Η επιστροφή στις αγορές αφήνει εκτός ατζέντας την ελάφρυνση.

Σκίτσο του Γ.ΙΩΑΝΝΟΥ

Έχει πολλαπλό ενδιαφέρον να ακούμε τον Υπουργό Οικονομικών να συνιστά στην κυβέρνηση να αφήσει το «κατενάτσιο», με το οποίο «χάνει ευκαιρίες» και να περάσει σε «επιθετική πολιτική». Πρώτον, επειδή τη σύσταση την κάνει ο πιο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών και όχι κάποιος εκτός κυβέρνησης. Δεύτερον, επειδή ο Τσακαλώτος διεκδικούσε και ίσως διεκδικεί ακόμα για τον εαυτό του τον τίτλο του ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ!

Ας αφήσουμε, όμως, αυτά τα ομολογουμένως περίεργα, και ας αναρωτηθούμε τι θα άλλαζε εάν η κυβέρνηση εφάρμοζε με «επιθετική πολιτική» και δική της πρωτοβουλία τις αξιώσεις των δανειστών προτού καν αυτές διατυπωθούν. Ευκαιρίες μπορούν να χάνονται τόσο με την επιθετική πολιτική όσο και με την αμυντική.

Ο Τσακαλώτος διαβεβαιώνει ότι διαθέτει «σχέδιο εξόδου» της χώρας από το τούνελ. Εάν αυτό πράγματι αληθεύει, όμως, γιατί άραγε δεν το γνωστοποιεί στον ελληνικό λαό, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή και στήριξη του; Εάν το σχέδιο του συμπίπτει με αυτό των δανειστών, τότε δεν έχει σημασία έχει εάν εφαρμόζεται με «επιθετική» πρωτοβουλία της μιας πλευράς ή της άλλης.

Διαβεβαιώνει, επίσης, πως με την πρόσφατη έξοδο στις αγορές η Ελλάδα αποδεικνύει ότι στέκεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς στήριξη ούτε βοήθεια από τους εταίρους της. Κι ακόμη ότι, σε αντιδιαστολή με κάθε προηγούμενη έκδοση ομολόγου, η πρόσφατη «ενσωματώνει και λύση του προβλήματος του χρέους», πράγμα που υποτίθεται ότι αγνοείτο από όσες είχαν προηγηθεί.

Τριπλάσιο κόστος

Δεν έχει άδικο όταν συνδυάζει τα δυο προβλήματα: την άντληση πόρων από τις αγορές και την εξυπηρετησιμότητα του χρέους. Ωστόσο, εάν η κρίση χρέους πλήττει την Ελλάδα από το 2010, αυτό οφείλεται στο ότι από εκείνη την χρονιά οι αγορές είχαν κλείσει για την χώρα μας. Το κόστος του ενδεχόμενου νέου δανεισμού αποβαίνει απαγορευτικό για την εξυπηρέτηση του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους.

Πόσο βελτιώνεται η κατάσταση σήμερα, όταν το κόστος του πρόσφατου δανεισμού ανήλθε σε 4,62%, ενώ αυτό του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους έχει κατέλθει σε 1,5% με 2%; Κατά πόσο βελτιώνεται η εξυπηρετησιμότητα του χρέους, όταν νέο χρέος υποκαθίσταται στο παλαιό, με κόστος σχεδόν τριπλάσιο του προϋπάρχοντος;

Με τις συνθήκες έκδοσης του πρόσφατου ομολόγου, το συνολικό χρέος της χώρας δεν ελαφρύνεται, αλλά αντίθετα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Πέραν τούτου, όταν η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ τοποθετείται μεταξύ 1,5% και 2%, αυτό σημαίνει ότι το οφειλόμενο χρέος δεν θα μπορεί να εξυπηρετείται από την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά κατ’ ανάγκην από το προϋπάρχον. Δηλαδή, από τις σάρκες της πραγματικής οικονομίας και με αυτονόητη συνέπεια την προϊούσα αποδυνάμωσή της.

