Η νέα γενιά Ελληνοκυπρίων και τα στερεότυπα.
«Ο πατέρας του Π. ήταν φανατικός ενωτικός. Ο Π. μετά το 1974 είχε απογοητευθεί τόσο πολύ που λοξοκοίταζε προς τους Νεοκυπρίους. Έστειλε τα παιδιά του να σπουδάσουν στην Αγγλία και αντιμετώπιζε με επιφύλαξη ό,τι προερχόταν από την Ελλάδα. Την πρώτη δεκαετία του 2000 ο Π. είδε τα παιδιά του να αρπάζουν κάθε τόσο τη γαλανόλευκη και να ορμούν στους δρόμους και τις πλατείες πανηγυρίζοντας έξαλλα μετάλλια και νίκες της Ελλάδος σε διεθνείς και ευρωπαϊκές διοργανώσεις και πρωταθλήματα».
Η συγκεκριμένη πραγματική διήγηση αντικατοπτρίζει μία κατάσταση που πολλές φορές προσπερνάμε. Σε δημοκρατικά πολιτεύματα οι πολιτικές εξελίξεις και οι κοινωνικές διεργασίες προχωρούν παράλληλα και αλληλο-επηρεάζονται. Έτσι, οι πολιτικές εξελίξεις στο μέτωπο του Κυπριακού, οι συζητήσεις, οι διαπραγματεύσεις, οι προτάσεις επηρεάζουν άμεσα την κυπριακή κοινωνία. Αντιστοίχως, οι κοινωνικές διεργασίες καθορίζουν τις πολιτικές προσδοκίες, τους στόχους, αλλά και τις λεγόμενες κόκκινες γραμμές που πρέπει να έχουν κατά νου όσοι διαπραγματεύονται το Κυπριακό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το θέμα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Μέχρι και τη δεκαετία του 1960 ήταν το κυρίαρχο αίτημα της κυπριακής κοινωνίας. Οι εξελίξεις μετά το 1974 και ιδίως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ το 2004 το έχουν καταστήσει παρωχημένο. Ελλάδα και Κύπρος ανήκουν πλέον στην ίδια πολιτική και οικονομική ένωση, χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα και οι πολίτες τους κυκλοφορούν και εργάζονται ελεύθερα στα εκατέρωθεν εδάφη.
Επιπλέον, η συμμετοχή δύο ουσιαστικά ελληνικών κρατών μέσα στην ΕΕ δίνει τη δυνατότητα ευρειών συμμαχιών με άλλα κράτη και συντονισμού δράσεως σε πολλούς τομείς. Όπως λένε χαρακτηριστικά οι φοιτητές μου: «από την κοινή αγροτική πολιτική μέχρι τη Eurovision!». Εάν δεν υπήρχε η πληγή του Κυπριακού, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πλευράς πολλαπλασιασμού ισχύος μία εξαιρετική κατάσταση.
Η νέα γενεά
Το δημοψήφισμα του 2004 ανέδειξε τη νεώτερη γενεά των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι κατά συντριπτική πλειοψηφία δεν επιθυμούν γενικώς και αορίστως τη συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους. Πρόκειται για τη γενεά που δεν έχει εμπειρία επαφών με την άλλη κοινότητα, γεννήθηκε μετά το 1974 και μεγάλωσε σε μία ευημερούσα Κύπρο.
Η γενεά αυτή δεν είναι σφραγισμένη από την πίκρα των μεγαλυτέρων που αντιμετώπισαν την εισβολή και κατοχή. Πρόκειται για παιδιά μίας παγκοσμιοποιημένης εποχής, με σπουδές στο εξωτερικό, με μία άλλη αντίληψη των πραγμάτων και με έντονη αυτοπεποίθηση.
