Κίνδυνος θερμού επεισοδίου μεταξύ γιγάντων στη "στέγη του κόσμου".



Όπως και να το δει κανείς, το ενδεχόμενο μιας ένοπλης σύρραξης ανάμεσα στους δύο πληθυσμιακούς κολοσσούς του πλανήτη, που ταυτοχρόνως είναι και πυρηνικές δυνάμεις, δεν μπορεί κανείς να το αντιμετωπίζει με αταραξία. Ακόμη και εάν αφορά, σε πρώτη φάση, το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου ανάμεσα σε μερικές εκατοντάδες οπλίτες που ήδη βρίσκονται σε πλήρη επιφυλακή, στρατοπεδευμένοι σε απόσταση 150 μέτρων και σε υψόμετρο 3000 μέτρα στους πρόποδες των Ιμαλαΐων.

Στις 18 Ιουνίου 2017 περίπου 270 Ινδοί στρατιώτες διέσχισαν τα σύνορα ανάμεσα στο Μπουτάν και την Κίνα στο υψίπεδο του Doklam για να εμποδίσουν έργα οδοποιίας που πραγματοποιούσαν μονάδες του κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Στη συγκεκριμένη περιοχή η συνοριογραμμή στηρίζεται στην σύμβαση του 1890 ανάμεσα στις βρετανικές αποικιακές αρχές της Ινδίας και τη δυναστεία Qing στην Κίνα. Ως προς το συγκεκριμένο "τριεθνές σημείο” ανάμεσα στην ινδική περιοχή του Σίκκιμ, το Θιβέτ και το βασίλειο του Μπουτάν η σύμβαση αυτή χάρασσε τα σύνορα με τρόπο που όντως δικαιώνει τη σημερινή θέση της Κίνας ότι η περιοχή του Doklam ανήκει στην επικράτειά της. Όμως, το 1890 το Μπουτάν δεν περιλαμβανόταν σε αυτούς που υπέγραψαν τη σύμβαση και το 2000 το ορεινό ασιατικό κράτος, το οποίο η Ινδία εντάσσει στη σφαίρα επιρροής της, ήγειρε αξιώσεις έναντι της Κίνας. Άλλωστε, η Ινδία, που σχεδίασε τους χάρτες για λογαριασμό του Μπουτάν στη δεκαετία του 1960, θεωρεί ότι η περιοχή του Doklam ανήκει στο Μπουτάν. Υποτίθεται μάλιστα ότι η δράση των ινδικών ένοπλων δυνάμεων προέκυψε από αίτημα των αρχών του Μπουτάν. Όμως η κυβέρνηση του περίκλειστου βασιλείου πέραν του να επαναλαμβάνει την αντίθεσή της στους κινεζικούς χειρισμούς, έχει σε γενικές γραμμές κρατήσει χαμηλούς τόνους.

Αντιθέτως, τόσο στην Ινδία όσο και στην Κίνα οι τόνοι υπήρξαν αρκετά υψηλοί. Κινεζικά μέσα ενημέρωσης υπενθυμίζουν τον πόλεμο του 1962 (που είχε επίσης ως αφορμή συνοριακές διαφορές στα Ιμαλάια), οπότε η Κίνα είχε κατάγει καθαρή νίκη επί της Ινδίας, ενώ πρόσφατα οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις διεξήγαγαν γυμνάσια με πραγματικά πυρά στο Θιβέτ σε μια σαφή επίδειξη δύναμης. 

Την Πέμπτη, το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών με ανακοίνωσή του τονίζει ότι έχει συμπληρωθεί ένας μήνας κατά τον οποίο ινδικές δυνάμεις βρίσκονται παράνομα επί κινεζικού εδάφους και αυτό "δεν συντελεί στην ειρήνη”.

Από την πλευρά τους, τα μέσα ενημέρωσης της Ινδίας υποστηρίζουν ότι "δεν βρισκόμαστε στο 1962” και αυτή τη φορά οι ινδικές δυνάμεις μπορούν να τα καταφέρουν πολύ καλύτερα στα Ιμαλάια.