Πρόσθετες αφαιμάξεις

Εάν η πρόσφατη έξοδος θεωρηθεί «επιτυχία», αυτό θα σημαίνει ότι η μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους θα βασίζεται σε πρόσθετες αφαιμάξεις της οικονομίας, με όλο και βαθύτερη αποσταθεροποίηση και συρρίκνωσή της. Επιτυχία θα ήταν εάν η Ελλάδα εξασφάλιζε σοβαρή επενδυτική ώθηση και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση ανώτερους από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της. Αυτό, όμως, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, η αίσθηση επιτυχίας θα παραπέμπει σε φαινόμενα αντικατοπτρισμού στην έρημο.

Οπωσδήποτε, η εικόνα της χώρας ενισχύεται με τις δηλώσεις εμπιστοσύνης των Γερμανών και Ευρωπαίων υπευθύνων. Ωστόσο, με αυτές, το ελληνικό πρόβλημα δεν προωθείται προς κάποια λύση, αλλά μετατίθεται επ’ αόριστον. Διαιωνίζεται με συνέπεια να καταπίπτει έτσι στην πράξη κάθε ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του χρέους.

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η έξοδος στις αγορές «ενσωματώνει την πορεία της εξυπηρέτησης του χρέους». Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, το ερώτημα είναι: επιτυχία για ποιον ακριβώς; Ο γερμανικός Τύπος (η Handelsblatt και η Die Welt) κατέγραψε την εύλογη απορία του: πώς είναι δυνατόν η υπερχρεωμένη Ελλάδα, που ήδη αδυνατεί να εξυπηρετεί τα χρέη της, να αντλεί πρόσθετο χρήμα από τις αγορές;

Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Σόιμπλε Γιουργκ Βάισγκερμπερ έσπευσε να τις καθησυχάσει: «το ελληνικό τεστ επέτυχε! Στόχος ήταν η χώρα να σταθεί στα πόδια της και από το 2018 να μπορεί μόνη της να εξυπηρετεί το χρέος της με άντληση πόρων από τις αγορές». Αυτή η δήλωση σημαίνει ότι όσο η Ελλάδα επιτυγχάνει να αντλεί πόρους από τις αγορές, τόσο η προοπτική ελάφρυνσης του χρέους απομακρύνεται.

Η διαμάχη ΔΝΤ-Σόιμπλε

Ενώ το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά και αμετακίνητα ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι εξυπηρετήσιμο και επιβάλλεται αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του, ο Σόιμπλε υποστηρίζει την εκ διαμέτρου αντίθετη εκτίμηση: ότι το ελληνικό χρέος παραμένει εξυπηρετήσιμο και δεν χρειάζεται καμία ελάφρυνση. Όπως επίσης ότι κάθε τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε όχι μόνο παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, αλλά και αδικία εις βάρος των Ευρωπαίων φορολογουμένων.

Στη διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Σόιμπλε για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εάν η έξοδος στις αγορές είχε αποτύχει, αυτό θα δικαίωνε την προσέγγιση της Λαγκάρντ και τις πιέσεις του ΔΝΤ για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ενώ, τώρα που εκτιμάται ότι επέτυχε, μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιώνει την δύσκαμπτη και «αντιπαραγωγική» γερμανική προσέγγιση. Αυτονόητη συνέπεια είναι να αποβαίνει περιττή κάθε συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους.

Εκτός από τα παραπάνω, τίθεται το ερώτημα πώς βρέθηκαν τόσες προσφορές για τοποθέτηση χρημάτων στο ελληνικό ομόλογο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που όχι μόνον παραμένει σε αδυναμία να εξυπηρετεί τα χρέη της, αλλά και στην οποία επισείεται ως «δαμόκλειος σπάθη» το ενδεχόμενο υποθετικής διαγραφής των δανειακών υποχρεώσεων της κατά το διάστημα που ακολουθεί τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017.

