Ο προγραμματισμένος θάνατος των προϊόντων.



Στον πυροσβεστικό σταθμό της πόλης Livemore στην  Καλιφόρνια, βρίσκεται μια κοινή λάμπα που καίει αδιάκοπα από το 1901. Το 2001 μάλιστα, οι κάτοικοι της πόλης διοργάνωσαν ένα μεγάλο πάρτι για να γιορτάσουν το «αιώνιο» φως της.

Πρόκειται για έναν κοινό λαμπτήρα των 5 watt, από φυσητό γυαλί, που κατασκευάστηκε στα τέλη του 1890 από την Shelby Electric Company και αποδεικνύει περίτρανα, πως η αρχική σύλληψη των απανταχού εφευρετών, ήταν πάντοτε η δημιουργία των αγαθών που θα κρατούσαν για μια ζωή.

Γιατί όμως αυτή η λάμπα δεν παράχθηκε ποτέ μαζικά;

Η ιστορία

Το καρτέλ των εταιρειών παραγωγής λαμπτήρων, θορυβημένο από την παρουσία της ενοχλητικής λάμπας, σε συνάντηση του στη Γενεύη το 1924 αποφάσισε ότι ο λαμπτήρας αυτός ήταν ένα επιστημονικό ατύχημα και γι’ αυτό καθόρισε και επέβαλλε στις εταιρείες παραγωγής λαμπτήρων ότι η μέση διάρκεια τους δεν πρέπει να ξεπερνά τις 1.000 ώρες.

Συγκεκριμένα συστάθηκε ένα παγκόσμιο καρτέλ με το όνομα Pheobus από ευυπόληπτους επιχειρηματίες. Το σχέδιο τους ήταν να αναλάβουν τον έλεγχο της παραγωγής λαμπτήρων και ο καθένας τους θα έπαιρνε από ένα κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς. Ανάμεσα στα μέλη του καρτέλ, καταγεγραμμένα στα πρακτικά που ανακαλύφθηκαν 80 χρόνια μετά, φιγουράρουν τα ονόματα των Philips (Ολλανδία),  Osram (Γερμανία), General Electric (ΗΠΑ)  και Compagnie des lampes (Γαλλία).

Το γεγονός αυτό αποτέλεσε επί της ουσίας την αρχή για την διάδοση της έννοιας της προγραμματισμένης βραχυβιότητας ή απαξίωσης (planned obsolescence), καθώς οι παραγωγοί άρχισαν να μειώνουν τη διάρκεια ζωής των προϊόντων με σκοπό να αυξήσουν την κατανάλωση.

Ο όρος βραχυβιότητα καταγράφηκε για πρώτη φορά σε οικονομικό επίπεδο το 1932 από τον Bernard London. Ο συγκεκριμένος ήταν μεσίτης μεγάλης οικονομικής επιφάνειας και ιδιαίτερα παθιασμένος με την ιδέα αυτή. Η ιδέα του για την βραχυβιότητα και τη βοήθεια που θα μπορούσε να προσφέρει ενόψει οικονομικής κρίσης κατατέθηκε σε μορφή πρότασης στην αμερικάνικη κυβέρνηση το 1930 (Ending the depression through planned obsolescence) και πραγματοποιώντας γενικές αναφορές σε δημόσια μέσα σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση.

Στα κείμενά του ανέφερε ότι έπρεπε η τότε κυβέρνηση να ορίσει ημερομηνία λήξης σε όλα τα αγαθά, όπως στα παπούτσια, στα σπίτια, στις μηχανές και σε όλα τα προϊόντα που είναι παράγωγα της βιομηχανίας, της εξόρυξης και της αγροτικής παραγωγής γενικότερα. Αυτή η ημερομηνία λήξης θα ήταν τοποθετημένη στα προϊόντα όταν αυτά θα έβγαιναν από την παραγωγή την πρώτη φορά, και θα πωλούνταν και χρησιμοποιούνταν με τον παράγοντα της λήξης τους, γνωστό προς τον καταναλωτή. Ύστερα από το πέρας της εκάστοτε ημερομηνίας, τα προϊόντα αυτά θα θεωρούνταν νομικά νεκρά, θα περνάνε από έλεγχο της διορισμένης από την κυβέρνηση επιτροπής και θα καταστρέφονται σε περίπτωση εξάπλωσης της ανεργίας. Νέα προϊόντα θα ρέουν διαρκώς από τα εργοστάσια και τις αγορές, για να αντικαταστήσουν τα ξεπερασμένα, και οι τροχοί της βιομηχανίας θα συνεχίσουν να κινούνται, κρατώντας την ανεργία ρυθμισμένη και σε ασφαλή επίπεδα για τις μάζες.