Τα παιδιά αυτά εμφανώς δεν βρίσκουν κανένα λόγο να συγκατοικήσουν σε ένα δυσλειτουργικό κράτος, στο οποίο θα μοιράζονται τα πάντα με τους φτωχούς γείτονες, που πήραν τη γη από τους γονείς τους, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν κατάφεραν να αναπτυχθούν στοιχειωδώς. Η γενεά αυτή θέλει να πετάξει τα «βαρίδια» του παρελθόντος και δεν ενδιαφέρεται ούτε να μοιρασθεί την ευημερία της, χωρίς ουσιαστικό αντάλλαγμα, ούτε να υποθηκεύσει το μέλλον της.
Ακολουθώντας το ρεύμα
Η γενεά αυτή εκπροσωπεί ουσιαστικά την παγκόσμια τάση των τελευταίων ετών, όπου οι πλουσιότερες περιοχές επιλέγουν τον αποχωρισμό/απόσχιση από ένα κράτος δυσλειτουργικό, ανασφαλές και οικονομικά βεβαρημένο.
Το βλέπουμε στην Καταλονία που θέλει να αποσπασθεί από την Ισπανία, στη βόρειο Ιταλία που γυρεύει να αποκοπεί από το υπόλοιπο κράτος ή στη Φλάνδρα του Βελγίου που θέλει να αποχωρισθεί από τη γαλλόφωνη Βαλλωνία. Πολύ περισσότερο στην Κύπρο, όπου υπάρχει η εισβολή, η μακρόχρονη κατοχή και η απειλητική σκιά της Τουρκίας.
Οι προτάσεις για λύση του Κυπριακού εξελίσσονται σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ριζικά διαφορετικό από το αντίστοιχο των δεκαετιών του 1970 και του 1980. Είναι ενδιαφέρον να αναλύονται οι έννοιες της διζωνικότητας ή της πολιτικής ισότητας, να διαπιστώνονται οι νομικοί ακροβατισμοί και να επισημαίνονται οι «εποικοδομητικές ασάφειες» που χαρακτηρίζουν τις όποιες προτάσεις. Κάπου όμως πρέπει να τίθεται το ερώτημα του τρόπου λειτουργίας του οψέποτε κράτους στη νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή.
Το ζητούμενο και η αρνητική απάντηση
Το θέμα τίθεται διότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει πάψει εδώ και καιρό να είναι το νησί των αγροτών και των λίγων ψαράδων. Έχει να επιδείξει μία επιτυχή πορεία σε αυτό το εξόχως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Οι επιδόσεις ιδίως στον τομέα της οικονομίας και των υπηρεσιών, πολύ καλύτερη από την αντίστοιχη της Ελλάδος, έδειξε ότι το μικρό αυτό κράτος της Μεσογείου έχει μεγάλες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Όλα αυτά συνέβησαν παρ’ ότι η εμφατική προσκόλληση στους όρους ενός Συντάγματος που είναι νεκρό εδώ και δεκαετίες, οδήγησε στην εθιμική λειτουργία πολλών δημοκρατικών θεσμών.
Τα παραπάνω αναφέρονται διότι, μετά την κατάρρευση των τελευταίων συνομιλιών στην Ελβετία, υπάρχει πλέον κάποιος (όχι πολύς) χρόνος για αναστοχασμό πάνω στις προτάσεις λύσεως του Κυπριακού. Για ένα μεγάλο (και σίγουρα το πιο δυναμικό) τμήμα της κοινωνίας το κρίσιμο σημείο για την όποια λύση του Κυπριακού θα είναι η δυνατότητα του νέου κράτους να αξιοποιεί τις δυνάμεις του και να προσαρμόζεται στις εξελίξεις. Αυτό θα εξετάσουν και θα σταθμίσουν αυτοί οι νέοι άνθρωποι όταν θα έλθει η ώρα να ψηφίσουν σε ένα άλλο δημοψήφισμα.
Το παράδειγμα του γειτονικού Λιβάνου δείχνει το σημείο, στο οποίο μπορεί να φθάσει ένας άκαμπτος τρόπος κρατικής οργανώσεως. Η προσπάθεια να κρατηθούν οι ισορροπίες μέσα από πολύπλοκα σχήματα λειτουργίας γεμάτα νομικούς δογματισμούς θα οδηγήσει σε πολλαπλά αδιέξοδα τη λειτουργία του ομοσπονδιακού κράτους.