Κανένας απολύτως κίνδυνος

Η προφανής εξήγηση του αινίγματος είναι ότι με την «επιτυχή» έκδοση του νέου ομολόγου αποκλείονται αμφότερα τα δυσμενή για τους δανειστές ενδεχόμενα. Όταν η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί για πρωτογενές πλεόνασμα ανώτερο του 3,5% του ΑΕΠ, αυτό ήδη μειώνει κατά πολύ τον ουτοπικό χαρακτήρα του 4,625% για την αποπληρωμή του νέου ομολόγου.

Όσον αφορά στο ενδεχόμενο κάποιας μερικής έστω διαγραφής χρέους, ποιος άραγε θα προσέφερε τα χρήματά του, εάν πράγματι αισθανόταν ότι υπήρχε στον ορίζοντα τέτοιο ενδεχόμενο; Αυτό που καθησυχάζει σήμερα τις αγορές έναντι της Ελλάδας, είναι κυρίως η βεβαιότητα ότι όσοι συμμετείχαν στην αγορά του ομολόγου δεν διατρέχουν κανένα απολύτως κίνδυνο ούτε περικοπής ούτε καν πρόσθετης περιόδου αναστολής των δικαιωμάτων τους στο μέλλον.

Όσο οι δηλώσεις εμπιστοσύνης επιτυγχάνουν τον στόχο τους, όσο πείθουν τις διεθνείς χρηματαγορές για το ελληνικό αξιόχρεο, τόσο το πρόβλημα του χρέους θα αφαιρείται από την ατζέντα. Ωστόσο, όσο η ελάφρυνση αγνοείται και δεν εγγράφεται στην ατζέντα, τόσο η Ελλάδα θα επιστρέφει στην «κανονικότητα»: να εκπληρώνει τις δανειακές υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών, ματώνοντας στα βράχια, μετά πολλών πάντα επαίνων από τις αγορές.

  Κώστας Βεργόπουλος 


6/8/2017


            ΣΧΕΤΙΚΑ  ΚΕΙΜΕΝΑ            


Σκίτσο του Κ. Γρηγοριάδη


Το recovery story και οι παγίδες

Μπορεί η επιτυχής δοκιμαστική έκδοση ομολόγων να έγινε κι αυτή αιτία για έναν ακόμα κύκλο μάλλον στείρας κομματικής αντιπαράθεσης, αλλά είναι γεγονός ότι αποτελεί ένα βήμα στον δρόμο για την επιστροφή στην “κανονικότητα”. Ως τέτοιο χαιρετίστηκε και από το ευρωιερατείο και από τα διεθνή Μίντια.

Δεν είναι μόνο ότι έγινε μία αρχή. Είναι επίσης ότι αυτή η αρχή διευκολύνει τον φθηνότερο δανεισμό επιχειρήσεων με την έκδοση εταιρικών ομολόγων (Μυτιληναίος, Τέρνα και ΕΛΠΕ), καθώς και τη φθηνότερη χρηματοδότηση των τραπεζών. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αποτελεί το πρώτο βήμα για να πεισθούν οι Αγορές και οι διεθνείς επενδυτές ότι στην Ελλάδα αρχίζει μία δυναμική recovery story.

Στα χνάρια της Πορτογαλίας

Στην Πορτογαλία, η οποία είναι η πλησιέστερη προς την ελληνική περίπτωση, η έξοδος από το Μνημόνιο πραγματοποιήθηκε, αφού είχαν διαμορφωθεί κάποιες προϋποθέσεις. Από το 4ο τρίμηνο του 2013 είχε εισέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και επιπλέον είχε αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα. Επέστρεψε το 2012 στις Αγορές με δοκιμαστική έκδοση ομολόγου (τριετούς διάρκειας με επιτόκιο 5,12%).