Επί της ουσίας ο Bernard London οραματίζονταν την εξισορρόπηση της εργασίας και του κεφαλαίου και επιθυμούσε με την πρόταση του αυτή, οι βιομηχανίες να παράγουν διαρκώς αγαθά, το καταναλωτικό κοινό να τα απορροφάει κι έτσι θα λυνόταν το πρόβλημα της ανεργίας. Η πρόταση θεωρήθηκε τότε πολύ ριζοσπαστική και απορρίφθηκε από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ωστόσο, παρόλο που η πρώτη αναφορά έγινε το 1932, η έννοια της προγραμματισμένης απαξίωσης ή βραχυβιότητας (planned obsolescence) έγινε ευρέως γνώστη μέσω του Brooks Stevens, ο οποίος μίλησε γι' αυτήν σε ένα συνέδριο στην Μινεάπολις το 1954. Συγκεκριμένα το συνέδριο είχε ως όνομα την ίδια την έννοια της βραχυβιότητας και χρησιμοποίησε την έκφραση που έμελλε να χαράξει την πορεία της παγκόσμιας παραγωγής στα επόμενα χρόνια: «Planned obsolescence is instilling in the buyer the desire to own something a little newer, a little better, a little sooner than is necessary». Με λίγα λόγια η προγραμματισμένη βραχυβιότητα εμφυτεύει την ανάγκη στον καταναλωτή να αποκτήσει κάτι λίγο πιο καινούριο, λίγο πιο καλό, λίγο νωρίτερα από ότι το έχει πραγματικά ανάγκη.

Η φράση αυτή έγινε πολύ γρήγορα γνωστή και πάρα πολλές βιομηχανίες ασπάστηκαν την λογική αυτήν στην παραγωγή των προϊόντων τους. Μάλιστα, έγινε τόσο ευρέως διαδεδομένη που κάποιες εταιρίες τη χρησιμοποιούσαν στις διαφημίσεις τους με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο, όπως η Volkswagen, η οποία το 1959 στην διαφημιστική της καμπάνια καταδίκαζε την έννοια και ανέφερε χαρακτηριστικά: «We don't change a car for the sake of change».

Το 1960 ο πολιτικός αναλυτής Vance Packard δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «The Waste Makers», προωθώντας την ιδέα ότι η νέα αυτή μόδα στην παραγωγή προάγει τη δημιουργία μιας καταναλωτικής τάξης, που θα είναι κατά βάση σπάταλη, υπερχρεωμένη και μονίμως δυσαρεστημένη. Ο Packard χώρισε τη βραχυβιότητα σε δύο κατηγορίες: στην λειτουργική βραχυβιότητα και στην επιθυμητή βραχυβιότητά που ονόμασε επίσης και ψυχολογική. Με τη δεύτερη ο παραγωγός προσπαθεί να φθίνει την αξία του προϊόντος στο μυαλό του καταναλωτή. Ο Packard χρησιμοποίησε την έκφραση ενός βιομηχανικού σχεδιαστή που έλεγε: «Ο σχεδιασμός είναι μια προσπάθεια για συνεισφορά στην αλλαγή. Όταν δεν είναι εφικτή καμία πραγματική αλλαγή να γίνει, τότε ο μόνος τρόπος για να δοθεί η ψευδαίσθηση της αλλαγής είναι μέσω του styling».