Η σύγκρουση μπορεί να στηρίζεται σε συνοριακές διαφορές με σημαντικό βάθος, όμως, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από την παρούσα διεθνή συγκυρία. Παρά τα βήματα που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες για τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στην Ινδία και την Κίνα (και οι δύο χώρες είναι μέλη της ομάδας Brics και του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης), εντούτοις παραμένουν αρκετές διαφορές. Η ινδική κυβέρνηση υπό τον Narendra Modi επενδύει σαφώς στην επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ, που αναζητούν στον ευρύτερο ασιατικό χώρο αντίβαρα στην αναδυόμενη ρωσοκινεζική σύμπραξη. Αυτό έχει αποτυπωθεί σε πρόσφατες επιλογές της ινδικής κυβέρνησης όπως ο εντονότερος συντονισμός με τις ΗΠΑ ήδη από την εποχή Obama, (συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κοινών ναυτικών ασκήσεων και της υιοθέτησης της αμερικανικής θέσης σχετικά με τη Νότια Σινική Θάλασσα), τα ανοίγματα προς τον Δαλάι Λάμα, ο ισχυρισμός ότι τα μεταφορικά και ενεργειακά έργα του "διαδρόμου” Κίνας-Πακιστάν περνούν από διαφιλονικούμενα εδάφη στο Κασμίρ κ.ο.κ.

Επομένως, η ένταση στις συνο-ινδικές σχέσεις μπορεί να θεωρηθεί και αντανάκλαση ευρύτερων ανακατατάξεων στις διεθνείς συμμαχίες.

Όχι ότι οι τοπικοί παράγοντες είναι αμελητέοι. Η ενίσχυση της στρατιωτικής θέσης της Κίνας στο Doklam θα την φέρει σε πλεονεκτική στρατηγική θέση ως προς τον λεγόμενο "διάδρομο Siliguri” που συνδέει την ινδική ενδοχώρα με τα νοτιοανατολικά ασιατικά κράτη. Από την άλλη, το Σίκκιμ είναι το μόνο σημείο των συνόρων όπου οι ινδικές δυνάμεις έχουν κάποιου είδους υπεροπλία έναντι των κινεζικών. Παράλληλα είναι πολύ σημαντικό για το Δελχί να διατηρήσει υπό την επιρροή του το Μπουτάν, που μέχρι τώρα έχει αντισταθεί στην έλξη της κινεζικής στρατηγικής του "νέου δρόμου του μεταξιού”. 

Δεν είναι τυχαίο ότι η ινδική πλευρά επιμένει στο να συντηρεί και το ζήτημα του Θιβέτ. Πολύ πρόσφατα, οι ινδικές αρχές επέτρεψαν στην εξόριστη θιβετιανή κυβέρνηση που χαίρει της στήριξης του Δαλάι Λάμα να υψώσει τη σημαία της ανεξαρτησίας του Θιβέτ στα σύνορα με την Κίνα, στην περιοχή του Ladakh. Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με τον εντεινόμενο ινδικό εθνικισμό, ενδεχομένως δε και με τις εκτιμήσεις ότι η Ινδία οδεύει σε πρόωρες εκλογές το 2018.

Πάντως, η κινεζική πλευρά επιμένει να θεωρεί ότι μπορεί να επιλύσει τις διαφορές της με το Μπουτάν σε απευθείας συνομιλίες. Ελπίζει δε ότι, όπως δείχνει και η περίπτωση του γειτονικού Νεπάλ, η θελκτική δύναμη της στρατηγικής του "νέου δρόμου του μεταξιού” εντέλει θα υπερισχύσει.

Αναλυτές εκτιμούν ότι η τρέχουσα σύγκρουση στη "στέγη του κόσμου” πιθανότατα δεν θα κλιμακωθεί ως προς το στρατιωτικό της σκέλος, δεδομένου ότι τα στρατηγικά οφέλη από την ενίσχυση της κινεζικής παρουσίας στο Doklam δεν είναι τόσο μεγάλα ώστε να δικαιολογούν μια μείζονα αντιπαράθεση. Αυτό διαμορφώνει το περιθώριο για να βρεθεί ένα σημείο συμβιβασμού που να διευκολύνει και τις δύο πλευρές.

Ωστόσο, είναι σαφές ότι με επιλογή κυρίως της ινδικής κυβέρνησης μια σχέση που θα μπορούσε να είχε χαρακτηριστικά αναβαθμισμένης συνεργασίας γίνεται όλο και πιο συγκρουσιακή με απρόβλεπτες εξελίξεις, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι τα μεγέθη των δύο χωρών δύσκολα χωρούν στα όρια της "περιφερειακής σύγκρουσης”.


Του Κώστα Ράπτη


8/8/2017






               ΣΧΕΤΙΚΑ