Το αναδυόμενο ζητούμενο της ελληνοκυπριακής κοινωνίας -και ιδίως των νέων ανθρώπων- είναι ένα κράτος που θα λύνει με δημοκρατικό τρόπο τα προβλήματα που θα προκύπτουν στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Αυτή είναι η ουσιαστική εντολή προς τους ηγέτες που τους εκπροσωπούν στις διαπραγματεύσεις.
Είναι αυτό δυνατόν; Δυστυχώς, τουλάχιστον μέχρι τώρα τα γεγονότα μας δίνουν αρνητική απάντηση.
Άγγελος Συρίγος
17 Αυγούστου 2017
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Τα αποβατικά πλοία ήρθαν στην Κύπρο με στρατεύματα και πήγαν πίσω φορτωμένα με ψυγεία των Ελληνοκυπρίων.
Ιδού μια από τις πάρα πολλές ιστορίες που κυκλοφορούν για το Βαρώσι. Τη διηγήθηκε ο αγαπητός μου φίλος Ντερμάν Σαράτσογλου. Τη μοιράστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ήταν το 1983. Καλοκαίρι.
Ήταν, λέει, στρατιώτης στο στρατόπεδο του Γκιούσερεν (Καράολου) στην Αμμόχωστο. Μια μέρα μπήκε στο στρατόπεδο ένα στρατιωτικό φορτηγό. Ένα απόγευμα. Ήταν καλυμμένο το φορτηγό, λέει. Σήκωσαν το κάλυμμα. Και τι δεν υπήρχε εκεί. Από το φορτηγό κατέβηκε ένας Τούρκος διοικητής. Φώναξε πέντε-δέκα στρατιώτες. Οι στρατιώτες άρχισαν να πακετάρουν ό,τι υπήρχε στο φορτηγό. Ο διοικητής επέβλεπε την εργασία, λέει. Έλεγε στους στρατιώτες τι πράγματα θα τυλίξουν, πώς θα τα πακετάρουν. Κάποτε φώναζε και τους προειδοποιούσε. «Προσέξτε, θα σας πέσουν και θα τα σπάσετε». Οι στρατιώτες έκαναν, λέει, καλά τη δουλειά, πακέταραν τα πάντα με προσοχή. Στο τέλος τα έβαζαν σε μεγάλες πράσινες στρατιωτικές σακούλες. Οι σακούλες ήταν ασφυκτικά γεμάτες. Στοίβες τα ηλεκτρικά αντικείμενα. Πακέταραν τουλάχιστον τέσσερις τηλεοράσεις, λέει. Τελικά, την επόμενη μέρα θα πήγαινε στην Τουρκία ένα στρατιωτικό φορτίο. Ο Ντερμάν ρώτησε τον νεαρό οδηγό του φορτηγού: «Από πού είναι όλα αυτά;» Ο στρατιώτης του απάντησε: «Όλη μέρα ήμασταν στο Βαρώσι».
Ένας από τους φίλους που έγραψε σχόλιο κάτω από αυτή την ανάρτηση διηγήθηκε όσα ήξερε ο ίδιος. Λέει το εξής: «Μετά το 1974, δηλαδή τους πρώτους μήνες, ένα αποβατικό πλοίο φόρτωσε ό,τι βρήκε». Ψυγεία. Πλυντήρια. Τηλεοράσεις. Μοτοσυκλέτες. Ό,τι φανταστείτε. Τα φόρτωσαν στο καράβι. Και ξεκίνησαν. Ύστερα ξέρετε τι έγινε; Κάποιοι σίγουρα ειδοποίησαν. Και δόθηκε διαταγή να επιστρέψει το πλοίο. Αυτό που συνέβη ύστερα είναι πιο σοβαρό. Αφότου ήρθε η διαταγή για να επιστρέψουν, άδειασαν όλο το φορτίο του πλοίου στη θάλασσα. Τα ψυγεία, τα πλυντήρια, οι τηλεοράσεις, οι μοτοσυκλέτες, όλα πήγαν στον βυθό της θάλασσας. Το πλοίο επέστρεψε άδειο. Στην Κερύνεια!
