ο ίδιος ο Ομπάμα, αμέσως μόλις αποσύρθηκε “κόλλησε” το συνήθειο της Χίλαρι Κλίντον:ομιλίες στην Ουόλ Στριτ αδρότατα πληρωμένες (με εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια «ανά ώρα») από τους ίδιους τους τραπεζίτες. Οι φιλελεύθερες ελίτ πολύ συχνά καταλήγουν οργανικά στοιχεία των οικονομικών συμφερόντων. Αυτή υπήρξε κι η αρχική θρυαλλίδα για το κύμα του λαϊκισμού. Βέβαια, ως πρόδρομος αυτού του κύματος μπορεί να αναγνωρισθεί πως ήταν το κίνημα Tea Party. Εκείνη η πολιτική κίνηση της ριζοσπαστικής δεξιάς, με συνθήματα κατά των φόρων και του κράτους, που γεννήθηκε το 2009 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη μεγάλη επιχείρηση για τη διάσωση των τραπεζών της Ουόλ Στριτ: 800 δισεκατομμύρια δολάρια, που καταβλήθηκαν από τους φορολογούμενους. Είναι αλήθεια ότι ναι μεν η όλη επιχείρηση κατέληξε σε πλήρη εξισορρόπηση του τομέα, επιφέροντας ακόμη κι ένα μικρό κέρδος για τα δημόσια οικονομικά, αλλά τα αποτελέσματα αυτά έγιναν ορατά πολλά χρόνια αργότερα. Όμως, κατά την περίοδο 2008-2009 υπήρξε μια εκατόμβη μικρών επιχειρήσεων, ένα σφαγείο όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, και πραγματικά απέναντι σε αυτές τις τάξεις το Κράτος δεν στάθηκε τόσο προστατευτικό και γενναιόδωρο. 

Κατόπιν εφαρμόσθηκε μια εξαιρετική θεραπεία: η περιώνυμη«ποσοτική χαλάρωση» μέσω της κεντρικής τράπεζας, όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αγόρασε ομόλογα σε τεράστιες ποσότητες για να αρδεύσει με φθηνό χρήμα τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Μια πλημμύρα από 4 τρισεκατομμύρια μόνο στις ΗΠΑ: με τη συνηθισμένη αργοπορία, τη συνταγή αυτή αντέγραψε κι η ΕΚΤ. Σε τούτη την περίπτωση το μέτρο δούλεψε κατά το ήμισυ. Η ανάπτυξη παραμένει «υπο-βέλτιστη», σημαντικά χαμηλότερη από την Χρυσή Εποχή, μεταξύ του 1950 και τη δεκαετία του ’80.

 Ο χρηματοοιοκονομικός τομέας εξακολουθεί να ασκεί υπερβολικό βάρος στις κοινωνίες, λαμβάνοντας παρασιτικές ενισχύσεις κι επιδοτήσεις από την πραγματική οικονομία. Ο κόσμος επιπλέει στη ρευστή αστάθεια που έχει δημιουργηθεί από τις κεντρικές τράπεζες. Οι ίδιοι οι ‘Δεσπότες’ του διαδικτύου, οι «πέντε αδελφές» του Facebook, της Apple, της Amazon, του Netflix και του Google δίνουν προτεραιότητα στην χρηματοδότηση της καινοτομίας (άλλωστε οι πιο ακραίες ανισότητες καταγράφονται στη Silicon Valley). Είναι εμφανή τα συστατικά μίας παγκόσμιας στασιμότητας, επειδή από την εξίσωση έχουμε παραλείψει τα ιστορικά κίνητρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης: τα δημογραφικά στοιχεία, τη διάδοση της αγοραστικής δύναμης, την πρόοδο στην παραγωγικότητα, την οικονομική απογείωση των αναδυόμενων χωρών. Και τώρα, οι Ρεπουμπλικάνοι στην εξουσία στην Ουάσιγκτον ανάβουν το πράσινο φως στους τραπεζίτες, λέγοντάς τους “όλα ελεύθερα” για την χρηματοοικονομική απορρύθμιση και πλέον ένα νέο “ατύχημα” πραγματικά δεν θα πρέπει να αποκλειστεί”.  

Πηγή:  La Repubblica


10/8/2017