Ο Trump στρώνει το έδαφος για εμπορικό πόλεμο με την Κίνα



Η απόφαση του Donald Trump να παραγγείλει επίσημη έρευνα κατά της Κίνας για κλοπή τεχνολογίας και πνευματικής ιδιοκτησίας, αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τον εμπορικό πόλεμο που προοιωνιζόταν ήδη η προεκλογική εκστρατεία του Αμερικανού προέδρου, αλλά και έναν μοχλό πίεσης στις σινοαμερικανικές γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις.

Τυπικά η αντιπαράθεση αφορά την απαίτηση της Κίνας προς τις αμερικανικές εταιρίες να μεταφέρουν τεχνολογία, εάν θέλουν να ασκήσουν επιχειρηματική δραστηριότητα στην κινεζική επικράτεια. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Trump ζήτησε από την αρμόδια κυβερνητική υπηρεσία, το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου, να προχωρήσει σε έρευνα κατά της Κίνας με βάση την εγχώρια νομοθεσία για το διεθνές εμπόριο. 

Μια τέτοια διαδικασία δίνει στην αμερικανική κυβέρνηση το δικαίωμα να επιβάλει εμπορικές κυρώσεις, σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερα από ό,τι εάν τέτοιες καταγγελίες εξετάζονταν στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος Robert Lighthizer έχει ένα έτος περιθώριο να εξετάσει το ζήτημα και να κρίνει εάν θα πρέπει να ξεκινήσει επίσημη έρευνα.

Πέραν της υποχρεωτικής μεταφοράς πνευματικής ιδιοκτησίας, η αμερικανική πλευρά κατηγορεί την κινεζική ότι ανέχεται τη διαδικτυακή πειρατεία, δεν τηρεί τους κανόνες για τα εμπορικά σήματα και δεν καταστέλλει την παραγωγή απομιμήσεων επώνυμων προϊόντων. Οι εκτιμήσεις για το συνολικό κόστος αυτών των πρακτικών για την αμερικανική οικονομία φτάνουν τα 200-600 δισεκατομμύρια δολάρια.

Παρότι καθεαυτή η κίνηση απέχει πολύ από τις προεκλογικές απειλές του Trump για επιβολή εισαγωγικών δασμών 45% στα κινεζικά προϊόντα ή τις αποστροφές του ότι "η Κίνα έχει διαπράξει τη μεγαλύτερη κλοπή στην παγκόσμια ιστορία”, εντούτοις δεν παύει να είναι μια επιθετική ενέργεια.

Ωστόσο, η συγκεκριμένη αμερικανική νομοθεσία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσει να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, ενώ ενέχει και σοβαρό κίνδυνο κινεζικών αντιποίνων με απρόβλεπτες συνέπειες.

Για παράδειγμα η Κίνα θα μπορούσε να χτυπήσει τις αμερικανικές εξαγωγές σόγιας (που ανέρχονται σε 14 δισεκατομμύρια δολάρια) ή τις εξαγωγές αυτοκινήτων, εξοπλισμού, αεροσκαφών, να επιβάλει υψηλούς εισαγωγικούς δασμούς, να περιορίσει τις βίζες για κατόχους αμερικανικών διαβατηρίων, να υποτιμήσει το γιουάν.

Επιπλέον, η κινεζική ανάπτυξη με ρυθμούς 6,7% δίνει ώθηση σε όλη την περιοχή και τυχόν υποχώρηση της κινεζικής οικονομίας θα είχε επιπτώσεις και σε συμμάχους των ΗΠΑ, όπως η Ιαπωνία.

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά το κινεζικό πρακτορείο ειδήσεων Xinhua, "ενώ είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε εάν οι ΗΠΑ θέλουν μια μεγάλη σύγκρουση στο θέμα του εμπορίου, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η τελευταία κίνηση να "δείξουν τα δόντια τους”, όπως και οι άλλες μονομερείς ενέργειες της Ουάσιγκτον, στο τέλος δεν θα βλάψει μόνο την Κίνα, αλλά μακροπρόθεσμα και τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες”.

Από την πλευρά του το κινεζικό υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι "οι ΗΠΑ θα πρέπει να εκτιμήσουν τους τρέχοντες εμπορικούς δεσμούς και τη σχέση με την Κίνα και κάθε κίνηση προστατευτισμού σίγουρα θα βλάψει τις διμερείς οικονομικές σχέσεις και θα πλήξει τα επιχειρηματικά συμφέροντα και στις δύο χώρες”. Πρόσθεσε δε ότι η Κίνα θα πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για να αμυνθεί.