Η δεύτερη προσπάθεια έγινε τον Ιανουάριο του 2013. Εκείνη τη χρονιά, δανείσθηκε συνολικά 13,3 δισ. και κάλυψε το 77% των χρεολυσίων και το 44% των χρηματοδοτικών αναγκών της. Την επόμενη χρονιά δανείσθηκε 13,4 δισ. και κάλυψε το 100% των χρεολυσίων και το 49% των χρηματοδοτικών αναγκών της. Εξέδωσε κυρίως δεκαετή ομόλογα με επιτόκια λίγο πάνω από το 6% το 2013 και με μέσο επιτόκιο κάτω του 4% το 2014.

Κάνουμε αναφορά στην Πορτογαλία, επειδή η κυβέρνηση, με τη σύμφωνη γνώμη του ευρωιερατείου, βαδίζει στα βήματά της. Ο Τσακαλώτος προανήγγειλε δεύτερη έξοδο το φθινόπωρο και άλλες 2-3 μέχρι το καλοκαίρι του 2018. Στόχος του είναι αφενός να καλύψει τις περιορισμένες δανειακές ανάγκες, αφετέρου να δημιουργήσει ένα αποθεματικό ρευστότητας ύψους περίπου 10 δισ., προκειμένου να διασφαλισθεί πως δεν θα απειληθεί η μόνιμη επιστροφή στις Αγορές μέχρι το καλοκαίρι του 2018.

Η κατανομή των χρημάτων

Στο πλαίσιο αυτό, το μισό ποσό από τα τρία δισ. που αντλήθηκαν από τις Αγορές με το πενταετές ομόλογο θα χρησιμοποιηθεί για να αποπληρωθεί παλαιότερο ομόλογο. Το υπόλοιπο μισό θα αποτελέσει τη μαγιά για το αποθεματικό. Ας σημειωθεί ότι η Πορτογαλία είχε δημιουργήσει αποθεματικό ύψους 15,6 δισ. πριν βγει από το Μνημόνιο τον Μάιο 2014. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να καλύψει το εναπομείναν δημοσιονομικό έλλειμμα του 2014 και ολόκληρο το εκτιμούμενο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015.

Η ελληνική περίπτωση είναι πιο δύσκολη. Εάν το αποθεματικό προκύψει μόνο από δανεισμό θα αυξήσει το χρέος, ανακυκλώνοντας το πρόβλημα. Θα έπρεπε να δημιουργηθεί κυρίως από το πρωτογενές πλεόνασμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, θα είναι αφόρητη αφαίμαξη για την πραγματική οικονομία, εάν το πρωτογενές πλεόνασμα το 2017 και τα επόμενα χρόνια υπερβεί τον υπέρμετρα υψηλό στόχο (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2% στη συνέχεια).

Υψηλή απόδοση, χαμηλό ρίσκο

Η απόφαση του Eurogroup (15 Ιουνίου 2017) προβλέπει την ανάγκη δημιουργίας αποθεματικού, προκειμένου να διευκολυνθεί η επιστροφή στις Αγορές. Για τον σκοπό αυτό ένα τμήμα των δόσεων θα πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση.

Αυτή τη φορά, οι Αγορές ανταποκρίθηκαν στην ελληνική έκδοση, επειδή θεώρησαν δικαιολογημένα ότι ήταν υπό την ομπρέλα της Ευρωζώνης. Υπήρχε, δηλαδή, υψηλή απόδοση, χωρίς αντίστοιχα υψηλό ρίσκο.

Για πρώτη φορά και για το σχετικά μικρό ποσό των τριών δισ. το επιτόκιο 4,65% είναι λογικό. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι τις επόμενες φορές το επιτόκιο θα πρέπει να ακολουθήσει καθοδική τροχιά για να καταστεί σταδιακά βιώσιμη η επιστροφή στις Αγορές. Όλα τα δάνεια που θα λήγουν εφεξής θα πρέπει να αναχρηματοδοτούνται με επιτόκια αγοράς που είναι αρκετά υψηλότερα από τα επιτόκια του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.