Αν ποτέ η κατανάλωση σταματήσει, το σύστημα θα καταρρεύσει;

«Σκοπός των επιχειρήσεων που υιοθετούν την τακτική της βραχυβιότητας, είναι να οδηγήσουν τους καταναλωτές στην αγορά νεότερων προϊόντων με την μείωση του κύκλου ζωής τους, ώστε να αυξάνεται συνεχώς η ζήτηση των αγαθών τους. Αυτό γίνεται μέσω μιας δραματικής αλλαγής στις μεθόδους παραγωγής όλων των αγαθών και τη διαθεσιμότητα των αγαθών αυτών στην αγορά», όπως εξηγεί ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, ∆ημήτρης Σταυρουλάκης.

Με λίγα λόγια, λοιπόν, η βραχυβιότητα είναι η οικονομική και πολιτισμική βάση της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας. Είναι το «κλειδί» για την αέναη κυκλική κατανάλωση που χρειάζεται το σύστημα για να διατηρείται.

Έτσι σήμερα κανένα προϊόν και ποτέ, δεν κατασκευάζεται με στόχο τη διάρκεια, λόγω της αναγκαιότητας διατήρησης αυτής της «κυκλικής κατανάλωσης». Δηλαδή κάθε τι, πρέπει να χαλάει μετά από ορισμένο χρόνο, ώστε να χρειάζεται συντήρηση ή αντικατάσταση και με αυτόν τον τρόπο να ενισχύεται η οικονομική κατανάλωση.

Τα προϊόντα προγραμματίζονται με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ζωής και τη θνησιγένεια να έχει ενσωματωθεί στο DNA κάθε συσκευής, κινητού τηλεφώνου, ηλεκτρονικού υπολογιστή, tablet, αυτοκινήτου, ηλεκτρικής συσκευής, προκειμένου να αναγκάζεται ο καταναλωτής να καταναλώνει στο διηνεκές. Και βέβαια, οι χώρες του τρίτου κόσμου να υποδέχονται τόνους από ηλεκτρονικά απόβλητα που προέρχονται από τον «πολιτισμένο» δυτικό πολιτισμό, παρά τις απαγορεύσεις του Διεθνούς Δικαίου. Χώρες που τους έχει επιβληθεί ο ρόλος ενός παγκοσμίου σκουπιδοτενεκέ.

Για κάθε παρτίδα προϊόντων ακόμη και για αυτόνομα από χρήση ενέργειας αντικείμενα (έπιπλα, εργαλεία), υπάρχει ένας σαφής προγραμματισμός για τη θνησιγένειά τους. Τα προϊόντα, είτε χαλούν, είτε καθίστανται ασύμβατα με άλλα συστήματα, είτε χάνουν την αξία τους ως «ντεπασέ». Αυτό σχετίζεται περισσότερο με την ψυχολογική απαξίωση (psychological obsolescence) ενός προϊόντος.

Έτσι η αγορά κατάφερε οι άνθρωποι να ενδιαφέρονται περισσότερο για την εμφάνιση των προϊόντων, για το τι είναι καινούργιο, μοντέρνο, ωραίο και πιο εξελιγμένο από πριν. Αντικαθιστούν προϊόντα που ήδη έχουν με νεότερα τα οποία προσφέρουν κάθε φορά κάτι παραπάνω. Η διαφήμιση και το μάρκετινγκ προωθούν ακριβώς αυτή την ιδέα δελεάζοντας τους καταναλωτές να επιθυμούν νέα βελτιωμένα προϊόντα. Παρουσιάζουν τα αγαθά με τέτοιο τρόπο ώστε να τους αναγκάζουν εμμέσως -πολλές φορές και με υποσυνείδητα μηνύματα- να αγοράσουν τα νέα αγαθά. Άλλωστε είναι δύο επιστήμες (;) που δημιουργήθηκαν μέσω της ιδέας της προγραμματισμένης βραχυβιότητας.