Ο πρόεδρος Trump και το τμήμα των αμερικανικών επιχειρήσεων που εκπροσωπεί όντως θεωρούν την Κίνα ως τη μεγάλη απειλή, όμως στην πραγματικότητα το παράθυρο ευκαιρίας για μια διαφορετική αντιμετώπιση έκλεισε το 2001 όταν ο ασιατικός γίγαντας έγινε δεκτός στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Έκτοτε η Κίνα έδειξε ότι μπορεί να είναι ένας ιδιαίτερα σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια οικονομία χωρίς η τυπική και ουσιαστική ένταξή της στις θεσμικές και οικονομικές δομές της παγκοσμιοποίησης να επιβάλει σημαντικές παραχωρήσεις στο κινεζικό καθεστώς. Αντίθετα, οι γενναίες και πολύμορφες επιδοτήσεις των κινεζικών επιχειρήσεων από το κράτος τους εξασφαλίζουν και μια προνομιακή θέση στην παγκόσμια αγορά. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι καθυστερημένα οι ΗΠΑ θα αντιστρέψουν τον συσχετισμό που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες.

Την ώρα που η Ουάσιγκτον στηρίζει τις αμερικανικές επιχειρήσεις με παραδοσιακά μέσα, όπως η χαμηλότερη ισοτιμία του δολαρίου ή η έξοδος από τη συμφωνία των Παρισίων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η Κίνα επενδύει τεράστια ποσά σε τεχνολογίες όπως τα ηλεκτρονικά, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η ρομποτική και τα μέσα μεταφοράς, αφήνοντας το ρόλο του μαζικού φτηνού εργοστασίου για χώρες σαν το Βιετνάμ και τη Μιανμάρ.

Όμως, η κίνηση του Αμερικανού προέδρου δεν έχει μόνο οικονομικά κίνητρα, αλλά σχετίζεται και με την κλιμάκωση της έντασης σε σχέση με τη Βόρεια Κορέα. Παρότι η Πιονγκγιάνγκ ανακοίνωσε ότι δεν θα πραγματοποιήσει προς το παρόν δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων προς τη νήσο Γκουάμ, που στεγάζει την βάση Anderson της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, εντούτοις η Ουάσιγκτον δεν αναστέλλει την πίεση.

Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι η Κίνα, υπό την απειλή και ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, θα υποχρέωνε το καθεστώς της Βόρειας Κορέας να υπαναχωρήσει από τα πυρηνικά του σχέδια. Άλλωστε, το Πεκίνο συνδέεται με συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Πιονγκγιανγκ, ενώ το 90% του βορειοκορεατικού εμπορίου είναι με την Κίνα. Τη συσχέτιση ανάμεσα στις δύο απειλές πραγματοποίησε ο ίδιος ο Trump όταν δήλωσε ότι η εάν η Κίνα βοηθήσει τις ΗΠΑ με την Βόρεια Κορέα, ο ίδιος θα αισθανόταν διαφορετικά και για τα ζητήματα εμπορίου.

Την ίδια στιγμή οι επικεφαλής του State Department και του υπουργείου Άμυνας Rex Tillerson και James Mattis με κοινό τους άρθρο στη Wall Street Journal έκαναν σαφή τη διάθεσή τους για επίδειξη δύναμης σε μια περιοχή ευαίσθητη για την Κίνα, επιμένοντας παρά τις έντονες κινεζικές αντιδράσεις στην εγκατάσταση των αντιπυραυλικών συστοιχιών THAAD στη Νότια Κορέα, απαιτώντας τη διακοπή των οικονομικών συναλλαγών της Μόισχας και του Πεκίνου με την Πιονγκγιάνγκ και τονίζοντας ότι οποιαδήποτε επίθεση εναντίον των ΗΠΑ θα αντιμετωπιστεί με συντριπτικά υπέρτερη ισχύ.

Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλα αυτά θα πείσουν την κινεζική ηγεσία να αλλάξει στάση. Από τη μια, δεδομένης της κλίμακας της κινεζικής οικονομίας και της θέσης στην παγκόσμια αγορά, το κόστος τυχόν κυρώσεων μπορεί να αποδειχθεί περιορισμένο.

Από την άλλη, για την κινεζική πλευρά ως μεγαλύτερος κίνδυνος στην κορεατική χερσόνησο θεωρείται τυχόν αποσταθεροποίηση της Βόρειας Κορέας εξ ού και επικεντρώνει στην με αποφυγή με κάθε τρόπο ενδεχομένης στρατιωτικής σύγκρουσης. Όμως, αυτό δεν θα το κάνει αποδεχόμενη τις αμερικανικές πιέσεις.

Του Κώστα Ράπτη


17/8/2017