Το κρίσιμο 2022

Μέχρι το 2022 οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας κινούνται κατά μέσο όρο στο επίπεδο των εννέα δισ. και μπορούν να εξυπηρετηθούν. Το 2022, όμως, όταν θα λήξει η περίοδο χάριτος, ο κόμπος θα φθάσει στο χτένι. Εάν δεν αποφασισθούν εγκαίρως επαρκή μέτρα ελάφρυνσης, το φάσμα της χρεοκοπίας θα επανέλθει δριμύτερο.

Σ’ αυτή τη φάση, πάντως, η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έστελνε ένα θετικό σήμα στις Αγορές, γεγονός που θα βοηθούσε στην πτώση του επιτοκίου. Η ένταξη, όμως, προσκρούει στο γεγονός ότι η Γερμανία αρνείται να προσδιορίσει μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους παρότι είναι καταφανώς μη βιώσιμο.

Η δοκιμαστική έξοδος στις Αγορές, μάλιστα, θα χρησιμοποιηθεί από το Βερολίνο σαν επιχείρημα για να εμμείνει στην άρνησή του και μετά τις γερμανικές εκλογές. Εξ ου και η δήλωση Σόιμπλε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο.

Εύθραυστη ανάπτυξη

Η κρίσιμη παράμετρος είναι η είσοδος της οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης. Η πρόβλεψη για το 2017 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, στο 1,5%, και για το 2018 στο 2%. Είναι κοινός τόπος, ωστόσο, ότι η ελληνική οικονομία είναι εύθραυστη, με την έννοια ότι μπορεί να τα όποια θετικά σημάδια να αντιστραφούν λόγω είτε πολιτικής αστάθειας είτε κοινωνικής αναταραχής.

Έχοντας συνείδηση αυτού του κινδύνου, το ευρωιερατείο έχει στείλει μηνύματα στην αντιπολίτευση να ρίξει τους τόνους και να βάλει στο ράφι την απαίτηση για πρόωρες εκλογές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι θεσμικοί φορείς του επιχειρηματικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά, πιέζουν από τώρα την κυβέρνηση να μην καθυστερήσει το κλείσιμο της 3ης αξιολόγησης, η διαπραγμάτευση για την οποία θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο.

Τα πράγματα, ωστόσο, δεν αναμένεται να είναι εύκολα. Η Βελκουλέσκου δήλωσε ότι η Ελλάδα «έχει φουλ ατζέντα μπροστά της», ζητώντας εμμέσως πλην σαφώς περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών, μισθών και συντάξεων. Ας σημειωθεί ότι μέχρι το καλοκαίρι του 2018 πρέπει να έχουν εφαρμοσθεί 113 προαπαιτούμενα, εκ των οποίων τα 95 μέχρι το τέλος του 2017.


Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης δήλωσε πως κύκλοι του ευρωιερατείου και του ΔΝΤ θα επιχειρήσουν να βάλουν τρικλοποδιές στην πορεία της Ελλάδας για έξοδο από το Μνημόνιο, επειδή την θέλουν σε καθεστώς πλήρους εξάρτησης. Πρόκειται για δήλωση, η οποία έχει μία βάση, αλλά εξυπηρετεί και την εσωτερική πολιτική ανάγκη της κυβέρνησης να εμφανίζεται πως είναι στόχος υπονόμευσης.


Σταύρος Λυγερός 
[Ο Σταύρος Λυγερός έχει εργασθεί σε εφημερίδες (για 23 χρόνια στην Καθημερινή), ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Σήμερα αρθρογραφεί στο Πρώτο Θέμα. Συγγραφέας 13 βιβλίων. Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973]

https://stavroslygeros.gr/oikonomia/to-recovery-story-kai-oi-pagides/

  3 Αυγούστου 2017