Μάλιστα οι επιστήμονες που αναλύουν το φαινόμενο πάνε ακόμη παραπέρα μιλώντας ακόμη και για σχεδιασμό χρόνου ζωής υπηρεσιών ή και των οικόσιτων ζώων (pets) μέσω εμβολιασμού, μάλλον «υπερεμβολιασμού» που προκαλούν καρκίνους στα 5 χρόνια της ζωής του σκύλου ή της γάτας. Και τούτο για να αναγκαστεί ο ιδιοκτήτης να αγοράσει καινούργιο.

Η εμπορική δύναμη της βιομηχανικής καταναλωτικής αγοράς και ο εκσυγχρονισμός μπορεί άλλωστε να απαξιώσει όχι μόνο τα προϊόντα, αλλά ακόμα και πολιτιστικά στοιχεία, όπως τις παραδόσεις, τις γλώσσες, τις γνώσεις, τις δεξιότητες.

Η συνωμοσία του λαμπτήρα

Είναι προφανές πως όλα αυτά δεν είναι θεωρία συνωμοσίας που κάποιοι, κάποτε πίστευαν. Κάνοντας έρευνα για την ταινία της «Η Ιστορία των Πραγμάτων», η Annie Leonard ανακάλυψε πως από τα υλικά που ρέουν μέσω της οικονομίας του καταναλωτισμού, μόνο 1% παραμένει σε χρήση έξι μήνες μετά την πώληση. Ακόμα και τα αγαθά που θα περιμέναμε να διαρκέσουν περισσότερο, σύντομα καταδικάζονται σε αχρηστία είτε επειδή είναι προσχεδιασμένη η αχρήστευσή τους, είτε επειδή θεωρείται πως βγαίνουν εκτός μόδας.



 Story of Stuff (2007, OFFICIAL Version)

Ο Χάρης Ναξάκης, συγγραφέας και καθηγητής οικονομικών στο ΤΕΙ Ηπείρου, στο κείμενό του «Προγραμματισμένη Βραχυβιότητα Το πραγματικό πρόσωπο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης»,  αναφέρει παραδείγματα προγραμματισμένου θανάτου προϊόντων, όπως εκτυπωτές που έχουν ενσωματωμένο ένα τσιπάκι, το οποίο μετρά τον αριθμό των εκτυπωμένων σελίδων και δίνει εντολή για μπλοκάρισμα του εκτυπωτή, όταν αυτές υπερβούν έναν εκ των προτέρων καθορισμένο από τον κατασκευαστή αριθμό. Ένας πολύ έξυπνος τρόπος αχρήστευσης του εκτυπωτή, ώστε ο χρήστης του να αναγκασθεί να αγοράσει καινούργιο. Άλλο παράδειγμα: Οι επιστήμονες της χημικής βιομηχανίας  Dupont  ανακαλύπτουν στο εργαστήριο μια άφθαρτη κλωστή, μια συνθετική ίνα νάιλον και με αυτή κατασκευάζουν ένα νάιλον καλσόν με μεγάλη διάρκεια ζωής. Η καινοτομία αυτή ποτέ δεν θα πάρει τον δρόμο της μαζικής παραγωγής ανθεκτικών καλτσών. Η διοίκηση της εταιρείας έδωσε την εντολή της απόκρυψης της και της αντικατάστασής της με μια συνθετική ίνα λιγότερο ανθεκτική, με προγραμματισμένη την ημερομηνία θανάτου της.

Το Ντοκιμαντέρ «Οι Πυραμίδες της Σπατάλης - Συνωμοσία του Λαμπτήρα» διηγείται την ιστορία της «συνωμοσίας του λαμπτήρα» από την αφετηρία της το 1920 μέχρι και σήμερα, προβάλλοντας το συνεχώς αναπτυσσόμενο πνεύμα αντίστασης των καταναλωτών, αλλά και την αντιστοιχία ανάμεσα στα απεριόριστα υλικά αγαθά και τον – ορισμένου χρόνου ζωής – πλανήτη μας.

 Ντοκιμαντέρ «Οι Πυραμίδες της Σπατάλης - Συνωμοσία του Λαμπτήρα» 



Μαριάνθη Πελεβάνη


13/9/2017