Ένας άλλος φίλος γράφει τα εξής: «Μήπως μόνο το Βαρώσι και την Κερύνεια λήστεψαν; Ο διοικητής του τάγματος ολοκλήρωσε τη θητεία του και θα επέστρεφε πίσω. Γέμισε μεγάλες ξύλινες κάσες με αντικείμενα για να τα πάρει μαζί του. Τα πακέταραν ωραία. Αυτό που με πείραξε πιο πολύ ήταν ο τρόπος που έβλεπε τους στρατιώτες και η συμπεριφορά του προς αυτούς. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το εξής: Στη σκοπιά μας είχαμε ένα τηλέφωνο με την αξία αντίκας. Πρώτα γυρίζαμε τον μοχλό του τηλεφώνου και έτσι μιλούσαμε. Ο διοικητής έβγαλε και πήρε μαζί του και αυτό το τηλέφωνο».
Κοιτάξτε τι έγραψε ένας άλλος συμπολίτης μας: «Όλες οι αντίκες, οι πίνακες, τα χρυσαφικά έφυγαν από την Κύπρο. Πήγα μια μέρα στην αγορά των παλαιοπωλών στην Κωνσταντινούπολη. Ρώτησα για γλόμπο. Ο άνδρας με ρώτησε αν είμαι Κύπριος. Ναι, του είπα. Γέλασε. Οι δικοί μας οικειοποιήθηκαν τις λάμπες σας και τώρα έρχεστε και τις ψάχνετε εδώ, μου είπε. Στην Άγκυρα πήγα στο σπίτι ενός δημοσίου υπαλλήλου που υπηρετούσε εδώ τότε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Όλο το σπίτι ήταν επιπλωμένο με αντίκες από την Κύπρο, από λάμπες, μέχρι καθρέφτες και κονσόλες».
Είδες αγαπητέ φίλε από το Βαρώσι. Είδες Νίκο πού πήγε η τηλεόραση και το ψυγείο σου. Ο σκαλιστός σου καθρέφτης αντίκα. Το σεντούκι που ήταν προίκα από τη μητέρα σου. Και τα ποδήλατα των παιδιών σου. Η μοτοσυκλέτα σου την οποία αγαπούσες πολύ. Πήγαν στην Άγκυρα, στην Άγκυρα. Στην Κωνσταντινούπολη. Στη Μερσίνα, στα Άδανα. Ιδού, αυτός είναι εκείνος που αποκαλείς εγγυητή. Καθαρίζει, σαρώνει τα πάντα. Κατακτά τα εδάφη της χώρας της οποίας είναι εγγυητής. Διώχνει τον κόσμο από τα σπίτια του. Δολοφονεί όσους αντιστέκονται. Οδηγεί τους αιχμαλώτους σε στρατόπεδα στα Άδανα. Τις δε αντίκες στην αγορά για αντίκες.
Οι διοικητές του 1974 ήταν τυχεροί. Πήραν τα προϊόντα. Ούτε η Κερύνεια έμεινε χωρίς να ληστευθεί, ούτε το Βαρώσι ούτε η Μόρφου. Τα αποβατικά πλοία που έφεραν στρατιώτες, φόρτωσαν ψυγεία, τηλεοράσεις και πλυντήρια και έφυγαν. Ένας στρατιώτης κάνει ένα πλυντήριο; Δεν έμεινε τίποτα για τους διοικητές που έρχονται και φεύγουν τώρα. Να τα έχουν με την τύχη τους!
Σενέρ Λεβέντ
18/8/2017
https://politis.com.cy/article/ta-apovatika-plia-irthan-me-stratevmata-ke-pigan-piso-me-psigia